Το όραμα της Χριστιανικής Κοινότητας και το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης

(Η ομιλία αυτή του κ. Μιχαήλ Τζεκάκη ήταν στο πρόγραμμα συνεδρίου που έγινε στο Σπίτι του Πολιτισμού την Κυριακή 7 Μαίου 2017 για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Ψαρουδάκη)

. Να πω ότι αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή για την πρόσκληση να μιλήσω στην ημερίδα που είναι αφιερωμένη στη μνήμη ενός ανθρώπου που πάλεψε όσο λίγοι στον τόπο μας για το ιδεώδες της κοινωνικής δικαιοσύνης. Θέμα της εισήγησής μου είναι: Η σχέση ανάμεσα στο όραμα της χριστιανικής κοινότητας και στο αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Α. ΤΟ ΟΡΑΜΑ, Η ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
Με το σταυρικό του θάνατο και την Ανάσταση ο Χριστός νίκησε . Η νίκη του συνίσταται εις το ότι δημιούργησε την ιδική του Εκκλησία που είναι το επί της γης έργο Του. Εν μέσω της ματαιότητος και τη ενδείας, της αδυναμίας και των βασάνων της ανθρώπινης ιστορίας, ο Κύριος έθεσε τα θεμέλια μιας νέας ζωής. Η ημέρα της Πεντηκοστής με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στο χώρο που ήταν συνηγμένοι οι Απόστολοι σηματοδοτεί τη γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι όλα ξεκίνησαν μέσα από μια σύναξη, μια μάζεψη.
Η Εκκλησία είναι πάνω απ’ όλα μια Κοινότητα που συνέρχεται
Ο Θεός συνάπτει σχέσεις με τους ανθρώπους όχι μεμονωμένα, αλλά δημιουργώντας κοινωνίες, δηλ. κοινότητες πιστών. Δεν εννοούνται χριστιανοί χωρίς κοινωνία, που είναι δηλαδή αποκομμένοι από την κοινότητα. Οποτεδήποτε και οπουδήποτε το Άγιο Πνεύμα πνέει, λαμβάνει χώρα ένα γεγονός κοινωνίας. Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ότι για την ονομασία αυτού του νέου θεσμού υιοθετήθηκε η λέξη Εκκλησία που στην αρχαιότητα σήμαινε τη συγκέντρωση, τη συγκρότηση σε σώμα του κυρίαρχου λαού μιας πόλης. Υιοθετούμενη από τη νέα πραγματικότητα η λέξη σημαίνει τη σύναξη μέσω της οποίας συγκροτείται, φανερώνεται κάθε φορά σε σώμα η Εκκλησία. Η εκκλησιαστική σύναξη, δηλαδή η Εκκλησία συνδέεται πάντα με ένα τόπο. Είναι από τη φύση της τοπική, αλλά η λειτουργία της είναι καθόλα τέλεια και πλήρης, τελούσα με τον επίσκοπό, που φέρει το όνομα της, εν κοινωνία με όλες τις άλλες ορθόδοξες εκκλησιαστικές κοινότητες. Δεν νοείται επίσκοπος χωρίς την αναφορά του ονόματος του τόπου, δηλ. της κοινότητάς του. Λέμε πάντα ο Ρεθύμνης, ή ο Ρεθύμνης Ευγένιος και όχι ο Ευγένιος, η ο Μητροπολίτης Ευγένιος.
Στη σύναξη της ευχαριστιακής κοινότητας γίνεται η φανέρωση του μυστηρίου της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού.
Κατά τον Απόστολο Παύλο, το μυστήριο της Εκκλησίας έγκειται στην υπέρλογη και αδιάσπαστη σχέση Χριστού και Εκκλησιαστικής Κοινότητας , κατά τον τρόπο που, ο Χριστός, ως σαρκωθείς Λόγος του Θεού, αποτελεί την κεφαλή της Εκκλησίας και η Εκκλησία, ως κοινωνία προσώπων, διαμορφώνει το σώμα του Χριστού. Αποτελεί το συμπλήρωμά Του. Ο Χριστός ενοικεί σε καθένα από τα μέλη του σώματός του, μια και δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από αυτό. Οι πιστοί ενσωματώνονται ως μέλη βαθμιαίως δίδοντας νέα πληρότητα στο έργο του Χριστού.
