Το ματωμένο χρονικό της Κρύας Βρύσης μέσα από ιστορικές πηγές και ζωντανές μαρτυρίες.

Στην Κρύα Βρύση μας έφερε το ματωμένο της χρονικό. Απόψε με πρωτοβουλία του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου και υπό την αιγίδα του δήμου Λάμπης θα αναβιώσει το γεγονός που βύθισε στο πένθος όλο το χωριό μέσα από λόγο και μουσική.

Ακόμα και 63 χρόνια μετά, αιωρείται ο απόηχος της συμφοράς μέσα από συγκλονιστικές μαρτυρίες.

Εκεί στο καφενείο, της πλατείας, δίπλα στον ιερό χώρο του μαυσωλείου,ζεις το σήμερα πλάι σε υπέροχους ανθρώπους.

Ο κ. Ανδρέας Κανακάκης πρώτα πρώτα,παλιός κοινοτάρχης, με σημαντικούς αγώνες για την προκοπή του χωριού,έχει πάντα τη διάθεση να σε περιποιηθεί ο ίδιος. Κι ο καφές ακόμα από τα χέρια του. Κι ας έχει μια από τις πιο άξιες γυναίκες και νοικοκυρές που έχουμε γνωρίσει.

Ο κ. Αλέξης Λεβεντάκης επίσης που έχει τόσα να θυμηθεί για το χωριό.Και τόσοι άλλοι εκλεκτοί άνθρωποι.

Στις μνήμες αυτές θα σταθούμε. Πρώτα για να τιμήσουμε τον αξέχαστο ιστορικό του Κέντρους Σπύρο Μαρνιέρο θα πάρουμε αποσπάσματα από την καταγραφή των γεγονότων της Κρύας Βρύσης που έχει επιμεληθεί και αναφέρει τα εξής:

ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ

 

Του θανάτου ο χορός είχε αρχίσει από τον Αη Βασίλη. Τις ίδιες ώρες και την ίδια μέρα μαζί με τ’ Αμαριώτικά χωριά, άλλο ηρωικό η Κρύα Βρύση, γνώρισε την εκδικητική μανία των Ούννων. Οι Κρυοβρυσανοί, με το φημισμένο και τιμημένο μπαϊράκι σ’ όλους τους Κρητικούς Αγώνες, επανέλαβαν την ιστορία τους και στη δύσκολη εποχή της γερμανοκατοχής.

Με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση πάλεψαν δίχως ανάσα στην αντίσταση και η πατριωτική προσφορά τους κάρφος στα όμματα των ναζί, πληρώθηκε πανάκριβα. Πετάχτηκαν έξω από τις εστίες τους και τριανταπέντε επίλεκτα τέκνα της Κρύας Βρύσης έδωσαν το αίμα τους, για να ανακτήσει η πατρίδα την αξιοπρέπειά της. Οι επιζήσαντες αντίκρισαν το χωριό τους ισοπεδωμένο. Καθόλου δεν παραξενεύτηκαν. Συνέχιζαν την παράδοση των πατέρων τους, των παππούδων τους, των προγόνων τους. Ένα ακόμη ολοκαύτωμα στα τόσα της βενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας.

Θρυλικό έγινε το «Παράνομο» ραδιόφωνό τους, να διαλαλεί καθημερινά με καλοσυντονισμένο «δελτίο ειδήσεων», στ’ αγιοβασιλιώτικα και ίσαμε τον Αη Γαλήνη τα ελπιδοφόρα μηνύματα των συμμαχικών σταθμών. Να μαθαίνει σωστά ο λαός τις εξελίξεις της παγκόσμιας σύγκρουσης. Να μη ζει στο πηκτό σκοτάδι της μονόπλευρης πληροφόρησης από τη γερμανική προπαγάνδα. Οι πρώτες μαρτυρίες για το μακελειό της Κρύας Βρύσης.

