Αυτή η πένθιμη καμπάνα στο ξωκκλήσι των ονείρων φθάνει ως τα μύχια της ψυχής και πάλι.
Το θείο δράμα απαριθμεί μηχανικά τους κλώνους του που σε πλήρη απαρτία προσαρμόζονται εύκολα με τα σημεία των καιρών.
Αρχιερείς και Φαρισαίοι της πολιτικής εξακολουθούν να κρατούν επάξια το ρόλο τους. Και στον όχλο αξίζουν σίγουρα τα εύσημα για τους σταυρούς που έμαθε να στήνει με τόση ευκολία και ζηλευτή ταχύτητα. Αυτή τη φορά ήταν για τα σύμβολα της δόξας που έκαναν τα πλήθη των φιλάθλων κάποτε να παραληρούν. Πως έγινε το Ωσαννά ξάφνου σταυρωθήτω θα μας πάρει καιρό να το καταλάβουμε. Μπορεί και να το ξεχάσουμε ωστόσο στη βιάση να δούμε τους επόμενους εσταυρωμένους αφού ποτέ δεν μένει χωρίς θύματα ο Κρανίου τόπος.
Ο Πέτρος , γενάρχης απείρων απογόνων, συνεχίζει να κλαίει σε μια γωνιά της συνείδησης. Μόνο που οι τύψεις του τώρα δεν έχουν ταυτότητα. Ούτε που θυμάται πια πόσους Σωτήρες απαρνιέται καθημερινά πριν αλέκτωρ λαλήσει.Ας όψονται όμως το άγχος της επιβίωσης και τα πιστωτικά ιδρύματα που πιέζουν ασφυκτικά.
Όσο για τον Ιούδα… Με το πέρασμα του χρόνου πλησιάζει στην πλήρη αποποινικοποίηση της πράξης του. Κοντεύει να θεωρείται θύμα κι αυτός των συμφερόντων ,όσο το τίμημα της προδοσίας αποκτά μηδενικά ισάριθμα με τις "αξίες",αυτές που συντάσουν πλέον τους ηθικούς μας κώδικες.
Και ο θρήνος της Παναγίας γίνεται με τον καιρό ένας ψίθυρος απελπισίας επικαλυπτόμενος συχνά από τις ατέλειωτες εκκωφαντικές οιμωγές, που προκαλούν η ανέχεια, η αρρώστια, η προσφυγιά ,ο αναίτιος θάνατος .
Μόνο ο Θωμάς κουράστηκε. Οσο κι αν του παρουσιάζουν τα αυθεντικά αρχέτυπα του μαρτυρίου, δεν πείθεται πια. Η θυσία απαξιώνεται τόσο στους καιρούς μας που δεν έχει κανένα νόημα η πιστοποίησή της. Η πίστη που τη χρειάζεται για δεκανίκι ευτελίζεται σε βαρυποίκιλτες μήτρες και λαμπερά άμφια που δεν προσδοκούν παρά την αύξηση του κέρδους.
Κι ο Ιωάννης δεν έχει πια δύναμη να στηρίξει την Αγάπη όσο τα τέρατα της Αποκάλυψης που προείδε τον καθηλώνουν με το εφιαλτικό τους θέαμα.
Η καμπάνα συνεχίζει να κτυπά πένθιμα στο ξωκλήσι των ονείρων. Ευτυχώς όμως που τις καμπάνες στους ταπεινούς ναούς όπως είμαστε όλοι εμείς, που πορευόμασε στο πουθενά ,χτυπούν τα παιδιά. Αυτά που μπορούν ακόμα να δίνουν με το περίσσευμα της αθωότητάς τους στο θείο δράμα στην πραγματική του υπόσταση. Αυτά τα παιδιά που σε πείσμα των καιρών τολμούν μετά τον πένθιμο ήχο, να προχωρούν στον αναστάσιμο ακολουθωντας την τονικότητα της ψυχής τους .
Ίσως αυτός ο ήχος που δηλοί την Ανάσταση να μη φθάνει μέ σιγουριά στο κατώφλι της λογικής , αλλά βρίσκει ανοικτή -ευτυχώς-την πόρτα της απαντοχής των ταπεινών της γης .Ευτυχώς για τον άνθρωπο. Πως αλλιώς θα έμενε αλώβητο από την απαξίωση των πάντων , το μεγαλείο της θέωσης; Και πως αλλιώς θα ξεσήκωνε το βάρυπνο συναίσθημα μας η χαρμόσυνη ιαχή του "Χριστός Ανέστη" που σημαίνει αδιαμφισβήτητα και θριαμβικά το τέλος του Γολγοθά της ΕΛΠΙΔΑΣ;;;
Εύα Λαδιά
ΑΜΑΡΙ ΜΟΥ ΚΑΜΑΡΙ ΜΟΥ
Αμάρι μου καμάρι μου, γιάντα σαι λυπημένο
και στσί κουρές δεν φαίνεσαι, στσι στράτες δεν προβέρνεις
μόνο γυρίζεις στσι λαγγούς και βαριαναστενάζεις.
