Χριστουγεννιάτικες καμπάνες σε Ρεθεμνιώτικα καμπαναριά

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Χριστουγεννιάτικες καμπάνες σε Ρεθεμνιώτικα καμπαναριά
• Επίκαιρες μνήμες σε χρόνους ειρήνης αλλά και σε χαλεπούς καιρούς
Είναι μοναδική εμπειρία να καταφεύγεις σε μνήμες για να βιώσεις την ατμόσφαιρα εορτών μιας άλλης εποχής.
Καθένας κάτι έχει να πει από αυτά που έζησε γράφοντας έτσι ιστορία.
Ας ακούσουμε μέσα από τις μνήμες αυτές χριστουγεννιάτικες καμπάνες σε Ρεθεμνιώτικα καμπαναριά.
 
Κάποτε στο Βρύσινα
Αναφέρει ο κ. Γιάννης Τσακπίνης, απόστρατος αξιωματικός, σε ένα νοσταλγικό του οδοιπορικό από αυτά που έχουν εξασφαλίσει ένα φανατικό κοινό…
«Από τον Οκτώβρη συνηθίζανε το κάθε σπίτι να μεγαλώνει ένα χοίρο για να τον σφάξουνε λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα να γεμίσει το σπίτι τους από κρέας να το έχουν όλες τις ημέρες των εορτών. Σκληριές από παντού από τη σφαγή των χοίρων σε όλες τις αυλές των χωριανών όταν επρόκειτο να δεχθούν το μαχαίρι στο λαιμό τους. Δίπλα έτοιμο το ζεστό νερό μέσα στη σκάφη να αφαιρέσουν όλο το τρίχωμά του να είναι έτοιμος για να μπει στο τσικάλι της οικογένειας όλες τις γιορτές.
Όταν ο παπάς τελείωνε τη λειτουργία όλη η οικογένεια γύρω στο τραπέζι ή τον σοφρά κοντά στο τζάκι να φάνε τη βραστή κεφαλή και μέσα στο ζωμό τον ξινόχοντρο. Κρεμασμένος ο χοίρος στο κατώι του σπιτιού και μετά τον κομματιάζανε να τσιγαριαστεί στο καζάνι για να μπει στα πήλινα κουρούπια, αφού δεν υπήρχανε ψυγεία και μέχρι τις απόκριες όλο είχε τελειώσει.
Το Γιωργιό του Μανούσου είχε πάει στην αυλή του Παναγιώτη Τ. που είχε σφάξει το χοίρο και του ζήτησε τη φούσκα «ουρήθρα» για να την κάνει μπαλόνι να παίξει. Του είπε: Θείε, θα μου δώσεις τη φούσκα του χοίρου σου να την κάνω μπαλόνι να παίζω; Ο Παναγιώτης για να μην τον στενοχωρήσει του την έδωσε. Η μάνα του ήξερε να την φτιάξει με στάχτη και αλάτι να γίνει σκληρή να αντέχει να βάζει πολύ νερό για να κάνει αστεία με τα αδέλφια του. Άλλα παιχνίδια ήτανε το τόπι από πανιά και μαλλιά των προβάτων. Η κάθε μάνα τα έβαζε και τα έραβε μέσα σε παλιά κάλτσα σε σχήμα στρογγυλό για να παίξουνε ποδόσφαιρο, τους σβούρους, το ξυλίκι κ.λπ.
Η κάθε οικογένεια των χωριών της περιοχής μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα έκανε αυξημένο ζυμωτό για να έχει ψωμί όλες τις γιορτές μαζί και τη βασιλόπιτα με το φλουρί. Η νοικοκυρά την τοποθετούσε μέσα σε μεγαλύτερο ταψί για να βάλει γύρω-γύρω της: καρύδια, φουντούκια, κάστανα, σύκα, όσπρια κ.λπ. και στο μέσο της πίτας ένα κλαδί από ελιά με ελιές επάνω του που ήτανε το έθιμο και στο δεξί μέρος ένα ρόδι.
Τις παραμονές των εορτών τα παιδιά από κάθε οικογένεια λέγανε τα κάλαντα σε όλα τα σπίτια παίρνοντας διάφορα φιλοδωρήματα. Τις άλλες ημέρες που ήτανε κλειστό το σχολείο βοηθούσανε περισσότερο τους γονείς τους στις δουλειές του σπιτιού τους και λιγότερο παίζανε τα λίγα αυτοσχέδια παιχνίδια που είχανε στη διάθεσή τους. Επίσης πηγαίνανε στις πλαγιές του Βρύσινα να μαζέψουν μανουσάκια «ζουμπούλια» να πάνε την άλλη ημέρα πρωί πρωί στη χώρα (Ρέθυμνο) να τα πουλήσουν έξω από τους τέσσερις μάρτυρες για να πάρουν ότι είχανε ανάγκη: παπούτσια ή ρούχα να φορέσουν στο σχολείο».
 
