Βρισκόμαστε στο Ηράκλειο το έτος 1870. Έχουν περάσει 4 έτη από της ολοκαυτώσεως του Αρκαδιού και μόλις εν έτος από της ταφής των σφαγιασθέντων εν τη Τραπέζη. (Είναι γνωστόν ότι ούτοι ή μάλλον τα οστά των περισυνελέγησαν και ετοποθετήθηκαν στο σημερινό κοιμητήριο τον Απρίλιο του 1869).
Έξω από το «ντουκιάνι» του Σηφογιώργη απέναντι στο σημερινό σαντριβάνι κάθουνται ο μοναχός της Μονής Αρκαδίου Συμεών Γαβράς από τους Αποστόλους, μαζύ με τους επίσης μοναχούς Παρθένιον Κανακάκην και Γεράσιμον Πικράκιν.
Οι ανωτέρω συνοδεύοντες τον Ηγούμενον Νικόδημον είχαν μεταβή εις συνάντησιν Ιεραρχών αίτινες εξεπόνισαν τον Οργανισμόν, των εν Κρήτη Ιερών Μονών.
Η ώρα περίπου 1 η συνέλευσις έχει διακόψει επ’ ολίγον δια να μεταβούν οι Ιεράρχαι με την ακολουθίαν των δια το γεύμα.
Την ώρα αυτήν εισέρχεται ένας Τούρκος αξιωματικός εις το «ντουκιάνι» του Σηφογιώργη για να πιή μια ρακή ως εσηνήθιζε πριν πάη σπίτι του για φαΐ. Καθόταν στο δρόμο που τώρα δα είναι ο ΟΤΕ Ηρακλείου.
Τη στιγμή όμως που η τσικουδιά του ήταν έτοιμη απάνω στο «τεζγιάκι» το μάτι του έπεσε πάνω στους μοναχούς, τους κοιτά με μεγάλη προσοχή και σκύβοντας στο αυτί του Σηφογιώργη τον ρωτά.
– Δε μου λες μπρε ανεκατές τουτινέ οι καλόγεροι από πούναι;
-
Απού τ’ Αρκάδι ακούω Γιουσμπασή μου πως είναι.
Χωρίς να ρωτήση τίποτε άλλο παίρνει την τσικουδιά του και πηγαίνει και καθίζει μαζί με τους μοναχούς.
-
Δεν ερώτηξα δα ανέ με θέτε στην παρέα σας μα ανέ δε με θέτε να φύγω.
Βέβαια οι μοναχοί δεν μπορούσαν να του πουν, φύγε, και έτσι αναγκαστήκανε να τον αφήσουν να κάτση μαζύ των.
Τότες γυρίζει και τους λέει.
-
Ήθελα να κατέω μπρε, και με τους τρεις σας έχω παίξει μπαλωθιές στ’ Αρκάδι;
Εις αυτόν αμέσως ο Συμεών απαντά χωρίς καν να φοβηθή ή να ανησυχήση δια την ερώτησιν του Τούρκου.
Όσκιες, εγώ μόνο ήμουνε κεια γιατί τουτοινέ οι γ’ άλλοι είναι καινούργιοι.
-
Δηλαδή του λόγου σου θα μπαλώταρες εκειά με τη ψυχή σου; κατέστω πως εμπόριες να μέχης και σκοτωμένο.
-
Ότι έγινε Γιούσμπαση έγινε έσαξετέ μας του λόγου σας μα εσάξαμέ σας και μεις.
-
Δεν είναι ετσά που το λες Παπά, γιατί άνε προλαβαίναμεν εμείς (ο τακτικός στρατός) το μακελειό κιονά δε θελά γενή. Μόνο οι χωριανοί σας, οι γειτόνοι σας, οι δικοί σας (Τουρκοκρητκοί) κάμανε ότι κάμανε. Μα και το Δημακόπουλο δεν τον εσκοτώναμεν αν δεν ανατσάρωνεν. Μας είπες καλέ πως ότι έγινε έγινε γι’ αυτό ας μην το κουβενδιάζωγε μπλειό.
Στάθηκε λίγο σκεπτικός κι έπειτα απευθυνόμενος πάλι στο Συμεών του λέει.
-
Εδά που γενήκαμε φίλοι μην αναστοράσαι πως οψές ήμαστον εχθροί μόνο ανέ θέλης έλα στο κονάκι μου να σου δώσω ένα ευαγγέλιο του Μοναστηριού σας που τ’ άρπαξα οντέ το πατήσαμενε.
-
Δε με νοιάζει να ‘ρθω μόνο γερά γερά γιατί χομενε κι άλλη δουλειά.
-
Σηκωθήκαμε όλοι κι ενώ ο Συμεών λέει του Τούρκου:
-
Προχώρα μ’ ακλουθώ σου φωνάζει τον Παρθένιο και του λέει.
