ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
– Θε μου μεγαλοδύναμε μου, και πως τσι νταγιαντά η χάρις σου
κείνους, τσ’ άντρες απού, όπου κι’ αν κάτσουνε, κι’ όπου κι’ αν
σταθούνε, και στην εκκλησιά μπιλέ μου, έουνε τη σούρα και την
κακήν αθιβολή εμάς των κακομοίριδων τω γυναικώ!! Ω! απού να
καή και να ζαρώση η γλώσσα – ν – τωνε.
– Ήντα σου κάμανε, κοπελλιά μου; Ατζέμπης δε σε ντακάρανε τσι
χιονιές;
– Όϊ δα, ως κι αν πάη, δεν μπαντίδει σε μένα απ’ αυτούς μουδέ το
ώρα καλή, απού λέει ο λόγος. Μόν’ αφουρκάζου τσι κουβέντες
τωνε;
Εδά που πρόβαλενε ο ήλιος, εκαθούμουνε στο παραθύρι τ’ οντά.
Από κάτω στο ντουκιάνι, γροικά – κιαείς από κειά ότι – κι αλένε.
Λοιπός ούλην την ώρα λέγανε για τσι πονηριές τω γυναικώ
σαφής. Ήλεγεν τωνε γροικάς, ο δαιμονόγερος ο Παναγιώτης πως,
όντε – ν – ήτανε επαδά στη γης, ο αφέντης μας ο Χριστός, ήτονε
και ένας θεότυφλος άνθρωπος κ’ είχενε μια γυναίκα. Λοιπός για
να μην κάνη αγαπητικούς την ανέβαζε απάνω σε μια τραμηθέ κι’
έθετενε απάνω κι ‘ ο στραβός εκάθεντονε στη ρίζα τση τραμηθές
για να μην μπορή κιαείς να βγη και να τη βρη εκειά. Κι’ όντιμως
εκείνη ανέβαζενε απάνω πλειά ομπρός τον αγαπητικόν τζη κι ‘
εβγάνανε τα μάθια – ν – τωνε εκειδά απάνω στην τραμιθέ.
– Γροικάς λακριδιά; Λοιπός;
– Λοιπός μιαν κοπανέ, επέρνανε από κεια ο Δεσπότης Χριστός με
τσι μαθητές του, και θωρούνε γροικάς το μαριφέτι και κάνουνε
του Χριστού – για να ξεγιβεντίσουνε, λέει την κερά – λα φέη
δάσκαλε… γιάε επαέ ένα στραβό: Δος του κι’ αυτουνού τα μάθια
– ν – του.
– Θωρεί τονε κι’ ο Χριστός και του κάνει, Δούλε του Θεού… άνοιξε
τα μάθια σου και στράφου να ιδής τον ήλιο. Ντελόγο
ξεστραβώνεται και ξανοίγει ίσια απάνω και θωρεί το ζευγάρι.
Ήντα κάνεις γυναίκα ατουδά; Ποιος γουρσούζης είναι απού χεις
ατουδά; Και του κάνει κ’ εκείνη. <<Εμένα μου το είπανε, οι
μάϊσσες κ’ οι μάοι, να φιληθώ στην τραμυθιά, να ιδή ο άντρας
μου υγειάν. Λοιπός εχαλάσανε του δαιμόνου το τακίμι τη
γειτονιά απού τα γέλοια.
– Γροικάς κερά θειά’ ήντα κ’ ήταν μας σε κατασταίνουνε εμάς τω
γυναικώ, του διαόλου οι παοτρικοί;
– Από εβερντέ, μωρή παιδί μου, τουτανά σαφής είναι οι κουβέντες
τω μασκαράδω, και δε θωρούνε τα ορκά – ν – τωνε, να βάνουνε
την μούρη τωνε χαμηλά και μου δ’ εκεί.
Από τ’ Ακτούντα
Τ’ΑΝΕΖΗΝΙΟ
Ο ΤΥΠΟΣ ΠΕΜΠΤΗ 1 ΜΑΡΤΙΟΥ 1934 ΑΡ.ΦΥ. 544