ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
• Έργα και ημέρες του υπαίτιου της μεγάλης τραγωδίας • «Τούρκο» αποκαλούσαν οι παλιοί Ρεθεμνιώτες τον Φριτς Σούμπερτ
|
07/10/2017 της Εύας Λαδιά
Η αυριανή επέτειος της θυσίας γυναικών στην Καλή Συκιά θα είναι ένα ακόμα ανάθεμα της ιστορίας σε ένα ανθρωπόμορφο τέρας που βύθισε στο πένθος αρκετά χωριά τόσο στην Κρήτη όσο και στη Μακεδονία με αποκορύφωμα το ολοκαύτωμα στον Χορτιάτη.
Ο λόγος για τον Φριτς Σούμπερτ (γερμ.: Friedrich Schubert), Γερμανό στρατιωτικό που γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου1897και πλήρωσε για τα εγκλήματά του στις 22 Οκτωβρίου1947.
Πολλά έχουν γραφτεί για την καταγωγή του. Οι φήμες είχαν οργιάσει από το καλοκαίρι του 1941 που πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη.
Φαίνεται πως ήταν γλωσσομαθής.
Παλιοί Ρεθεμνιώτες τον θυμούνταν να κάθεται με ηλικιωμένους μικρασιάτες και να μιλάνε στα τουρκικά. Έτσι του έδωσαν το παρατσούκλι ο «Τούρκος».
Σύμφωνα με αναφορά της εφημερίδας «Ριζοσπάστης», στο φύλλο της 17 Δεκεμβρίου 1945, ο Σούμπερτ «…κατάγεται από τη Σμύρνη, αγνώστου πατρός και μητέρας τροτέζας. Παρελήφθη υπό του Γερμανικού κράτους από μικρή ηλικία και εκπαιδεύθηκε ως μηχανικός στα εργοστάσια Κρουπ…». Είχε δε ακουστεί ότι είχε ο ίδιος εκμυστηρεύθηκε σε Έλληνες ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Κωνσταντινίδης, το οποίο το άλλαξε όταν ήταν νέος και υπό την προστασία του Γερμανού προξένου στη Σμύρνη, στάλθηκε στη Γερμανία για να σπουδάσει. Επιπλέον είχε ακουστεί ότι μετά το τέλος των σπουδών επέστρεψε στη Σμύρνη, υπηρέτησε στον Τουρκικό στρατό και παρασημοφορήθηκε. Λέγεται ότι το παράσημο αυτό σε σχήμα μισοφέγγαρου το φορούσε με υπερηφάνεια. Στην «έκθεση εξαγομένου» των δικαστικών αρχών Θεσσαλονίκης της 17ης Οκτωβρίου του 1945 προτείνεται «όπως ο Γερμανός επιλοχίας Σούμπερτ Φριτς του Άντον ή Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος[…] δικασθή ως εγκληματίας πολέμου».
Νεότερες ιστορικές έρευνες αναφέρουν ότι ο Φριτς Σούμπερτ ήταν Γερμανός και γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1897 στο Ντόρτμουντ. Ήταν παντρεμένος και η σύζυγός του το 1950 απευθύνθηκε στις γερμανικές αρχές για να μάθει τι απέγινε ο άντρας της. Ο Σούμπερτ εγγράφηκε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) το 1934 με αριθμό μητρώου 3397778. Επίσης στα γερμανικά αρχεία της Βέρμαχτ βρέθηκε το στρατιωτικό του μητρώο σχετικά με την υπηρεσία του στην Ελλάδα. Δεν αναφέρεται πουθενά ότι ήταν μέλος της Γκεστάπο. Εν τούτοις, ο Γ. Κ. Κυριακόπουλος αναφέρει ότι ήταν μέλος της Γκεστάπο με το βαθμό του Unterscharführer (Δεκανέα).
Αρχή αίματος από το Όρος
Το χρονικό του αίματος στην Κρήτη ξεκινάει απ’ το χωριό Όρος του Ρεθύμνου. Οι ντόπιοι προσέφεραν μεγάλη βοήθεια και υπηρεσίες στους άγγλους στρατιώτες μέχρι να φυγαδευτούν στη Μέση Ανατολή. Κι αυτό ήταν αρκετό για τον Σούμπερτ. Στις 28 Αυγούστου του ’41 τέσσερις Γερμανοί – κι ένας Κρητικός γερμανοντυμένος – ζήτησαν να δουν τον πρόεδρο της Κοινότητας του Όρους, Παντελή Παπαδάκη.
