Καυτερή σαν τούτες ήταν η νύχτα κείνη της 21-22 Αυγούστου του 1944.
Καυτερή και φλογισμένη, ήσυχη όμως και γαληνεμένη αν στην σκλάβα
κείνης της εποχής χώρα μας, μπορούσε η γαλήνη να’ βρει θέση.
Στα όμορφα χωριά Άνω Μέρος, Γερακάρη, Βρύσες, Δρυγιές, Καρδάκι,
Γουργούθους, Σμιλέ και Κρύα Βρύση, κανένας δεν μπορεί να μαντέψει
τη θύελλα και την οργή, το σίφουνα και την κατάρα που έρχονταν να το
ξεθεμελιώσουν.
Στου Γουργούθους επί του Εθνικού κινήματος τόσο ήσυχοι είναι, που
ένας τους μετά το μπάνιο του για πρώτη φορά για να κοιμηθεί.. Ο
γιατρός Κατσαντώνης Αντ. Ο πάντοτε προνοητικός και προβλεπτικός
αυτός πρωταγωνιστής στον εθνικό μας αγώνα παραγγέλλει στον Θείο
του Νικόλα Κατσαντώνη: Κάποια προαίσθηση με βασανίζει απόψε, εχε
έγνοια φοβούμαι κύκλωση..»
Δεν ήταν δα και τόσο σπάνιο το φαινόμενο αυτό στα ηρωικά χωριά του
Κέντρους.
Εκεί η αλήθεια, μια εθνική μυσταγωγία γινόνταν από την επόμενη της
καταλήψεως της Κρήτης. Ήταν το Πανδοχείο στην απέραντη της
σκλαβιάς Σαχάρα.
Καραβάνια τα υπολείμματα του Αγγλικού στρατού, μετά την κατάληψη,
φιλοξενήθηκαν καιρό ώσπου να διοχετευθούν. Ύστερα μόνιμο λημέρι
της Ανταριάς και της Αγγλικής υπηρεσίας. Πετρακογιώργης,
Μπαντουβάς, κι άλλες ομάδες. Τόπος επαναστάσεων, συσκέψεων και
συγκεντρώσεων. Κέντρο σχεδιασμού και τροφοδοσίας.
Τα καλοθρεμμένα σκυλιά της Γκεστάπο, που χωρίς τη βρωμερή μύτη
τους παντού, δεν μπορούσαν να μην ξέρουν τί γίνεται σε κράσπεδα του
Κέδρους. Το φρούριο τα’ χε ξεγράψει, έλεγαν κάτι φήμες τα δύστυχα
χωριά, μα κανείς δεν ήθελε να πιστέψει τη σκληρή διάδοση. Μα γιατί ,
αλήθεια, τί έκαναν πέρα από ένα καθήκον; Τα περί Κράϊπε είναι μονάχα
δικαιολογία. Η απαίσια απόφαση είχε βγει από καιρό και δε ζητούσε
αφορμή, αφού είχε τόσες αλλά περίμενε τη στρατηγική κυρίως
σκοπιμότητα:
Να καλύψει τη σύμπτυξη του εχθρού. Σ’ αυτή τη σκοπιμότητα,
εξιλαστήρια θύματα τα πιο αμαρτωλά στον κατακτητή χωριά.
Και να τους τη μοιραία εκείνη νύχτα την καυτερή! Από κάθε χαράδρα
και κορυφή δαιμονισμένοι οι Ούνοι, πάνοπλοι με φορτωμένα υποζύγια
εκρηκτικές ύλες, ορμούν στα ήσυχα χωριά. Είναι 11 η νυχτερινή και ο
δρόμο Ασωμάτων –Βυζάρι παρουσιάζει όψη πολυκίνητης λεωφόρου
μεγαλουπόλεως. Εκατοντάδες τ’ αυτοκίνητα κυλιούνται με τ’ απαίσιο
φορτίο τους. Ο δρόμος Αγ. Φωτεινής – Μέρωνος γεμάτος κι αυτός
τροχοφόρα αγριεμένα. Μετράς και χάνεις το νούμερο. Από τον δρόμο
Σπηλίου, Μελάμπων, Αγ. Γαλήνης άλλες δυνάμεις. Η Κύκλωση γενική,
μελετημένη, πετυχαίνει. Τ’ ανύποπτα χωριά μ’ ότι εκλεκτό έχουν σε
νιάτα και ζωή είναι τώρα μπλοκαρισμένα. Ετοιμοθάνατοι προσμένουν
το έναυσμα της ολοκαυτώσεως. Ο δαυλός τόσων καινούριων Γαβριήλ
με τη δυνατή του λάμψη καινούρια Αρκάδια ανακοινώνει τώρα.
Ο Πετρακογιώρης που βρισκόταν στο Μέρωνα, που κι αυτός
κυκλώθηκε, μόλις προλαβαίνει να ξεφύγει από τον κλοιό. Οι
Παπαδογιάννης, Κατεχάκης και άλλοι που με τόση μανία γύρευαν οι
Γερμανοί, μόλις καταφέρνουν να διαφύγουν χάρις στην ετοιμότητα της
κόρης του Μ. Γενεράλη. Δρανδάκη και την αυτοθυσία του γιατρού Αντ.
