ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΙ ΟΡΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ  ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ  ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΙΔΙΩΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

 ΚΡΙΤΙΚΗ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ    *  [1]

Εμμανουήλ Μύρ. Γιαννακάκι

                                                            Δικηγόρου Αθηνών

 

Η πίστη μου στις αρχές της ακριβολογίας και της κυριολεξίας, που μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζουν την κάθε επιστήμη και ιδίως την νομική, με ωδήγησε στην εξωτερίκευση των σκέψεων, προβληματισμών και απόψεων που θ΄ αναπτύξω, που από καιρό με απασχολούν και, δεν είναι αυθαίρετες,αλλά είναι πλήρως και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες.

Πιθανόν να ενοχληθούν μερικοί από τις “αιρετικές” θέσεις μου.

Ευπρόσδεκτες οι τυχόν αντιρρήσεις, γιατί μόνο με τον διάλογο προάγεται, ως γνωστόν,  η επιστημονική και δη η νομική σκέψη.

Τελευταία χρησιμοποιούνται τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο ορολογίες και όροι, που, κατά την άποψή μου, είναι από αδόκιμοι έως εσφαλμένοι και εν πάση περιπτώσει είναι ανακριβείς, αφού με την χρήση τους δεν αποδίδεται ή δεν αποδίδεται επακριβώς το νοηματικό τους περιεχόμενο.  Επί πλέον ελέγχονται και από γλωσσολογική άποψη.

Σταχυολογώ μερικούς από αυτούς:

 

Α) «Αναγκαία ομοδικία»

 

Από πολλούς γίνεται χρήση του όρου αναγκαία ομοδικίααναγκαίος ομόδικος ως ταυτοσήμων προς αυτούς της αναγκαστικής ομοδικίαςκαι αναγκαστικού ομοδίκουαντίστοιχα.

Διαβάζομε ακόμη:

αναγκαστική ομοδικία και αμέσως πιο κάτω αναγκαίος ομόδικος.

 

Παρατηρείται ότι στην μεν πρώτη περίπτωση, δηλαδή αναγκαία ομοδικίααναγκαίος ομόδικος”, υπάρχει γλωσσική τουλάχιστον συνέπεια, η οποία στην δεύτερη αναγκαστική ομοδικίααναγκαίος ομόδικος δεν υπάρχει.

Ανεξαρτήτως της ασυνέπειας που εμφανίζεται στην δεύτερη των πιο πάνω περιπτώσεων, οι όροι αναγκαστική ομοδικία και αναγκαία ομοδικία όπως και οι όροι:

αναγκαστικός ομόδικος και αναγκαίος ομόδικος

 

δεν έχουν το ίδιο εννοιολογικό περιεχόμενο, δεν είναι ταυτόσημοι.

 

Η έννοιά τους είναι τελείως διαφορετική.

α) Η λέξη αναγκαίος υποδηλώνει και αποτυπώνει το απαραίτητο μεν, πλην εκούσιο, άλλως προαιρετικό υποκειμενικό στοιχείο, εξαρτώμενο από την θέληση και επιδίωξη του ενδιαφερομένου προσώπου υπό την έννοια που εκτίθεται κατωτέρω, ενώ η λέξη “αναγκαστικός” σημαίνει και υποδηλώνει το ανεξάρτητο από την θέληση ή επιδίωξη του υποκειμένου, δηλαδή το  αντικειμενικό και εξαναγκαστικό στοιχείο, που υφίσταται χωρίς την θέλησή του.

Η λέξη αναγκαίος υποδηλώνει ακόμη ότι η επέλευση της (έννομης) συνέπειας (αποτελέσματος) προϋποθέτει και εξαρτάται από την θέληση του υποκειμένου, το οποίο, αν δεν τηρήσει την σχετική προϋπόθεση, δεν επιτυγχάνει το επιθυμητό (από το υποκείμενο) έννομο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, η λέξη “αναγκαία” σημασιολογικά ταυτίζεται με την λέξη απαραίτητη ή απαιτούμενη, δηλαδή υποχρεωτική”, για την επέλευση του επιδιωκομένου από το υποκείμενο αποτελέσματος, αν και εφ΄ όσον αυτό (υποκείμενο) το θελήσει.

Η λέξη αναγκαίος, έχει την έννοια του “απαραίτητου”, ενώ η λέξη “αναγκαστικός” έχει την έννοια του εξαναγκαστικού, του υποχρεωτικού και του ακούσιου, δηλαδή της επέλευσης του αποτελέσματος που δεν εξαρτάται από το υποκείμενο, αλλά επέρχεται χωρίς να το επιδιώκει και ενδεχομένως να μη το επιθυμεί, ανεξάρτητα από την θέλησή του. Είναι πρόδηλη η μεταξύ τους διαφορά. Ουδεμία σημασιολογική σχέση έχουν οι όροι αυτοί μεταξύ τους.