Εκείνος, νομίζοντας πως τον ζητούσαν για υπηρεσιακούς λόγους, κίνησε να τους δει και αμέσως τον τραυμάτισαν βαριά. «Μην πάτε στο σπίτι γιατί αυτοί μπορεί να ξανάρθουν», ήταν τα τελευταία λόγια του πριν πεθάνει, ενώ της φονικής ομάδας επικεφαλής ήταν ο Σούμπερτ.
Το φθινόπωρο του 1941 ο Σούμπερτ μετατέθηκε απ’ το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο με την τριπλή ιδιότητα του στρατιωτικού – διερμηνέα – κατασκόπου για λογαριασμό πάντα της γερμανικής υπηρεσίας κατασκοπείας και αντικατασκοπίας Abwehr III.
Στην συνέχεια η δράση του Σούμπερτ τοποθετείται στον Κρουσώνα Ηρακλείου.
Εμφανιζόταν ως εντολοδόχος του ταγματάρχη Χάρμαν αλλά και αυτοτελώς με στόχο την κατάσχεση όπλων, την απόσπαση πληροφοριών για τους αντάρτες και τον νεοσύστατο τότε ΕΛΑΣ, την τρομοκράτηση των χωριών που υποστήριζαν τους αντιστασιακούς. Η περίπτωση του βοσκού Ι. Ξυλούρη ή Ξυλουρογιάννη κόβει την ανάσα: τον έδεσαν με τρίχινο σχοινί από τον λαιμό σε ένα γάιδαρο και ενώ τον τραβούσαν του έβγαλαν τα μάτια!
Άλλους τους μετέφεραν στην Αυγενική, την έδρα του Σούμπερτ, και ύστερα από άγρια βασανιστήρια τους εκτέλεσαν σε λάκκο που έσκαψαν οι ίδιοι οι μελλοθάνατοι!
Διαμαρτυρίες για το τέρας
Τα εγκλήματα του Σούμπερτ και της ομάδας του προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες των κατοίκων προς τις γερμανικές αρχές του Ηρακλείου με αποτέλεσμα ο φρούραρχος, στρατηγός Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ να διατάξει τη σύλληψή του. Τελικά όμως ο Σούμπερτ όχι μόνο αποφυλακίστηκε το φθινόπωρο του 1943, πιθανόν με παρέμβαση του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης, στρατηγού Μπρούνο Μπρόιερ, και ενώ είχε παραμείνει στη φυλακή μόλις ένα μήνα, αλλά και προήχθη από τον Μπρόιερ σε επιλοχία. Ο τελευταίος μάλιστα όταν ο πρωτοσύγκελλος Ψαλιδάκης διαμαρτυρήθηκε για την αποφυλάκιση του Σούμπερτ δήλωσε ενθουσιασμένος με το έργο του χαρακτηρίζοντας τον Γερμανό υπαξιωματικό ως έναν από τους καλύτερους του γερμανικού στρατού και δηλώνοντας ότι ήταν απαραίτητος για την ασφάλεια των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της τρομοκράτησης των κατοίκων. Την ίδια περίοδο με εντολή του Μπρόιερ ο Φριτς Σούμπερτ συγκρότησε την Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ (Jagdkommando Schubert), το ειδικό στρατιωτικό σώμα για την καταδίωξη ανταρτών. Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν γύρω στα 100 άτομα, πολλά από τα οποία ήταν Έλληνες κατάδικοι (πολλοί και για βαριά εγκλήματα-ανθρωποκτονίες κ.λ.π.) που αποφυλακίστηκαν ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στην ομάδα του Σούμπερτ. Οι άνδρες αυτοί αποκλήθηκαν από τους Κρητικούς «Σουμπερίτες».
Ένας πυρομανής με σαδιστικά ένστικτα
Η τακτική του Σούμπερτ έδειχνε άνθρωπο με διαταραγμένη προσωπικότητα, έναν πυρομανή με σαδιστικά ένστικτα. Ακόμα και οι Γερμανοί δεν άντεχαν να τον συνοδεύουν στις αποστολές του για το λόγο αυτό και είχε καταρτίσει την δική του ομάδα. Ομοίους του ανθρωπόμορφα τέρατα που διψούσαν για αίμα. Απάνθρωπα τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλαν τα θύματά τους.
Αυτή η ομάδα των αδίστακτων φονιάδων έφτασε 6 του Οκτώβρη του 1943 και στην Καλή Συκιά.
Ήταν γεγονός πως οι κάτοικοι είχαν μέχρι τότε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην αντίσταση ενισχύοντας τους αντάρτες του καπετάν Μπαντουβά με τρόφιμα και κάθε άλλη βοήθεια. Ακόμα και μικρά παιδιά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην πατρίδα.
Όπως είναι γνωστό ο αρχηγός της Κρητικής αντίστασης Μανόλης Μπαντουβάς και η ομάδα του μετά την καταστροφή των χωριών της Βιάννου είχε μεταφέρει το μετερίζι του αγώνα στο βουνό Τσιλίβδικας.