Κατσαντώνη που τους ειδοποιεί κρύβει τα έγγραφα και άλλα
αντικείμενα που κρατούσαν και πιάνεται ο ίδιος για ν’ απαχθεί ύστερα
απο Μερωνιανούς πατριώτες, μέσα απ’ τα μάτια των Γερμανών και να
γλυτώσει. Ξημερώνει η 22 α Αυγούστου 1944 και βραδιάζει η ζωή των
ωραίων χωριών. ..
Τα γυναικόπαιδα με τους γέρους χωρίζονται απ’ τους άλλους και
γίνονται καραβάνι προσφύγων. Επιλογή στους άλλους. Από το κάθε
χωριό τριάντα πρέπει να θανατωθούν. Εκατό σαράντα παλληκάρια
διαλέγονται με σατανική και εξαντλητική μέθοδο. Γυρεύουν
Κατσαντώνηδες, Κοκονάδες, Κουτελιδάκηδες, Αγγελάκηδες κι άλλα
ονόματα ενδόξων αγωνιστών για να διαλέξουν τους μάρτυρες. Τους
κλείνουν απομονώνοντας τους σε κάθε χωριό τους μελλοθάνατους. Κι
ουρλιάζουν και γαβγίζουν και τρέχουν και πυροβολούν και δέρνουν και
λακτίζουν οι βάρβαροι.
Πενήντα κορίτσια από κάθε χωριό και όλους τους άνδρες τους άλλους
από και 50 χρόνων και κάτω ως 15 φορτώνουν σαν υποζύγια στ’
αυτοκίνητα και τους φεύγουν. Όλος ο πλούτος, όλο το νοικοκυριό,
προίκες, χρυσαφικά, τιμαλφή, τρόφιμα, ζώα, τα πάντα λεηλατούνται
και μεταφέρονται.
Κι ενώ τα γυναικόπαιδα με κλάμα κι οδυρμούς τραβούνε με το μπόγο
τους το δρόμο του μαρτυρίου και της προσφυγιάς ζητώντας κάποιο
αποκούμπι, το σατανικό σχέδιο τ’ αφανισμού συνεχίζεται. Τα
παλληκάρια εκτελούνται, καίγονται ασπέροντα και οιμόζωντα ζωντανοί,
καινούριοι Δράκοι της λευτεριάς. Οι λεπτομέρειες, όσες υπάρχουν
ανατριχιαστικές. Δυναμίτες νάρκες, βενζίνες, αρχίζουν ν’ ανατινάζουν,
να χαλούν, να καίνε. Όλα τα σπίτι, τα σχολεία, οι βρύσες, οι εκκλησίες
ισοπεδώνονται. Τ’ Αγια Δισκοπότηρα, οι εικόνες καίγονται ή
ποδοπατούνται από τους φορείς του νέου πολιτισμού και αναστηλωτές
της Θρησκείας. Τα σκυλιά κλαίνε , τα γατιά τρέχουν, τα ζώα που
διέφυγαν φεύγουν τρέμοντας, τα κοκόρια κράζουν θρηνώδικα. Η φωτιά
απλώνει τις φλόγες της και τυλίζει και σαβανώνει. Οι εκρήξεις κι ο
γδούπος των σπιτιών που γκρμίζονται ενώνουν τοςυ τρομερούς ήχους
των στη συναυλία τούτη τη φρικώδη και πενθιμη. Μαύροι καπνοί
ανεβαίνουν στους αιθέρες. Βουβή κι αμίλητη η άλλη επαρχία ανήμπορη
ν’ αντιδράσει, παρακολουθεί το δράμα. Φήμες κυκλοφορούν πως η ίδια
τύχη περιμένει όλα τα χωριά. Ο φόβος κομπιάζει το λαιμό, το κλάμα
συγκρατιέται απ’ τον τρόμο. Η μοίρα πια, ότι γίνει..
Στη δύσμοιρη περιοχή της συμφοράς βλέπεις πένθιμες συνειδήσεις,
ομηρίες, απαγωγές, λεηλασίες, κλοπές, ομαδικούς φόνους,
ολοκαυτώσεις, φωτιά, γκρέμισμα χωριών, κλάμα και μίσους, θυσία και
δόξα, τιμή και λευτεριά. Να τι βγαίνει απ’ την 22 Αυγούστου 1944..
Ένας χρόνος από τότε! Πόσα άλλαξαν!
Τώρα πάνω στα χαλάσματα και στα ερείπια, στους άταφους καμένους
ήρωες, ήλθαν και γονάτισαν όλοι απ’ ολο το Νομό.
Ήλθαν και ένωσαν τα δικά τους δάκρυα με τα δάκρυα των πονεμένων
αλλά περήφανων συγγενών των εθνομαρτύρων.
Γιατι όλοι έκλαψαν. Και θαρρώ έκλαψαν περισσότερο αυτοί που δεν
έχουν την μεγάλη τιμή να είναι συγγενείς τέτοιων ηρώων.
ΑΝΤ. ΛΙΤΙΝΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Εφημ. «Κρητική Επιθεώρησις»
21/8/1945
Δημοσιογραφική έρευνα : ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΝΟΞΥΛΑΚΗΣ
Μορφοποίηση αρχειακού υλικού : ΝΕΛΛΗ ΛΑΔΙΑ