Του κ. Θεοδώρου Φουρφουλάκη
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Θεόδωρος Φουρφουλάκης τ. Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής, του Άνω – Μέρους. Μαθητής (τότε) του Γυμνασίου ( ηλικίας 16 χρόνων), έζησε σ’ όλες του τις φάσεις το δράμα του χωριού του, στις 22 Αυγούστου 1944. Κλεισμένος μέσα στο Σχολείο μαζί με τους άνδρες, γνωρίζει « εξ ιδίας αντιλήψεως» τα διάφορα περιστατικά που διαδραματίστηκαν εκεί, τον τρόπο επιλογής των μελλοθάνατων και γενικότερα τις τραγικές εξελίξεις την καταραμένη εκείνη μέρα.
Σε έκδοτη βέβαια μελέτη του, για την ιστορία του Άνω Μέρους, ο Θ.Φ. περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, σε ιδιαίτερο εκτεταμένο κεφάλαιο, την καταστροφή από τους ναζήδες, του εύανδρου ριζίτικου Κεφαλοχώρι. Ειδικότερα αναφέρεται με απόλυτη τεκμηρίωση και τρόπο συναρπαστικό, στα προηγηθέντα της καταστροφής, στην Αντιστασιακή δράση των Ανωμεριανών κατά τη διάρκεια της Κατοχής ( από τις λαμπρότερες σελίδες της Αμαριώτικης Αντίστασης), αλλεπάλληλες κυκλώσεις από τα εχθρικά στρατεύματα του Άνω Μέρους, στις συλλήψεις και φυλακίσεις των κατοίκων, στις εξαθλιωτικές πράξεις του εχθρού, που την πανηγυρικότερη έκφρασή τους αποτελούσαν οι επιτάξεις ζώων παντός είδους προϊόντων και η καταναγκαστική εργασία. Ακολούθως, προσδιορίζει με ιστορική συνέπεια τα αίτια και τις αφορμές της Ολοκαύτωσης του Κέντρους.
Από την ανέκδοτη εργασία του, που ελπίζουμε σύντομα να παρουσιαστεί, ο Θ.Φ. μας έδωσε κατόπιν προσωπικής μας παράκλησης, που έγινε αποδεκτή και από λόγους άρρηκτης φιλίας, τα συνοπτικά στοιχεία που θα ακολουθήσουν – σύντομο χρονικό της καταστροφής του Άνω – Μέρους – και μας παραχώρησε επίσης από την πλούσια ( ιστορικολαογραφική) συλλογή του, το Τραγούδι ιστορικό, του συγχωριανού του Μιχαήλ Εμμ. Κατσαντώνη με τίτλο «Το πένθος του Κέντρους», που δημοσιεύεται σε άλλη στήλη της εφημερίδας.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ
Η καταστροφή του Άνω Μέρους και η εκτέλεση των τριάντα οκτώ (38) κατοίκων του, στις 22 Αυγούστου 1944, αποτελούν το αποκορύφωμα των συμφορών και των μαρτυρίων του ηρωικού χωριού στη διάρκεια της εχθρικής Κατοχής.
1
Το χρονικό της καταστροφής, με πολλή συντομία, έχει ως ακολούθως:
Οι Γερμανοί (περίπου 150 στρατιώτες, με ελαφρό οπλισμό) κύκλωσαν το Άνω – Μέρος τα χαράματα της 22 Αυγούστου 1944 ημέρα Τρίτη. Τη νύχτα της παραμονής ήλθαν, προερχόμενοι από το Ρέθυμνο, στον Αφρατέ με τα αυτοκίνητά τους και από εκεί πεζοπορούντες για δυο ώρες έφθασαν στο χωριό. Κινήθηκαν σε φάλαγγα στη διαδρομή Αφρατές – Πετροχώρι – Αύλακας – Ρουπακιάς. Από το σημείο αυτό χωρίστηκαν σε δυο τμήματα. Το ένα κινήθηκε ΝΑ, έφθασε και κύκλωσε το χωριό από το «Κατωχώρι» και το άλλο ΒΔ και κύκλωσε το «Πανωχώρι». Η κύκλωση ολοκληρώθηκε γύρω στις 4.30 το πρωί. Οι χωριανοί αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς από τα επίμονα, συνεχή και άγρια γαυγίσματα των σκύλων και από ένα πυροβολισμό που ρίχτηκε στο «Πανωχώρι» κατά τις 4 το πρωί. Τον έριξε ένας Γερμανός εναντίον του Μανώλη Ν. Καπαρού, που νέος τότε, μόλις αντιλήφθηκε τους Γερμανούς επιχείρησε να διαφύγει. Ο πυροβολισμός αυτός ( που ακούστηκε Πανωχώρι – Κατωχώρι) έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς να ξεφύγουν από τον κλοιό και να σωθούν (Μπαγούρηδες κ.α.). Όσοι δεν πρόλαβαν έτρεξαν να κρυφτούν, όπου μπορούσαν, πριν ξημερώσει.
Μόλις έφεξε η μέρα, οι Γερμανοί σκορπίστηκαν στα σπίτια και στους δρόμους, έβριζαν, φώναζαν, κτυπούσαν, πυροβολούσαν σκοτώνοντας τα σκυλιά και καλούσαν τους χωριανούς να συγκεντρωθούν στο Σχολείο. Παράλληλα έψαχναν στους στάβλους και στους αχυρώνες κι όσους έβρισκαν να κρύβονται τους έφερναν σε κακή κατάσταση, επίσης, στο Σχολείο. Στη δυτική αίθουσα μπαίνανε οι άνδρες και τα παιδιά από 16 χρονών και πάνω και στην ανατολική τα γυναικόπαιδα.