Στον χώρο της μαθηματικής επιστήμης και δη της ΄Αλγεβρας χρησιμοποιείται ο όρος αναγκαία και ικανή συνθήκη, που η μεν αναγκαία   έχει την έννοια της υποχρεωτικής προϋποθέσεως, ότι δηλαδή αν δεν συντρέξει, αν δεν πληρωθεί η σχετική προϋπόθεση που αξιώνεται για την επέλευση του επιθυμητού ή επιδιωκομένου αποτελέσματος, αυτό δεν επέρχεται, η δε  ικανή (συνθήκη) έχει την έννοια της αρκετής, δηλαδή της επαρκούς προϋποθέσεως αν αυτή  συντρέξει.

Το ίδιο συμβαίνει και στον χώρου του δικαίου.

π.χ.

Επί κληρονομίας ακινήτων η μεταγραφή της πράξεως αποδοχής της κληρονομίας αποτελεί την προϋπόθεση της κτήσεως της κυριότητος των καθ΄ έκαστον ακινήτων από τον κληρονόμο, η μη μεταγραφή της οποίας δεν επιφέρει την έννομη συνέπεια της κτήσεως της κυριότητος αυτών.

Στην περίπτωση αυτή η κτήση της εν λόγω κυριότητος εξαρτάται από την θέληση του κληρονόμου, δηλαδή του υποκειμένου που επιθυμεί και επιδιώκει την διά της εν λόγω μεταγραφής κτήση της κυριότητος των ως άνω πραγμάτων. Αν δεν συντρέξει η εν λόγω προϋπόθεση, που, ως ελέχθη, εξαρτάται από την θέληση και την επιθυμία του κληρονόμου, δηλαδή αν δεν επιδιώξει ο ενδιαφερόμενος την ως άνω μεταγραφή και μάλιστα δεν την πραγματοποιήσει το εν λόγω έννομο αποτέλεσμα δεν επέρχεται.

 

΄Αλλο παράδειγμα:

Αναγκαία (υποχρεωτική) προϋπόθεση για την άσκηση της δικηγορίας αποτελεί η προηγούμενη χορήγηση, ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις, της άδειας για το δικηγορείν. Τούτο σημαίνει ότι ο πτυχιούχος της νομικής αν δεν επιθυμεί να δικηγορήσει δεν του χρειάζεται η σχετική ΄Αδεια και δεν απαιτείται να υποβληθεί στις προβλεπόμενες εξετάσεις για την χορήγησή της.

Η χορήγηση της εν λόγω Αδείας, που είναι “αναγκαία”, δηλαδή υποχρεωτική, άλλως απαραίτητη ή απαιτούμενη και που αποτελεί την προϋπόθεση για την άσκηση της δικηγορίας, εξαρτάται προδήλως από την διακριτική εξουσία, επιθυμία και θέληση του προσώπου (υποκειμένου), δηλαδή του πτυχιούχου της Νομικής, που επιθυμεί να δικηγορήσει, να την αποκτήσει.

 

Εξαρτάται, δηλαδή από το υποκείμενο, ήτοι τον πτυχιούχο, εάν θέλει να δικηγορήσει, ή όχι, ν΄ αποκτήσει την σχετική ΄Αδεια, της οποίας  αναγκαίαπροϋπόθεση  είναι, ως ελέχθη, η προηγούμενη επιτυχία του στις σχετικές εξετάσεις. Είναι, με άλλα λόγια θέμα δικής του εκούσιας προσωπικής επιλογής να υποβληθεί  στις απαιτούμενες εξετάσεις αν θέλει να δικηγορήσει, ήτοι θέμα καθαρώς υποκειμενικό, προαιρετικό και όχι υποχρεωτικό, αν δεν επιθυμεί να δικηγορήσει.

 

Στην περίπτωση όμως της “αναγκαστικής ομοδικίας”, αυτή από την φύση της, όπως ορίζεται στον νόμο, είναι αναγκαστική, δηλαδή τα έννομα αποτελέσματα αυτής επέρχονται αντικειμενικά, ex lege, και μάλιστα εξαναγκαστικά και  ανεξαρτήτως της θελήσεως ή επιθυμίας των ομοδίκων και δεν τελούν υπό οποιαδήποτε προϋπόθεση αναγόμενη ή εξαρτώμενη από την θέλησή τους και επέρχονται χωρίς την επιδίωξη και χωρίς την θέληση του (υποκειμένου).

Να προστεθεί ότι ο τίτλος του άρθρου 76 Κ.Πολ.Δ. ομιλεί για “αναγκαστική” ομοδικία, ενώ στο κείμενο του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ. γίνεται χρήση του όρου “αναγκαίος” ομόδικος.

 

            β) Η εννοιολογική διαφορά μεταξύ του όρου αναγκαία και “αναγκαστική” επισημαίνεται και στα Λεξικά.