προδίδουν ή να πιστοποιούν εκτελέσεις. Πέρα από αυτό οι δολοφονημένοι αποτεφρώθηκαν τελείως και δύσκολα και από καιρό εντοπίστηκε ο τόπος του μαρτυρίου. Και εδώ βέβαια οι εκτελέσεις έγιναν με πυροβόλα όπλα. Και εδώ επικεφαλής υπολοχαγός ήταν όμοιος του Gromann. Μηνύθηκε από αιχμάλωτο Γερμανό στρατιώτη για εξαναγκασμό σε εγκληματικές πράξεις στην Κρύα Βρύση"

Ο κ.Αλέξανδρος Λεβεντάκης ,ακμαιότατος παρά την ηλικία του δέχτηκε πρόθυμα να μας καταθέσει τις δικές του μνήμες από τα γεγονότα του Αυγούστου 1944. Και μας καθήλωσε με την ευφράδειά του εκεί στο καφενείο του χωριού ,λίγο πιο πέρα από το μαυσωλείο όπου είχε διαδραματιστεί το τραγικό γεγονός

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΕΒΕΝΤΑΚΗΣ: «Δεν είχαμε ενημέρωση»

Από τα πολεμικά γεγονότα της τότε εποχής, τον Αύγουστο δηλαδή του 1944,φαίνεται πως έδενε η ελευθερία σύμφωνα με τα πολεμικά γεγονότα που πληροφορούμεθα από τα συμμαχικά στρατεύματα. Και δυστυχώς ήταν ένα μεγάλο λάθος των ιθυνόντων τότε, δηλαδή των υπευθύνων διοικητών των διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων ,είτε λεγόταν ΕΑΜ, είτε ΕΟΡ, είτε δεν ξέρω γω τι.Δεν είχαμε καθοδήγηση να μας πούνε ότι «προσέχετε παιδιά, γιατί το θεριό ,λέει, όντε ξεψυχά, πρέπει να κάμει τα μεγαλύτερα κακά.» Αυτό δεν έγινε δυστυχώς. Δεν είχαμε αυτή την ενημέρωση από τους «προύχοντες» να πούμε έτσι του τόπου μας.

Και έτσι οι Γερμανοί ήρθανε εκείνη τη μέρα και μας βρήκαν να κοιμόμαστε αμέριμνοι, ότι πάει τώρα θα ελευθερωθούμε.

Δυστυχώς όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Εκείνη την ημέρα ,δυο ώρες και παραπάνω, πριν να ξημερώσει ,ακούστηκαν πυροβολισμοί ,δυο τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό.

Εγω ο ίδιος άκουσα δυο τρεις ριπές και αμέσως ξύπνησα, σηκώθηκα, ντύθηκα κάπως και προχώρησα να ξυπνήσω τ’ αδέρφια μου να τα πάρω να φύγουμε. Αλλά ο μεγάλος, ο οποίος και εκτελέστηκε, μου λέει ότι δεν είναι ανάγκη να φύγουμε αφου δεν διωκόμεθα. Αλλωστε κι άλλη φορά είχαν έρθει Γερμανοί και μας παίρνανε αλλά μας άφηναν μετά.

Και μου απαγόρευσε να φύγω. Εγω όμως δεν κοιμήθηκα. Περίμενα να ξημερώσει. Μόλις άρχισε να χαράζει η μέρα ,βγήκα και διαπίστωσα ότι το χωριό δεν έχει ακόμα κυκλωθεί. Γυρίζω και το λέω του αδερφού μου, ενώ στο μεταξύ είχα κι εγώ εγκαταλείψει την ιδέα της αναχώρησης.

Την ώρα εκείνη περνούσε από κει ο Γιώργης Μαυροτσουπάκης και μου πρότεινε να ρωτήσουμε που παίχτηκαν οι πυροβολισμοί.

Πήραμε προς τα κάτω κι εκεί στο Αγιο Βήμα ,στη δεξιά μεριά της Εκκλησίας ,κατεβαίνοντας ,μου φωνάζει η μητέρα μου «Νατσοι τσοι Γερμανούς εις τη Βίγλα». Βλέπω και κατάλαβα ότι εκινούντανε με στρατιωτικές κινήσεις με άλματα δηλαδή. Εκινούντανε με στρατιωτικά, κανονικά άλματα και προχωρήσανε να ζώσουν το χωριό.

Κι εγω βέβαια είχα καιρό να φύγω και δεν έφυγα.

Πήγα και μπήκα με κάτι άλλα ξαδέρφια μου και με τον Αντρέα που κάνει το καφενείο,σ’ ένα καταφύγιο.

Εφτάξανε οι Γερμανοί ,εζώσανε το χωριό κι αρχίσανε να μαζεύουν όλους τους χωριανούς στην πλατεία. Μόλις βεβαιώθηκαν ότι μας μάζεψαν όλους η πρώτη δουλειά ήταν να μας αφαιρέσουνε τις ταυτότητες.