Η αληθινή φύση της Εκκλησίας φανερώνεται κατ’ εξοχήν όταν η κοινότητα συναθροίζεται επί το αυτό για να τελέσει την Θ. Ευχαριστία. Εδώ δεν έχουμε ένα μυστήριο ανάμεσα στα πολλά, αλλά την ανακεφαλαίωση ολόκληρου του μυστηρίου της Εκκλησίας, όλων όσα ο Θεός Πατήρ εργάστηκε για μας και τη σωτηρία μας διά του Υιού Του εν Αγίω Πνεύματι. Δεν υπάρχει άλλο γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας που να αποκαλύπτει πληρέστερα τη φύση της, το τί είναι η Εκκλησία, από την ευχαριστιακή σύναξη. Κοινωνώντας από το αυτό Ποτήριο, οι πιστοί ενώνονται άμεσα και με την κεφαλή, τον Χριστό, αλλά και μεταξύ τους, ως μέλη του ενός σώματος. Οι πάσης φύσεως διακρίσεις και διαχωρισμοί ((ηλικίας, φύλου, συρμού, φυλής, κοινωνικής τάξης) καταργούνται διότι αντανακλούν την τάξη του κόσμου, όχι τη φύση της Εκκλησίας). Ακόμα και ο πιο φρικτός διαχωρισμός, ο θάνατος των δικών μας, ακυρώνεται κατά την Ευχαριστιακή Σύναξη. Μέσα από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να δούμε και τη διάκριση της διακονούσης ιερωσύνης και του αγιαζόμενου λαού. Η ιερωσύνη είναι απαραίτητη για την κοινότητα και ταυτόχρονα μέρος της κοινότητας και όχι κάτι έξω ή πάνω απ’ αυτή. Ολόκληρη η δομή της Ευχαριστίας καταρρέει αν οι λαϊκοί δεν είναι παρόντες, (για το λόγο αυτό δεν μπορεί να τελεστεί το μυστήριο της Ευχαριστίας, χωρίς την παρουσία έστω και ενός λαϊκού. .
Η Ευχαριστία είναι το κατ’ εξοχήν εσχατολογικό γεγονός.
Στην πορεία της Εκκλησίας παρατηρείται μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο ήδη υπάρχον και στο όχι ακόμα. Σ’ αυτό που έχει φανερωθεί στο πρόσωπο, το βίο του Χριστού και της Εκκλησίας, και σ’ αυτό που θα φανερωθεί ολοκληρωμένο στους έσχατους καιρούς. Στην Ευχαριστία δεν εορτάζουμε τόσο ένα γεγονός του παρελθόντος, τον Μυστικό Δείπνο εν προκειμένω, αλλά το γεγονός της ερχόμενης Βασιλείας. Το Πάσχα της Εκκλησίας. Την αληθή διάβαση στην αιώνια ζωή αφενός και την είσοδο της Βασιλείας του Θεού μέσα στην ιστορία αφετέρου. Στην Ευχαριστιακή Κοινότητα βιώνουμε τις «έσχατες ημέρες», τη μεταμόρφωση όλου του κόσμου. Αυτό που θα γίνουμε όχι αυτό που είμαστε τώρα –δηλ. άθλιοι αμαρτωλοί. Η Εκκλησία στην αληθινή της ουσία δεν είναι τόσο μια ιστορική, όσο μια εσχατολογική κοινότητα. Αυτός είναι ο λόγος που η αμαρτωλότητα καθενός μέλους της, δεν επηρεάζει την ουσιωδώς την άγια φύση Της. Το είναι της Εκκλησίας, η ταυτότητα της τελεί διαρκώς εν αναφορά προς τη Βασιλεία του Θεού, η οποία δεν είναι κάτι που ήδη υπάρχει, αλλά αυτό που έρχεται. Που θα ολοκληρωθεί, όταν «κατανοήσωμεν οι πάντες […..] εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», κατά την έκφραση του αποστόλου Παύλου (Εφ. 4.13), Η Βασιλεία του Θεού θα «κατορθωθεί» λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, μόνον στα έσχατα όταν το κακό θα νικηθεί πλήρως
Β΄ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, συνδέονται άμεσα με το θέμα μας, δηλαδή το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για την Εκκλησία τα προβλήματα του ανθρώπου ξεκινούν από την αδυναμία του να αντισταθεί στους τρεις πειρασμούς που αντιμετώπισε ο Χριστός λίγο πριν από τη δημόσια εμφάνισή του: Την ακόρεστη πείνα και δίψα για την ικανοποίηση των βιολογικών ενστίκτων και τη συσσώρευση υλικών αγαθών (κάνε τις πέτρες ψωμιά για να ικανοποιείς, χωρίς όρια όλες σου τις επιθυμίες, του λέγει ο πονηρός -για να πάρει την απάντηση, ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος), τον πειρασμό της αποκομμένης από τη Χάρη του Θεού υπεροπτικής αυτάρκειας, της ύβρης που κατά τους αρχαίους προκαλούσε την οργή των Θεών, (για να αποδείξεις πως είσαι Θεός και κάνεις ό,τι θέλεις, χωρίς να πάθεις τίποτε, πέσε από τη στέγη του Ναού – του λέει ο πονηρός -για να πάρει την απάντηση: ουκ εκπειράσεις, δηλ. μην προκαλέσεις, Κύριον το Θεόν σου), τον πειρασμό της ακόρεστης επιθυμίας για εξουσία και επικράτηση. (Αν πέσεις να με προσκυνήσεις θα σου δώσω όλα τα βασίλεια του κόσμου του λέει ο πονηρός – για να πάρει την απάντηση -ύπαγε οπίσω μου σατανά, γέγραπται γαρ Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις).