Ο ορθός και ενδεικνυόμενος όρος είναι συνεπώς “αναγκαστική ομοδικία” και όχι αναγκαία ομοδικία”.

 

Τούτου περαιτέρω συνέπεια και για την ταυτότητα του λόγου είναι ότι πρέπει και ο εν λόγω ομόδικος να αποκαλείται αναγκαστικά ομόδικος ή αναγκαστικώς ομόδικος ή, αναγκαστικός ομόδικος και όχι αναγκαίος ομόδικος”.

 

Β) “Οψιγενείς – οψιφανείς ισχυρισμοί”

 

Χρησιμοποιούνται παγίως οι όροι οψιγενής ισχυρισμός και οψιφανής ισχυρισμός.

Οι όροι αυτοί δεν αποδίδουν το νοηματικό περιεχόμενο εκείνου που αφορούν. Δεν είναι εννοιολογικά ορθοί.

Εννοιολογικά οψιγενής είναι αυτός που γεννάται όψιμα, ενώ οψιφανής είναι αυτός που εμφανίζεται όψιμα, δηλαδή με καθυστέρηση.

 

Στις περιπτώσεις των άρθρων 237, 238 και 527 του Κ.Πολ.Δ. αν τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται ο ισχυρισμός, εγεννήθηκαν μετά την λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των Προτάσεων στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή μετά την συζήτηση της υπόθεσης σ΄αυτό τότε τα γεγονότα είναι οψιγενή και όχι ο ισχυρισμός που στηρίζεται επ΄ αυτών, ο οποίος τότε που προβάλλεται είναι πάντοτε ενεστώς και δεν είναι ούτε όψιμος ούτε παρωχημένος.

Αν τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται ο ισχυρισμός ήσαν μεν γεγεννημένα τότε (χρόνο κατάθεσης Προτάσεων ή κατά την συζήτηση), αλλά ήσαν άγνωστα και αποκαλύφθηκαν μετά την λήξη της προθεσμίας κατάθεσης Προτάσεων στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή μετά την συζήτηση σ΄ αυτό στον προτείνοντα τον επ΄ αυτών στηριζόμενο ισχυρισμό, ο οποίος τα πληροφορήθηκε τότε, (τα γεγονότα αυτά) είναι οψιφανή και ο ισχυρισμός που στηρίζεται επ΄ αυτών τότε που προβάλλεται είναι πάντοτε ενεστώς.

Με άλλα λόγια ο ισχυρισμός είναι πάντοτε ενεστώς κατά τον χρόνο που προβάλλεται και δεν είναι ούτε όψιμος ούτε παρωχημένος. Μόνο τα γεγονότα, τα οποία τον στηρίζουν είτε γεννώνται όψιμα είτε εμφανίζονται όψιμα, είναι δηλαδή είτε οψιγενή είτε οψιφανή, κατά την ανωτέρω διάκριση.

Ορθότερος όρος θα ήταν: ισχυρισμοί εδραζόμενοι επί οψιγενών γεγονότων και “ισχυρισμοί εδραζόμενοι επί οψιφανών για τον προβάλλοντα αυτά  γεγονότων”, αντιστοίχως.

Η περίφραση μπορεί να ενοχλεί, εν όψει μάλιστα της πάγιας χρησιμοποιήσεως των ανωτέρω όρων, όμως αποδίδει κατ΄ ακρίβειαν τον χρόνο που λαμβάνουν χώραν, δηλαδή συμβαίνουν ή εμφανίζονται τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται ο προβαλλόμενος σχετικός ισχυρισμός, προκειμένου να κριθεί η παραδεκτή προβολή του.

΄Αλλος ο χρόνος της γένεσης των γεγονότων που στηρίζουν τον ισχυρισμό, άλλο ο χρόνος της γνώσης των γεγονότων από τον προβάλλοντα τον ισχυρισμό και άλλος ο χρόνος της προβολής του ισχυρισμού που εδράζεται στα εν λόγω γεγονότα.

 

Γ) “Μείζων – Ελάσσων Πρόταση”

 

Από πολλών δεκαετιών έχει επικρατήσει επίσης η χρησιμοποίηση των όρων Μείζων πρόταση και Ελάσσων πρότασητου δικανικού συλλογισμού, προκειμένου να υποδηλωθεί στην πρώτη περίπτωση  η παράθεση της νομικής ή των νομικών διατάξεων, της ερμηνείας τους και των βάσει αυτών νομικών συλλογισμών που διέπουν και κρίνονται εφαρμοστέες στην συγκεκριμένη περίπτωση για την εν συνεχεία υπαγωγή σ΄ αυτές των πραγματικών περιστατικών που κρίθηκαν ως αποδειχθέντα, δηλαδή των παραδοχών και στην δεύτερη περίπτωση την έκθεση  και παράθεση αυτών των ως άνω πραγματικών περιστατικών που κρίθηκαν ως αποδειχθέντα.