Ανάθεμα τσα τσι καιρούς ίντα λογιώς γυρίζουν
πως με καταδικάσανε τσι πόρτες να σφαλίζω
και να ανοίγω μνήματα.
Ριζίτικο της ερημιάς. (Μνήμης ένεκεν Αλέξανδρου Μοσχάκη) (11.5.2008)
Μανόλης Σκαρσουλής
Για μένα ήταν: Ο αδερφός του φίλου μου Ηλία.
Για αυτόν ήμουν : Ο φίλος τ’αδερφού του Ηλία.
Η σχέση αυτή δεν άλλαξε ποτέ όσο κι αν κατά καιρούς το επιχειρήσαμε, ειδικά όταν έφυγε ο Ηλίας από την Αθήνα. Μέχρι που πήγαμε μια φορά στο σπίτι του, οικογενειακά και εν πολλοίς μάλλον τον ταραχήσαμε με τις αταξίες των παιδιών. Η Αθηνά που δεν σήκωνε καμία παρατήρηση για τις κόρες της, τήρησε μεν το πρωτόκολλο της επίσκεψης, αλλά δεύτερη δεν υπήρξε.
Εγώ δεν εγκατέλειψα την προσπάθεια έστω και σε επίπεδο «αρχηγών» οικογενειών, έχοντας κι ένα επιπρόσθετο λόγο. Μου θύμιζε πάρα πολύ του Ηλία, όταν από το πρώτο λεπτά της συζήτησης είχαμε πάρει και τις αποστάσεις μας, στην καλύτερη περίπτωση. Ακούστηκαν λένε 2-3 φορές κι οι φωνές μας από την Γ΄Σεπτεμβρίου, πράγμα που απορρίπτω μετά βδελυγμίας καθ’όσον ειδικά από την γωνία Αριστοτέλους και Χαλκοκονδύλη που είχε το Φαρμακείο, οι όποιες φωνές δεν έφταναν καν στην πόρτα εισόδου, γιατί ακριβώς η ένταση του πνιγόταν στην μπόχα και τον συρφετό των «λούμπεν του περιθωρίου», που παραμόνευαν να βουτήξουν τα χαπάκια τους, την ώρα ο Αλέκος εξυπηρετούσε κάποιο πελάτη.
΄Οποια διαφορά και να είχαμε στις γενικότερες θεωρήσεις μας του αναγνωρίζω απόλυτα., το φυσικό κάλλος της κορμοστασιάς, το οποίο πολλές φορές έπαιζε καταλυτικό ρόλο, περισσότερο σαν έκφραση αυθεντικής γνησιότητας.
Απαντούσε έμμετρα, χωρίς να ξοδιάζεται καθόλου. Μάλλον απόμακρος άνθρωπος ήταν. με την τραγιάσκα και τα μαύρα διέγραφε μόνο την σκιά του εαυτού του, τον οποίο κρατούσε ερμητικά δικό του. Ελάχιστες φορές τον άνοιγε. Οι τετριμμένες συζητήσεις της καθημερινότητας τον έκαναν πιο μαχητικό. Μετά που τελείωναν ξεπλυνόταν με την μουσική, που τον έβγανε έξω από την πόλη στα κράσπεδα της ζωής, που δεν προλάβαμε να ζήσουμε.
-Να προλάβουμε μου έλεγε να πάμε κάτω. Σχεδιάζω να κάνω μια μονάδα κάτω από του Καλογέρου, παραγωγής φαρμακευτικών σκευασμάτων αρωματικών φυτών. Όση ώρα μου μιλούσε, μύριζα όλα τα βοτάνια του Κέντρους και του Ψηλορείτη, στην πλατεία Βάθης. Μια κουβέντα θέλω κι εγώ να πιάσω τ΄ ανάπλαγα. Αυτό το ήξερε ο Αλέκος και μου την έλεγε.