Η εν τω Χριστώ εμφάνιση της νέας κτίσης στο χώρο της Εκκλησίας μας βγάζει από την εφηβική και αφελή αισιοδοξία που χαρακτήριζε τόσο τον εβραϊκό προφητισμό όσο και την αρχαία ελληνική διανόηση. πως αρκεί να ξέρει κανείς το καλό για να το πραγματοποιήσει. Η Ορθοδοξία πιστεύει ότι η μεταμόρφωση του κόσμου δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα ορισμένων εντολών, τις οποίες ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν μπορεί ούτως ή άλλως να τηρήσει. Ούτε προϊόν βίαιης επιβολής, γιατί η βία και ο εξαναγκασμός χαρακτηρίζουν τον ανθρώπινο νόμο, όχι το πνεύμα της Εκκλησίας. . Το μέλλον του ανθρώπου δεν μπορεί να στηριχθεί επάνω στον εμπειρικό άνθρωπο, που είναι ανίκανος να διακρίνει ανάμεσα σ’ αυτό που είναι ανάγκη που του είναι απαραίτητο και σ’ αυτό που γίνεται ακόρεστη επιθυμία. Ούτε πάλι μπορεί να έλθει κοινωνική δικαιοσύνη με ευχολόγια, παρόμοια μ’ αυτά των πολιτικών και οικονομικών αναλυτών των ημερών μας. Η αδικία, οι κοινωνικές ανισότητες, η βία, η καταπίεση, γενικά το κακό και στην ατομική, αλλά και στην κοινωνική του έκφανση δεν έγκειται μόνο στην κακή εκλογή που μπορεί να κάνει η βούλησή μας. Το κακό είναι κατάσταση μέσα στον κόσμο τόσο δυνατή, που ξεπερνάει τη δύναμη της εκλογής μας για το καλό. Ακόμα και μέσα στην ίδια την Εκκλησία, το ανθρώπινο κομμάτι της, δεν παύει να ταλανίζεται από τα δεινά της ροπής του προς την αμαρτία και το ίδιον όφελος. Τα μέλη της ως άνθρωποι φέρουν κι αυτοί το στίγμα της ατομικής αλλά και της συλλογικής μας αμαρτωλότητας..
Γ΄ ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΣΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Όλα όσα ειπώθηκαν για τη φύση της Εκκλησιαστικής Κοινότητας στο πρώτο μέρος, υπονοούν με σαφήνεια ότι η Εκκλησία δεν διαθέτει στα ρεζερβουάρ της μια κοινωνική ηθική, αλλά ότι συνιστά η ίδια μια κοινωνική ηθική . Η πολιτική της στόχευση δεν σκοπεύει ούτε στην προσωπική μεταμόρφωση ατόμων, ούτε στη μεταρρύθμιση της κοινωνίας. Η δικαιοσύνη για τους χριστιανούς δε σηματοδοτεί τόσο την οριστική επίτευξη του αφηρημένου οράματος να αποδίδονται στον καθένα τα δίκαια. Έχει ως τέλος, δηλαδή ως σκοπό την πραγμάτωση της ανθρωπισμού, δηλ. της ανθρωπιάς μας μέσα στο σώμα της εκκλησιαστικής κοινότητας. Προκειμένου να έχουμε μια κοινωνία εμφορούμενη από δικαιοσύνη , όπως τη φανερώνει ο Χριστός θα πρέπει πρώτα να φτιάξουμε Εκκλησία δηλαδή Κοινότητα ποτισμένη με το πνεύμα και το ήθος της ορθόδοξης παράδοσής μας. Στο βαθμό που κάτι τέτοιο γίνεται πραγματικότητα, τα έσχατα εισβάλλουν σ’ αυτούς τους ενδιάμεσους καιρούς ως δικαιοσύνη και μαρτυρούν για τη βασιλεία του Θεού που έρχεται.
