Υπο του Ανθ/στου Αρχηγείου Χωρ/κης ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΣΣΩΤΑΚΗ
Γνωστές και άγνωστες στιγμές που μας φέρνουν πίσω 525 χρόνια.
Αυτοκρατορίες γεννήθηκαν, μεσουράνησαν και έσβησαν. Μερικές παρέμειναν
στο μεσουράνημά τους χρόνια, αιώνες. Φώτισαν τον κόσμο, τον κατάκτησαν
γεωγραφικά και πνευματικά και ελάμπρυναν με τη δόξα και το μεγαλείο τους
τον λαό τους.
Άλλες πριν ακόμη ανατείλουν, έσβησαν, χάθηκαν.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ιδρύθηκε από το Μέγα Κωνσταντίνο, ανδρώθηκε,
μεσουράνησε, παρέμεινε περισσότερο από δέκα αιώνες στο μεσουράνημά
της και όπως ο μονομάχος σε μια από τις πολλές μάχες που δίνει κάποτε θα
νικηθεί, έτσι έγινε και με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Κατά την παράδοση ο Ιδρυτής Κωνσταντίνος είδε στον ύπνο του ένα αετό να
πετά κρατώντας μια πέτρα και όταν έφθασε πάνω απο την πόλη του Βύζαντα,
την έριξε. Στο τόπο αυτό έκτισε τη Βασιλεύουσα, τη Νέα Ρώμη, την Επτάλοφη
Κωνσταντινούπολη η ποια κράτησε μακριά τους βαρβάρους περισσότερο από
χίλια χρόνια.
Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
–Δραγάσης, ανέλαβε την Αυτοκρατορία στις 12-3-1449,μετά το θάνατο του
αδελφού του, Ιωάννη Η΄ με κάποιο δισταγμό που πήγαζε από τη βαθιά
επίγνωση της θέσεως του.
Την παραμονή της στέψεως του δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν τη
βαριά κληρονομιά όταν δε τις πρωινές ώρες αποκοιμήθηκε για λίγο είδε στον
ύπνο του τον πατέρα του να του δείχνει από ένα παράθυρο μισογκρεμισμένα
τείχη να τα σκαρφαλώνουν εχθροί να γίνονται μάχες, σκοτωμοί ,
γυναικόπαιδα να φωνάζουν, κλάματα, χαλασμούς και το ήλιο να βασιλεύει
κατακόκκινος.
Ηθικός, νηφάλιος, τίμιος, γενναίος σαν υπερήφανος αετός, ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος από την ώρα που τοποθέτησε στο κεφάλι του το Αυτοκρατορικό
στέμμα, γνώριζε το υπεράνθρωπο έργο που αναλάμβανε.
Ο κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει για τον Αυτοκράτορα:
Το όνομα «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» απέβη το δημοτικότατον απάντων
των ονομάτων της μεσαιωνικής ημών ιστορίας και δικαίως.
Αυτος πρώτος τωόντι εστρατήγησε του νέου Ελληνισμού εις τον μακραίωνα
τούτου περί υπάρξεως κατά τον Οσμανιδων αγώνα και αυτός ανεκήρηξε επι
τον επάλξεων της Κωνσταντινουπόλεως τον νεον Ελληνισμόν ως τον μόνο
του μεσαιωνικού κληρονόμον και αυτός, δια θανάτου ηρωικού περιήυγασε δι’
αίγλης ανεξιτήλου τας τελευταίας στιγμάς του ευκλεούς γεννήτορος του καθ’
ημάς Ελληνικού Έθνους».
Ειχε κάνει δύο γάμους, τον πρώτο το 1428 στη Πελοπόννησο με την
ηγεμονίδα Μαγδαληνή Τόκκου, η οποία ως «δέσποινα» πήρε το όνομα
«Θεοδώρα».