Παρατηρούμε σχετικώς τα εξής:

α) Ο χρησιμοποιούμενος όρος μείζων – ελάσσων είναι συγκριτικός βαθμός των επιθέτων μέγας – μικρός αντίστοιχα.

Ο συγκριτικός βαθμός του επιθέτου υποδηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίον αφορά έχει την υπ΄ αυτού δηλούμενη ιδιότητα σε ανώτερο βαθμό σε σύγκριση προς άλλο ομοειδές ουσιαστικό.

Των ανωτέρω συνέπεια είναι ότι, προκειμένου να προκύψει η υπεροχή του εις ο αφορά η σύγκριση ουσιαστικού, πρέπει να αναφέρεται το ομοειδές ουσιαστικό προς το οποίο, από την σύγκρισή του με το συγκρινόμενο (ουσιαστικό), υπερέχει. Αν δεν αναφέρεται δεν είναι δυνατόν, κατά λογική αναγκαιότητα, να υπάρξει σύγκριση και η εκ ταύτης υπεροχή του.

Στην προκειμένη περίπτωση στον όρο “μείζων πρόταση” δεν αναφέρεται τόσο το συγκρινόμενο ουσιαστικό έναντι του οποίου η πρόταση, που ονομάζεται μείζων υπερέχει, ώστε να καθίσταται μείζων, όσον και ο θετικός βαθμός του παραθετικού του ουσιαστικού που προσδιορίζει.

Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τον όρο ελάσσων πρόταση, δηλαδή ελλείπει το ποια είναι η μεγάλη και ποια είναι η μικρή αντιστοίχως πρόταση, που αποτελούν τους θετικούς βαθμούς των παραθετικών των ως άνω επιθέτων αντίστοιχα.

Ο αναγνώστης ή ο ακροατής του όρου μείζων πρόταση αναμένει ν΄ αναγνώσει ή ν΄ ακούσει τόσον τον συγκρινόμενο προς την πρόταση αυτή ουσιαστικό όσον και τον θετικό βαθμό του παραθετικού αυτού. ΄Ομως εις μάτην.

 

β) Ο όρος μείζων πρόταση υπονοεί τον κανόνα ή τους κανόνες του δικαίου που κρίνονται εφαρμοστέοι, το περιεχόμενο, την ερμηνεία και την εξειδίκευσή τους, δηλαδή αυτούς στους οποίους κρίνεται από την απόφαση ότι πρέπει να υπαχθούν αυτά που έγιναν δεκτά από αυτήν ανελέγκτως ως αποδειχθέντα περιστατικά και δεν συνιστά πρόταση από γραμματική και νοηματική άποψη.

 

Επίσης ο όρος ελάσσων πρόταση υπονοεί την έκθεση και διάστρωση των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά μετ΄ απόδειξιν από την απόφαση, δηλαδή τις παραδοχές της ως προς την εκτίμηση των πραγματικών αυτών περιστατικών, ήτοι το αποδεικτικό της πόρισμα και δεν αποτελεί, επίσης, πρόταση, από γραμματική και νοηματική άποψη, αφού και στην προκειμένη περίπτωση παρατίθεται το συγκριτικόν, που είναι η ελάσσων, όμως ελλείπει το συγκρινόμενον, δηλαδή έναντι τίνος είναι ελλάσσων. Απουσιάζει με άλλα  λόγια ο θετικός βαθμός.

 

Εξ άλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι όροι ΜείζωνΕλάσσων πρόταση  υποδηλώνουν σύγκριση μεταξύ τους. Τούτο δεν ισχύει διότι θ΄ αφορούσε σύγκριση ανομοίων.

Σύγκριση θα μπορούσε να γίνει μόνο μεταξύ μιας νομικής διατάξεως και μιας άλλης που αφορά το ίδιο αντικείμενο, που όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν συμβαίνει.

 

Προκριτέοι εν προκειμένω θα ήσαν οι όροι:

 

Α) ΄Οσον αφορά την πρώτη περίπτωση:

α) Κατά περιφραστική διατύπωση:

Εφαρμοστέες ή προσήκουσες νομικές διατάξεις, άλλως εφαρμοστέοι ή προσήκοντες κανόνες δικαίου ή έστω,νομικές διατάξεις.

β) Κατά μονολεκτική διατύπωση:

προτεταγμένη πρόταση”          και

 

Β) ΄οσον αφορά την δεύτερη περίπτωση:

παραδοχές της απόφασης ή πραγματικές παραδοχές ή οντολογικές  παραδοχές” ή “αποδεικτικό πόρισμα , ή αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά” αντίστοιχα.