Γιορτινές προετοιμασίες
Καθένας κάτι έχει να καταθέσει για τις γιορτινές προετοιμασίες με κοινό παρανομαστή όμως τη… «φούσκα» του χοίρου.
Όπως φαίνεται αυτό ήταν το κρυφό όνειρο των αγοριών γι’ αυτό και πολλά ήταν εκείνα που προσπαθούσαν νωρίτερα να την εξασφαλίσουν δεσμεύοντας με «λόγο τιμής» τους στενούς συγγενείς.
Απαραίτητη ήταν η γενική καθαριότητα σε όλα τα σπίτια, η προετοιμασία των ρούχων της γιορτής που φυλάσσονταν ευλαβικά στο μπαούλο, αφού δεν ήταν εύκολη η αντικατάστασή τους εκείνες τις δύσκολες εποχές. Αν τώρα είχε πάει καλά η χρονιά κι είχε βεντέμα, υπήρχε ελπίδα ο πατέρας που κατέβαινε στη χώρα για τις προμήθειες να κρατούσε και παπούτσια για τα μικρότερα παιδιά.
Ήταν μαρτύριο για το γονέα να υπάρχουν στην οικογένεια παιδιά που δεν βοηθούσαν οι ηλικίες να καλύπτει το ένα αδελφάκι ανάγκες του άλλου. Τα μικρότερα πορεύονταν συνήθως με τα παπούτσια των μεγαλύτερων. Με τα μικρότερα ήταν το πρόβλημα.
Έτσι δεν ήταν σπάνιο να φωλιάσει πίκρα σε παιδικές καρδιές αν δεν γινόταν το όνειρο πραγματικότητα. Επειδή όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία απέμενε να περιμένουν οι αδικηθέντες το Πάσχα μήπως δικαιωθούν.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να γιορτάσουν οι Χριστιανοί τη γέννηση του Θεανθρώπου ήταν να νηστέψουν σαράντα μέρες. Η έναρξη της νηστείας ήταν η γιορτή του Αγίου Φιλίππου.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας ήταν και η εξομολόγηση για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ψυχικής μέθεξης στη μεγάλη γιορτή με τη θεία κοινωνία.
Οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες σήμαιναν κυρίως νύχτα. Οι λειτουργίες ήταν νυκτερινές στα περισσότερα χωριά.
Ήταν και το μοναδικό ξύπνημα που δεν προκαλούσε γκρίνια στους μικρότερους. Μέρα γιορτής ήταν αμαρτία να προκαλείς ένταση μουρμουρίζοντας.
Όπως συμβαίνει συνήθως τα Χριστούγεννα ήταν και μια μεγάλη δοκιμασία για τη νοικοκυρά, αφού έπρεπε από μέρες πριν να περάσουν όλα από τα χέρια της. Ακόμα και η λιγότερο δραστήρια αυτή την περίοδο έπρεπε να δείξει μεγάλη προκοπή. Να καθαρίσει γωνιά γωνιά και με πολλή σχολαστικότητα το σπίτι, να ετοιμάσει κουραμπιέδες και μελομακάρονα, να φροντίσει για το χριστόψωμο που ήταν για όλες τις γυναίκες της εποχής μια ευκαιρία ανάδειξης των ιδιαίτερων χαρισμάτων τους στη νοικοκυροσύνη.
 