Φθάνοντας στην Καλή Συκιά οι Σουμπερίτες συγκέντρωσαν τις γυναίκες στην πλατεία και επέμεναν να τους μαρτυρήσουν τα κρησφύγετα των ανδρών τους. Οι γυναίκες αρνήθηκαν να αποκαλύψουν το παραμικρό: «Άντρες εμείς δεν έχουμε, δε μαρτυρούμε. Και να μας σκοτώσετε τίποτα δε θα πούμε» έλεγαν.
Μετά από αυτό, τις πήραν και τις πήγαν στα διάφορα σπίτια του χωριού. Έβαλαν φωτιά και με προτεταμένα τα όπλα οδηγούσαν τις γυναίκες που έμεναν σ’ αυτά για να τις σβήσουν. Φτάνοντας, τις πετούσαν μέσα ζωντανές και καίγονταν ή τις πυροβολούσαν και καίγονταν τραυματισμένες. Όσες επιχειρούσαν να βγουν έξω τις σκότωναν. Συνολικά, έκαψαν οκτώ γυναίκες από την Καλή Συκιά μεταξύ αυτών και μια έγκυο οκτώ μηνών και τέσσερις από το γειτονικό χωριό Ροδάκινο.
Ζωντανός πυρπολήθηκε κι ένας ηλικιωμένος άντρας που δεν είχε εγκαταλείψει το χωριό.
Η εικόνα της φρίκης κυριαρχεί ακόμα στα μάτια των κατοίκων που βίωσαν την τραγωδία. Και καταθέτουν τις μαρτυρίες τους στο ντοκιμαντέρ του Μανόλη Παντινάκη και Γιάννη Κανελλάκη «Πυρπόληση γυναικών στην Καλή Συκιά – Ολοκαύτωμα από Γερμανούς ναζί κατά τη διάρκεια της κατοχής».
Τα τραγικά θύματα
Θύματα της πυρπόλησης την αποτρόπαια Τετάρτη 6 του Οκτωβρίου ήταν συνολικά οι: Ευαγγελία Νικητάκη σύζυγος Στρατή Γρυντάκη 8 μηνών έγκυος, Μαλαματένια Πετράκη, Ελένη Νικητάκη, Μαρία Νικητάκη, Αργυρή Κωστάκη, Μαρία Γρυντάκη, Φωτεινή Δαμουλάκη, Μαρία Πετράκη, και από το γειτονικό Ροδάκινο οι γυναίκες Ευαγγελία Φρονιμάκη, Ευαγγελία Σταυγιαννουδάκη, Ζαμπία Γιανναδάκη και Στέλλα Καλαφάτη. Ζωντανός πυρπολήθηκε και ο γέροντας Στρατής Δαμουλάκης, που σώθηκε αρχικά αλλά ξεψύχησε αργότερα από τα καθολικά εγκαύματα που είχε υποστεί…
Το τέλος των κακούργων
Μέχρι τις αρχές του 1944 η Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ προέβη στην εκτέλεση περισσότερων από 200 ανθρώπων σε διάφορα χωριά της Κρήτης. Την Πρωτοχρονιά του 1944 μια ομάδα ανταρτών του ΕΛ.ΑΣ. που βρισκόταν στο χωριό Μεσκλά δέχθηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του Σούμπερτ. Στη διάρκεια της μάχης που επακολούθησε οκτώ μέλη της ομάδας του Σούμπερτ σκοτώθηκαν. Στη συνέχεια η γερμανική διοίκηση αποφάσισε τη διάλυση της Jagdkommando Schubert και ο Σούμπερτ με διαταγή του Μπρόιερ συνελήφθη, κρατήθηκε και χαρακτηρίστηκε ψυχοπαθής και στις 11 Ιανουαρίου του 1944 μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν έφτασε στον Πειραιά κλείστηκε αρχικά στο ψυχιατρείο. Πάντως μαζί με το Σούμπερτ φαίνεται ότι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα από την Κρήτη και ορισμένοι από τους άντρες του, γύρω στα 35 άτομα, οι οποίο τελικά, μαζί και με άλλους που στρατολογήθηκαν στην πρωτεύουσα, στάλθηκαν μαζί με το Σούμπερτ στα τέλη Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου στην Μακεδονία. Εκεί ο Σούμπερτ σύνδεσε το όνομά του με την τραγωδία στο Χορτιάτη.