Μας πήρανε τις ταυτότητες ,τις οποίες μας είχανε βέβαια αυτοί εκδώσει.

Ναι και μετά από λίγο μας βάλανε μέσα στο σχολείο ,το οποίο ήταν εδώ τότε.

Στο σχολείο όλοι γυναίκες άντρες. Μετά από μισή ώρα ζήτησαν να βγουν οι άνδρες έξω και μας οδήγησαν στην εκκλησία. Μείνανε οι γυναίκες μόνες στο σχολείο. Εβάλανε φρουρούς, εκεί πέρα στην εκκλησία, μας φρουρούσανε και μετά είπανε των γυναικών ότι «εσεις θα πάτε τώρα να πάρετε από τα σπίθια σας λίγα πράγματα(εφόδια ας πούμε -ρουχισμό-δεν ξέρω, τρόφιμα) ,γιατί το χωριό «καπούτ»θα το κάψουμε θα το πυρπολήσομενε.

Εμένα η μητέρα μου, συγκεκριμένως, ήρθενε από το ιερό, από κει πέρα από την θύρα του ιερού και μου ταπενε αυτά τα πράγματα και μάλιστα τα’ειπα και μου προφύλαξενε κάτι πράγματα του μαγαζιού : μια μηχανή ,μια ραπτκή μηχανή που την είχα ως τσαγκάρης. Τις γυναίκες αφήκανε ελεύθερες και πήγανε όντως και πήρανε ότι μπορούσανε η κάθε μια ,τα φορτώσανε στα γαιδουράκια πουχανε ,στα ελάχιστα ζώα πούχανε την ώρα εκείνη στο χωριό, τους γέρους όπως εμπορούσανε και τους πήρανε και φύγανε. Εμείς στην εκκλησία. Εκεί απέξω έχει στηθεί ένα, σαν έκτακτο στρατοδικείο, από τον επικεφαλής με το επιτελείο ντου.

Ο οποίος έμπαινε τακτικά μέσα στην εκκλησία και αναζητούσε διάφορα ονόματα. Και θυμούμαι συγκεκριμένα και φώναξε «Φώτιος Πελαντάκης- Ιωάννης Ασουμανάκης.

Του Ιωάννη Ασουμανάκη ο πατέρας ,παρουσιάστηκε και του λέει: «Αυτός είναι ο γιός μου και δεν είναι εδώ, δουλεύει σ’ ένα μετόχι, εκεί κάτω ,μαζεύει χαρούπια». Λέει «όλοι δουλειά,όλοι χαρούπια ,όλοι δουλειά ,όλοι παρτιζάνοι στο βουνό» κι έτριξε τα δόντια ντου και έφυγενε ,εβγήκε έξω.Εβγήκε ,εμπήκε κι άλλες δυο φορές μέσα κι εζητούσε διάφορα άτομα. Δεν τα θυμούμαι κι εγω τώρα. Και στο τέλος, δηλαδή κατά τη μία η ώρα, πουθενά ,δωδεκάμιση , είχαν πάρει απόρρητη διαταγή και μας απέλυσαν.

Οι δε υπόλοιποι που μειναν εδώ στο χωριό ,που ενομίζαμε εμείς ότι τους εκρατήσανε για αγγαρεία ,το ίδιο απόγευμα ,εδώ στο διπλανό που είναι τώρα το κενοτάφιο, τότε ήτονε κοινοτικό κατάστημα τους έβαλαν μέσα

και από το καταφύγιο στη Βουβάλα που είχαν καταφύγει αρκετοί χωριανοί είδαν καπνούς. Και νομίσανε ότι ήτονε ένα καταφύγιο και του βάλανε φωτιά. Αλλά δυστυχώς είχανε εκτελέσει τσ’ ανθρώπους. Και δυστυχώς ακόμα δεν υπάρχουν ενδείξεις να τους εκτελέσανε με όπλα.

Γιατί το σχολείο ήτονε δίπλα και δεν εφανήκενε ίχνος θρανίου. Και πάει να πει ότι εβάλανε θρανία μέσα ,τους βάλανε και καθίσανε ,είχανε ψεκάσει με κάποια εύφλεκτη ύλη και δώκανε φωτιά για να μην τους πάρουνε χαμπάρι για πυροβολισμούς ότι τσ’ εκτελούνε.