Στην πόλη ήταν κάπως διαφορετικά τα πράγματα
Εδώ οι ρόλοι μοιράζονταν. Η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα κατά τα κοινωνικά πρότυπα να γυρίζει στην αγορά. Ο άνδρας του σπιτιού είχε την ευθύνη να φροντίσει για όλα. Στο μέτρο του δυνατού πάντα. Συνήθως όμως κανένα από τα στοιχειώδη για το γιορταστικό τραπέζι δεν έλειπε από το ζεμπίλι.
Στις γειτονιές που προσπαθούσαν να ξαναβρούν το δρόμο τους στη ζωή οι ξεριζωμένοι Μικρασιάτες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα επικρατούσε πυρετώδης προετοιμασία. Μπορεί να έμενε σε παράγκα που λέει ο λόγος η Μικρασιάτισσα αλλά το σπίτι έπρεπε να λάμψει. Έβγαζε ατμούς λοιπόν το καζάνι κι ευώδιαζε η αλυσίβα με τα δαφνόφυλλα, ενώ πηγαινοέρχονταν οι ταβάδες στο φούρνο με τους κουραμπιέδες και τα «φοινίκια».
Παραμονή θα έβγαιναν τα παιδιά να πούνε τα κάλαντα. Μια παράδοση που τηρούσαν με συνέπεια οι μικροί καλαντιστάδες γιατί θα είχαν την ευκαιρία να δουν στις τσέπες τους και κανένα νόμισμα πέρα από τα τραταρίσματα.
Οι σύλλογοι στο μεταξύ, των Κυριών και του Λυκείου των Ελληνίδων είχαν μοιράσει τα πακέτα αγάπης, ακόμα και το πιο ταπεινό σπιτάκι θα εύρισκε έξω από την κουρελού που αντικαθιστούσε την πόρτα που δεν υπήρχε, ένα πακέτο ή ένα ζεμπίλι.
Καμιά οικογένεια των ευκατάστατων Ρεθεμνιωτών δεν ένοιωθε άνετα αν δεν είχε κάνει το χρέος της στο συνάνθρωπο.
 
Ήταν ένα ανθρώπινο καθήκον
Μετά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε η άλλη κοινωνική υποχρέωση να «πούνε τη γιορτή». Μια συνήθεια που αναβάθμιζε τις ανθρώπινες σχέσεις και έφερνε όλους πιο κοντά.
Οι γιορτές βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τις σημερινές που συνήθως γίνονται σε μια πιτσαρία ή ταβέρνα.
Οι εορτάζοντες είχαν το σπίτι ανοικτό από νωρίς και ο δίσκος δεν άδειαζε από ποτηράκια για λικέρ, ή ρακί, ούτε και ο δίσκος με κουραμπιέδες και μελομακάρονα για να τραταριστεί ο επισκέπτης. Για δώρα τώρα ούτε λόγος. Μετρούσε περισσότερο η ανθρώπινη επαφή.
Φακές χωρίς λάδι για χριστουγεννιάτικο γεύμα
Εκείνα τα Χριστούγεννα του 40 ήταν από τα χειρότερα που έζησε ο τόπος. Οι νέοι έλειπαν στο μέτωπο. Οι άλλοι στα μετόπισθεν ζούσαν μέρες αγωνίας. Ήδη σε κάποια σπίτια είχαν πένθος. Ήταν οι πρώτοι νεκροί που έπεσαν στο μέτωπο. Ανάμεσά τους ο Κωστής Παπαδάκης, που ο θάνατός του προκάλεσε αίσθηση γιατί η οικογένειά του ήταν ιδιαίτερα αγαπητή σε όλους.
Για τα Χριστούγεννα στο μέτωπο μας πληροφορεί στο ημερολόγιό του ο Εμμανουήλ Σταγάκης. Πρόκειται για μια συγκλονιστική μαρτυρία:
«Ήταν ημέρα Χριστουγέννων και ο λόχος είχε φακές χωρίς λάδι και χωρίς αλάτι και μια σαρδέλα να βγάλομε αλάτι να αλατίσομε τη φακή. Ήρθε η ώρα της διανομής και ο λόχος μπαίνει στη γραμμή να πάρει τη φακή και ένας της παρέας των επτά και μπαίνει στη γραμμή και κρατά επτά καραβάνες.
Έρχεται η σειρά του και ο μάγειρας του βάζει φακές και στις επτά καραβάνες και φεύγει μα ο κύριος Κατσιράκης μου λέει να τον ακολουθήσω από απόσταση. Τον ακολουθώ και σε μια στροφή του δρόμου βλέπω να χύνει τις φακές. Του φωνάζω να με περιμένει, τον πλησιάζω και τον ερωτώ γιατί έριξε το φαγητό. Μου απαντά: «όλοι είστε μπουνταλάδες. Αύριο θα πάμε να σκοτωθούμε και θα πάμε πεινασμένοι;» του λέω «το ξέρω ότι εσείς πήρατε την αίγα και την φάγατε γιατί έβγαινε η μυρωδιά του ψητού, μα δεν βρήκαμε τίποτα και να μου πεις που την ψήνετε», να μου δώσεις το λόγο σου να έρθεις να σου δείξω και να φας και εσύ. Σου δίνω το λόγο μου. Ακολούθησε με. Μόλις φθάσαμε, ανοίγει την πόρτα και λέει εις τους άλλους: ο επιλοχίας μου έδωσε το λόγο του. Ετοιμάσετε να φάμε. Παρακολουθώ με ανοιχτό το στόμα. Κοιτάζω τη φωτιά βλέπω να βγάζουν τη φωτιά δεξιά αριστερά και τη στάχτη. Σηκώνουν τα ξύλα και βλέπω σε ένα λάκκο σε σούβλα την κοιλιά γεμάτη μπουκιές κρέας, ροδοκόκκινο και μου προτείνουν να κάτσω. Αρνήθηκα επειδή ήταν κλεμμένο. Έφυγα με ικανοποίηση γιατί έμαθα πως ψήνουν. Πήγα, ανέφερα πως είδα να χύνει τις φακές. Τον ακολούθησα και είδα που έψηναν το κρέας και να πληρώσομε την κατσίκα εις τον Αλβανό πως μπήκαν εις το σπίτι και έκλεψαν. Έμαθα αργότερα, μου είπε ο σκοπός πως τον απείλησαν να τον σκοτώσουν, εάν δεν τους άφηνε να μπούνε και εάν τους μαρτυρήσουμε».
 