Κάποια στιγμή του είπα, μιας και είμαι επί των Οικονομικών, να με προσλάβει ως Οικονομικό Σύμβουλο της Επένδυσης, την οποία αποφύγαμε κι οι δυό επιμελώς να καθορίσουμε, ως προς το ύψος των απαιτουμένων κεφαλαίων κι αν θα την εντάσσαμε σε κάποιο επενδυτικό πρόγραμμα. Του πρότεινα μάλιστα να πηγαἰνουμε με τα πόδια. Αυτός θα κατεβαίνει από του «Χαλασέ» θα ξετρυπά του «Κουτσούλη το πήδημα» και θα περνά απέναντι. Εγώ θα πηγαίνω από τα Τσιγκούνια και θα ξετρυπώ στου Ηρώδη.
Τώρα που έφυγε ο Αλέκος δακρύζω μ’αυτές τις αναφορές. Τις είχε απόλυτα ανάγκη για να ζει στο κελί που ο καθένας χτίζει για τον εαυτό του, όταν το ίδιο το σύστημα τον σπρώχνει σε μια πληρότητα φθίνουσας πορείας, όπου τα ένστικτα ναρκώνονται, οι τέρψεις διευρύνονται πέραν από την βιολογική τους λειτουργία, η ηδονή γίνεται αυτοσκοπός και η προέκταση της, τέχνη.
Οταν τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την αιμορραγία σου, οι ίδιες οι ιδέες σου παίρνουν το κόκκινο χρώμα. Οι φαρμακοποιῒες δεν διαθέτουν κανένα ειδικό φάρμακο κατά της ύπαρξης, ούτε αντίδοτο της απελπισίας.
Γεννημένοι σε μια φυλακή, δεν θα μπορούσαμε να φτάσουμε στο τέλος της μέρας αν η δυνατότητα να τελειώνουμε δεν μας κρατούσε όρθιους, ο πνιγηρός αέρας της πόλης, της «πολυεθνικής χαβούζας» μας αφαιρεί τα πάντα εκτός από την ελευθερία να ευθανατήσουμε. Αυτή η ελευθερία μας δίνει μια δύναμη και μια έπαρση απέναντι από το βάρος των φορτίων που μας συντρίβουν, του πρέπει και του επιβάλλεται για να πεθαίνουμε υγιείς.
Πιστεύω απόλυτα ότι αυτήν την ελευθερία είχε ο Αλέκος.
Πιστεύω απόλυτα ότι αυτήν την ελευθερία έχω εγώ.
Πιστεύω απόλυτα ότι αυτήν την ελευθερία έχετε κι εσείς.
Η δυνατότητα να διαθέτεις απολύτως τον εαυτό σου είναι το μεγαλύτερο δώρο, που μας χάρισε η φύση.
Όταν ήρθαν οι δίσεχτοι χρόνοι, ο Αλέκος σταμάτησε όρθιος. ΄Εδωσε ζωή από την ζωή του, σήκωσε τον Σταυρό και πήρε τον δρόμο του Γολγοθά με τους δικούς του ανθρώπους να σκουπίζουν τον ιδρώτα του, χωρίς τον Σίμωνα να τον βοηθά. Ο ποιητής ακολουθεί μια μοιραία πορεία που σε τίποτα δεν χαλαρώνει την ακαμψία της, εξάλλου η ποίηση εκφράζει την ουσία εκείνου που δεν θα μπορούσαμε ν’αποκτήσουμε, αφού ούτε η χαρά είναι ποιητικό συναίσθημα.
Ανάμεσα στην ποίηση και την ελπίδα, το ασύμβατο είναι πλήρες, ενώ ο ποιητής γίνεται θύμα μιας φλογερής αποσύνθεσης. Σε αντίθεση μ’ένα σκεπτικιστή, ο ποιητής δεν μπορεί να δραπετεύσει από τις αθεράπευτες εκτάσεις του που αποτελούν προδρομικά στοιχεία των συμφορών του. Το σθένος της διάνοιας και η τόλμη να είμαστε, ο εαυτός μας, συνυπάρχουν στην ψυχοσύνθεση των ποιητών έστω κι αν έχουν γράψει ένα ποίημα, που τους εκφράζει.
Ο Αλέκος έφυγε νωρίς και για την οικογένειά του και για τον αδερφό του Ηλία αλλά και για μάς, όσο κι αν ελάχιστα του συμπαρασταθήκαμε στην μεταφυσική αγωνία του, γιατί πρωτίστως δεν το γνωρίζαμε επακριβώς και ο ίδιος δεν μας κάλεσε να παίξουμε μαζί στο σημάδι. Κράτησε την κορμοστασιά της ψυχής του αλώβητη υπηρετώντας το ύψιστο καθήκον της διανοητικής ευπρέπειας, με αξιοπρέπεια από τους φόβους των φρικιάσεων και των ιλίγγων των έσχατων προβλημάτων.