Βέβαια θα αντιπαρατηρηθεί, ενδεχομένως, το μεν ότι ο ανωτέρω περιφραστικοί όροι, ένεκα της εκτάσεώς τους, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δόκιμοι, το δε ότι παγίως χρησιμοποιούνται οι ως άνω όροι (μείζων – ελάσσων).

΄Ομως η ανωτέρω προτεινόμενη διατύπωση αποδίδει και μάλιστα πλήρως και επακριβώς γλωσσικά το εννοιολογικό περιεχόμενο εκείνου που ακολουθεί.

 

Δ) “Νομικό και πραγματικό ζήτημα”

 

            Συναφές προς τ΄ ανωτέρω θέμα είναι και οι όροι νομικό και πραγματικό ζήτημα.

Παρατηρούμε ότι:

Ο χρησιμοποιούμενος όρος νομικό ζήτημα είναι ορθός, καθ΄ όσον ενέχει προβληματισμό και έρευνα περί την ερμηνεία και εφαρμογή συγκεκριμένων νομικών διατάξεων, που προκύπτουν από την μελέτη της υποθέσεως και κρίνονται ως εφαρμοστέες στην συγκεκριμένη περίπτωση.

 

΄Ομως ως προς το δεύτερο, πλέον ενδεδειγμένος θα ήτο ο όρος ζήτημα ουσίας ή ζήτημα περί τα πραγματικά περιστατικά αντί του όρου πραγματικό ζήτημα, διότι ο όρος αυτός ενέχει αντίφαση, αφού ο όρος πραγματικό υποδηλώνει κάτι που υφίσταται πραγματικά και αντικειμενικά στον εξωτερικό κόσμο, ως γεγονός, ήτοι βεβαιότητα και απουσία αμφισβήτησης του υπαρκτού και βεβαίου αυτού που αφορά, ενώ ο όρος ζήτημα υποδηλώνει αμφισβήτηση ή ενδοιασμό περί της υπάρξεως του φερομένου ως πραγματικού περιστατικού και απουσία βεβαιότητας, που υπόκειται σε διερεύνηση, διαλεύκανση ή απλώς εξέταση και σε κάθε περίπτωση υποκειμενική (δικαστική) κρίση ότι διαπιστώθηκε τούτο ως γεγονός.

 

Ε) “Διδάγματα εμπειρίας”

 

Τελευταία χρησιμοποιείται από μερικούς ο όρος Διδάγματα Εμπειρίας, προκειμένου να υποδηλώσει την, κατά την κοινή αντίληψη, γνωστή γενική εμπειρική πραγματικότητα κατά τρόπο, αντικειμενικό και αφηρημένο με την βοήθεια των φυσικών επιστημών, δηλαδή ως ταυτόσημης έννοιας με αυτήν του κοινώς και παγίως παραδεδεγμένου όρου Διδάγματα της Κοινής Πείρας.

Η χρησιμοποίηση όμως του ως άνω όρου Διδάγματα Εμπειρίας δεν είναι ορθός, καθ΄ όσον υποδηλώνει και παραπέμπει στην υποκειμενική!! αντίληψη εμπειρίας ανθρώπου ή ανθρώπων τινών εν αντιθέσει προς την αντικειμενική γνώση και γενική θεώρηση ως προς συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα γεγονότα, περιστατικά ή καταστάσεις και εν γένει εμπειρική πραγματικότητα, όπως ανωτέρω εκτίθεται.

Υπενθυμίζω ότι τον όρο “Διδάγματα κοινής πείρας” χρησιμοποιεί ο Κ.Πολ.Δ. στα άρθρα 336 § 4, 559 αριθμός 1 και 560.

 

ΣΤ΄) “Προσαγόμενα ΄Εγγραφα”.

 

Ο από πολλούς χρησιμοποιούμενος όρος προσαγόμενα έγγραφα, δηλωτικός των εγγράφων που προσκομίζονται στο Δικαστήριο για την απόδειξη συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων περιστατικών, δεν είναι ορθός, καθ΄ όσον η χρήση του ρήματος προσάγω (και της μετοχής του) προσήκει σε πρόσωπα και όχι σε πράγματα:

π.χ. προσάγεται, δηλαδή οδηγείται στον ανακριτή ή στο Δικαστήριο ο κατηγορούμενος.

Προκειμένου για πράγματα, όπως είναι τα έγγραφα, ο προσήκων χαρακτηρισμός είναι προσκομιζόμενα.

Επίσης, χρησιμοποιείται από μερικούς ο όρος προσκόμιση”. Προτιμητέα είναι η χρήση του δόκιμου τοιούτου προσκομιδή εγγράφων.