2
Γύρω στις 8 – 8.30 άρχισε στην αίθουσα των ανδρών ο έλεγχος των ταυτοτήτων. Ένας – ένας σηκώνουνταν οι χωριανοί, δίνανε την ταυτότητα τους στο Γερμανό διερμηνέα «Έρμαν» ο οποίος αφού σύγκρινε τα στοιχεία του ελεγχόμενου με τα στοιχεία καταστάσεων που είχε μπροστά του ο επικεφαλής – διοικητής, τους υποδείκνυε μετά από συνεννοήσεις – συζητήσεις (με το διοικητή) σε ποιο σημείο της αίθουσας να σταματήσουν. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου (που αποσκοπούσε στην επιλογή των μελλοθανάτων) υπέπεσαν στην αντίληψη μου τα εξής:
α. Κατά τον έλεγχο της ταυτότητας του Στυλιανού Εμμ. Κουγιτάκη, του ζήτησαν οι Γερμανοί να τους παρουσιάσει (ήταν βέβαια παρόντες) και τους δυο άλλους αδελφούς του Ηλία και Γιάννη. Εκτελέστηκαν και οι τρεις. Λέγεται ότι αργότερα οι Γερμανοί ζήτησαν και από το Θοδωρή Λινοξυλάκη να τους επιδείξει τους αδελφούς του (οι οποίοι πάντως δεν είχαν συλληφθεί), αλλά αυτός αρνήθηκε ότι είχε αδέλφια. Ο Θοδωρής Λινοξυλάκης εκτελέστηκε.
β. Κατά τον έλεγχο της ταυτότητας του Γιώργη Εμμ. Κατσαντώνη, φοιτητή της Νομικής ακολούθησε σύντομη συζήτηση μεταξύ αυτού και των Γερμανών και κατόπιν τον έβαλαν στη θέση των μελλοθανάτων. Είναι αυτονόητο ότι και αυτός εκτελέστηκε.
γ. Σε κακή κατάσταση (από την κακοποίηση) έφεραν στο σχολείο τους εξαδέλφους Εμμανουήλ Θ. Μαθιουδάκη και Γεώργιο Εμμ. Σταυρουλάκη, που τους βρήκανε να κρύβονται σε αχυρώνα. Και οι δυο εκτελέστηκαν. Ο Εμμανουήλ παπά Θεόδωρου Φουρφουλάκης δάσκαλος, που ήταν που ήταν κρυμμένος επάνω στη μουρνιά, που βρίσκεται και σήμερα στην αυλή του, μαζί με τον Πανάγο Ν. Καπαρό, τους είδαν τους είδαν όταν τους βγάλανε οι Γερμανοί από τον αχυρώνα του «Πυρηνοθοδωρή». Τους κτυπούσαν αλύπητα στο κεφάλι με τα υποκόπανα των όπλων τους.
δ. « Ο Γέρο Ζαχάρης Φραγκουδάκης ψιθυρίζοντας ( στην αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου) παρακινούσε τους χωριανούς « να τονέ μουντάρομενε μωρέ», «θα μασέ σκοτώσουν». Την ίδια παρακίνηση έκανε στους χωριανούς και ο Εμμανουήλ Χατζηδάκης (Χατζημανώλης) αργότερα όταν φεύγαμε αδειάζοντας το χωριό.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Φουρφουλάκη μια τέτοια ενέργεια ήταν αδιανόητη κείνη τη στιγμή. Ούτε όπλο ούτε «βέργα» υπήρχε στα χέρια τους. Υπήρχε το θάρρος αλλά δεν υπήρχε ο τρόπος να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.
ε. Τους ξένους που βρισκόταν στο χωριό κατά τον έλεγχο τους χώρισα και τους τοποθέτησαν στο ΝΔ. τμήμα της αίθουσας. Δε σκότωσαν από αυτούς κανέναν, ενώ στα άλλα χωριά σκότωσαν τους περισσότερους. Με τους ξένους ανακατεύτηκε και ο νεαρός τότε Μιχάλης Διαμαντάκης, που είχε χάσει την ταυτότητά του και σώθηκε.
στ. Σε κάποια στιγμή ρίχτηκε στην αυλή του Σχολείου ένας πυροβολισμός. Υποθέσαμε πως κάποια σκότωσαν και σηκωθήκαμε όλοι από τα θρανία για να δούμε τι συμβαίνει. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, άρχισαν τις φωνές και μας πρότειναν τα όπλα. Μάλιστα ένας στρατιώτης πήδησε και βγήκε πάνω στο τραπέζι του Διοικητή και μας πρότεινε το ταχυβόλο ουρλιάζοντας. Καθίσαμε αμέσως κάτω.
ζ. Μετά το περιστατικό που ανέφερα προηγουμένως για τον πυροβολισμό στη αυλή του σχολείου οι Γερμανοί μας αραίωσαν. Πήραν από μια παρτίδα από 22 άτομα και μας έκλεισαν στο Γραφείο του Σχολείου. Από εκεί ήλθαν σε λίγο και πήραν 10 άτομα (αριθμητικά 1, 2, 3…) και τους κλείσανε ξανά στην αίθουσα, προφανώς για να συμπληρωθεί ο αριθμός 30, που πρόβλεπε η διαταγή να εκτελέσουν. Τους υπόλοιπους 12 μας πήγαν συνοδεία στα σπίτια μας, πήραμε ρούχα και τρόφιμα για δυο μέρες και μας οδήγησαν έξω από το χωριό, με προορισμό τις φυλακές στο Ρέθυμνο.
Στη συνέχεια των περιστατικών που προαναφέραμε έγινε η φοβερή ανακοίνωση προς τα γυναικόπαιδα: « Το χωριό σας έδειξε ασέβεια προς τις Γερμανικές διαταγές και θα τιμωρηθεί. Περιέθαλψε τους Άγγλους σαμποτέρ και τους Έλληνες συμμορίτες και δε συνεργάστηκε μαζί μας για την ανεύρεση του στρατηγού Κράιπε. Τώρα θα πληρώσει. Θ πάτε στα σπίτια σας, θα πάρετε ότι μπορείτε και σε μια ώρα θα είστε όλοι εδώ, για να φύγετε από το χωριό. Στους δικούς σας που κρύβονται θα πήτε να παρουσιαστούν, γιατί όποιος παραμείνει ύστερα από μια ώρα θα τουφεκίζεται».
Καταλαβαίνει καθένας τι επακολούθησε ύστερα από τη φοβερή αυτή ανακοίνωση και εντολή. Όλοι τρέξανε στα σπίτια τους, ειδοποίησαν τους δικούς τους να παρουσιαστουν, πήραν ό,τι πρόχειρο έβρισκαν και κυρίως ψωμί, ελιές, λίγα ρούχα και γύρισαν στο Σχολείο.