-
Δεν κατέω ίντα μου γυρεύει τουτοσές ο Τουρκαλάς μα είπα του πως θα πάω και θα πάω. Πράμα ψυχανεμίζομαι θεόψυχα μου γιατί κανένα Ευαγγέλιο γή τεφτέρι δεν μας επήρανε γιατί αυτοί γυρεύανε Χρυσάφι.
Το λοιπός του λόγου σου ακλούθιε από πίσω να δης που θα μπούμενε.
Θα κάτσης απόξω να ανημένης και μη φοβάσαι γιατί βαστώ τη πιστόλα μου κι αν ακούσης μπαλοθιές ότι σου κατεβή κείνη να την ώρα κάμε.
Εξεκινήσανε λοιπόν ενώ ο Παρθένιος από απόστασι παρακολουθεί.
Φτάνουν στο σπίτι κι ο Τούρκος οδηγεί τον Συμεών σ’ ένα δωμάτιο με ονειρώδη επίπλωσι. Εκάλεσε όμως και τη χανούμισσα και συστήνοντάς της το μοναχό της λέει.
-
Ξάνοιξε δα μοναχή σου για να πιστέψης με ίντα σόι παλληκάρια εκάναμε τον πόλεμο στ’ Αρκάδι. Ξάνοιξε λεβεντιά.
(Ο Συμεών Γαβράς από τους Αποστόλους Αμαρίου ήτο πράγματι ένα παλληκάρι 38 χρονών τότε, με επιβλητικό παράστημα, με πλάτες μεγάλες, πανύψηλος, με βλέμμα αετού. Αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο εις την Κρητική Επανάσταση και απέθανε στις 8 Νοεμβρίου 1914 στη Μονή Ασωμάτων Αμαρίου).
Η Χανούμισσα με θαυμασμό τον ατενίζει και τον χαιρετά.
Τον κερνούν κανταΐφι, του προσφέρουν καφφέ και η διήγησις των πολεμικών περιπετειών των δίδει και παίρνει.
– Δε μου λες Παπά εμάθετε ίντα λογιώς εσκοτώθηκενε ο Γούμενός σας; Γιατί τότες ας ελέγανε πως αμοναχός του σκοτώθηκενε για να μην τονε πιάσωμενε.
– Δεν κατέω αγά γιατί ακόμη δεν το ξεκαθαρίσαμε μα δεν το πιστεύω γιατί ο γούμενος ήτανε παλληκάρι.
– Μια φορά παλληκαράς ήτανε κι ηφαέ μας κορμιά μα ήφαέ μας.
Η συζήτησι διεξήγετο σε πρωτοφανή φιλικό τόνο, ενώ ο Παρθένιος κάθιδρος, αγωνιών έκοβε νευρικές βόλτες απάνω κάτω, έξω από το σπίτι περιμένοντας ανήσυχος σχεδόν μαινόμενος.
Η ώρα περνούσε, η συζήτηση άρεσε στο Συμεών μα έβλεπε ότι ο σκοπός της επισκέψεως δεν εκπληρούται.
Γι’ αυτό κατά τις 4 η ώρα σηκώθηκε έτοιμος να φύγη. Αρέσει μου Αγά η κουβέντα σου μα πρέπει να μισέψω, γιατί χω και τις δουλειές μου.
Τότε ο Τούρκος αξιωματικός απευθυνόμενος στη γυναίκα του της λέει.
-
Ε άντε δα Χανούμ να κάμω το χατήρι σου να φύγη και των δυο μας ένα βάρος από πάνω μας, άνοιξε το «σεντούκι» πούναι στο μέσα οντά και φέρετο.
-
Γεμάτη χαρά η χανούμισσα τρέχει και σε λίγο επιστρέφει κρατώντας στα χέρι της με πραγματική ευλάβεια το ιστορικό λάβαρο τ’ Αρκαδιού.
-
Παρμένο τώχα Παπά μου απού τ’ Αρκάδι για ενθύμιο, κι όμως και γω κι η χανούμι μου δεν εθωρούσαμε την ώρα να το γυρίσωμε στη Μονή γιατί εκειά ναι η θέσι του και όχι μέσα στο «σεντούκι» μου.
Πάρε το, το λοιπός και πες του Γουμένου σας και των αλλωνώ Καλογέρω πως είναι και Τούρκοι καλοί ανθρώπτι κι’ όντε θα ξανάρθης στο Κάστρο πέρασε από παέ να μας σε ξαναδής.
Με απερίγραπτη χαρά ο Συμεών γονάτισε και φίλησε το Λάβαρο και τόχωσε κάτω από το ράσσο του και το παρέδωσε στο Ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής.
Το Λάβαρο αυτό βρίσκεται σήμερα σε πολυτελή κρυσταλλόφραχτη προθήκη στο Μουσείο τ’ Αρκαδιού.