Περιττόν να σημειωθεί ότι ο όρος προσκομιδή, που χρησιμοποιείται ως ειδικός όρος προκειμένου να υποδηλώσει την προετοιμασία τωνΤιμίων Δώρωνγια το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, δεν εμποδίζει την χρησιμοποίησή του γενικώς, προκειμένου να υποδηλώσει την πράξη (ενέργεια) με την οποία προσκομίζεται το έγγραφο κάπου.

Ο Κ.Πολ.Δ. στο κείμενο του άρθρου 237 παράγρ. 1 κάνει λόγο ότι οι διάδικοι οφείλουν να “προσκομίσουν” όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα.

Ακολούθως, όμως, στο κείμενο των άρθρων 454 και 457 εντελώς ανακόλουθα κάνει λόγο για προσαγωγή εγγράφων”.

΄Αξιο επισημάνσεως είναι ότι στο άρθρο 529 εις μεν την παράγρ. 1 κάνει λόγο για προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, εις δε την παράγρ. 2, ταυτόχρονα, κάνει  χρήση αμφοτέρων των όρων, δηλαδή χρησιμοποιεί το ρήμα προσάγονται και την φράση είχε προσκομίσει.

            Επίσης στο άρθρο 570 εις μεν τις παραγράφους 2 και 3 ομιλεί για υποβολή και κατάθεση αντίστοιχα, στην παράγρ. 4 κάνει λόγο για “προσαγωγή” διαδικαστικών εγγράφων.

 

Ζ΄)  “Αποδίκαση”

 

Ο από μερικούς χρησιμοποιούμενος όρος αποδίκαση, ως αντίθετος προς τον όρο επιδίκαση”, προκειμένου με αυτόν να υποδηλωθεί απόρριψη  της   αγωγής, δεν είναι ορθός.

Ετυμολογικά μπορεί να εκφράζει το τέλος μιας δίκης ή μιας διαφοράς που εισήχθη στο δικαστήριο προς διάγνωση και εν γένει κρίση.

Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι αποδίδει την αντίθετη έννοια της επιδίκασης του αιτηθέντος με την αγωγή ποσού, δηλαδή την απόρριψη της αγωγής (αιτήματος επιδικάσεως).

 

Η΄)    “Αδικοπρακτική Αξίωση”

 

Από πολλούς χρησιμοποιούνται διάφοροι όροι, οι οποίοι όμως δεν ακριβολογούν και είναι λαθεμένοι, όπως π.χ. αδικοπρακτική αξίωση.

Παρατηρούμε ότι:

Η όποια αξίωση, εξ ορισμού, δεν είναι ούτε αδικοπρακτική ούτε “δικαιοπρακτική”. Η αξίωση, κατά τα γνωστά, πηγάζει είτε από δικαιοπραξία είτε από αδικοπραξία είτε από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η αξίωση, δηλαδή, είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης) και όχι πηγή παραγωγής αποτελέσματος, ήτοι έννομης συνέπειας.

Το ορθόν είναι “αξίωση από αδικοπραξία”.

 

 

Θ΄)   “Ουσιαστική Διάταξη”

 

            Γίνεται ακόμη λόγος από πολλούς του όρου παράβαση ουσιαστικής διατάξεως αντί του ορθού:

Παράβαση διατάξεως ουσιαστικού δικαίου

            Ο από πολλούς χρησιμοποιούμενος ως άνω όρος είναι πρόδηλα εσφαλμένος, καθ΄ όσον οι διατάξεις που συγκροτούν έννοιες του ουσιαστικού δικαίου όταν παραβιάζονται ιδρύουν τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως και δεν κάνουν διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και μη ουσιαστικών διατάξεων, αλλά μόνο διατάξεων του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου.

Εξ άλλου, ο εσφαλμένος όρος παράβαση ουσιαστικής διατάξεως δεν κυριολεκτεί, καθ΄ όσον παράβαση και δικονομικής διατάξεως δύναται να είναι ουσιαστικής σημασίας.΄Ομως δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.

Περιττόν να σημειωθεί ότι η διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ομιλεί για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου.

 

 

Ι΄) “Μονομελής Δικαστής”

 

            Ακούγεται από ετών η φράση ο Μονομελής Δικαστής.

Η έκφραση αυτή είναι πρόδηλα εσφαλμένη. Ο Δικαστής δεν είναι ανάπηρος. Δεν έχει ένα μέλος (ένα χέρι ή ένα πόδι).

Το ορθό είναι το Μονομελές Δικαστήριο, δηλαδή αυτό που απαρτίζεται  από ένα μέλος,  (από ένα Δικαστή).

Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 625 Κ.Πολ.Δ. ομιλεί για Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου”.

           

 

 

ΙΑ΄)  “Κατ΄ αρχήν”

 

Κατά κόρον χρησιμοποιείται η έκφραση κατ΄ αρχήν, προκειμένου η χρήση αυτής να υποδηλώσει την έννοια του επιρρήματος αρχικά ή άλλως “αρχήθεν” ή της φράσηςκατ΄ αρχάς.

