ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ ΣΜΥΡΝΑΚΗΣ: Ο «πατέρας» του αντάρτη

S1890001

Ήξερα για τη «Μάνα» του Στρατιώτη πως  ήταν η Μαρία Παπαϊωάννου, αλλά ότι υπήρχε και ο «πατέρας» του αντάρτη, αυτό στο βιβλίο του γιατρού Μιχάλη Χριστοφοράκη « Εθνική Αντίσταση και Δημοκρατικοί Αγώνες στην Κρήτη»  το ανακάλυψα Κι είναι γραμμένο με τόσο γλαφυρό ύφος που δεν τόλμησα, καν, να επιχειρήσω διασκευή

Αναφέρεται σε κάποιον Χαρίδημο Σμυρνάκη .από τον Κισσό Αγίου Βασιλείου , που είχε πάντα το σπίτι του ανοικτό σε κάθε κυνηγημένο

Αν εμάς ,σήμερα, μας φαίνεται απόλυτα φυσικό να δώσουμε ένα ποτήρι νερό σε έναν αντικαθεστωτικό, εκείνες τις μαύρες εποχές αυτό ήταν και αιτία για να οδηγηθεί στο απόσπασμα ο ευαίσθητος Κρητικός που θα τηρούσε τους απαράβατους νόμους της γης του αναφορικά με τη φιλοξενία

Αναφέρει σχετικά ο αξέχαστος γιατρός για το ζήτημα αυτό:

Η ζωή του αντάρτη 

« Ήταν κρυμμένη η ζωή ενός αντάρτη, του λαϊκού αγωνιστή, στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης (1941-1945) , στις κρίσιμες φάσεις και τη γενική πορεία του αγώνα Ωστόσο ήταν δοσμένο νάνε άγνοιος και αδιάφορος ο αντιστασιακός για τη ζωή του, για την αντάρτικη ζήση του , για τις ταλαιπωρίες και στερήσεις του , γιατί ένιωθε ελεύθερος, γιατί το «είναι» του η ψυχή του , ήταν χαρισμένα στον αγώνα για τη λευτεριά

Δεν σκοτιζόταν για τίποτ’ άλλο, γιατί ζούσε συντροφικά ανάμεσα στους πατριώτες συναγωνιστές ,γιατί του έτρεφαν το πνεύμα της συμπαράστασης και συμπάθειας που διέκρινε στα μάτια, στην συμπεριφορά και στην ψυχή τους , και απ’ αυτό έπαιρνε δύναμη κι αγωνιζόταν με πλημμυρισμένη την  καρδιά μίσος κι εκδίκηση ενάντια στους Γερμανούς καταχτητές. Όλες οι «στιγμές» του αντάρτη ειδικότερα, δεμένες με ψηλή εθνική πατριωτική ανάταση , με εμπειρίες και αναμνήσεις , μέσα από τον αγώνα , σφράγιζαν την αγωνιστική του πορεία  και τούδιναν φτερά να συνεχίζει

Στην περίοδο της Εαμικής Αντίστασης ,που και στη χώρα μας «όλα τα σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά…», είχε παντού μανάδες και πατεράδες ο αντάρτης, ο κάθε πατριώτης που δενότανε μαζί τους αγωνιστικά κι όταν το χρέος το καλούσε μαζί προχωρούσαν ακόμα και ως τη θυσία…»

Ακόμα και το ψωμί των παιδιών

Αν ρωτήσεις σήμερα εγγόνια εκείνων των υπέροχων ανθρώπων , που είναι πια υπερήλικες ,θα σου πουν ότι ήταν σύνηθες να μειώνεται η μερίδα και των παιδιών για να φάνε οι αντάρτες, που τύχαινε να βρεθούν στο σπίτι Τόση ήταν η πίστη των απλών ανθρώπων στον αγώνα και στις δυνατότητες των αγωνιστών της λευτεριάς Και μ’ αυτό τον τρόπο βοηθούσαν κι αυτοί ,κάνοντας αντίσταση με το δικό τους τρόπο…

Στον Πρινέ εξάλλου, στην Αρχαία Ελεύθερνα είδαμε το σπίτι του Μίνωα Αποστολάκη που ήταν πια το καταφύγιο κάθε κυνηγημένου και χωρίς να ζητάει την άδεια του ιδιοκτήτη Εκεί ξεκουραζόταν κι εύρισκε φαγητό.

