ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
– Ίντα ‘ναι, μωρέ, για το Θεό, κείνο το ξεμίγισμα εκειγέ στην πέρα
μπάντα; Θεόψυχά μου, ούλο το χωριό είνε εκειά, γυναίκες κι’
άντρες, μα δε γατέω γη κιανένα γάμο κάνουνε εκεινά; Ειδέ ένα
ψύκι!!
– Χαντώ πως δε θα – ν – ήσουν επά, ξάδερφε, Κωσταντή, και δεν
εμάνταρες το λοιπός, του Στελή τη μπρόβα….
– Εδά μόνο ‘ρχομαι , ζάβαλε, γιατί επήγα να ντρομιάσω τα ζευτικά
πίσω στα λαγκά, κι’ όντιμως ηύρηκα μια – ν – αντηλιάρα,
διαολόπιστη, λω, καλλιά μου ‘ναι μα τα’ αείς, να κάτσω επαδά να
λιαστώ, παρά να πάω στο χωριό να μπεκριλίζω απού μπορεί να
γενή καμιά ντραβάγια. Κ’ έκατσα, γιατί πουλές, και δα, λω, ας τα
αναμαζώξω απονωρίς, γιατί ο παντέρμος ο καιρός είνε φαρμάκι,
κι’ όμως έχασα και τη διαολόσκροφα, παρά πρέπει πως γυρέβγει
γουρούνια, και δε γατέω που διάολο εγάνταρε…, κι’ α δε μου τη
φάνε κιόλας!
– Εδά, γροικάς, τα οζά του Στελή εψοφούσανε, παρά τα’πιασε, λέει
Κέντημα κι’ ωρμήνεψεν του κιαείς διάολος μια τσαραντανία, να
πάη, λέει, να σφάξη ένα – ν – οζό και τες, να πάη λέει, να βγη στη
ντρούλα νιους πρίνου, να κόψη ένα κλαδί και τες, να το πελεκίση,
να το κάμη σουβλερό σαν το καζύκι, κι΄απάνω σε κείνο να
καρφώση την κεφαλή, και ετσά θα πάψη το κακό. Πάει, λοιπός, κι
ο καλός σου μπουνταλάς και κάνει το ετσά απού τα’ ωρμινέψανε
κι’ οντίμως, όντε – ν – εκατέβαινεν απού – ν- το πρίνο, ξεγλιστρά
και παίρνει το ίσια κάτω, και πάει και μαχιάζεται σε μια διχάλη
του πρίνου, και τσι διαόλους θελά ξαναβγή από κεια, νάχα μην –
ακούσουνε τσι φωνές, να πάνε να κόψουνε με το σάρακα τον
πρίνο! Και τουτανά’ ναι η ξεμήγηση απού θωρείς, μα θαρώ πώς,
λέει, εσακατέφτηκε κιόλας, κι’ αν το παθε και τουτονά….. οι
διαόλοι θα τον αναρράψουνε!
– Ο Θεός κ΄η ψυχή μου, οπροθές, απού περνούσανε οι – γι –
ατζικάνισες, επήγε, λέει, να του μάθουνε να δένη και να λη τα’
2
αντρόϊνα κι’ αυτές, μπεσπελί, του μάθανε και τουτηνά τη
μαστοργιά… μα γιάε και τσι τσαριντάνιδες ίντα του κάμανε!
Απού τ’ Ακτούντα
Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΟ
Ο ΤΥΠΟΣ ΤΡΙΤΗ 28 ΜΑΡΤΙΟΥ 1933 ΑΡ. ΦΥ. 276