Ετσι κρουφτήκανε ζωντανοί. Ε, αυτή η εκδοχή δηλαδή υπάρχει,γιατί έτσι έχει εξήγηση το πράμα. Εβάλανε τα θρανία και καίγανε,καίγανε, ίσαμε να καούνε τα σώματά ντωνε καλά και την επομένη ακούσαμε εδώ πέρα εκρήξεις. Και χαλάσανε τα ντουβάρια του σπιθιού αυτού του κενοταφίου. Εχαλάσανε τα ντουβάρια και τσι πετρώσανε.Και μετά εσυνεχίσανε αυτοί εδώ πέρα και κάμανε οκτώ μέρες από τη μια Τρίτη έως την άλλη Τρίτη .Και αδειάζανε το χωριό ,ότι βρίσκανε ας πούμενε για τα εφόδια των ανθρώπων : τροφές, καρπούς, λάδια, ότι βρίσκανε ότι μπορούσανε να παίρνουνε. Ναι και τα οδηγούσανε στο Ρέθυμνο. Είχανε αποθήκες και τα πηγαίνανε και από κείνη την Τρίτη εμάθαμε ότι εφύγανε από εδώ πέρα.Εφύγανε.Και εγυρίσανε οι χωριανοί. Εγώ δυστυχώς δεν ήμουν εδώ,γιατί όπως σας είπα είχα πιαστεί και ήμουνε μέσα αλλά οι πρώτοι που ήρθαν εδώ πέρα ,δεν εγνωρίζανε τίποτα δεν εμπορούσανε να δούνε ίντα κάμανε τσ’ανθρώπους απού εδιαλέξανε.Τι έγιναν .

Κι ένας ήτονε ο Καπετάνιος ,πρώτος θείος του Θοδωρή του Πελαντάκη και είδενε εδώ πέρα μύγες,εδώ απού τσ’ είχανε σκοτωμένους είδενε κι είχενε πολλές μύγες μαζεμένες.Και λέει : «Βρε παιδιά ,εδώ τσοι ‘χουνε.»

Και σκάφτουνε λιγάκι και βγάνουνε πέτρες ,εσκάφτανε κι αρχίσανε να βρίσκουνε τσι σάρκες τωνε.Και ανακαλύψανε δηλαδή ότι εδώ είχε γίνει η εκτέλεση ".

Γύρισαν κάποτε στο χωριό οι ξερριζωμένοι και βάλθηκαν να το ανασυγκροτούν. Αναφέρει σχετικά σε μια εμπεριστατωμένη ομιλία του ο κ. Θεόδωρος Πελαντάκης επίτιμος Προιστάμενος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

ΦΟΒΕΡΕΣ ΘΥΣΙΕΣ

"Την αρχή της Ανοιξης του επόμενου χρόνου άρχισαν να σκάβουν τα ερείπια του μαρτυρικού χωριού για να το ξαναδημιουργήσουν. Με φοβερές θυσίες, στερήσεις και κόπους άρχισε να ξαναχτίζεται το χωριό, αλλα ο πόνος από το χαμό των 35 ήταν απαρηγόρητος. Ηταν απερίγραπτο το χτύπημα του χωριού από την απώλεια των 35 συγχωριανών, γιατί ολόκληρες οικογένειες σχεδός ξεκληρίστηκαν, μάνες έμειναν χωρίς παιδια, γυνάικες χωρίς τους συζύγους τους, αδέρφια χωρία τους αδερφούς τους και τα παιδιά, αρκετά παιδιά χωρίς πατέρα.

Με μεγάλο αγώνα το χωριό άρχισε να δημιουργείται από τη στάχτη. Οι χωριανοί, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, ξανάχτισαν πολλά σπίτια. Το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως έχτισε το συνοικισμό «Νέα Κρύα Βρύση», για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω. Πολλά σπίτια διατηρούνται στην κατάσταση που τα άφηκαν οι Γερμανοί, γιατί ο πληθυσμός του χωριού λιγόστεψε σημαντικά από δυο λόγους. Ο ένας είναι η εκτέλεση των 35 και ο άλλος η απομάκρυνση πολλών από το χωριό για να αναζητήσει καλύτερης τύχης σε κάποιο αστικό κέντρο ή σε κάποια άλλη χώρα.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Εύα Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση