ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ
ΠΑΤΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΠΙΤΕΡΗ
«Κάτω από τη σκέπη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ»
Περήφανο και μεγαλώνυμο το Αρκάδι γιορτάζει και φέτος την επέτειο της μαρτυρικής ολοκαύτωσης, της ένδοξης και ανείπωτης θυσίας του.
Σεις που ήλθατε σήμερα να προσκυνήσετε τα άγια λείψανα των ηρώων, βραδύνετε το βήμα σας και αποβάλλετε τα σανδάλια σας, γιατί ο τόπος που πατείτε είναι ιερός.
Όσο μεγάλος κι αν είσαι, πρωτοπόρος και ένδοξος στο βήμα της ζωής. Όσο πεπαιδευμένος και γλωσσομαθής αν έγινες. Όσο πιστός χριστιανός κι αν θεωρείσαι, κληρικός ή λαϊκός, γονάτισε σε τούτο το άγιο μοναστήρι και άφησε τα δάκρυά σου να τρέξουν ποταμός. Εδώ τελεσιουργήθηκε το επέκεινα της γνώσεως και της σοφίας θειότατο μυστήριο, το υπεράνω της δόξας και της τελειότητας ουράνιο δοξαστικό, το υπέρ λόγον και έννοιαν ανείπωτο μυστήριο της χριστιανικής πίστεως και αδιαμφισβήτητα μαρτυρήθηκε από τη φλόγα που υψώθηκε στα αμέτρητα βάθη του ουρανού.
Σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, στον ανεμόμυλο, την μπαρουταποθήκη και τα μαυρισμένα κελιά, στο Ναό και τη μαρτυρική τράπεζα, στους προμαχώνες και τον περίβολο της εκκλησιάς, άναψε στην επανάσταση του 1866 η κάμινος του πυρός η καιομένη που ξανάφτηκε επταπλάσια και ρίχτηκαν μέσα σ’ αυτή όχι τρεις παίδες ευσεβείς, αλλά δεκάδες και εκατοντάδες γενναίοι χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες. Και δεν κάηκαν, αλλά φυλάχθηκαν και έζησαν και τους βλέπομε σήμερα ζωντανούς, πρωτοπόρους, οδηγούς στους νέους αγώνες της ένδοξης Ελληνικής φυλής.
Ταπεινός προσκυνητής και εγώ πριν πολλά χρόνια ακολουθώντας τα γεγονότα, αξιώθηκα να σταθώ σε μέρος υψηλό και μετέωρο και παρακολούθησα νοερά τη θεία λειτουργία εκείνης της ανήκουστης νύχτας της 8ης Νοεμβρίου στον υπερούσιο και υπέρλογο Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Η λειτουργία ήταν αφιερωμένη στους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Κάτω από το μισοσβησμένο φως του κανδηλιού και τη νεκρική σιγή αυτής της νύχτας άκουσα το θεσπέσιο ύμνο του Αρχαγγέλου, από το στόμα του ιερωμένου μοναχού που κατείχε το δεξιό αναλόγιο «όπου επισκιάση η χάρις σου Αρχάγγελε εκείθεν του διαβόλου διώκεται η δύναμις… τη μεσιτεία σου λυτρούμενος ημάς».
Ένοιωσα εκείνη τη στιγμή σκίρτημα βαθύ στην καρδιά μου και στη σκέψη μου ένα παλμό ιερό. Θυμήθηκα τα αμέτρητα θαύματα του Αρχαγγέλου, που σε δύσκολες στιγμές έσωζε το γένος των Εβραίων. Είδα δυνατό, ανίκητο, υπερκόσμιο τον Ταξιάρχη να ελευθερώνει τον κορυφαίο των Αποστόλων Πέτρο από τα χέρια του αιμοσταγή Ηρώδη που του ετοίμαζε θάνατο φρικτό. Και ακούστηκε βαθιά στη θύμηση μου εκείνη η ουράνια φωνή που αντήχησε στα αμέτρητα βάθη του ουρανού «Στώμεν καλώς» και σταμάτησε η πτώση. Οι Άγγελοι έμειναν στην αιώνια θέση τους και γκρεμίστηκε στην άβυσσο ο πεσών Εωσφόρος. Περίμενα λοιπόν να ακουστεί του Αρχαγγέλου η φωνή, εκείνη τη φοβερή νύχτα της σεβάσμιας γιορτής του και θα έφευγε ντροπιασμένος ο βάρβαρος κατακτητής. Αυτά σκεπτόμουνα και με συνείχε αυτός ο λογισμός, ενώ ο ύμνος ακουόταν καθαρά «όπου επισκιάση η χάρις σου Αρχάγγελε εκείθεν του διαβόλου διώκεται η δύναμις». Έφθασε λοιπόν η ώρα του Αρχαγγέλου. Λίγο ακόμη και η φωνή του θ’ ακουσθεί, θα μιλήσει ο ουρανός, η γη θα τρέμει και θα φύγουν κατησχυμένοι οι εχθροί. Αυτή ήταν η καθολική πίστη όλων εκείνων που βρισκόταν στην Εκκλησία. Είδα σ’ εκείνη τη λειτουργία να ασπάζονται όλοι σαν πραγματικοί αδελφοί, βαπτισμένοι στη φωτιά και το μπαρούτι, και να κοινωνούν τα άχραντα μυστήρια. Και κάποια στιγμή ακούεται του Ηγουμένου Γαβριήλ η δυνατή φωνή. Αδέλφια είναι καλό να πεθαίνει κανείς για την Πατρίδα. Καλήν αντάμωση στον ουρανό.
Η αδυσώπητη νύχτα προχώρησε γρήγορα και ήλθε ημέρα σκοτεινή, συννεφιασμένη, αφώτιστη, γεμάτη μαυρίλα και καπνό. Οι Τούρκοι με την κουτσαχείλα (πυροβόλο βαρύ) που είχαν τοποθετήσει στους απέναντι στάβλους, γκρέμισαν τη δυτική πύλη, πόρτα θεόρατη με σιδερένια περιζώματα και μπήκαν βίαια στο μοναστήρι παρά την απεγνωσμένη αντίσταση των ολίγων υπερασπιστών της μονής, όσων είχαν απομείνει. Απ’ έξω από την Εκκλησία έγινε μια γιγαντομαχία. Είχαν σιγήσει τα όπλα και το λόγο πήραν τα μαχαίρια, τα σπαθιά. Ακόμη και οι γυναίκες, ένδοξες κρητικοπούλες, άφηναν κάτω τα παιδιά τους και μάχονταν σαν λέαινες πλάι στους άνδρες τους. Ο τόπος πλημμύρισε με αίμα και τα γενναία παιδιά της Κρήτης ήταν ξαπλωμένα αιμόφυρτα έξω από την πόρτα της Εκκλησίας. Όσα είχαν απομείνει ταμπουρώθηκαν στα κελιά, λίγο μολύβι ακόμη να σκορπίσουν στη βρώμικη σάρκα του αιώνιου κατακτητή. Είδα γυναίκα έγκυο να πολεμά με το σπαθί, να πέφτει νεκρή με μια φοβερή πληγή στην κοιλιά, που φάνηκε η κεφαλή του εμβρύου που κρατούσε στα σπλάχνα της. Και ένα μικρό κοριτσάκι 15 ετών που φιλονικούσαν δυο Τούρκοι αξιωματικοί ποιος πρώτος να το ατιμάσει, να κόβει με τα δόντια του τη γλώσσα του και να τους τη ρίχνει στο πρόσωπο. Και βλέπω να το αρπάζουν, να το ρίχνουν στη φωτιά ζωντανό, την ώρα ακριβώς που ο ιερέας, ένας άνθρωπος ουράνιος, κρατούσε στα χέρια του τον αμνόν, μπροστά σ’ ένα υπερούσιο και υπέρλογο Ναό και ο διάκονος απ’ έξω από την ωραία πύλη έτοιμος να κάμει την εκφώνησή του. Μα πήρε τη φωνή του εκείνη η μικρή και μέσα από τις φλόγες φώναξε «Πρόσχωμεν» και αποκρίθηκε μέσα από εκείνο τον αθεώρητο Ναό, εκείνος ο ουράνιος άνθρωπος με τη δυνατή και στεντώρια φωνή του «ΤΑ ΑΓΙΑ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ».
Τότε ακούστηκε ένας κρότος φοβερός που τράνταξε όλη τη γη. Η μπαρουταποθήκη ανατινάχτηκε. Μια φλόγα έφθασε μέχρι τον ουρανό και φωτίσθηκε ολόκληρη η οικουμένη. Έτσι μια λειτουργία μυστική που Άγγελοι και άνθρωποι τελεσιουργούσαν μαζί, εξακολουθεί να ακούεται μέχρι σήμερα και θα αντηχεί όλους τους αιώνες. Και την ακούνε όλοι οι άνθρωποι που έρχονται εδώ να προσκυνήσουν και να πιστέψουν στα δρώμενα της χριστιανικής πίστεως και στην αξία της τιμής και της ελευθερίας.
Έτσι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έκαμε την παρουσία του με ένα τρόπο μυστικό, ανυποψίαστο. Δυο τεράστια σίδερα η Κρήτη και η Ελλάδα. Προσπάθησαν πολλοί να τα ενώσουν μα δεν μπόρεσαν. Και πέρασε ο Ταξιάρχης εκείνη τη βραδιά. «Φωτιά χρειάζεται», είπε, «φλόγα αμέτρητη. Τούτα τα σίδερα αιώνια να ενωθούν». Και το θρυλικό Αρκάδι έδωσε αυτή την άσβηστη φλόγα Την είδαν όλοι οι λαοί της γης, και είπαν οι μεγάλοι και δυνατοί. Η Κρήτη είναι άξια να ζει, και πρέπει της να ενωθεί με την Ελλάδα. Και πάνω σ’ αυτά τα πυρακτωμένα από τη φλόγα σίδερα στήθηκε η γέφυρα που συνδέει τη μεγαλόνησο με τη μεγάλη μητέρα, την Ελλάδα.
Από αυτή τη γέφυρα πρέπει να περάσουν όλοι οι Έλληνες, απανταχού της γης, ενωμένοι με τη μεγάλη μάνα. Όλοι που πιστεύουν πως η Ελλάδα έχει στον κόσμο μια ιερή αποστολή. Το Αρκάδι είναι μια αναστάσιμη φλόγα, που μπορεί να ανάψει όλων τις λαμπάδες, απανταχού της γης, όσων πιστεύουν στην ελευθερία και της αιώνιες αξίες της ζωής.