Για τη σκληρή αντιμετώπιση των φιλόξενων ανθρώπων από τον κατακτητή έχουμε αρκετά ενδιαφέροντα και στην έκθεση Καζαντζάκη όταν περιόδευσε με τον Κακριδή την Κρήτη για να καταγράψει τα αποτελέσματα των αντιποίνων Χαρακτηριστική η αναφορά στη γριούλα που έχασε δυο γιους επειδή είχαν δώσει φαγητό σε αντάρτες…

Ένας ήταν ο Χαρίδημος

Όπως αναφέρει ο Μιχάλης Χριστοφοράκης , μπορεί παντού να είχαν οι αντάρτες κάποιον θερμό και γενναίο προστάτη , αλλά ο ίδιος ξεχώριζε έναν λεβέντη από τον Κισσό Αγίου Βασιλείου. Ήταν ο Χαρίδημος Σμυρνάκης Μέχρι τα βαθιά τους γεράματα οι αντάρτες είχαν το όνομά του στα χείλη τους και μάλιστα με απέραντο σεβασμό. Γιατί αυτό το όνομα συμβόλιζε τον ανόθευτο λαϊκό αγωνιστή Ένα σύμβολο που δεν αμαύρωσε τη φήμη του μέχρι τα βαθιά του γεράματα…

Η έναρξη της Αντίστασης βρήκε τον Χαρίδημο σχεδόν πενηντάρη Έναν αγρότη με στιβαρά κι εργατικά χέρια κι ένα χαρακτήρα διαμάντι . Από την πρώτη στιγμή είχε εκδηλωθεί και μάλιστα έμβλημά του ήταν « Όλοι κι όλα για τον αγώνα»

Δεν υπολόγιζε ούτε βιός , ούτε αγαθά μπροστά στην επιθυμία του να δει τον τόπο του ελεύθερο

Λέγεται μάλιστα ότι στην πρώτη σύναξη στελεχών που έγινε στο σπίτι του στον Κισσό, τότε που ξεκινούσε η οργάνωση του λαού κάτω από τη σημαία του ΕΑΜ, ο Χαρίδημος διέθεσε ένα ολόκληρο βόδι.

Δεν ήταν πλούσιος Είχε όμως τεράστια περιουσία σε αισθήματα και λεβεντιά

Μια πόρτα πάντα ανοικτή

Κι από τότε η πόρτα του σπιτιού του έμενε ανοικτή . Το σπίτι βόλευε αφάνταστα μια και ο Κισσός ήταν στο κέντρο της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου , αλλά όπως είναι ψηλά στις πλαγιές του Κέντρους το χωριό επέτρεπε σε ώρα κινδύνου τη διαφυγή στο βουνό. Απ’ έξω έδειχνε τόσο παλιό που θεωρούσες ότι ήταν ακατοίκητο Κανένας ξένος περαστικός δεν θα του έδινε σημασία

Μπαίνοντας όμως σε τύλιγε η ανθρώπινη ζεστασιά που σκορπούσε η άξια σύντροφος του Χαρίδημου η κυρά Βαγγελιώ…Ακούραστη γυναίκα, διαρκώς είχε και μια απασχόληση , κυρίως να προετοιμάζει φαγητό καθώς όλο και κάποιο «παιδί» θα κατέληγε στο σπίτι…Πότε ξεκουραζόταν αυτή η γυναίκα κανένας δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα Και πάντα με το χαμόγελο Ποτέ δεν την άκουσε κανένας να διαμαρτύρεται Ακόμα κι όταν η κούραση ξεπερνούσε τις αντοχές της.

Μόνιμο στέκι ανταρτών

Μόνιμο στέκι ανταρτών λοιπόν το σπίτι του Χαρίδημου Και τι δεν γινόταν εκεί…Συναντήσεις, συνεδριάσεις, ό,τι μπορούσε να βοηθήσει από στρατηγικής πλευράς τον αντιστασιακό αγώνα

Ο Χαρίδημος που φημιζόταν και για την διακριτικότητά του , με το που υποδεχόταν τους αγωνιστές κι αφού τους έδινε ό,τι μπορούσε για να «στυλωθούν», εξαφανιζόταν κάπου εκεί γύρω , περισσότερο για να προσέχει και να ειδοποιήσει σε περίπτωση που θα έκαναν ξαφνικά την εμφάνισή τους Γερμανοί. Έδειχνε πατρική αγάπη σε κάθε αντάρτη Ίσως επειδή δεν είχε τότε ακόμα αποκτήσει παιδιά

«Μάτια» και στην πλάτη

Είχε σπάνια αντανακλαστικά , μπορούσε να αντιληφθεί το παραμικρό κι ας συνέβαινε σε απόσταση από αυτόν Είχε αυτό που λέει κι ο απλός λαός μας «μάτια στην πλάτη»

Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μιχάλης Χριστοφοράκης:

« Από τις πολλές φορές που περνούσα από τον Κισσό, μερικές θέλοντας να τον αιφνιδιάσω φρόντιζα να τον πλησιάσω γιατί τάχα δεν με είχε αντιληφθεί

Ο μπαρμπαΧαρίδημος ωστόσο ενώ έδειχνε απορροφημένος στο ζευγάρισμα λόγου χάρη , χωρίς καν να στρέψει το βλέμμα του , μ’ αιφνιδίαζε ο ίδιος λέγοντάς μου :
« Καλώστονε, κάτσε δέκα λεπτά να ξεκουραστείς μέχρι να τελειώσω τούτη τη σπορέ , μα επαέ δεν φοβάσαι κανένα» Σαν να μην συνέβαινε τίποτα τελείωνε ο Χαρίδημος τη δουλειά του μια κι ήξερε πως έπρεπε να υπάρχει και ζαερές (τρόφιμα) όπως έλεγε. Κατόπτευε τα γύρω της περιοχής , χωρίς να δίνουν υποψίες οι κινήσεις και το βλέμμα του και ξεκινούσαμε για το σπίτι του…»

Ο Χαρίδημος ήταν τόσο αφοσιωμένος στον αγώνα που μερικές φορές η παρορμητικότητά του έφθανε τα όρια της αποκοτιάς

Χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο Χρήστος Μαυρομιχελάκης στο συγγραφέα  Μανόλη Παντινάκη για το βιβλίο του «Επαρχία Αγίου Βασιλείου : « Η κατοχή δεν μας λύγισε» (Από το βιβλίο αυτό πήραμε και τη φωτογραφία του Χαρίδημου)

Παράτολμη πρόταση

Μόλις οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν ότι κομμάντος Εγγλέζοι επρόκειτο να αποβιβαστούν στον Άγιο Παύλο στα Σακτούρια, προχώρησαν σε συλλήψεις αθώων πατριωτών από τα χωριά Ακούμια, Βάτο, Ακτούντα και  Άρδακτο Ίσως να ήταν και από άλλα χωριά αλλά ο Μαυρομιχελάκης αυτά αναφέρει στον καλό συνάδελφο , με την επιφύλαξη , όπως λέει κι ο ίδιος ότι κάτι μπορεί να έχει ξεχάσει

Μετά από αυτό το γεγονός, ειδοποιήθηκαν οι αγωνιστές να συγκεντρωθούν επειγόντως στο σπίτι του Σμυρνάκη, για να αποφασίσουν πως θα πράξουν Η σύλληψη αυτή τόσων ανθρώπων είχε αναστατώσει τους πάντες Η αγωνία ήταν μεγάλη γιατί κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει και την εξέλιξη

Σε κείνη τη σύναξη ο Χαρίδημος πρότεινε στους συντρόφους του, να χτυπήσουν τους Γερμανούς στα Ακούμια και να ελευθερώσουν τους κρατούμενους Ενημέρωσε μάλιστα ότι σύνδεσμός από την Κρύα Βρύση θα τους έφερνε όπλα για όσους δεν είχαν , εφόσον το ζητούσαν .

Έδειχνε αποφασισμένος Αν μπορούσε, αρκεί να συμφωνούσαν με την πρότασή του,  θα πήγαινε και μοναχός του Οι άλλοι κοιτούσαν βαθειά προβληματισμένοι. Πρυτάνευσε όμως, τελικά ,η λογική επειδή οι συνέπειες, από την πράξη αυτή, θα ήταν ολέθριες και δεν επρόκειτο να σωθούν  και οι όμηροι Ίσα ίσα που με την επίθεση αυτή θα ήταν καταδικασμένοι

Καρδιά «περιβόλι»

Ο Χαρίδημος ήταν για την εποχή του ένα φωτεινό άστρο, μια όαση ,γιατί πρόσφερε συστηματικά τη βοήθειά του, μέχρι το τέλος της κατοχής, αδιαφορώντας για τις συνέπειες ,αν τον έπιαναν οι Γερμανοί.

Όσο για το χιούμορ του , δεν τον εγκατέλειπε και στην πιο δύσκολη ώρα. Όταν έμπαινε σπίτι του κι έβλεπε στρωμένους πέντε δέκα νοματέους να τρώνε, έπαιρνε το ανάλογο ύφος κι έβαζε δήθεν τις φωνές:
« Πάλι τρώτε , μα εσείς μωρέ κοπέλια θα με κάνετε φτωχό. Σάικα (ασφαλώς) δεν ψήνουνε στα σπίθια σας …»

Κι έπειτα , καθώς μας περιγράφει ο Μιχάλης Χριστοφοράκης, γύριζε στη γυναίκα του:

« Βαγγελιώ βάλε να φάει καθένας όσο θέλει , βάλε να φάω κι εγώ κι αν περισσέψει θα φας κι εσύ…Και να κατέχεις πως επαέ θέλει κάθε βούι και την παχνέ του»

Εννοούσε φυσικά την όρεξη για φαγητό και τις διαστάσεις του κάθε αγωνιστή …

Ο μοναδικός αυτός άνθρωπος , φαίνεται πως έφθασε στα βαθειά γεράματα Γιατί στο βιβλίο του ο Μιχάλης Χριστοφοράκης ( έκδοση 1984) αναφέρει πως στα 90 του χρόνια, εκείνη την εποχή, ο Χαρίδημος περίμενε πότε θα του στείλουν τα έντυπα της Εθνικής Αντίστασης και του Κ.Κ.Ε ,που τον τόνωναν ψυχικά και του παρέτειναν τη ζωή…

Δυστυχώς δεν βρήκα περισσότερα για το τέλος της ζωής του σημαντικού αυτού ανθρώπου . Σημασία έχει ότι αξιώθηκε να δει το χάραμα της λευτεριάς, για την οποία πρόσφερε τόσα πολλά στον αγώνα και χωρίς ποτέ να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα

 

Εύα Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση