Το Ρέθυμνο του τρόμου και της πύρινης λαίλαπας

 
Η πρόσφατη φονική πυρκαγιά στην Αττική οδηγεί τη στήλη να ασχοληθεί με αντίστοιχες άσχημες στιγμές που έχει ζήσει ο δικός μας τόπος στην ιστορική του διαδρομή. Τα γεγονότα αυτά θα αντλήσουμε από το βιβλίο μου «Το Ρέθυμνο του τρόμου. Ιστορική πραγματικότητα και αστικοί μύθοι», που κυκλοφόρησε πριν από ενάμιση χρόνο από τις «Εκδόσεις Γραφοτεχνική» στη σειρά «Περιηγήσεις στην ιστορία του Ρεθύμνου», βιβλίο που έχει ουσιαστικά εξαντληθεί. Σήμερα και τις επόμενες εβδομάδες, λοιπόν, θα διαλέξουμε απ’ αυτό κάμποσες δύσκολες για την πόλη μας καταστάσεις, διαφορετικές ασφαλώς από εκείνες που είχαμε δημοσιεύσει στις Αναδιφήσεις της 26ης Μαΐου 2017, πριν από την παρουσίαση του βιβλίου και την αντίστοιχη ξενάγηση που είχαμε τότε πραγματοποιήσει. Υπενθυμίζουμε όμως ότι το βιβλίο αυτό είναι βιβλίο κίνησης και περιήγησης, οπότε το ιδανικό θα ήταν να διαβάζαμε το περιεχόμενό του μπροστά ακριβώς στα σημεία που μας υποδεικνύει ως στάσεις.
 
Οι πυρκαγιές και η πόλη μας. Από τότε που το Ρέθυμνο συγκροτήθηκε σε πόλη, αρχικά στα ασφυκτικά όρια του Castell Vecchio, κατόπιν στα ευρύτερα, του περιμετρικού τείχους, ο φόβος μιας, τοπικής αρχικά, αλλά επεκτεινόμενης στη συνέχεια, πυρκαγιάς ήταν διαρκής. Με δεδομένη την απουσία μέτρων πυροπροστασίας, είναι απορίας άξιον πώς η πόλη -ειδικά την εποχή των Οθωμανών, οπότε η χρήση ξυλείας στα οικοδομήματα επεκτάθηκε σημαντικά- δεν έγινε θεατής μιας πυρκαγιάς αντίστοιχης εκείνων που κατέτρωγαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Τούτο δεν απέτρεψε, βέβαια, τον εμπρησμό της από τον Ουλούτζ Αλή το 1571 (εικόνα), ούτε και μια μικρότερης σημασίας πυρκαγιά, στις 19 Οκτωβρίου 1900, που κατέστρεψε συνολικά 15 κατοικίες στην τότε οδό Πρίγκηπος (σημερινή οδό Παλαιολόγου).
 
17 Ιουλίου 1970, μια αποφράδα μέρα. Στη μνήμη πάντως των νεότερων έχει μείνει ζωντανή η εικόνα της πυρκαγιάς στα Πευκάκια στις 17 Ιουλίου 1970. Το μεσημέρι της ημέρας εκείνης από τα Τρία Μοναστήρια, πιθανόν από τη χωματερή που λειτουργούσε εκεί, ξεκίνησε μια φωτιά, που γρήγορα επεκτάθηκε και έφτασε στο Τίμιο Σταυρό, στου Παπά τον Πόρο, στην Τρυπητή και στον Εβλιγιά. Παράλληλα μια δεύτερη εστία άναψε στην περιοχή Γάλλου-Σωματά και κατευθύνθηκε γρήγορα προς τα βόρεια, εξαιτίας της επικρατούσας την ημέρα εκείνη δυνατής νοτιάς. Η πυρκαγιά έκαψε 15.000 περίπου πεύκα και σβήστηκε χάρη στις προσπάθειες των στρατιωτών του Συντάγματος Πεζικού, των «χωροφυλακακιών» (δόκιμων) της Σχολής Χωροφυλακής, των πυροσβεστών αλλά και των γονέων μας, που έτρεξαν στον Άη Γιάννη με κλαδιά πεύκων στα χέρια και χτυπούσαν κάθε εστία φωτιάς που ξεπηδούσε στην περιοχή των αμπελιών βορείως της εκκλησίας.
 
Ο «στρατηγός άνεμος». Οι μικρότεροι συσπειρωθήκαμε γύρω από τις μανάδες και τις παπουδογιαγιάδες μας, καταβρέξαμε όσο μπορούσαμε τους κήπους και τις αυλές μας και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς τη θάλασσα, όπου είχαμε σαφείς εντολές να καταφύγουμε. Την ίδια ώρα οι ελάχιστοι Ρεθεμνιώτες που είχαν αυτοκίνητα έφυγαν όπως όπως για τα χωριά καταγωγής τους, έχοντας προεξοφλήσει το τέλος της μικρής μας πόλης. Τελικά ο «στρατηγός άνεμος» αποφάσισε αλλιώς και η τρελονοτιά 2,5 ώρες αργότερα έπαψε να φυσάει. Έτσι σώθηκε το Επισκοπείο και το Κέντρο Νεότητας (φωτογραφία) αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του υποσταθμού της ΔΕΗ στον δρόμο προς το Πάνω Μετόχι.
 
Το αντίδωρο και η λιτανεία των καρών. Η αστική μυθοπλασία της πόλης ισχυρίζεται ότι το παράδοξο της κατάπτωσης του ανέμου οφειλόταν στον τότε μητροπολίτη Τίτο Σιλιγαρδάκη (1929-1987), που μετέβη στην εκκλησία του Άη Γιάννη και πέταξε αντίδωρο, ή κάτι τέτοιο, προς το μέρος της φωτιάς, η οποία και το σεβάστηκε και οπισθοχώρησε. Άλλοι είπαν ότι ο μακαριστός μητροπολίτης λιτάνευσε τις κάρες των Τεσσάρων Μαρτύρων, πράγμα που είναι πιο πιθανόν από το πρώτο, αφού είναι γνωστό ότι όχι μόνο δεν ήταν θρησκόληπτος αλλά αντίθετα είχε φέρει «νέο αέρα» από την Αμερική που είχε γυρίσει. Για τη φωτιά όμως αυτή περισσότερα μπορούν να διαβάσουν οι αναγνώστες σ’ ένα επίκαιρο άρθρο του Γ. Λινοξυλάκη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ρέθεμνος» τον περασμένο Ιούλιο.
 
Φωτιές στη Μικρή Αγορά και στο Μεϊντάνι. Κι άλλες πυρκαγιές έχουν μείνει στη μνήμη του Ρεθύμνου, με προεξάρχουσα εκείνη του φούρνου του Τζέληση και πιο αποκρουστική εκείνη του εμπρησμού από έναν εκδικητικό υπάλληλο του Δήμου. Τη φωτιά το 1918 στον φούρνο του Μάρκου Τζέληση (φωτογραφία) και την απίστευτη κοινωνική αλληλεγγύη που δημιούργησε έχει περιγράψει η Μαρία Τσιριμονάκη στο αντίστοιχο κεφάλαιο του «Εν Ρεθύμνω». Πολλοί θυμόμαστε επίσης την πυρκαγιά που κατέστρεψε το 1973 το κατάστημα ξηρών καρπών του Γιάννη Σιμιτζή στην οδό Παλαιολόγου, γεγονός που ενεργοποίησε και πάλι την κοινωνική αλληλεγγύη και οδήγησε στην ταχύτατη ανοικοδόμησή του.
 
Ο εμπρησμός της οικίας Κουτσουράκη. Η φωτιά εκείνη του έτους 1990 προήλθε από εμπρησμό ενός εκδικητικού υπαλλήλου, και κατέστρεψε ένα σημαντικό για το Ρέθυμνο κτήριο απέναντι από τον Άγιο Φραγκίσκο. Ήταν η οικία Μουλαμεχμετάκη, μετέπειτα Κουτσουράκη, που διέθετε ένα από τα καλύτερα κιόσκια του Ρεθύμνου. Ευτυχώς τόσο το κτήριο όσο και το κιόσκι αποκαταστάθηκαν πρότυπα από τον Μανώλη Κουνδουράκη του Κέντρου Τεχνών και Βυζαντινής Παράδοσης και είναι ανοιχτός σήμερα στο κοινό ως χώρος πολιτισμού. Παράλληλα ανεγέρθηκε από την Περιηγητική Λέσχη ο κλειστός χώρος εκδηλώσεων απέναντι από τον Άγιο Φραγκίσκο.
 
 
Αν αφήσουμε πίσω τις πυρκαγιές, θα δούμε ότι ένας άλλος, διαρκέστερος εκείνος τρόμος, είναι αυτός του θανάτου. Και κατεξοχήν τρομακτικοί χώροι του Ρεθύμνου υπήρξαν διαχρονικά τα νεκροταφεία του. Τα πλέον εκτεταμένα ήταν, φυσικά, τα μουσουλμανικά καθώς η ισλαμική θρησκεία δεν προβλέπει ανακομιδή των οστών. Τα μουσουλμανικά νεκροταφεία εκτείνονταν από τον Οίκο Παιδείας (1ο Λύκειο) στα ανατολικά, μέχρι την οδό Ηλιακάκη στα δυτικά, και από την τάφρο στα νότια του περιμετρικού τείχους, μέχρι περίπου την οδό Σάθα στα νότια. Σήμερα, ο Δημοτικός Κήπος αποτελεί τη μοναδική ανάμνηση των εκτεταμένων εκείνων νεκροταφείων, αφού δημιουργήθηκε το 1925, μετά την αναγκαστική απαλλοτρίωση, από το 1919, του δυτικότερου τμήματός τους, με -μη ομολογημένο, βέβαια- στόχο την κατάργησή τους. Μια προσεκτική ματιά δίπλα στον δυτικό αυλότοιχο του Κήπου, μας επιτρέπει να εντοπίσουμε σπαράγματα επιτύμβιων μουσουλμανικών στηλών.
 
 
Το Γερμανικό νεκροταφείο των αλπινιστών. Στον Μασταμπά συναντούμε τα υπολείμματα ενός άλλου νεκροταφείου, των 84 νεκρών του 3ου Τάγματος, του 100ού Ορεινού Συντάγματος, της 5ης Μεραρχίας Γερμανών Αλπινιστών, που έχασαν τη ζωή τους κατά τη Μάχη της Κρήτης. Το νεκροταφείο ήταν οργανωμένο σε δύο επίπεδα, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με σκάλες. Στο ανώτερο σημείο του είχε κατασκευαστεί ένα μνημείο τρόμου με τη σβάστικα, το γνωστό στο Ρέθυμνο και ως «Γερμανικό Πουλί» (ένα παρόμοιο είχε στηθεί στην κερκίδα του γηπέδου). Οι τάφοι ήταν οργανωμένοι σε «παρτέρια», που διαχωρίζονταν από τους περιμετρικούς διαδρόμους με τσιμεντένιες κατασκευές, και σημαίνονταν με ξύλινους σταυρούς. Μετά την Απελευθέρωση, ο χώρος συλήθηκε. Από το 1961, οπότε και πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των οστών, στη Μονή Γωνιάς αρχικά και στο Μάλεμε αργότερα, ξεκίνησε η σταδιακή καταπάτηση του χώρου από περιοίκους.
 
Τρεις χιλιάδες αιχμάλωτοι πολέμου. Έξω από το σημερινό 1ο Λύκειο θυμόμαστε πολλές στιγμές τρόμου, μεταξύ των οποίων και τον βομβαρδισμό του, τον Μάιο του 1941. Τα ίχνη του παρέμεναν στο κτήριο μέχρι και πριν από δύο δεκαετίες. Φρικιαστικότερο, όμως, γεγονός υπήρξε ο εγκλεισμός, στους περιβόλους του, των 3.000 περίπου αιχμαλωτισθέντων πολεμιστών, Ελλήνων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών, μετά τη Μάχη της Κρήτης. Αυτοί είχαν συγκεντρωθεί αρχικά στο κινηματοθέατρο «Έσπερος», και μεταφερθεί στη συνέχεια, διαδοχικά, στον περίβολο του 3ου Γυμνασίου-Λυκείου και σ’ εκείνον του Οίκου Παιδείας. Εκεί, πέραν των τραγικών συνθηκών κράτησης, υπέστησαν ανακρίσεις αλλά και χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά για αγγαρείες, θεωρούμενοι ως όμηροι, και όχι ως αιχμάλωτοι πολέμου, εξαιτίας του γεγονότος ότι στις τάξεις τους συγκαταλέγονταν και πολίτες.
 
 
Ο φόβος του Ποινολογίου και της Ortskommandantur. Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε, σε όσους δεν τον έζησαν, τον φόβο της αναγραφής του ονόματος ενός μαθητή στο σχολικό Ποινολόγιο, αλλά και της μείωσης της διαγωγής από «κοσμιωτάτη» σε «κοσμία» ή και σε «επίμεμπτη». Το επιχειρούμε μπροστά στο μεσοπολεμικό διδακτήριο του 2ου Δημοτικού Σχολείου. Οι πράξεις που οδηγούσαν σε εγγραφή στο Ποινολόγιο ξεκινούσαν από την απείθεια, την αυθάδεια και την απλή αντιμιλία προς τους εκπαιδευτικούς, συνέχιζαν με την απρεπή εμφάνιση και έφταναν στην εκτός σχολείου συμπεριφορά, με την παρακολούθηση όχι μόνο ακατάλληλων κινηματογραφικών ταινιών, αλλά και κατάλληλων, χωρίς όμως την απαραίτητη γονική συνοδεία. Μεγαλύτερος, βέβαια, από τον φόβο του Ποινολογίου, υπήρξε εκείνος της εισόδου στο απέναντι κτήριο, ιδιαίτερα στο υπόγειό του. Το κτήριο αυτό (σήμερα Εθνική Τράπεζα), που προπολεμικά στέγαζε την Κλινική ∆ανδόλου, είχε επιταχθεί από την Ortskommandantur, τη ναζιστική Τοπική Διοίκηση.
 
 
Εκδοτήρια εισιτηρίων για τον άλλο κόσμο. Η δυτική πλευρά της Πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων αποτελεί σημείο αναφοράς για δύο σημαντικές στιγμές τρόμου του Ρεθύμνου. Εδώ λειτουργούσε, μέχρι και τη δεκαετία του 1970, το πρακτορείο λεωφορείων Ρεθύμνου-Χανίων (ΚΤΕΥΛ ν. Χανίων και ν. Ρεθύμνης). Στη δεκαετία του 1950, ένα από τα λεωφορεία του της γραμμής προς Χανιά εξετράπη από το δρόμο, στην Ατσιπουλιανή Καμάρα, ευτυχώς χωρίς θύματα. Το διπλανό πρακτορείο, όμως, του Ε/Γ Ο/Γ Ηράκλειον της ναυτιλιακής εταιρείας Τυπάλδου, συνδέθηκε με στιγμές πραγματικής φρίκης. Τη νύχτα της 7ης προς την 8η Δεκεμβρίου 1966, εκτελώντας το δρομολόγιο Σούδα-Πειραιάς, το πλοίο βυθίστηκε βορειοανατολικά της νησίδας Φαλκονέρα, παρασύροντας στον θάνατο 278 από τους επιβαίνοντες. Οι περισσότεροι ήταν Χανιώτες, όμως αρκετοί ανάμεσά τους ήταν και οι Ρεθεμνιώτες.
 
Ο τρόμος των καπουτζήδων φυλάκων. Η Πύλη Guora της Βενετοκρατίας, η Μεγάλη Πόρτα, όπως τη λέμε σήμερα, μας παραπέμπει σε μια καταστροφή. Στις 20 Οκτωβρίου 1646, οι Αλβανοί μισθοφόροι υπερασπιστές του Ρεθύμνου (Stradioti) κινδύνεψαν να αποκλειστούν από τα οθωμανικά στρατεύματα, πολεμώντας σε χαρακώματα εκτός των περιμετρικών τειχών. Στην προσπάθειά τους να περάσουν από την Πύλη και να προστατευτούν μέσα στο τείχος, πολλοί βρήκαν τραγικό θάνατο. Η Μεγάλη Πόρτα μας υπενθυμίζει ακόμη τις μορφές των καπουτζήδων, των Οθωμανών φρουρών της, δηλαδή, που υπήρξαν ο φόβος και τρόμος των χριστιανών χωρικών και αστών που διέρχονταν από αυτήν, αλλά και των περιηγητών, οι οποίοι το επισκέπτονταν και μας άφησαν σχετικές περιγραφές. Οι φύλακες αυτοί, σε μια στιγμή ευθυμίας, το 1896, έβαλαν στόχο και δολοφόνησαν τον δάσκαλο Γεώργιο Ηλιακάκη.
 
Αλλεπάλληλες επιδημίες ευλογιάς. Ο ναός της Αγίας Βαρβάρας οικοδομήθηκε το 1885 στη θέση ενός χαμάμ, το οποίο διέσωζε την ανάμνηση ομώνυμου ναού της Βενετοκρατίας. Κατά την επιδημία, τότε, της ευλογιάς, ο μουσουλμάνος ιδιοκτήτης του πείστηκε να το πουλήσει για την οικοδόμηση του ναού της Αγίας, που θεωρούνταν προστάτιδα, χριστιανών και μουσουλμάνων, από την θανατηφόρο ασθένεια. Η τελευταία τέτοια επιδημία στην Ευρώπη σημειώθηκε σχετικά πρόσφατα, το έτος 1951 και η ασθένεια, μετά τους πάνδημους εμβολιασμούς, θεωρείται ότι έχει εξαλειφθεί από το 1980. Στο προσκυνητάρι του ναού μπορούμε να δούμε την αναπαράσταση των φρικιαστικών βασανιστηρίων που υπέστη η Αγία (μαστιγώσεις, χτυπήματα, καψίματα κ.ά.), η οποία τιμάται ως προστάτιδα του πυροβολικού -του όπλου, δηλαδή, που προκαλούσε, κατά τους παραδοσιακούς πολέμους, τα περισσότερα θύματα.
Αυτά τα τρομακτικά για σήμερα. Θα συνεχίσουμε την επόμενη εβδομάδα. Τελειώνοντας υπενθυμίζουμε στους φίλους αναγνώστες ότι εδώ και δύο εβδομάδες κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο μας της σειράς «Περιηγήσεις στην ιστορία του Ρεθύμνου», με τον τίτλο «Η Τροφή του Ρεθύμνου. Διατροφικές συνήθειες και γευστικές μνήμες». Η επίσημη παρουσίασή του θα γίνει τον προσεχή Οκτώβριο, στα πλαίσια των Ημερών Ρεθύμνου 2018. Και φυσικά θα συνοδεύεται από ξενάγηση, στους χώρους συγκέντρωσης των πρώτων υλών, προετοιμασίας και μαγειρέματος του φαγητού και κοινωνικής του κατανάλωσης.
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι Δρ Παιδαγωγικής-ιστορικός ερευνητής-συγγραφέας
strharis@yahoo.gr, 2831055031

Αφήστε μια απάντηση