Μετα ένα χρόνο όμως πέθανε και ο θάνατος της επίκρανε πολύ τον
Κωνσταντίνο, ο οποίος την είχε αγαπήσει υπερβολικά, και τόσο, που στις
τελευταίες στιγμές του αυτή θυμήθηκε.
Πέρασαν δεκατρία χρόνια, και ο αδελφός του τον έπεισε και πήρε δεύτερη
γυναίκα την Αικατερίνη Γατελουζι, κόρη του ηγεμόνα της Λέσβου, αλλα και
αυτή όταν βρισκόταν μαζί του αποκλεισμένη στο φρούριο της Λήμνου από
τους Τούρκους. Από τους Τούρκους, από το φόβο της «Τεκούσα προώρως
απέθανε».
Γίνεται λόγος ότι ο Φραντζής έπεισε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να κάνει
ένα τρίτο γάμο, μόλις ανέβηκε στο Θρόνο της Αυτοκρατορίας, με μια
ηγεμονίδα της Ιβηρίας το 1453. Τον γάμο αυτό επεδίωκε ο Κωνσταντίνος,
περισσότερο για να ενισχυθεί και βοηθηθεί η Αυτοκρατορία του, αλλα τα
γεγονότα του έτους αυτού τον εματαίωσαν.
Πολλά υπέστη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από την ίδρυσή της και μετά.
Επιδρομές αλλόθρησκων, αλώσεις, λεηλασίες, σπατάλες, δολοπλοκίες.
Την Κυβέρνησαν ικανοί και ανίκανοι. Άλλοτε νεαροί αυτοκράτορες και κακοί
κηδεμόνες. Πολλές φορές γυναίκες επηρέαζαν του κυβερνήτες. Παρέμεινε
όμως επι τοσους αιώνες Βασιλεύουσα και αυτό γιατι ανέβηκαν στο Θρόνο και
ικανοί Αυτοκράτορες.
Η Κωνσταντινούπολη είχε τείχη διπλά από το Επταπύργιο μέχρι την πύλη
των Βλαχερνών, και το εσωτερικό τείχος, που εκτεινόταν από τη Προποντίδα
μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, είχε 112 πύργους . η τάφρος είχε πλάτος 13-14
μέτρα και βάθος 4-5 μέτρα.
Στις άλλες δύο πλευρές του τριγώνου – γιατι τριγωνικό ήταν περίπου το
σχήμα, που είχε η περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως – δηλαδή από το
Επταπύργιο μέχρι την Ακρόπολη και από την Ακρόπολη μέχρι τον Κεράτιο
κόλπο, υπήρχε ένα τείχος χωρίς τάφρο.
Από υπερασπιστές διέθετε όχι περισσότερους από 8.000, γιατι όταν ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος διέταξε τον Φραντζή να βρει τους Δημάρχους και
να τους ρωτήσει πόσους άνδρες πολεμιστές έχουν, αυτός ανέφερε στον
Κωνσταντίνο εμπιστευτικά μόνο 7.000.
Τα 26 πλοία, που υπήρχαν και η αλυσίδα η οποία έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο
συμπλήρωναν την άμυνα της Πόλεως. Απέναντι στον Κων/νο Παλαιολόγο
ήταν ο Μωάμεθ ο Β’.
Υπήρξε μια στρατιωτική ιδιοφυία με μόρφωση, ενθουσιασμό, μελετητής και
θαυμαστής του Μ. Αλεξάνδρου, αλλά αγέλαστος, βλοσυρός και πεισματάρης.
Ο Ενετός Ν. Βάρβαρος τον καλεί «άπιστο Τούρκο, σκυλότουρκο».
Από το 1451 που έγινε Σουλτάνος έβαλε σκοπό του την κατάκτηση της
Κωνσταντινούπολης , θέλοντας να είναι αυτός θα επαληθέψει τα λόγια του
προφήτη: ο Μεγαλύτερος Στρατηγός θα είναι εκείνος που θα κατακτήσει την
Κωνσταντινούπολη».
Χτίζει το φρούριο Ρούμελη –Χισάρ στην ακτή του Βοσπόρου προς
αντιπερισπασμό της Πόλεως με τον Εύξεινο Πόντο, και πριν αρχίσει την
πολιορκία, επιχειρεί εκστρατεία στην Πελοπόννησο για να εμποδίσει τους
δεσπότες Δημήτριο και Θωμά να στείλουν ενισχύσεις στον Κωνσταντίνο.
Γνωρίζει την αδυναμία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και υπολογίζει στην
αριθμητική υπεροχή του.
Πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στη Δύση, προσβλέποντες την καταστροφή και
πτώση της Πόλεως. Άλλοι θεωρούσαν την καταστροφή ως τιμωρία του Θεού.
Λόγω της μεγάλης ασέβειας που επικρατούσε στους Κατοίκους του
Βυζαντίου. Σ’αυτή την πίστη ο λαϊκός ποιητής βασίστηκε και παρηγορούσε
αργότερα το λαό με τον στίχο «γιατί ναι θέλημα Θεού η Πόλη να Τουρκέψει»
χωρίς να λησμονήσει όμως να όμως να τον γεμίσει με ελπίδα πάλι που
προέρχεται από τη Θεία Πρόνοια πως «πάλι δικιά μας θα’ ναι».
Οι ιστορικοί Έλληνες και ξένοι, δε συμφωνούν ως προς τον αριθμό των
στρατευμάτων του Μωάμεθ. Ο ιστορικός Δούκας, ο οποίος ήταν παρών κατά
την πολιορκία, αναφέρει ότι ήταν 250.000, ο επίσης ιστορικός Φρατζής 258.
000, ο Λεονάρδος ο Χιος, ο Κριτόβουλος και ο Ζωρζής Δολφινος 300.000,
ο Νικ. Βάρβαρος του υπολογίζει στις 160.000 και ο Τούρκος Χειρουλλαχ
μονο σε 80.000! από πλοία ο Μωάμεθ είχε 40 περίπου με ναύαρχο τον
Βούλγαρο Πάλδα ο οποίος έλαβε το όνομα Σουλεϊμάμπεης, τον οποίο όμως
καθαίρεσε και τον ετιμώρησε με 100 ραβδισμούς, γιατι στις 20 Απριλίου,
ο Φλαντανελάς με 4 πλοία του καταναυμάχησε 145 δικά του!
Η αφορμή για την πολιορκία και τις επιθέσεις δεν άργησε να φανεί. Εξ άλλου
οι Τούρκοι βρίσκουν εύκολα αφορμές. Ο Μωάμεθ είχε υποσχεθεί στον Κων/νο
Παλαιολόγο ότι θα αυξήσει την επιχορήγηση για τον Ορχάν, που ήταν
αντίπαλός του και εκρατείτο στην Κωνσταντινούπολη.
Του ζήτησε, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος την τήρηση αυτής της υποσχέσεως και
τότε αυτός άρπαξε τη ευκαιρία, ότι δήθεν τον δυσαρέστησε και άρχισε να
εφαρμόζει τα φιλόδοξα σχέδιά του για την Κωνσταντινούπολη.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος από το 1451 ζητούσε βοήθεια από τη Δυτική
Ευρώπη. Ο Φρειδερίκος ο Γ΄ της Γερμανίας του υποσχέθηκε βοήθεια, αλλα
δεν έστειλε. Ο Γενουάτης είπε ότι, για να του στείλει βοήθεια πρέπει να του
παραχωρήσει την Σηλυβρία. Ο βασιλιάς της Καταλονίας ζήτησε την Λήμνο. Η
Σερβία αντίθετα, έστειλε βοήθεια στου Τούρκους. Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου,
ο οποίος είχε έλθει σε προστριβές με τον Μωάμεθ, υποσχέθηκε βοήθεια αλλα
δεν έστειλε.