Χριστούγεννα στο Μελκ
Τα Χριστούγεννα περνούσαν απαρατήρητα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι ναζί αφάνιζαν εκατομμύρια αθώους.
Σ’ ένα παράρτημα του Μαουτχάουζεν όμως το Μέλκ συνέβη κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τις ιστορικές αναφορές μας. Εκεί στο υπόγειο αυτό εργοστάσιο της Στάγερ (Steyr-Daimler-Puch) στο οποίο κατασκευάζονταν κυρίως ρουλεμάν και άλλα εξαρτήματα βρέθηκε έγκλειστος και ο σπουδαίος εκείνος Ρεθεμνιώτης ο Κώστας Ξεξάκης.
Η εργασία σκληρή κάτω από συνθήκες απάνθρωπες είχε εξαφανίσει κάθε σκέψη από τους δυστυχισμένους κρατούμενους, που πέρα από το βασανιστικό αίσθημα της πείνας δεν τους απασχολούσε τίποτα άλλο.
Μια νύχτα, γράφει σε κάποιο του δημοσίευμα ο Ξεξάκης, εκεί που δούλευαν, κάνει νόημα ένας κρατούμενος διακριτικά για να μην καταλάβει ο φρουρός ότι θέλει κάτι να πει.
Με μεγάλες προφυλάξεις πλησίασαν όσοι μπορούσαν περίεργοι ν’ ακούσουν. Μόλις ήταν κατάλληλη στιγμή ο κρατούμενος που τους κάλεσε, έδειξε το σημείο που με γραμμές προσπαθούσε να διατηρήσει την αίσθηση του χρόνου.
«Απόψε είναι Χριστούγεννα» είπε μόνο και μετά με φωνή όσο μπορούσε πιο χαμηλή άρχισε να ψάλει ένα χριστουγεννιάτικο ύμνο. Η φωνή του -ήταν ψάλτης στον τόπο του το Βόλο- γλύκανε τις καρδιές των ακροατών του που άρχισαν μετά από καιρό να νοιώθουν δάκρια στα μάτια. Αντάλλαξαν βιαστικά ευχές και έσπευσαν να γυρίσουν στο πόστο τους.
Αυτά όμως τα Χριστούγεννα δεν τα ξέχασε ποτέ ο Κώστας Ξεξάκης. Και τα αναφέρει μεταξύ άλλων σε κείμενα αυτοβιογραφικά.
Ας ευχηθούμε ποτέ πια να μη ζήσουν οι άνθρωποι Χριστούγεννα της ανάγκης και της στέρησης κάθε αγαθού. Και μαζί με το θεάνθρωπο να ξαναγεννηθεί στις καρδιές του σημερινού παραζαλισμένου από τις συνθήκες που επικρατούν ανθρώπου, ό,τι πολυτιμότερο στους καιρούς μας: Η Ελπίδα!

Αφήστε μια απάντηση