Η φιλοπτωχεία της Εκκλησίας
Ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτό έχει ήδη φανερωθεί: «Μακάριοι οι πτωχοί ότι υμετέρα εστί η Βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 20). Είστε μακάριοι εσείς οι πτωχοί, γιατί είναι δική σας η Βασιλεία του Θεού. Είναι η φιλοπτωχεία με τη διπλή της έννοια αγάπη προς Θεούς και υιοθέτηση της πτωχείας ως τρόπου διαβίωσης. Ο θεός φανερώνει μια προνομιακή επιλογή υπέρ των φτωχών. Διαβάζουμε στην επιστολή του Ιακώβου: «Ο θεός διάλεξε αυτούς που για τον κόσμο είναι φτωχοί να γίνουν πλούσιοι στην πίστη και να κληρονομήσουν τη βασιλεία του. Αυτήν που υποσχέθηκε σε όσους τον αγαπούν.» (Ιακ. 2,5). Ο λόγος για τη στάση, αυτή της Εκκλησίας, «μαζοχιστική» θα τη χαρακτήριζαν κάποιοι κοινωνικοί αναμορφωτές των καιρών μας, είναι πως η κατοχή αγαθών κάνει τους ιδιοκτήτες τους να γίνουν άνθρωποι του ψεύδους. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό του Ανανία και της Σαπφείρας που αναφέρεται στο βιβλίο των Πράξεων της Κ. Διαθήκης. Το ανδρόγυνο πούλησε ένα κτήμα του και έδωσε στον Απόστολο Πέτρο μέρος των χρημάτων που απεκόμισε από την πώληση, λέγοντας ψέματα και αποκρύπτοντας ότι δεν είχαν αποδώσει όλο το ποσό, που εισέπραξαν. Φοροδιαφυγάδες κατά μία έννοια θα τους λέγαμε σήμερα. Ο Πέτρος τους επιτίμησε δριμύτατα, όχι για το γεγονός ότι κράτησαν χρήματα αλλά για το ότι δήλωσαν ψέματα ενώπιον της Εκκλησίας. Γίνονται άνθρωποι που αρνούνται να αποδεχτούν την αλήθεια πως τα αγαθά τους χωρίζουν από τους συνανθρώπους τους, που σημαίνει ότι δεν μπορούν να εμπιστευθούν το Χριστό και να γίνουν γνήσιοι μαθητές του. Στη βιβλική παράδοση γίνεται φανερό πως η αναζήτηση της δικαιοσύνης δε θα λυθεί μέσω κάποιας ευφυούς πολιτικής ή οικονομικής επινόησης, αλλά μέσα από την απόφαση κάθε χριστιανού χωριστά αλλά και της Εκκλησίας ως σώμα να ακολουθήσει το Χριστό σε μια ζωή μαθητείας και πενίας .
Πώς μπορούμε να οργανώσουμε τις πρακτικές της οικονομίας μέσα στην Εκκλησία κατά τρόπο που θα μαρτυρεί δυναμικά το γεγονός της ανάστασης του Χριστού και γενικότερα πως οι πεποιθήσεις των Χριστιανών θα διαμορφώνουν ένα αντίστοιχο τρόπο ζωής; Η βιβλική θεώρηση δεν χαρακτηρίζεται από μια ρηχή αισιοδοξία σχετικά με το πώς θα απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά. Δεν διακατέχεται από την αντίληψη ότι δεν θα παρουσιαστούν προβλήματα στους κόλπους της Εκκλησίας. Είχαν ξεκινήσει ήδη όταν οι μαθητές του Χριστού ζητούσαν πρωτοκαθεδρίες, και συνεχίστηκαν με τους πρώτους Χριστιανούς να ερίζουν για το ποιος θα απολαμβάνει τα περισσότερα αγαθά από την κοινή τράπεζα. Οι δυσκολίες αυτές είναι δεδομένες. Με την ακλόνητη πίστη της στη Δευτέρα Παρουσία και με τον ασκητισμό της, η Εκκλησία δίνει έκφραση στις προφητικές εκείνες δυνάμεις μέσα της που διαμαρτύρονται για την κυριαρχία της κοινωνικής αδικίας γύρω μας και μέσα μας και εισάγουν μέσα στο σώμα της Εκκλησίας ένα ηθικό δυναμισμό πάλης και αντίστασης. Άλλωστε, το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κρίσεως (Κατά Ματθαίο, 25), δεν αφήνει περιθώρια. Η πορεία προς το Θεό περνάει πάντα από την περιοχή του πλησίον. Είναι βασικό δόγμα της Εκκλησίας. Κάθε άλλη σχέση με τον Θεό, που δεν κοινωνεί με τον πλησίον καταντάει σ’ ένα είδος ατομικής ευσέβειας προς ένα Θεό, που δεν είναι ο Θεός της χριστιανικής παραδόσεως, αλλά γέννημα των επιθυμιών και φαντασιώσεών του ανθρώπου.
Δ΄ ΠΩΣ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗ.
Στα χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά τους διωγμούς (325-1453 μ.Χ) η Ορθοδοξία ευρισκόμενη υπό την επήρεια μιας ισχυρής κρατικής εξουσίας, αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, έσωθεν και έξωθεν. Η νέα αυτή κατάσταση έχει και θετικά αλλά και αρνητικά αποτελέσματα για την Εκκλησία. Πρόκειται για ένα εναγκαλισμό που παρέχει μεν προστασία, μετριάζει τον εγγενή ανθρώπινο πειρασμό της εκκλησιαστικής ηγεσίας για επιδίωξη κοσμικής δύναμης και εξουσίας, αλλά συγχρόνως περιορίζει την ελευθερία της Εκκλησίας και την εμποδίζει να αναλάβει πρωτοβουλίες που ξεπερνούν την επίσημη κρατική πολιτική.
Αντίβαρο στα προβλήματα αυτά έρχεται ως θεόσταλτο δώρο η παρουσία μεγάλων Πατέρων και οικουμενικών διδασκάλων, οι οποίοι σημαδεύουν καίρια την πορεία της Ορθοδοξίας όχι μόνο τα χρόνια εκείνα, αλλά και τα κατοπινά και μέχρι τους καιρούς μας. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι Λειτουργίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου βρίσκονται στο κέντρο και της δικής μας ευχαριστιακής κοινότητας σήμερα, . Με τη ζωή και τα έργα τους εξέφρασαν όσο λίγοι το γνήσιο πνεύμα της Εκκλησιαστικής Κοινότητας και σημάδεψαν την πορεία της Εκκλησίας μας. .
Ας ξεκινήσουμε με κάτι επίκαιρο και για το λόγο αυτό ιδιαίτερα χρήσιμο για μας σήμερα. Κατά το 368 μ.Χ θα σημειωθεί μια μεγάλη επιδημία λιμού, πείνας, δηλαδή, στις επαρχίες της Καππαδοκίας, που θα θέσει σε άμεση κίνηση και ενέργεια τους τρεις μεγάλους ιεράρχες της Καππαδοκίας Η κινητοποίηση αυτή θα οδηγήσει αρχικά στην ίδρυση του Πτωχοκομείου και αργότερα στο ευρύτερο σύνολο φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, γνωστά ως τα σήμερα με το όνομα Βασιλειάδα. Ιδρύματα για τα οποία ο Βασίλειος διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του. Περαιτέρω και οι τρεις τους θα εκφωνήσουν λόγους περί φιλοπτωχείας για να ευασθητοποιήσουν τους πιστούς και να τους κινήσουν σε πράξεις φιλανθρωπίας. Ο Μέγας Βασίλειος στην ομιλία του πάνω στην περικόπη του άφρονος πλουσίου θα πει τα εξής χαρακτηριστικά: «…Οι πλούσιοι. μαζεύουν τα αγαθά που είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους και τα θεωρούν αποκλειστικά δική τους ιδιοκτησία. Αν αυτός που απογυμνώνει τον ντυμένο ονομάζεται λωποδύτης, αυτός που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάνει, δεν είναι το ίδιο; Το ψωμί, τα ρούχα, τα υποδήματα, τα χρήματα που φυλάς στην αποθήκη σου είναι του φτωχού… Λοιπόν, τόσους αδικείς, όσους θα μπορούσες να βοηθήσεις και το αρνήθηκες».
Ο Γρηγόριος μιλώντας για τους φτωχούς και ιδιαίτερα τους λεπρούς θέτει τους εξής στόχους: . Να τους βρούμε μια και βρίσκονται ξεχασμένοι στο περιθώριο της κοινωνίας. Να τους δώσουμε φωνή και αν χρειαστεί να γίνουμε εμείς η φωνή τους. Να εστιάσουμε σ’ αυτούς το κέντρο του ενδιαφέροντός μας, κι αυτό όχι ως έκφραση ευσπλαχνίας, αλλ’ ως το μόνο δρόμο που διαθέτουμε αν θέλουμε πραγματικά να συναντήσουμε το πρόσωπο του Χριστού. Κάνουν, δηλαδή, ένα ακόμα βήμα. Ανατρέποντας την κοσμική τάξη πραγμάτων, θέτουν στο κέντρο του ενδιαφέροντός των, όχι τα διακεκριμένα μέλη της πόλης, δηλαδή τους επίσημους, αλλά τους παρίες της. Και δε σταματούν εδώ, προχωρούν σε κάτι τολμηρότερο. Απευθυνόμενος στους ακροατές του ως ανυποψίαστους πλούσιους τους επικρίνει ότι ενώ απολαμβάνουν πλείστα όσα υλικά αγαθά, ξεχνούν, όλους εκείνους που στερούνται τα στοιχειώδη, και μεμψιμοιρούν, καθώς βλέπουν ζηλότυπα άλλους ανθρώπους να διαθέτουν περισσότερα από τους ίδιους. Συγχρόνως τους επισημαίνει ότι ο εντοπισμός των φτωχών μέσα στην κοινωνία είναι το πρώτο βήμα για να συνειδητοποιήσουμε, πως όλοι είμαστε υποκείμενοι στις αλλαγές της τύχης, της fortuna, που τόσο υπολόγιζαν και φοβούνταν οι αρχαίοι. Ο Γρηγόριος επισημαίνει προς τους ακροατές του την ενδεχομενικότητα της ζωής. Τους θυμίζει με άλλα λόγια, πως τίποτα από όσα φαίνονται δεδομένα ή δικαιολογημένα δεν είναι όντως τέτοια, αλλά όλοι μπορούμε να βρεθούμε υποκείμενοι σε ωδίνη και πάθος που δεν είχαμε φανταστεί. Ταυτόχρονα όμως ο Γρηγόριος υπογραμμίζει πως αυτή η εναλλαγή της τύχης πρέπει να οδηγήσει τους πιστούς στη συνειδητοποίηση πως όλα στη ζωή είναι δώρα της θεϊκής πρόνοιας, της θεϊκής οικονομίας και ως τέτοια έχουν αναγωγικό χαρακτήρα. Αποσκοπούν να προσελκύσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον μας στην υπερβατική πηγή των δωρεών, το Θεό, κάνοντας τη ζωή μας μια ατελεύτητη λειτουργία.