Οι Ενετοί έδειξαν ενδιαφέρον, αλλα και εκείνοι για το συμφέρον τους, επειδή
με την άλωση της Κωνσταντινούπολης επικινδύνευαν και οι δικές τους
κτήσεις και αποικίες, και είχαν καταλάβει, ότι το σχέδιο του Μωάμεθ δεν ήταν
μονο η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, αλλα ολόκληρης της Ευρώπης.
Εστειλαν όμως, 8 πλοία από τη Κρήτη.
Μόνο οι Γενουάτες έστειλαν εκτός από τον Ιωάννη Ιουστινιάνη 2 πλοία και
700 άνδρες.
Αυτά συνέβαιναν όταν ο Αρχιερέας της Ρώμης, θεώρησε κατάλληλη την
περίπτωση για να θέσει τους όρους του για την Ένωση των Εκκλησιών –
που το 1439 είχε αποφασισθεί στη Σύνοδο της Φλωρεντίας με υποχώρηση
των Ελλήνων στα Πρωτεία του Πάπα, με αποτέλεσμα να διαιρεθεί ο λαός και
ο κλήρος σε ενωτικούς και ανθενωτικούς- προσφέροντας βοήθεια στον
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Ετσι, στην κοινή λειτουργία Ιταλών και Ελλήνων που έγινε στις 12-12-1452,
μνημονεύθηκαν ο Πάπας Νικόλαος και ο Πατριάρχης Γρηγόριος.
Αλλα οπωσδήποτε υπήρχε μεγάλη διαφωνία ως προς την ένωση.
Περισσότερο αντιτάχθηκε ο κλήρος, οι μοναχοί και ένα μεγάλο μέρος του
λαού, ο οποίος ξεχύθηκε στους δρόμους και φώναζε «Ουτε τη βοήθεια των
Λατίνων θέλουμε, ούτε την Ένωση»
Μεγάλη απογοήτευση είχε κυριεύσει τον Κωνσταντίνο , ο οποίος έβλεπε το
λαό χωρισμένο και το Μωάμεθ έτοιμο σαν «αρπακτικό», έξω από τα τείχη.
Δυστυχώς δεν μπορούσε να τους εξηγήσει ότι η σιωπηλή συγκατάθεση για
την ένωση ήταν φαινομενική ούτε να τους πείσει, ότι την δέχθηκε λόγω της
καταστάσεως. Η αξιοπρέπεια του νίκησε τη απελπισία τους.
Ο Βεζύρης Χαλήλ πασάς, Τούρκος προδότης, προσπάθησε να πείσει τον
Μωάμεθ να λύσει την πολιορκία μετά τη αποτυχία του στόλου του από τον
Φλαντανελά και της εφόδου που έκανε ο Μωάμεθ, υποστηρίζοντας, ότι έχουν
περάσει παραπάνω από πενήντα μέρες που πολιορκεί την Πόλη και δεν
κατάφερε τίποτε και ότι οι βοήθειες, που είχε ζητήσει ο Κωνσταντίνος
φθάνουν.
Δεν πείσθηκε ο Μωάμεθ και κάλεσε τον βεζύρη Ζαγανό, που είχε διαφωνήσει
με τον Χαλήλ και του είπε, να μάθει κρυφά τί γνώμη έχουν οι στρατιώτες για
την άλωση.
Όταν αυτός του ανέφερε οτι πιστεύουν στη άλωση με έφοδο, δύσπιστος
καθώς ήταν, κάλεσε και τους Αξιωματικούς των Γενιτσάρων και τους ρώτησε
κι αυτούς.
Του είπαν ότι η Πόλη θα πέσει. Ίσως δεν το πίστευαν κατά βάθος, αλλα
μπροστά σ ’ένα αποφασισμένο βλοσυρό και αγέλαστο Μωάμεθ, η απάντηση
έπρεπε να είναι καταφατική.
Στα μικρά πονηρά μάτια του Μωάμεθ φάνηκε μια στιγμιαία ικανοποίηση και
τους υποσχέθηκε ότι, όποιος ανέβει πρώτος τα τείχη θα πάρει σαν αμοιβή την
καλύτερη επαρχία της Ασίας και Ευρώπης.
Νωρίτερα είχε στείλει Πρέσβεις στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και του
ζήτησε να του παραδώσει την Πόλη, δίνοντας υπόσχεση ότι θα έφευγαν όλοι
ελεύθεροι, όπου ήθελαν, ο δε Κωνσταντίνος θα μπορούσε να πάει στην
Πελοπόννησο, όπου θα παρέμενε ανεξάρτητος ηγεμόνας, κάνοντας αυτή την
πρόταση δε θα περίμενε βέβαια άλλη απάντηση από την «Κοινή γαρ γνώμη
πάντες αυτοπροαιρέτως αποθάνουμεν, μή φειδόμενοι της ζωής ημών» γιατι
γνώριζε τον ακέραιο χαρακτήρα του Κωνσταντίνου.
Όχι, δεν περίμενε υποχώρηση , αλλά επεδίωκε μάλλον να προκαλέσει
διχογνωμία και σύγχυση στους υπερασπιστές.
Η νευρικότητα και ανησυχία ήταν έντονη στον Μωάμεθ. Με το πάθημα του
Σουλειμάμπεη, τη νύχτα της 22ας Μαϊου κατόρθωσε να σύρει 72 πλοία πίσω
από τον Γαλατά στην ξηρά από ένα δρόμο που έστρωσε με λίπος, και να τα
ρίξει στον Κεράτιο κόλπο, ό οποίος είχε κλεισθεί με την αλυσίδα.
Τα πάντα έδειχναν ότι η μεγάλη έφοδος θα γινόταν τη 28-29 Μάιου. Με
διαταγή του Μωάμεθ το βράδυ της 26 ης άναψαν φωτιές σ’ όλες τις σκηνές και
σε όλα τα πλοία, «και οι φλόγες φώτιζαν την ξηρά και τη θάλασσα
περισσότερο από τον ήλιο όπως γράφει ο Δούκας.
Οι φωτιές των Τούρκων και οι φλόγες, οι αλαλαγμοί, τα τύμπανα τρόμαζαν
τους Ελληνες που κλεισμένοι μέσα στα τείχη δεν μπορούσαν να καταλάβουν,
τί γινόταν.
Ο Ιουστινιάνης προσπάθησε με κάθε τρόπο να επισκευάσει τα γκρεμισμένα
τείχη με κλαδιά, βαρέλια, πέτρες και ό,τι άλλο μπορούσε να βρει γιατι το
εξωτερικό τείχος είχε πολλά ρήγματα από τα κανόνια των Τούρκων. Επειδή
όμως οι υπερασπιστές γίνονταν αντιληπτοί από τους εχθρούς κατά την
επισκευή, οι γεροντότεροι φανέρωσαν στο βασιλέα την πόρτα, που βρισκόταν
στο κάτω μέρος του παλατιού. Αυτός διεταξε να ανοιχθεί και ετσι οι
υπερασπιστές έμπαιναν και έβγαιναν επισκευάζοντες τα τείχη αθέατοι από
τους εχθρούς. Η Κερκόπορτα όπως έλεγαν την πόρτα αυτή, στάθηκε όμως
μοιραία γιατι από αυτή μπήκαν οι πρώτοι Τούρκοι μέσα στα Τείχη.
Όλη την ημέρα της 27 ης Μαΐου ο Μωάμεθ, παρα τις επιθέσεις δεν κατάφερε
τίποτε, αλλά συνέχισε μέχρι το πρωί της 28 ης οπότε και σταμάτησε. Μεχρι το
βράδυ ετοίμαζε τη μεγάλη έφοδο και παράταξε περίπου 160.000 άνδρες γύρω
γύρω από τα τείχη.