Ο θύτης δήλωνε θύμα
Προς τα τέλη του Οκτωβρίου του 1944, και αφού είχε απελευθερωθεί η Αθήνα, ο Σούμπερτ με μερικούς από τους άνδρες του ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Ελλάδα και έφτασε στη Βιέννη το Φεβρουάριο του 1945. Τρεις μήνες αργότερα κατέφυγε στο Σβατς που παραδόθηκε στους Αμερικανούς στις 4 Μαΐου. Εκεί ο Σούμπερτ παρουσιάστηκε στους Αμερικανούς στρατιώτες, ισχυρίστηκε ότι το όνομα του ήταν Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης και αφού χαρακτηρίστηκε εκτοπισμένος και κρατήθηκε σε στρατόπεδο με άλλους Έλληνες, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1945 «επαναπατρίστηκε» στην Ελλάδα. Το ίδιο όνομα Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης έδωσε και στους αστυνομικούς του αεροδρομίου της Ελευσίνας που όμως δεν πείστηκαν ότι ήταν Έλληνας. Μετά την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, συνελήφθη κα μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ όπου παρέμεινε μέχρι τη δίκη του από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα.
Στις 28 Ιουλίου του 1947 ξεκίνησε στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα η δίκη του Σούμπερτ για εγκλήματα που είχε διαπράξει στη διάρκεια της κατοχής στην Κρήτη και στην Μακεδονία. Μέρος του κατηγορητηρίου είχε ως εξής:«…διότι ενήργησεν άνευ λόγου στρατιωτικής ανάγκης τας πράξεις ταύτας, αίτινες δεν εξυπηρέτουν πολεμικούς σκοπούς, ως είναι ειδικώτερον αι εκτελέσεις αθώων πολιτών και δη γερόντων, γυναικών και παίδων και […] εκ προμελέτης απεφάσισε και εσκεμμένως εξετέλεσεν ανθρωποκτονίας»…
Οι ποινές, 271 φορές σε θάνατο και χιλιάδες χρόνια κάθειρξης, συγχωνεύθηκαν στην ποινή του θανάτου.
Ο Σούμπερτ, όπως γράφει στο βιβλίο του ο Θανάσης Φωτίου, από το απομονωμένο κελί των μελλοθανάτων, τα ξημερώματα, παρέδωσε στον αρχιφύλακα να ταχυδρομήσει δύο γράμματα: το ένα στην κόρη του, που ζούσε στο Παλέρμο με τον Ιταλό σύζυγό της και το άλλο στον συνταγματάρχη Γιοχάνες Μπάργκε, κρατούμενο στις φυλακές Καλλιθέας.
Στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων, λίγο προτού μεταφερθεί στο γραφείο των φυλακών, για τα εγκλήματα στο Ασβεστοχώρι, το Χορτιάτη, τα Γιαννιτσά και αλλού, ο Σούμπερτ έκανε λόγο για «ψέματα και υπερβολές», υποστηρίζοντας πως δεν σκότωσε κανέναν, αλλά εκτελούσε απλώς διαταγές του αξιωματικού του.
Ο τυφεκισμός του στις 22 Οκτωβρίου 1947 πίσω από τις Φυλακές Επταπυργίου στην Θεσσαλονίκη ήταν ο ταιριαστός επίλογος στη ζωή ενός χασάπη και παράλληλα, ελάχιστη δικαίωση των θυμάτων σε μια Ελλάδα που παρέβλεπε σκανδαλωδώς τις κατοχικές αμαρτίες των Ναζί και των συνεργατών τους.
Ο Σούμπερτ, μέχρι και το τέλος της ζωής του, εμφανίσθηκε αμετανόητος, αλλά και φανατικά πιστός στην ιδέα της «Μεγάλης Γερμανίας» και στο νόμο της εκδίκησης, σημειώνει ο Θανάσης Φωτίου.
Τιμώντας το ματωμένο χρονικό της Καλής Συκιάς θεωρήσαμε χρήσιμο να φωτίσουμε τις σκοτεινές πλευρές του υπαίτιου της μεγάλης συμφοράς ενός ανθρωπόμορφου τέρατος που σκόρπισε τον όλεθρο όπου είχε την αρμοδιότητα να δράσει. Μια μορφή που κάθε υγιής συνείδηση καταδίκασε στο αιώνιο ανάθεμα της ιστορίας.
Και δεν είναι τυχαίο ότι αποτελούσε βρισιά και μάλιστα από τις πιο βαριές να αποκαλέσεις κάποιον εκείνα τα χρόνια «Σουμπερίτη».
ΠΗΓΕΣ:
Μάρκου Πολιουδάκη: Η αντίσταση στην Κρήτη
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (Δημήτρη Τζανακάκη) Η δίκη του Σούμπερτ
Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (17-12-1945)
Δημήτρη Ν. Μανιάτη: Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΦΑΓΕΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ
Διάφορες αναρτήσεις στο διαδίκτυο.