3
Κατά τις 11 περίπου το πρωί ξεκίνησε μια τεράστια φάλαγγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πολλοί ανήμποροι, γέροι, γριές και άρρωστοι – συνοδεία Γερμανών και χωροφυλάκων – με κατεύθυνση προς τις Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι, Γερακάρι, Ελένες και τελικό προορισμό το Μέρωνα. Το καραβάνι αυτό της συμφοράς και της οδύνης, που στην πορεία συνεχώς αύξανε από τους ξερριζωνόμενους και των άλλων χωριών, έφτασε κουρασμένο, λυπημένο, πεινασμένο και εξαντλημένο στο Μέρωνα το βράδυ και στρατοπέδευσε σ’ ένα χωράφι στο κέντρο του χωριού για να διανυκτερεύσει. Σ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας οι πρόσφυγες ήσαν κυκλωμένοι από Γερμανούς και Χωροφύλακες. Θα κόντευε μεσάνυχτα όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν να διώξουν με αυτοκίνητα τους άνδρες και τις κοπέλες, που προορίζονταν για τα «σύρματα» στο Ρέθεμνο ( Φρούριο Φορτέτζας). Με έκπληξη όμως διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι είχαν εξαφανιστεί! Είχαν διαφύγει όχι μόνο από το Μέρωνα, αλλά και κατά τη διαδρομή από τα χωριά τους προς το Μέρωνα. Άρχισαν τότε με φακούς να μας ψάχνουν μέσα στον καταυλισμό. Τούτο όμως ήταν πολύ δύσκολο και λόγω του σκότους αλλά και της στενότητας του χώρου. Είμασταν ο ένας πάνω στον άλλο και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν.
Ελάχιστους έδιωξαν εκείνο το βράδυ και το εγχείρημα επανέλαβαν την επόμενη. Πράγματι πρωί – πρωί μάζεψαν άνδρες και κοπέλες απ’ όλα τα χωριά, τους μετέφεραν στο Ρέθυμνο και τους έκλεισαν στα «σύρματα». Μετά από 18 μέρες απόλυσαν όλους τους Ανωμεριανούς και των άλλων χωριών, εκτός από 5 Γερακαριανούς που απομόνωσαν στις φυλακές και από τους οποίους τον ένα εκτέλεσαν (τον Ταταρογιάννη), και τους άλλους τέσσερις ελευθέρωσαν μετά δύο περίπου μήνες
Όσους δε μετάφεραν στα «σύρματα» στο Ρέθυμνο το ίδιο πρωί τους συνόδευσαν από το Μέρωνα μέχρι τους Αποστόλους και εκεί τους είπαν: «… Από τη στιγμή αυτή είστε ελεύθεροι. Μπορείτε να πάτε όπου θέλετε. Πίσω στα χωριά σας δε μπορείτε να γυρίσετε…».
Μετά από την εντολή αυτή σκόρπισαν οι άνθρωποι σ’ όλα τα χωριά της επαρχίας. Από εκείνη τη στιγμή γλίτωναν από το μαρτύριο της επιτήρησης, της κράτησης και της σκλαβιάς και παραδίδονταν στο μαρτύριο της προσφυγιάς. Το μαρτύριο αυτό, που για άλλους κράτησε ένα χρόνο και για άλλους περισσότερο, έχει να παρουσιάσει μια σειρά από συγκλονιστικές σκηνές, απερίγραπτες συγκινήσεις και πράξεις αλτρουισμού και συναντίληψης. Αποτελεί η περίοδος αυτή τίτλο τιμής για τους κατοίκους ολόκληρης της επαρχίας Αμαρίου, που έδωσαν με απλοχεριά στέγη και προστασία στους πρόσφυγες. Μα συγχρόνως αποτελεί τίτλο τιμής για τους υπερήφανους κατοίκους των «καμένων χωριών». Με καρτερία και αξιοπρέπεια αντιμετώπισαν τη μεγάλη δοκιμασία. Στάθηκαν όρθιοι, δούλεψαν σκληρά, δε ζητιάνεψαν, δεν έχασαν το θάρρος τους. Οπωσδήποτε όμως ποτέ δε θα ξεχάσουν την αδελφική συμπαράσταση των συνεπαρχιωτών τους Αμαριωτών.
4
ξαναγυρίζομε τώρα στο Άνω Μέρος για να παρακολουθήσουμε το δράμα του χωριού και των δυστυχισμένων 30 (τριάντα) ανδρών, που αφήσαμε φεύγοντας κλεισμένους στο σχολείο, καθώς και των 8 ( οκτώ) γερόντων, γριών, και αρρώστων, που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να ακολουθήσουν τη φάλαγγα.
Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι από τους κρατούμενους και τους γέροντες δεν επέζησε κανείς. Στερούμαστε λοιπόν άμεσων μαρτυριών. Περιγράφουμε τα γεγονότα με υποθέσεις και κυρίως με βάση τα όσα έγιναν στα άλλα χωριά και τα όσα μας είπαν οι Ανωμεριανοί, που παρακολούθησαν τα συμβαινοντα από τα γύρω υψώματα.
Μόλις βίαια εγκαταλείψαν το χωριό τους οι Ανωμεριανοί, άρχισαν οι εκτελέσεις των μελλοθανάτων. Οι πρώτοι πυροβολισμοί, σε ριπές αυτομάτων όπλων, ακούστηκαν όταν οι πρόσφυγες φτάνανε στις Δρυγιές, δηλ. ύστερα από μισή ώρα. Τους άκουγαν όλοι που βρισκόταν έξω από τον κλοιό, στην «Κορυφή», στις «Φασόκοιτες», στη «Σάμιτο». Τους κρατούμενους τους οδηγούσαν δύο- δύο δεμένους στον τόπο των εκτελέσεων, γι’ αυτό και κανείς δε μπόρεσε να φύγει. Στις 2 μ.μ σίγησαν τα τουφέκια και υπολογίζουμε αυτι την ώρα να είχαν τελειώσει οι εκτελέσεις. Τους γέροντες τους σκότωσαν σποραδικά, σε διάφορα σημεία του χωριού.
Ως τόποι των ομαδικών εκτελέσεων χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα γειτονικά σπίτια. Των : Γεωργίου Τριχάκη, Λαζάρου Τριχάκη, Νίκου Καπαρού και Χαρίτου Σταυρουλάκη. Μετά τις εκτελέσεις έβαλαν φωτιά, έκαψαν τα σπίτια και τους σκοτωμένους και στ συνέχεια τα γκρέμισαν με δυναμίτες και πετρώθηκαν τα πάντα. Η ταφή των νεκρών από τα συντρίμμια των σπιτιών ήταν πλήρης και χρειάστηκε κόπος για την ανακάλυψή τους.
Από την επόμενη μέρα άρχισε το έργο της λεηλασίας του χωριού, καθώς και το κάψιμο και το γκρέμισμα των σπιτιών. Για τη μεταφορά των κλοπιμαίων επιστρατεύτηκαν πολλοί με τα ζώα τους από τα γύρω χωριά. Τα ρούχα, τα τρόφιμα και τα άλλα είδη μεταφέρθηκαν στον Αφρατέ κι απ’ εκεί με αυτοκίνητα στο Ρέθυμνο. Το έργο της καταστροφής και της λεηλασίας κράτησε 6 ( έξι) μέρες κι όταν τα χαράματα της 27 Αυγούστου ( Κυριακή)έφυγαν οι Γερμανοί, άφησαν πίσω τους μόνο ερείπια και σκοτωμένους.
Μαυρίλα σκέπαζε όλο το χωριό. Οι οσμές από το κάψιμο και από τα σκοτωμένα και σφαγμένα ζώα, που ήσαν κατάσπαρτα σ’ όλες τις γειτονιές, σ’ εμπόδιζαν να πλησιάσεις. Όλα τα σπίτια καμένα και γκρεμισμένα. Το Σχολείο, ο καθεδρικός ναός του Άνω Μέρους ( Παναγία) και η εκκλησία του νεκροταφείου. Η εκκλησία της Παναγίας χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς, ως σφαγείο ζώων και αποχωρητήριο!!!
Από την επόμενη άνοιξη ( 1945) άρχισαν δειλά – δειλά οι Ανωμεριανοί να επιστρέφουν στο χωριό τους και να προσπαθούν να οικοδομήσουν μια γωνία, για να ξαναφτιάξουν το χωριό τους. Χρειάστηκαν κόποι, ιδρώτας και κρύα πολλών χρόνων για να στεριώσει πάλι το Άνω Μέρος, να δημιουργηθεί ό,τι υπάρχει. Η εργατικότητα, η μεθοδικότητα και η καρτερία δημιούργησε το Άνω Μέρος που βλέπουμε σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια. Όλα ξανάγιναν καλύτερα και μόνο οι ηρωικοί νεκροί απουσιάζουν.
Τα οστά τους όμως, συγκεντρωμένα με προσοχή, φυλάσσονται με ευλάβεια στο πολυτελέστατο κενοτάφιο του λαμπρού Ηρώου που αναγέρθηκε προς τιμή τους.
Το Ηρώο του Άνω Μέρους, μοναδικό στο είδος του, είναι ανάλογο της θυσίας των εθνομαρτύρων και του πολιτισμού των Ανωμεριανών, που μόχθησαν και δαπάνησαν για την κατασκευή του. Στημένο σε θέση περίοπτη και φωτιζόμενο με προβολείς, φαίνεται τη νύχτα από το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας, και αποτελεί στολίδι και κόσμημα της περιοχής, αλλά και σύμβολο των αξιών της ανδρείας, της θυσίας, της ανθρωπιάς και της ελευθερίας. Αξίες που με παραδειγματική αφοσίωση υπηρετούν πάντοτε οι Ανωμεριανοί.
Γύρω από το καλλιμάρμαρο Ηρώο, κάθε χρόνο, στις 22 Αυγούστου συγκεντρώνονται, απ’ όπου κι αν κατοικούν, οι Ανωμεριανοί, για να τιμήσουν και να κλάψουν τους ένδοξους νεκρούς τους, να προσευχηθούν για την ανάπαυση της ψυχής τους και να τους διαβεβαιώσουν πως η Μνήμη τους είναι και θα παραμείνει αιώνια.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΦΟΥΡΦΟΥΛΑΚΗΣ
Ο φρικτός απολογισμός
165 ΝΕΚΡΟΙ – ΓΙΑΤΙ;
Του Θόδωρου Πελαντάκη, φιλόλογου
Σε 165 (εκατόν εξήντα πέντε) ανέρχονται οι νεκροί του Ολοκαυτώματος των 8 (οκτώ) χωριών του Κέντρους, που με ενιαίο σατανικό σχέδιο άρχισε τα ξημερώματα της 22 Αυγούστου 1944 και ολοκληρώθηκε σε 8 (οκτώ) μέρες.
Και γεννάται το ερώτημα:
Αφού σε λίγες μέρες οι γερμανοί συμπτύχθηκαν στα Χανιά και κλείστηκαν στα «σύρματα» τους, γιατί να κάψουν τα χωριά και να εκτελέσουν τόσους αθώους:
Δεν είναι εύκολο να «μπει» κανείς στις εγκληματικές προθέσεις τους. Ίσως κιόλας παραπλανηθεί όποιος βασιστεί μόνο σε Γερμανικά έγγραφα και μαρτυρίες για τα αίτια του Ολοκαυτώματος.
Η προσεκτική παρακολούθηση των γεγονότων είναι σίγουρος βοηθός για σωστά συμπεράσματα:
Στις 13 Αυγούστου τα Γερμανικά στρατεύματα περικύκλωσαν τ’ Ανώγεια και σύμφωνα με τη διαταγή του Γερμανού στρατηγού Μύλλερ σκότωσαν κάθε άντρα που βρήκαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το χωριό. Ακολούθησε και το κάψιμο των Ανωγείων. Έπειτα με αποσπάσματα χτένισαν τον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη, με στόχο να διαλύσουν τις αντάρτικες ομάδες που είχαν τα λημέρια τους στο θρυλικό βουνό.
Οι άντρες των αντάρτικων ομάδων διασώθηκαν σε μικρές ομάδες, αφού ήταν αδύνατο να κάμουν αγώνα «κατά μέτωπο» με τον πάνοπλο και πολλαπλάσιο εχθρό.
Αυτά τα γεγονότα είναι «απάντηση» των Γερμανών στην απαγωγή του Κράϊπε, στο σαμποτάζ της Δαμάστας και την απαγωγή του Σήφη ( φρούραρχου του Γενί Γκαβέ) από Ανωγειανούς αντάρτες.
Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Ψηλορείτη είχε σειρά το Κέντρος. Ήξεραν καλά οι Γερμανοί πως σ΄ αυτό είχαν καταφύγει μικρές ομάδες ανταρτών του Ψηλορείτη, αλλά και πως οι ντόπιες ( Αμαριώτικες και Αγιοβασιλιώτικες) ανταρτικές ομάδες σ΄αυτό το βουνό έβρισκαν καταφύγιο, προστασία και τρόφιμα από τα φιλόξενα χωριά του. Άλλωστε δεν έλλειπαν κι απ’ αυτές τις περιοχές τα μεμονωμένα στην περίοδο εκείνη επεισόδια συγκρούσεων με τους Γερμανούς, που δεν ξεχνούσαν πως τον Κράϊπε τον πέρασαν από τη βόρεια πλευρά του Κέντρους. Ήξεραν ακόμη πως, σε πιθανή σύμπτυξη τους, το πλευροκόπημα θα προερχόταν από αντάρτες που είχαν τα λημέρια τους στα δύο βουνά ( Κέντρος και Ψηλορείτη)
Γι’ αυτό, μετά το κάψιμο των Ανωγείων και τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Ψηλορείτη, με σατανική μεθοδικότητα όρμησαν τα ξημερώματα της 22 Αυγούστου στα 8 χωριά που είναι κτισμένα γύρω – γύρω στο Κέντρος. Αφού συνέλαβαν προκαθορισμένο για κάθε χρόνο αριθμό ανδρών, που εκτέλεσαν χωρίς δίκη, τα παρέδωσαν στη φωτιά, αφού έδιωξαν τα γυναικόπαιδα όσο γίνεται πιο μακριά.
Με τα φοβερά αυτά αντίποινα έλπισαν οι κατακτητές, πως θα κάμψουν κάθε αντίσταση. Και ήταν λογικό κάτι τέτοιο, αφού οι καταστροφές που προξένησαν ήσαν ισοπεδωτικές.
Όμως δεν υπολόγισαν σωστά. Πριν ακόμη πάψουν να καπνίζουν τα ερείπια, η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση πήρε εκδίκηση για τον άδικο χαμό των 165 κατοίκων των χωριών του Κέντρους ( Κρύα Βρύση, Άνω Μέρος, Δρυγιές, Βρύσες, Γουργούθοι, Σμίλες, Καρδάκι, Γερακάρι).
Στις 11 του Σεπτέμβρη, αφού περικύκλωσαν τη Σχολή Ασωμάτων, αιχμαλώτισαν τη φρουρά τους, πήραν πολύτιμο οπλισμό και έγιναν κάτοχοι των εφοδίων ( λάδι, σιτηρά, ζώα κ.α ), όπου οι Γερμανοί είχαν πάρει από τα καημένα χωριά.
Την ίδια μέρα έστησαν καρτέρι για να υποδεχτούν τους Γερμανούς που πήγαιναν από το Ρέθυμνο προς τη Σχολή Ασωμάτων. Οι αντάρτες, με εμπειροπόλεμους αρχηγούς, διάλεξαν την τοποθεσία «Λινές», έξω από τους Αποστόλους. Μόλις έφτασαν τα αυτοκίνητα στο κατάλληλο σημείο δόθηκε το σύνθημα και ακολούθησε μάχη πολύωρη. Μόνο ένας Γερμανός κατάφερε να ξεφύγει, απ’ όσους επέβαιναν στα δύο αυτοκίνητα, που υπολογίζονται περί τους 50 (πενήντα).
Το αποτέλεσμα αυτής της Μάχης έδωσε φτερά στους αντάρτες, γιατί είχαν χειροπιαστή απόδειξη πως μπορούν ακόμη και να αναμετρηθούν με τους κατακτητές και να τους συντρίψουν. Συγχρόνως ήταν και μια εκδίκηση για τον άδικο χαμό 165 κατοίκων των 8 χωριών του Κέντρους.
Οπωσδήποτε, όμως, το κάψιμο των χωριών και ιδιαίτερα η εκτέλεση τόσο σπουδαίων κατοίκων τους, ήταν δοκιμασία απερίγραπτη, από την οποία τα χωριά δεν έχουν ακόμη συνέλθει, αν και πέρασαν 40 χρόνια από τότε. Ήταν δοκιμασία, που δείχνει το μέγεθος της φρίκης του πολέμου και την υποχρέωση όλων ν ‘ αγωνιστούν για την επικράτηση της ειρήνης.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ
«Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ…..»
Του κ. Ανδρέα Νενεδάκη
Οι λεπτομέρειες είναι γνωστές: Ο αριθμός των χωριών που έκαψαν οι Γερμανοί, των σπιτιών που κατάστρεψαν, των ανθρώπων που τουφέκισαν ή έκαψαν ζωντανούς. Οι ανυπολόγιστες οικονομικές και δημογραφικές επιπτώσεις. Η ερημιά, ο τρόμος…
Άλλα και η συμπεριφορά των συμμάχων έχει ξεκαθαριστεί. Οι Άγγλοι όσους είχαν φίλους, όσους πλησίασαν, όσους πλήρωσαν ή όσους εργάστηκαν γι’ αυτούς με ανιδιοτέλεια τους χρησιμοποίησαν για τους «ΑΠΩΤΕΡΟΥΣ» ΣΚΟΠΟΎς τους, κι όχι για το τοπικό, το κρητικό ή το ελληνικό συμφέρον. Και οι απώτεροι αυτοί σκοποί ήταν η διατήρηση του συστήματος, που μόνο με την επαναφορά του βασιλιά και την εξουδετέρωση των προοδευτικών δυνάμεων θα επιτύγχαναν. Καθαρά και ξάστερα.
Είναι λοιπόν δυνατό όλα αυτά να έχουν ξεχαστεί; Και είναι δυνατό σαράντα χρόνια μετά την καταστροφή να υπάρχουν άνθρωποι, Έλληνες, Κρητικοί – Ρεθεμνιώτες κυρίως- που να μην ξέρουν ποιοι ήταν οι λόγοι και η αφορμή που οι Άγγλοι έσπειραν τη διχόνοια στην Κρήτη ή ότι με την ταχτική και τη δράση τους, τις επιχειρήσεις τους, κάηκαν και καταστράφηκαν τα χωριά της Κρήτης και ιδιαίτερα τα χωριά του Κέδρους; Είναι δυνατό το 1984 να εξακολουθούν άνθρωποι να πιστεύουν πως οι Γερμανοί το τέλος του ’44, όταν πλέον είχε κριθεί η τύχη του πολέμου, όταν ετοιμαζόταν να εγκαταλείψουν την Κρήτη και όλη την Ελλάδα, να διαλέξουν ορισμένα χωριά στην Επαρχία Αμαρίου, για να εκδικηθούν τους Αλεξιπτωτιστές που έχασαν στη «Μάχη της Κρήτης» ή γενικά την Αντίσταση του Κρητικού λαού για όλο το διάστημα της Κατοχής; Αυτά όλα, δυστυχώς έχουν φροντίσει οι σύμμαχοι Άγγλοι να τα διασώσουν και τα επαναλαμβάνομε και τα συζητούμε και γράφουμε γι’ αυτό και τελικά τα πιστέψαμε και μεις, ενώ ξέρωμε την αλήθεια.
Τα χωριά του Κέντρους κάηκαν γιατί ο Λη Φέρμορ επεζήτησε με φορτικότητα και το κατόρθωσε, να οργανώσει τη θεαματική απαγωγή του Κράϊπε. Και όσα χωριά τον βοήθησαν από αγωνιστική διάθεση και αγνό πατριωτισμό, επλήρωσαν τις μικρές φιλοδοξίες του – και της παρέας του. Και βέβαια τα ταπεινά συμφέροντα μερικών συμμάχων, προσωπική προβολή, αμοιβές, τιμητικές μνείες κ.τ.τ., συμβάδιζαν απόλυτα με τα συμφέροντα της Βρετανικής αυτοκρατορίας, που δεν λαμβάνει υπόψη της – μήτε έχει γι’ αυτό ηθικές αναστολές-τη ζωή, την τιμή, την ύπαρξη μερικών εκατοντάδων Κρητικών, που ήταν βέβαιο πως πλήρωναν.
Γιατί εξακολουθούμε να αμφιβάλωμε γι’ αυτά; Τα ίδια δεν έκαμαν και στην Κύπρο; Δηλαδή εκεί ο σκοπός ήταν ο ίδιος, αλλά η ταχτική διαφορετική. Στο τέλος βέβαια ήρθαμε σε χειρότερο παρανομαστή. Η στρατηγική τους εθριάμβεψε.
Δυστυχώς, γι’ αυτούς η υπόθεση μας είναι μια λεπτομέρεια, που πρέπει, αν θέλωμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, αλλά και να μην μας θεωρούν πάντοτε αφελείς, να ερευνήσωμε και να την ξεκαθαρίσωμε.
Α. ΝΕΝΕΔΑΚΗΣ
Ιστορικό τραγούδι
ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥΣ
Του κ. Μιχαήλ Εμμ. Κατσαντώνη, Συντ. Υγειον. Υπαλλήλου
ΛΙΓΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Το ιστορικό τραγούδι που θα ακολουθήσει, είναι του Μιχαήλ Εμμ. Κατσαντώνη, του επωνομαζόμενου από τους χωριανούς του «Σφηνιά». Απαγγέλθηκε (από τον ίδιο) στο πρώτο (τεσσαρακονθήμερο) μνημόσυνο των εκτελεσμένων Ανωμεριανών.
Το άκουσμα του, προκάλεσε ρίγη υπέρτατης συγκίνησης και τα δάκρυα έτρεχαν κρουνοί από τους οφθαλμούς των πονεμένων και των παρευρισκόμενων στην ιερή τελετή. Το τραγούδι δεν είναι έντεχνο, «κατασκευασμένο». Είναι το επακόλουθο πρωτογενούς έμπνευσης, ξέσπασμα δικαιολογημένης αγανάκτησης, μοιρολόι αληθινό, για την αναπάντεχη και απερίγραφτη συμφορά στο Κέντρος. Το εμπνεύστηκε λίγες μέρες μετά την καταστροφή, σε ώρες περισυλλογής και μεγάλης θλίψης, αγναντεύοντας προς τον Ψηλορείτη από το Ανωμεριανό μιτάτο, της «πετρόκουρτας», που είχε καταφύγει μ’ όσους απόμειναν από την οικογένειά του. Γιατί από τους Γερμανούς στις 22 Αυγούστου 1944 εκτελέστηκαν (στο Άνω – Μέρος) ο πατέρας του Μανώλης Κατσαντώνης και δύο αδέρφια του, ο Γιώργης, φοιτητής της Νομικής, και ο Στέλιος, βοσκός. Προηγουμένως είχε πέσει ηρωικά μαχόμενος στη Μάχη της Κρήτης – στο Ρέθεμνο- άλλος αδερφός του, ο Αντώνης Κατσαντώνης, χωροφύλακας. Το κακό έχει συνέχεια. Στις 22 Αυγούστου εκτελέστηκε και ο σύζυγος της αδερφής του – Ολυμπίας-, Διονύσιος Χανδράκης.
Από το δράμα της οικογένειας του Μιχ. Κατσαντώνη, έρχεται στο νου μου άλλη εξίσου τραγική στου Γερακάρη. Με πέντε επίσης νεκρούς. Τρεις γιούς στους πολέμους, γιο και γαμπρό – από θυγατέρα- στο Ολοκαύτωμα. Του Σταυρούλη Ι. Κουτελιδάκη, παντρεμένου μάλιστα με Ανωμεριανοπούλα, την Αργυρή, κόρη του Προεστού στο Άνω μέρος Παναγιώτη Καλλέργη, παντρεμένου κι αυτού, με Γερακαριανοπούλα, τη Χρυσή, κόρη του παπα Γιώργη Γενεράλι.
Σ.Α.Μ.
Το Κέντρος έχει καταχνιά, το Κέντρος είν’ στα μαύρα,
γιατί δεν έχει πια χωριά μόνο του Χάρου λαύρα.
Γύρω τριγύρω στο βουνό οκτώ χωριά χαθήκαν,
σαράντα νιοί κάθε χωριού σφαγήσαν και καήκαν.
Εις το σαράντα τέσσερα στσ’ εικοσιδυό τ’ Αυγούστου
την Τρίτη το ξημέρωμα γίνη το πράγμα τούοτ;
«Αποβραδίς στσ’ είκοσι μια κλαίνε τα νυχτοπούλια
τ’ αστέρια θαμπωθήκανε και διασκορπίστ’ η πούλια.
Και τα σκυλιά ουρλιάζανε κι ανατριχίλα πιάνει,
μα πάλι απ’ όλα τα χωριά κανείς δεν κακοβάνει.
Ανύποπτα πρωί – πρωί βρίσκονται κυκλωμένα,
από βαρβάρους Γερμανούς, θηρία ‘γριεμένα.
Ορμούνε μέσα στα χωριά σαν πεινασμένοι λύκοι,
κι ετρέμανε τα έμψυχα και ετρέμανε κι οι τοίχοι.
Άλλοι μαζώνουν πράγματα να κλέψουν και να φάνε,
κι άλλοι τσ’ ανθρώπους σπρώχνανε εις το σχολείο να πάνε.
Αφού τους εμαζώξανε διαλέγουνε και κλειούνε,
σαράντα νιους κάθε χωριού κι ευθύς τους εκτελούνε.»
δεν κελα(η)δούνε τα πουλιά δεν τραγουδούν αηδόνια,
δεν έρχονται της άνοιξης, όμορφα χελιδόνια.
Να βρουν τα σπίτια τα έμορφα τα’ αρχοντοκαμωμένα
να μπουν να κτίσουν τις φωλιές ως ήσαν μαθημένα.
Δε γίνουνται ξεφάντωσες γλέντια ούτε παρέα,
από γερόντους σεβαστούς, ούτ’ από νεολαία.
Μόνο κοράκια κάθουνται, πουλιά καταραμένα,
στα σκοτεινά ερείπια τα ολοματωμένα.
Κάθε διαβάτης που περνά φοβάται να περάση,
από τους δρόμους των χωριών μην τύχει και χαλάσει,
τοίχος ψηλός που κρέμεται μαύρος ξεχασκισμένος,
να βρη κι αυτός να ματωθή ως είναι μαθημένος,
από τις βόμβες του εχθρού και από τους δυναμίτες
απού σκεπάζουνε τα κορμιά τους δοξασμένους Κρήτες.
Κι απογυρίζει και περνά ο ξένος άλλο δρόμο,
και μπρος και πίσω του κοιτά με φόβο και με τρόμο.
Καμιά καρδιά δε θλίβεται ούτε κανείς λυπάται,
άμα δε δουν τα μάτια του και τότα συλλογάται.
Να δη μες τα ερείπια μανάδες να θρηνούνε,
κι άλλους να ξεσκαλίζουνε τίποτα για να βρούνε,
απ΄ τ’ αγαθά που ξέρανε πως είχανε στα σπίτια,
και μόνο στάχτη βλέπουνε και δέρνουνε τα στήθια.
Ξένε διαβάτη που ‘τυχε ο δρόμος να σε βγάλη,
εις τ’ Άνω Μέρος τ’ όμορφο μην τύχει και έλθεις πάλι.
Γιατί δε θάβρης πια χαρά, ούτε φιλοξενία,
μόνο το άχι και το βαχ, μεγάλη δυστυχία.
Προχώρησε και μη σταθείς Δρυγιές, Βρύσες και στο Καρδάκι,
και στ’ άλλα όμορφα χωριά Σμίλε, Γουργούθους – Γερακάρι,
γιατί κι αυτά τα κάψανε δεν έμεινε δοκάρι.
Δεν είναι πια όπως τάξερες, χωριά καμαρωμένα,
με τα κρυγιά ντωνε νερά, κεράσια γινωμένα.
Κλαίει το Κέντρος και θρηνεί σ’ ανατολή και δύση
για το χαμό της Κοξαρές, Σαχτούρια, Κρύας Βρύσης.
Κι από το κλάμα το πολύ κι από τα μοιρολόγια,
ο Ψηλορείτης τ’ απαντά και δείχνει του τ’ Ανώγεια.
Κι αυτά τ’ Ανώγεια τα όμορφα που τα ‘χα για καμάρι,
πού ‘ν’; Που ‘ν’ τα Βοριζοκάμαρα, Λοχριά, Μαγαρικάρι;
Τώρα μονάχα η ερημιά και η νέκρα τα πλακώνει,
δεν κράζει μπλιο ο πετεινός, δεν κελαδεί τ’ αηδόνι.
Μα πάλι κάνω υπομονή και στέκω με καρτέρι,
να πάρωμε εκδίκηση με το δικό μας χέρι.
Της Κρήτης τ’ άγιας χώματα τα αιματοβαμμένα
αφήκανε παραγγελιά, χωριά στον κάθε ένα:
«Ανάθεμα στον Κρητικό ώστε να ζη να τόχη
όπου κι αν δη το Γερμανό και δεν τονε σκοτώσει».
Άνω μέρος, Αύγουστος 1944 ΜΙΧ. ΕΜΜ. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ
Μια Μορφή της Αμαριώτικης Αντίστασης
Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΑΝΤΩΝ. Ζ. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ
(1902-1953)
Του κ. Στέργιου Μιχ. Μανούρα, Δικηγόρου
Με την συμπλήρωση σαράντα χρόνων από το Ολοκαύτωμα των χωριών του Κέντρους (22 Αυγούστου 1944- 1984), η σκέψη όλων όσων ζήσαμε τις τραγικές εκείνες ώρες, ευλαβικά στρέφεται, πρώτα – – πρώτα, σ’ Αυτούς που άφησαν την τελευταία τους πνοή κάτω από τις ρίπες αυτομάτων των Χιτλερικών δυνάμεων. Και ακόμα στρέφεται σ’ Αυτούς που αγωνίστηκαν στην ίδια περιοχή κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, αλλά δεν βρίσκονται τώρα και πολλά χρόνια κοντά μας.
Ο Ανωμεριανός γιατρός Αντώνης Κατσαντώνης, υπήρξε ένας από Αυτούς που έδρασαν στην περιφέρεια του Κέντρους κατά των Δυνάμεων Κατοχής, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η γενναία, αθόρυβη, αποτελεσματική, χωρίς την παραμικρή ιδιοτέλεια, αντιστασιακή δράση του, αποτελεί παράδειγμα για τους νεώτερους και παρηγοριά για τα παιδιά του,που τον στερήθηκαν τόσο νωρίς.
Ο Αντώνης Ζαχαρία Κατσαντώνης γεννήθηκε το 1902 στο Άνω Μέρος, το Κεφαλοχώρι του Κέντρους. Μεγάλωσε με τις παραδόσεις της οικογένειάς του, που διακρίθηκε σ’ όλους τους Κρητικούς Αγώνες κατά την Τουρκοκρατία. Ο Αναγνώστης (Ιωάννης) Κατσαντώνης ήταν ο καπετάνιος του Άνω – Μέρους κατά την Επανάσταση του 1866 και ο Γεωργ. Κατσαντώνης (Μπεληβάνης) υπήρξε Καπετάνιος των Ανωμεριανών στις άλλες Επαναστάσεις, που ακολούθησαν. Η εκτίμηση των Αμαριατών προς την οικογ. Κατσαντώνη για την Εθνική της δράση και το ηθικό κύρος και ικανότητα του Ζαχαρία Κατσαντώνη τον ανέδειξαν αιρετό Δήμαρχο Κουρητών δύο τριετίες ( 1906 – 1911), στον ένα από τους τρεις τότε Δήμους της επαρχίας Αμαρίου.