Η έκφραση “κατ΄ αρχήν” σημαίνει και υποδηλώνει την έννοιαν του όρου κατά κανόνα, ταυτιζόμενη εννοιολογικά προς αυτόν, κατά διάκρισιν και κατά αντιδιαστολή προς  την εξαίρεση.

Μόνο τα αξιώματα, κατά τον ορισμόν της μαθηματικής επιστήμης, ισχύουν άνευ εξαιρέσεως και γίνονται δεκτά άνευ αποδείξεως μη υποκείμενα στην διαδικασία αυτή.

Ο κανόνας  και μάλιστα κάθε κανόνας  έχει εξαιρέσεις. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο ακροατής ή ο αναγνώστης μετά την έκφραση κατ΄ αρχήν περιμένει ν΄ ακούσει την εξαίρεση. ΄Ομως εις μάτην, καθ΄ όσον ο χρησιμοποιών αυτόν τον όρο υπολαμβάνει ότι έχει την έννοιαν του κατ΄ αρχάς..

Ο σωστός όρος είναι κατ΄ αρχάς, δηλαδή στην αρχή, όταν ο χρησιμοποιών αυτόν δεν θέλει να υποδηλώσει κάτι που ισχύει ως κανόνας, αλλά την έναρξη (αρχή), προτάσσοντας αυτό ή αυτά που αμέσως ακολουθούν έναντι  του άλλου ή των άλλων που πρόκειται ν΄  ακολουθήσουν.

 

 

ΙΒ΄)  “Τεκμήριο αθωότητος”

 

Τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύς λόγος τόσον στην θεωρία όσο και την νομολογία του Αρείου Πάγου, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με τον Ν. 53/1974 και της διάταξης του άρθρου 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με τον Ν. 2642/1997, των άρθρων 48 § 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και του άρθρου 14 § 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, για το λεγόμενο τεκμήριο αθωότητος, όπως στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ διαλαμβάνεται, προκειμένου να υποδηλώσει την από την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου δέσμευση ή μη του επιλαμβανομένου στην συνέχεια πολιτικού Δικαστηρίου και έχει ως βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και τον ίδιο πρώην κατηγορούμενο και ήδη αθωωθέντα διάδικο.

Δεν υπεισέρχομαι στην εξέταση του θέματος της δέσμευσης ή όχι του επιλαμβανομένου στην συνέχεια Πολιτικού Δικαστηρίου, θέμα για το οποίο εξεδόθη η υπ΄ αριθμ. 4/2020 απόφαση της Ολομ. του Αρείου Πάγου, διότι δεν αφορά την παρούσα εργασία.  Περιορίζομαι μόνο στην χρήση του ως άνω όρου.

 

Το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ ορίζει:

 

παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως

 

 

            Η δε παράγραφος 2 του ως άνω άρθρου ορίζει:

 

Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του

 

            Εξ άλλου το άρθρο 14 § 3 του ως άνω Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά πολιτικά δικαιώματα ορίζει:

 

Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο έως ότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με τον νόμο

            Από δογματική άποψη δεν με βρίσκει σύμφωνο ο όρος τεκμήριο αθωότητος, που χρησιμοποιείται με την έννοια ότι εκτείνεται εννοιολογικά και πέραν της αμετάκλητης αθώωσης του κατηγορουμένου.

΄Αλλωστε από τις παρατιθέμενες ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι αφορούν τον κατά τεκμήριο αθώο κατηγορούμενο, δηλαδή τον κατηγορούμενο, για τον οποίον δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για την ενοχή του και επιβάλλουν να γίνεται σεβαστή η προσωπικότητά του και η αθωότητα του μέχρι την τυχόν αμετάκλητη καταδίκη του.

 

Δεν νοείται κατά τεκμήριον αθώος εκείνος, ο οποίος έχει ήδη κηρυχθεί αθώος και μάλιστα αμετακλήτως.

Οι όροι πρέπει να αποδίδουν και ν΄ αντανακλούν, κατά το δυνατόν ακριβέστερα, το περιεχόμενο της έννοιας που αφορούν.

Ορθότερο θα ήταν να γίνεται λόγος για ενδελεχή συνεκτίμηση της αμετάκλητης ποινικής απόφασης από τα μετέπειτα επιλαμβανόμενα Δικαστήρια Πολιτικής δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση με τα ίδια πραγματικά περιστατικά και με το ίδιο πρόσωπο ως διαδίκου με τον αθωωθέντα ως προς την αποζημίωση του ενάγοντος – παθόντος κ.τ.λ.