Ο Κ. Παλαιολόγος κατάλαβε ότι ήλθε η μεγάλη ώρα. Τοτε άθελά του σκέφτηκε
το όνειρο που είχε δει την παραμονή της στέψεως του αλλά και τη γυναίκα του
Θεοδώρα και μουρμούρισε «Ένα παιδί, ένα παιδί αν είχα ίσως εκείνο
μπορούσε αν νικηθώ να ξανάπαιρνε την πολη».
Την 28 η Μαίου εγινε στην Αγια Σοφία η τελευταία λειτουργία. Ανδρες,
γυναίκες, παιδιά, ιερείς και μοναχοί έψελναν το «Κύριε ελέησον». Ο
Κωνσταντίνος με την ακολουθία του μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και
αναχώρησε για τα τείχη. Ο ιστορικός Φραντζής γράφει: «Ποιος μπορεί να
διηγηθεί τα δάκρυα και τους Θρήνους! Και ενας ξύλινος ή πέτρινος άνθρωπος
ακόμη έκλαιε».
Οι υπερασπιστές έριξαν το βάρος της άμυνας στα γκρεμισμένα τείχη. Εκεί
κοντά βρισκόταν ο Κωνσταντίνος κι ο Ιουστινιάνης. Την πρώτη επίθεση
απέκρουσαν οι Έλληνες και με κάθε κτύπημα τους άφηναν και από ένα
Τούρκο νεκρό, γιατί οι άπιστοι ορμούσαν κατά κύματα. Δεν πέρασε όμως
πολύ ώρα και τα ουρλιαχτά, οι σάλπιγγες και οι φωνές φανέρωναν ότι η νέα
επίθεση ήταν η πιο ισχυρή, πιο φανατισμένη. Αυτό το κατάλαβαν και οι
άμαχοι πολιορκημένοι και άρχησαν να κτυπουν ολες τις καμπάνες των
εκκλησιών, λες και ήθελαν αν καλέσουν για την άμυνα την τελευταία αυτή
στιγμή ακόμη και τους νεκρούς.
Και έγινε μια επίθεση, έγιναν δύο, τρεις συνεχείς επιθέσεις, με ηρωικές
αποκρούσεις. Οι νεκροί Τουρκοι μεγάλωναν το σωρό των πτωμάτων γύρω
από τα τείχη. Μεσα στη αντάρα της μάχης και μέσα στα πρώτα φεγγίσματα
της μέρας, εκεί που είχε χαθεί η έννοια του χρόνου και οι Χριστιανοί είχαν
κουραστεί να σκοτώνουν τους άπιστους, και είχαν πιστέψει ότι η Πολη
κερδήθηκε, όταν ο Κωνσταντίνος βλέποντας τις αποκρούσεις των Ελλήνων
είχε ήδη ανακράξει γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό «Συστρατιώται και
αδελφοί, ιδική μας είναι η νίκη», τότε τραυματίσθηκε ο Ιουστινιάνης και
γυρίζοντας δίπλα του λέει στον Κωνσταντίνο, ο οποίος με τη λιονταρίσια
καρδιά του πάλευε σαν απλό στρατιώτης : «πηγαίνω μέχρι το πλοίο για να
δέσω την πληγή μου και γυρίζω αμέσως». Ο Βασιλιάς οτυ έριξε ένα βλέμμα
σαν να του έλεγε, «μη φεύγεις Ιωάννη αυτή την ώρα σε χρειάζομαι, μπορείς
ακόμα». Οι στρατιώτες βλέποντας τον Ιουστινιάνη να φεύγει δείλιασαν, αλλα
πολεμούσαν με όση δύναμη τους είχε απομείνει.
Την ίδια στιγμή οι Τούρκοι, που είχαν πλησιάσει ανακάλυψαν την ανοικτή
Κερκόπορτα και μερικοί τολμηροί μπήκαν μέσα. Ετσι βρέθηκαν στα νώτα των
Ελλήνων. Εμεταλλευόμενοι τη τύχη τους κτυπουν τους Ελληνες στ’ ακάλυπτα
σημεία, εκεί που αυτοί πίστευαν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από τους Τούρκους,
ανοίγοντας δρόμο σ’ αυτούς που έρχονταν κατόπιν.