Ο θάνατος παραείναι ακριβής, όλα τα δίκαια είναι με το μέρος του. Μυστηριώδης για τα ένστικτά μας και χωρίς θέλγητρα, διαγράφεται διαυγής στο στοχασμό μας. Σε κάθε περίπτωση η ζωή μπορεί να γεννήσει μεγαλύτερη φρίκη από τον θάνατο, αφού πραγματικά αυτή είναι ο μεγάλος άγνωστος. Ο Αλέκος όντας ξεχωριστός άνθρωπος εβίωσε όλες αυτές τις διαμορφώσεις με πνευματική ενόραση, σαν πράγμα που έβγαινε από μέσα του με μια ασυνήθιστη διαρκή παρουσία για να τον κρατεί όρθιο μέσα στην μυχιότητα της ύπαρξής του. Οτι προοιωνίζει τον θάνατο προσθέτει μια ποιότητα στην ζωή. Η υγεία την διατηρεί άχρωμη, ενώ η αρρώστια είναι μια δραστηριότητα, η πιο έντονη, η πιο παθιασμένη, στην προσμονή της ανεπανόρθωτης έκλαμψης.
Στην 40ήμερη μάζωξη (11.5.2008) δικών, φίλων και χωριανών νοιώσαμε πιο κοντά μας τον Αλέκο. Πιότερο από όταν τον αποβγάναμε, τον νοιώθαμε γαληνεμένο. Γελούσε κι από το κάδρο του. Του γελούσαμε κι εμείς. Με τον Συμεών τόριξε στο κουβεντολόϊ, μετά με τον Νότη. Εμένα με κοίταξε σοβαρά, κάπου δεν του γέμιζα το μάτι. Ετσι κατάλαβα. Μετά με χαιρέτησε. -Γειά σου μωρέ Σκαρσουλή ! Πάντα έτσι με χαιρετούσε.
ΤέλοςφόρμαςΑρχήφόρμαςΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Χρονάκια κάποια πέρασαν, ωσότου κάποια μέρα,
κραυγή πολέμου φοβερή έσκισε τον αέρα.
Ο αρχηγός των Γερμανών μάζωξε τον στρατό του,
τον κόσμο τον απέραντο τον ήθελε δικό του.
Το σύνορο τους έλεγε πως ήταν λαθεμένο,
και τον Ελληνικό λαό ήθελε σκλαβωμένο.
Τάκουσαν τ’ Αυστραλόπουλα τα θλιβερά μαντάτα,
πως στην Ελλάδα πλάκωσαν τα εχθρικά φουσάτα.
Φλόγα τους καίει την καρδιά κι έχουν μεγάλη ελπίδα
για την Ελλάδα την γλυκειά που αλλού δεν ξαναείδα.
Ήτανε τ’Αυστραλόπουλα όλα γεμάτα γνώση
και ανδρειά και δύναμη και φρόνηση άλλη τόση.
Τα άρματα τους ζώνονται, τα πλοία αρματώνουν,
και στην Ελλάδα γρήγορα σαν άνεμος ζυγώνουν.
Ήθελαν οι πολεμιστές τη χώρα να βοηθήσουν
και αν μπορούν τους Έλληνες να κάμουν να νικήσουν.
Μάχες πολλές γινόντανε και σκοτωμοί περίσσοι.
Ο Χίτλερ δεν εμπόραγε τους γενναίους να νικήσει.
Αυστραλόπουλα, Ελληνόπουλα, τρανοί καπεταναίοι,
αρματωμένοι φτάνουνε στης Κρήτης μας τα μέρη.
Ο Χίτλερ πείσμα τόβαλε στην Κρήτη να πατήσει
κι έριχνε βόμβες στα χωριά τσ’ανθρώπους να φοβίσει.
Ο ουρανός σκοτείνιασε, γίνηκε η μέρα νύχτα.
Πέφτανε αλεξιπτωτιστές, γενήκαν όλα πήχτρα.
Ο κόσμος εξεστάθηκε, τους ήρωες θαυμάζουν
γιατί μπροστά στη λευτεριά, χάρο δε λογαριάζουν.
Οι νικημένοι νίκησαν τον τελικό αγώνα
τ’όνομα τσ’αθάνατο θα μείνει στον αιώνα.
Κατερίνα Ρεκλείτη
Πέρθ Αυστραλία