Το Κοινόβιο. Ένα νέο πρότυπο κοινωνίας
Οι Καππαδόκες Πατέρας γνωρίζουν ότι τα φτιάξιμο μιας τέλειας κοινότητας μέσα στον κόσμο, το «ει θέλεις τέλειος είναι», πλησιάζει το ανέφικτο. Γι’ αυτό προχωρούν σε ένα ακόμα ριζοσπαττικότερεο βήμα. Αποκηρύσσουν το γάμο, την οικογένεια και την περιουσία για τους εαυτούς τους, (όχι για όλο τον κόσμο γενικά)μ και επιλέγουν εκούσια την πτωχεία, την αγαμία, και την ασκητική γενναιοδωρία. Υιοθετώντας ένα εντελώς νέο τρόπο ζωής, το μοναχικό, κοινοβιακό βίο, δημιουργούν μια νεα μορφή οικονομίας. Οι κοινοβιακές μονές, όπως οργανώθηκαν από το Μεγάλο Βασίλειο και λειτουργούν ως τις μέρες μας ενσαρκώνουν, με τον πιο τρανταχτό τρόπο την εν τοις πράγμασι σύνδεση του οράματος της Βασιλείας του Θεού με την κοινωνική δικαιοσύνη. Σ’ αυτή τη νέα μορφή οικονομίας τα αγαθά δεν αντιμετωπίζονται ως ιδιοκτησία, ως ικανοποίηση της ακόρεστης επιθυμίας «του κατέχειν». Καλύπτουν τις ανάγκες, μόνο, όχι τις επιθυμίες των μοναχών, χωρίς να τους ανήκουν. Αντιθέτως είναι διαθέσιμα προς κοινή χρήση, ικανοποιώντας και των άλλων αδελφών τις ανάγκες. Το όραμα που αναδύεται είναι η δυνατότητα να βιωθεί ί η ζωή ως ατελεύτητος δημιουργία, με τη διπλή έννοια του όρου: λατρεία προς το θεό και συνδρομή προς τον πλησίον. Είναι η ανταπόκριση στη διπλή εντολή του Χριστού,: για αγάπη προς το Θεό, και αγάπη προς τον πλησίον. Σκόπιμα ο Μέγας Βασίλειος τα μοναστήρια αυτά δεν τα τοποθετεί στην έρημο, αλλά δίπλα στην πόλη, «συζεύξας με τον κόσμον και διατειχίσας από του κόσμου, ίνα μη το φιλόσοφον μένη ακοινώνητον και το πρακτικόν αφιλόσοφον».
Τουρκοκρατία και νεώτεροι χρόνοι
Όταν καταλύθηκε η Αυτοκρατορία η Εκκλησία επωμίστηκε το βάρος και την πρόκληση της ηγεσίας του γένους, έγινε εθναρχεύουσα. Αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά το πόσο πλούσιο δυναμικό διέθετε μετουσίωσε σε κήρυγμα και προφητεία την προσπάθεια για διάσωση της εθνικής συνείδησης, ώσπου να έλθει η ώρα για την απελευθέρωση του δούλου γένους. Έτσι ο ορθόδοξος προφητισμός γίνεται φλογερό κήρυγμα και πύρινο όραμα στοχεύοντας όχι μόνο στην καινούρια ζωή του Ευαγγελίου αλλά και στην παρηγορία των υποδούλων.
Βεβαίως δε διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο ρόλος της Εκκλησίας τόσο κατά τα χρόνια του λεγόμενου Βυζαντίου και της τουρκοκρατίας, όσο και μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους έχει γίνει αφορμή σφοδρών αμφισβητήσεων και επικρίσεων εκ μέρους της ένθεν και ένθεν πεφωτισμένης διανόησης. Συνηθισμένο το βουνό από τα χιόνια…
Λόγω της δουλειάς μου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, γνώρισα τον αείμνηστο Νίκο Σβορώνο.. Στις συζητήσεις μας θίγαμε συχνά θέματα που αφορούσαν την Εκκλησία κατά τους μέσους και τους νεώτερους χρόνους. Δεν ήταν πιστός, σεβόταν όμως και ενδιαφερόταν ως ιστορικός για το ρόλο της Εκκλησίας ως θεσμό. Σε μια από τις συζητήσεις εκείνες μου ανέφερε ότι το 1945 ο Νίκος Ζαχαριάδης είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο στο Ριζοσπάστη, με τον τίτλο «ΟΡΘΔΟΔΟΞΙΑ», ήταν αποτέλεσμα, μου είπε, συζητήσεων που είχε κάνει ο ίδιος με το Ζαχαριάδη εκείνα τα χρόνια. Βρήκα το κείμενο στο διαδίκτυο. Είναι φανερό ότι πίσω από την υπογραφή του Ζαχαριάδη βρίσκεται πρόσωπο που ξέρει ιστορία. Τολμώ, έστω και με κίνδυνο παρεξήγησης, να μεταφέρω εδώ ορισμένα αποσπάσματα γιατί, αν και στο σύνολό του είναι κείμενο ιδεολογικής προπαγάνδας, γραμμένο στην καρδιά του εμφυλίου, αποτελεί έξωθεν μαρτυρία, για το πόσο στενά ταυτισμένος με την Εκκλησία του ήταν ο λαός.
«Το ξάπλωμα και η επικράτηση της Ορθοδοξίας στις χώρες και τους λαούς της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης καθώς και στη Μικρασία και τη Μέση Ανατολή … έχει και θετικά βάθρα γιατί … ανταποκρίνεται σε μια νοοτροπία λαϊκή, σ’ ένα εσωτερικό ψυχικό δεσμό, … Συγκεντρώνει και εκφράζει εσωτερική λαϊκή ενότητα και εκδηλώνει ανώτερα ιδεώδη και χαρίσματα … Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησιά … έπαιξε ….ένα προοδευτικό ρόλο τόσο σαν παράγοντας που διευκόλυνε και επιτάχυνε την εθνική διαμόρφωση, συσπείρωση και ανάπτυξη παρέχοντάς της ενιαία ιδεολογικά πλαίσια, όσο [και] σαν στοιχείο που στα χρόνια του εξανδραποδισμού και της σκλαβιάς κάτω απ’ την οθωμανική τυραννία, συνέτεινε σημαντικά και ουσιαστικά στον εθνικοαπελευθερωτικό τότε αγώνα … Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα που δείχνουν ότι Ταγοί και απλοί στρατευμένοι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας πάλεψαν και με το ντουφέκι στο χέρι στο πλευρό του Λαού και ότι τα μοναστήρια είχαν μεταβληθεί σε μπαρουταποθήκες και λαϊκά φρούρια».
Η ΤΟΠΙΚΗ ΜΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Οι σημερινοί καιροί οδηγούν την Εκκλησιαστική μας Κοινότητα ενώπιον πρωτόγνωρων προκλήσεων. Ο λαός έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς. Το φάσμα της παρακμής πλανάται πάνω σ’ ολόκληρη την κοινωνία.. Η ανεργία μαστίζει τους νέους και τους αναγκάζει να μεταναστεύουν αθρόοι. στο εξωτερικό. Για πρώτη φορά τόσο πολλοί συνάνθρωποί μας βρίσκονται σε κατάσταση απόγνωσης. Στο μεταναστευτικό ζήτημα η χώρα έχει ξεπεράσει και τις τελευταίες της αντοχές. Οι πολιτικοί χαμένοι στις ιδεοληψίες τους και την επιθυμία των θώκων της εξουσίας, δεν τολμούν να κοιτάξουν κατάματα την αλήθεια. Η βία των άκρων κυριαρχεί. Το δημογραφικό πρόβλημα δημιουργεί από μόνο του κατάθλιψη και κρίση συνειδήσεως. Οι προοδευτικοί παιδαγωγοί και δάσκαλοι σφυρίζουν αδιάφορα και μιλούν για πολυπολιτισμικότητα, δηλαδή ανίερη και πολιτισμικά άχρωμη πατρίδα. Ένα μεγάλο μέρος του λαού νιώθει ξένο προς την Εκκλησία του. Το ζήτημα της λεγόμενης Εκκλησιαστικής περιουσίας έχει πάρει μυθικές διαστάσεις στη φαντασία πιστών και μη και τροφοδοτεί ανεξάντλητα τη σκανδαλολογία των ΜΜΕ. Η άποψη ότι η Εκκλησία έχει μεγάλη πολιτική και οικονομική δύναμη, ώστε ακόμα και η πρώτη φορά Αριστερά να μην μπορεί να τα βάλει μαζί της είναι διάχυτη, και φέρνουν ως παράδειγμα την περίπτωση Φίλη. Λένε ακόμα πως η Εκκλησία, δηλαδή οι παπάδες (για τους πολλούς αυτό, και μόνο αυτό, είναι Εκκλησία!!! –αλήθεια, μήπως είναι καιρός να δούμε γιατί ο κόσμος έχει σχηματίσει αυτή την αντίληψη;), κάνουν ελεημοσύνες από τα λεφτά που παίρνουν από τον κόσμο, ενώ οι ίδιοι δε βάζουν ποτέ τη χέρα στην τσέπη.
Τι λέμε σ’ όλ’ αυτά; Δεν πετάμε τίποτα. Ακούμε, αφουκραζόμαστε στοχαστικά, κάνομε την αυτοκριτική μας και απαντούμε με πράξη, όχι με ευχές και κηρύγματα. Διακονούσα ιερωσύνη και αγιαζόμενοι πιστοί γινόμαστε μέρος, ουσιαστικά, όχι τυπικά, της Ευχαριστιακής μας Κοινότητας και την κεφαλή της το Χριστό και μέσα εκεί ταπεινά και θυσιαστικά ψάχνομε την απάντηση. . Έχουμε με το μέρος μας πολλά τα θετικά. Ένα νέο Επίσκοπο με προφητική διάθεση και ζήλο, πλειάδα καλών ιερέων, ένα λείμα, μια μερίδα εκλεκτών ανθρώπων που έστω και λίγοι έχουν κέντρο τους την Ευχαριστιακή Κοινότητα. Οι Καππαδόκες Πατέρες μας θυμίζουν ότι η δύναμη της Εκκλησίας δεν είναι οι εξέχοντες και διακεκριμένοι. Είναι οι παρίες που πρέπει να ψάξουμε δίπλα μας, ο φτωχός λαός του Θεού, είναι οι γριούλες, είναι οι μανάδες που εις πείσμα των καιρών σηκώνονται αξημέρωτα να ετοιμάσουν και να φέρουν τα παιδιά τους στην Εκκλησία για να τα κοινωνήσουν, να συγκροτήσουν δηλαδή το σώμα της Εκκλησίας. Είναι ο πατέρας με τα πέντε παιδιά που αγωνιά και σπάζει τα μούτρα του καθημερινά μπροστά σε ανυπέρβλητα προβλήματα και αδιέξοδα. Τα προβλήματα αυτά δεν αφορούν άλλους, είναι προβλήματα δικά μας, του δικού μας σπιτιού, δηλαδή του Εκκλησιαστικού μας Σώματος . Σε μια τέτοια δυστυχία εμείς δε γίνεται να είμαστε πλούσιοι.
Ο λόγος της παράδοσης δε μασά τα λόγια του.
«Mακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία του Θεού» (Λουκάς στ,20).
Είστε μακάριοι, λέει το Ευαγγέλιο, σείς οι πτωχοί και φουκαράδες, γιατί είναι δική σας η Βασιλεία του Θεού.
Εκεί και μόνο εκεί, στην Εκκλησία των του Χριστού πενήτων είναι η θέση. όλων μας.
Σας ευχαριστώ.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Μιχάλη Τζεκάκη στην αφιερωμένη στη μνήμη του Νικολάου Ψαρουδάκη, ιδρυτή της εφημερίδας Χριστιανική Δημοκρατία και αργότερα Χριστιανική, ημερίδα, που έγινε στο Ρέθυμνο (Σπίτι του πολιτισμού) την Κυριακή 7 Μαϊου υπό την αιγίδα της Μητροπολέως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, του Δήμου Ρεθύμνης και της «Χριστιανικής».
Σημείωση: Οφείλονται χάριτες στις εκκλησιολογικές μελέτες του Μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα, του π.(+) Γεωργίου Φλωρόσφσκυ , του καθητηγή (+) Σάββα Αγουρίδη και του π. Ευαγγέλου Γκανά.

Μιχάλης Τζεκάκης:
Θεολόγος – Ερευνητής -Πρώην Διευθυντής Βιβλιοθήκης Πανεπιστημίου Κρήτης

Αφήστε μια απάντηση