Ο Γιατρός έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Σχολείο του χωριού του και τα μαθήματα της τελευταίας τάξης του Δημοτικού παρακολούθησε στο Μοναστηράκι. Το 1914 άρχισε τη φοίτηση του στο Γυμνάσιο Ρεθύμνης, όπου περάτωσε το 1920 τις εγκύκλιες σπουδές του και τον ίδιο χρόνο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο στρατεύτηκε. Υπηρέτησε στο Κ1 Ορεινό Χειρουργείο στη Μικρασιατική Εκστρατεία και έλαβε μέρος στις μάχες μέχρι το Σαγγάριο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή συνέχισε τις Πανεπιστημιακές του σπουδές και το 1926 πήρε το πτυχίο του και την άδεια ασκήσεως της Ιατρικής. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Άνω Μέρος και πρόσφερε τις υπηρεσίες του με ανιδιοτέλεια στους κατοίκους της γενέτειράς του και των γύρω χωριών. Το 1929 διορίστηκε στην Υπηρεσία Εποικισμού (αποκαταστάσεως προσφύγων) του Νομού Σερρών της Μακεδονίας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1932, οπότε παραιτήθηκε και επανήλθε στο χωριό του. Λίγο πριν παντρεύτηκε την αξέχαστη Παγώνη, θυγατέρα του άρχοντα της Ανωμεριανής φιλοξενίας Πατακομανώλη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Την Ελένη και τον Ζαχαρία.
Κατά την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου 1940-41 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπίατρος στο Αλβανικό Μέτωπο. Τον Ιούνιο του 1941 επέστρεψε στην Κρήτη και αμέσως ασχολήθηκε με την περίθαλψη των στρατιωτών των Συμμαχικών Δυνάμεων, που είχαν διαφύγει από την αιχμαλωσία κατά τη Μάχη της Κρήτης και προσπαθούσαν να πάνε στη Μέση Ανατολή. Για το σκοπό αυτό συνεργάστηκε με τους άλλους παράγοντες της επαρχίας Αμαρίου και παράλληλα πρόσφερε με συγκινητική προθυμία τις ιατρικές του υπηρεσίες στους κατοίκους της περιοχής και τους ασθενείς ή τραυματίες των περιπλανώμενων ξένων στρατιωτών. Επίσης υπήρξε από τους πρωτεργάτες της συστηματικότερης οργάνωσης της Εθνικής Αντίστασης στην Περιφέρεια Αμαρίου. Η δάση του επεκτεινόταν σε πολλούς τομείς, όπως στην σύνταξη και διανομή σε όλη σχεδόν την επαρχία Αμαρίου δελτίου ειδήσεων των ραδιοφωνικών σταθμών Λονδίνου και Καΐρου, που έπαιρνε από ραδιόφωνο εγκατεστημένο στην Καλόειδαινα, στην διακίνηση και διευκόλυνση των Ελλήνων και Άγγλων απεσταλμένων του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, στη συλλογή στρατιωτικών πληροφοριών και χωρίς να το επιδιώξει, διατέλεσε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Επαρχιακής Οργανώσεως Εθνικής Αντιστάσεως Αμαρίου. Η έντονη δραστηριότητά του κίνησε τις υποψίες των Γερμανικών Αρχών και γι’ αυτό τον Μάρτιο του 1943 τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο Ρέθυμνο. Οι διώξεις δεν έκαμψαν την αγωνιστικότητά του, αλλά απτόητος συνέχισε τη δράση του και όλο το υπόλοιπο διάστημα της Κατοχής μέχρι την τελευταία στιγμή, με την συμπαράσταση της ανεκτίμητης συντρόφου του Παγώνης, που πολλά πρόσφερε στο Αγώνα.
Ένα άγνωστο στους πολλούς περιστατικό κατά την 22α Αυγούστου 1944 δείχνει το θάρρος, τη γενναιότητα και την αυταπάρνηση του γιατρού Αντώνη Κατσαντώνη.
Το βράδυ της 21ης Αυγούστου ο Γιατρός βρέθηκε στους Γουργούθους σε μια σύσκεψη τοπικών παραγόντων της Εθνικής Αντίστασης. Η σύσκεψη παρατάθηκε μέχρι αργά και διανυκτέρευσε στο σπίτι θείου του. Τα ξημερώματα της 22ας Αυγούστου ειδοποιήθηκε για την κύκλωση των Γερμανών και πρόλαβε να βρεθεί έξω από τον στρατιωτικό κλοιό. Από τους άλλους που διέφυγαν διαπιστώθηκε ότι είχαν αφήσει ένα βουργιάλι με έγγραφα και μια στρατιωτική χλαίνη στο σπίτι που τους φιλοξενούσε. Χωρίς να διστάσει ο Γιατρός, παρά τον κίνδυνο που διέτρεχε, γύρισε αμέσως πίσω στο χωριό και κατόρθωσε να βρει το βουργιάλι με τη χλαίνη και να τα κρύψει, αλλά δεν πρόφτασε να αποφύγει την σύλληψή του από τους Γερμανούς, για να οδηγηθεί άλλη μια φορά στις φυλακές Ρεθύμνης.
Μετά την Κατοχή ανάλαβε τη διεύθυνση της Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Ρεθύμνης και εξακολούθησε αθόρυβα να προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες.
Το μόνιμο καλοσυνάτο χαμόγελο, το ίδιο ακριβώς όπως και στα χείλη του Δημάρχου, του σεβαστού πατέρα του, έσβησε οριστικά το 1953.
Οι δικοί του, εμείς οι συγγενείς του, οι Ανωμεριανοί, οι Αμαριώτες και οι άλλοι Ρεθεμνιώτες, που πρόλαβαν να γνωρίσουν τον αγνό πατριώτη, τον Γιατρό Αντώνη Ζαχ. Κατσαντώνη, θα τον θυμούνται πάντα, καθώς και την πραγματικά μεγάλη προσφορά του στην Εθνική Αντίσταση του 1941 – 1944.
Αθήνα, Αύγουστος 1984