Το απρόσμενο γεγονός προκαλεί σύγχυση στους υπερασπιστές των τειχών οι
οποίοι τώρα βάλλονται από δύο πλευρές. Οι άτακτοι που πολιορκούν το
τείχος αρπάζουν την ευκαιρία που τους δίνεται από τον πανικό της στιγμή για
να πετάξουν τους γάντζους και να σταθεροποιήσουν τις σκάλες στα τείχη.
Σαν δαίμονες άρχισαν να σκαρφαλώνουν βάζοντας μπροστά στα μάτια τους
το χέρι τους αντί για ασπίδα. «Εάλω η Πόλις»! Ο Κωνσταντίνος είχε πλέον
περικυκλωθεί από τους Τούρκους,. Καμία ελπίδα. Πάλευε, σκότωνε, δυο,
τρεις, πέντε δεν τελείωναν ποτέ. Παρακαλεί να βρεθεί κανείς Χριστιανός να
του πάρει το κεφάλι και κτυπημένος από τους Τούρκους πέφτει στο σωρό των
νεκρών.
Τούρκεψε η Πόλη!! Άνδρες, γυναίκες και παιδιά κάθε ηλικίας βρίσκοντας
μπροστά στο διψασμένο Τούρκο αποκεφαλίζονταν.
Στην Αγία Σοφία γινόταν η τελευταία λειτουργία. Η παράδοση λέει ότι, όταν
μπήκαν οι Τούρκοι και αντίκρυσαν τον παπά, άνοιξε ο τοίχος πίσω από το
Άγιο Βήμα και εξαφανίσθηκε μέσα.
Όταν η Κωνσταντινούπολη έλθει πάλι στα χέρια των Χριστιανών, ο παπάς θα
βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει η λειτουργία.
Ο Μωάμεθ καβάλα στο άλογό του, μπήκε στα τείχη.
Εβριζε λέγοντας «Πενήντα χιλιάδες πέσανε στα τρία μεγάλα γιουρούσια χωρίς
τους Γενιτσάρους και άτακτους και οι υπερασπιστές ήταν μια χούφτα»!
Τότε του ανάγγειλαν ότι οι τελευταίοι υπερασπιστές από την Κρήτη πολεμούν
κάτω από τη μόνη αετοφόρο σημαία που κυματίζει πάνω σαν Πύργο, και δεν
παραδίδονται.
Τότε ο Μωάμεθ προστάζει να τους αφήσουν και να φύγουν χαρίζοντάς τους
τη ζωή παίρνοντας μαζί και τα όπλα τους, πράγματι ήταν γενναίοι.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες λεηλάτησαν, έσφαξαν, ατίμασαν κι έσβησαν τη
δίψα τους ευχαριστημένοι, γιατί νόμιζαν ότι έκαναν το καθήκον τους.
Ήταν 29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη. Η Βασιλεύουσα δεν ήταν Ελληνική. Δεν
ήταν πια Χριστιανική. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έσβησε. Δεν έσβησε όμως η
Πίστη. Τα φώτα της μεταλαμπαδεύτηκαν στα πέρατα του κόσμου. Δεν
έσβησε ο Πόθος. Ο Παπάς που χάθηκε στο Άγιο Βήμα φοράει τα άμφια του
και κρατεί το Αγιο Δισκοπότηρο, έτοιμος να συνεχίσει τη Λειτουργία. Οι
μακρινοί απόηχοι μιας ξεθωριασμένης παραδόσεως φθάνουν στα αυτιά τους
ζωντανοί:
«Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικιά μας θα’ ναι».
Περιοδικό «Έφεδρος Αξιωματικός»
(Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 1979)