 

ΙΓ΄) “Ανθρώπινα Δικαιώματα”

 

Και ο κατά κόρον χρησιμοποιούμενος όρος ανθρώπινα δικαιώματα”,   πιστεύομε ότι δεν είναι ορθός. Ωσάν να υπάρχουν και “απάνθρωπα δικαιώματα”. Η λέξηανθρώπινα δεν είναι ο επιθετικός προσδιορισμός του ουσιαστικού, δηλαδή της λέξεως δικαιώματα. Δεν αποτελούν ιδιότητες, γνωρίσματα ή χαρακτηριστικά του ανθρώπου, αλλά ανήκουν, αφορούν και αναφέρονται στον άνθρωπο ως κτήτορα, δηλαδή ανήκοντα σ΄ αυτόν ως ιδιοκτήτη και ότι συνεπώς δικαιούται ο άνθρωπος να τα απολαμβάνει και να κάνει χρήση τους.

Υπάρχουν επίσηςτα δικαιώματα των ζώων. Πώς θα ακουγόταν εάν εχρησιμοποιείτο γι΄  αυτά ο όρος  ζωϊκά ή ζωώδη δικαιώματα! Μόνο θυμηδίαν θα προκαλούσαν οι όροι αυτοί , αν εχρησιμοποιούντο.

Γίνεται, επίσης, ουχί ορθώς χρήση του όρου γυναικεία δικαιώματα”,  αντί, του, καθ΄ ημάς, ορθού  δικαιώματα της γυναίκας, αφού η λέξη γυναικεία  δεν αποτελεί ιδιότητα των δικαιωμάτων, είναι δηλαδή, ο επιθετικός προσδιορισμός του ως άνω ουσιαστικού της λέξεωςδικαιώματα, αλλά έχουν την έννοια ότι ανήκουν στην γυναίκα, την οποία και αφορούν.

Συνεπώς το ορθόν είναι τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Ακόμη, χρησιμοποιείται από πολλούς ο αδόκιμος όρος Δικαστήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντί του ορθού και επισήμου όρου “Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου”.

 

 

ΙΔ΄) “Προσόντα – Πλεονεκτήματα”

 

Χρησιμοποιείται τόσον γραπτώς όσον και προφορικώς ο όρος προσόντα, προκειμένου να υποδηλώσει ιδιότητες πραγμάτων ή καταστάσεων που υπερτερούν έναντι άλλου ή άλλων.

π.χ. νέμεται με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας.  Είναι πρόδηλο ότι ο όρος “προσόντα” αναφέρεται στην τακτική χρησικτησία και όχι στο νεμόμενο πρόσωπο.

Η εν λόγω χρήση δεν είναι μεν εσφαλμένη, όμως δεν είναι απολύτως ορθή, καθ΄ όσον:

Ο όρος προσόνυποδηλώνει κυρίως προτέρημα ή χάρισμα από το οποίο προκύπτει και η υπεροχή του διαθέτοντος αυτό προσώπου έναντι άλλου.

Ο όρος προσόντα προσήκει και προσιδιάζει σε πρόσωπο, δηλαδή στον άνθρωπο και όχι στο πράγμα και στις ιδιότητές του ή καταστάσεις ή ρυθμίσεις, άλλως επιλύσεις ζητήματος, προβλήματος ή θέματος.

 

΄Οσον αφορά το πράγμα ο προσήκων και ενδεδειγμένος όρος είναι πλεονέκτημα, καθ΄ όσον υποδηλώνει ιδιότητες πράγματος ή επιλύσεις προβλημάτων, ή ζητημάτων, ρυθμίσεις καταστάσεων, κ.τ.λ. , που καθιστούν το συγκεκριμένο πράγμα να υπερέχει έναντι άλλου ή άλλων, οι δε επιλύσεις, ρυθμίσεις προβλημάτων κ.τ.λ. να είναι επιτυχέστερες και επωφελέστερες στην συγκεκριμένη περίπτωση έναντι άλλης ή άλλων και να εξυπηρετούν καλύτερα τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 

Οι εκτεθείσες απόψεις και τοποθετήσεις μου επί των ανωτέρω θεμάτων δεν έχω την εγωϊστική φιλοδοξία να γίνουν αποδεκτές. Πιστεύω όμως ότι θ΄ αποτελέσουν αφορμή προβληματισμών, όπως στην αρχή εξέθεσα, όπου και αποβλέπω.

 

Κίνητρο είχαν την πεποίθησή μου ότι η σαφήνεια και ακριβολογία ακόμη και στους χρησιμοποιούμενους παγίως όρους επιβάλλεται χάριν της επιστημονικής έκφρασης, της οποίας είναι δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά.

[1]    *   Εισήγηση στην ΄Ενωση Ελλήνων Δικονομολόγων την 11.5.2021

Η Εισήγηση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 11.5.2021 στην ΄Ενωση Ελλήνων
Δικονομολόγων και εδημοσιεύθη στην Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας –
Τεύχος 3/2021 (σελίδες 269-375)

Αφήστε μια απάντηση