TOY
Αντγου ε.α. Νικόλαου Ευαγ. Σαμψών
Το ασημένιο αφιέρωμα (τάμα) στην Μεσοχωριανή Παναγία, μας πληροφορεί ότι το Ατσιπόπουλο έλαβε μέρος στον Ελληνο – Ιταλικό πόλεμο με 15 αξιωματικούς, 32 υπαξιωματικούς και 108 στρατιώτες. Τέτοια τάματα συνήθιζαν να κάνουν με δικές τους δαπάνες οι Ατσιπουλιανοί στρατιώτες που έφευγαν στους πολέμους, από τους Βαλκανικούς μέχρι τον πόλεμο του ’40, ζητώντας την προστασία της Παναγίας:
‘’ Αγία Μεσοχωριανή, με τάματα ζωσμένη
Φύλαγε τσ’ Ατσιπουλιανούς , που είναι στρατευμένοι’’.
Οι Ατσιπουλιανοί που επιστρατεύθηκαν το 1940, κατατάχθηκαν στο 44 Σύνταγμα Πεζικού στο Ρέθυμνο. Το Σύνταγμα αυτό μεταφέρθηκε ατμοπλοϊκώς από το λιμάνι της Σούδας στον Πειραιά και απ’ εκεί σιδηροδρομικώς μέχρι τα σύνορα και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της V Μεραρχίας Κρήτης για την κατάληψη του όρους Σεντέλι και την διάνοιξη της οδού προς το Τεπελένι. Η Μεραρχία έδωσε ένα τιτάνιο αγώνα πάνω σε χιονισμένα βουνά με υψόμετρα μέχρι 1800 μ. και θερμοκρασίες -20ο Κελσίου. Κατήγαγε μια πύρρεια νίκη και οι απώλειες της έφτασαν τους 7500 νεκρούς, τραυματίες, παγόπληκτους και άλλους ασθενείς.
Ανάμεσα στους 347 πεσόντες Ρεθεμνιώτες έπεσαν και οι παρακάτω Ατσιπουλιανοί: 1.Aνθυπολοχαγός Όθων Γιαννούλης, την 14η φεβρουαρίου 1941 στην Τρεμπεσίνα.
- Δεκανέας Ιωάννης Γαγάνης και Στρ. Ελευθέριος Μυστράκης, την 15η φεβρουαρίου 1941 στο ύψωμα Πούντα Νόρντ.
- Στρ. Σπύρος Μυστράκης, την 17η Φεβρουαρίου 1941 στο ύψωμα Πούντα Νόρντ.
- Στρ. Γεώργιος Γαγάνης, εξαφανίσθηκε τον μήνα Μάρτιο στην Τρεμπεσίνα. Σύμφωνα με πληροφορίες μεταφερόταν τραυματίας στο ορεινό χειρουργείο στο οποίο δεν έφτασε ποτέ. Tραυματίες επέστρεψαν στο Ατσιπόπουλο ο Μιχάλης Δημητρακάκης και ο Αλέξανδρος Αγγελάκης.
Η μάχη στο ύψωμα Πούντα Νόρντ σε υψόμετρο 1647 μ. και στον αυχένα Μετζγκοράνης υπήρξε μια από τις φονικώτερες της Αλβανίας μετά την μάχη στο ύψωμα 731. Εκεί το 44 Σύνταγμα κατατρόπωσε τους Ιταλούς και κατέλαβε το όρος Σεντέλι αλλά με βαριές απώλειες. Δίκαια οι Κρητικοί φαντάροι σημάδεψαν το γεγονός με την μαντινάδα: ‘’ Το Πουντανόρι το βουνό και το Μετζικοράνι, έκαμαν μάνες να πονούν, παιδιά ‘στειλε στον Άδη’’.
Ο επίλογος του δράματος παίχθηκε στο Ατσιπόπουλο, που βυθίσθηκε σε βαρύ πένθος και έκλαψε πολύ για τα πέντε γενναία παληκάρια του, που έμειναν για πάντα θαμμένα στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Ο Ελευθέριος Γαγάνης πατέρας των δύο πεσόντων αδελφών ήταν ένας υπερήφανος Ατσιπουλιανός, που προσπάθησε να κρύψει τον αβάστακτο πόνο του από τους συγχωριανούς του. Σύμφωνα με μαρτυρία του εξαδέλφου του Ευαγγέλου Σαμψών, όταν πήγαινε στο κτήμα του στη θέση Καβαλούρα, έκλαιγε ασταμάτητα με λυγμούς για τον άδικο χαμό των δύο παιδιών του. Ήταν μεγάλο λάθος του τοπικού στρατιωτικού διοικητή, που έστειλε και τα δύο αδέλφια στην πρώτη γραμμή. Το ίδιο είχε συμβεί και με τα αδέλφια Σπύρο και Μανώλη Μυστράκη, που ήταν επίσης στην πρώτη γραμμή. Ευτυχώς στην περίπτωση αυτή μετά τον θάνατο του Σπύρου, ο Μανώλης μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν και επέζησε.
Όταν τα Γερμανικά στούκας τον Μάιο του 1941 βομβάρδιζαν την περιοχή του Ρεθύμνου πριν από την ρίψη των αλεξιπτωτιστών στα ανατολικά της πόλης, ο Ελευθέριος Γαγάνης είχε ανεβεί στην κορυφή ενός πλατάνου και πυροβολούσε με πολεμικό όπλο εναντίον τους. Με αυτό τον τρόπο πίστευε ότι υπερασπιζόταν την πατρίδα του και ταυτόχρονα έπαιρνε εκδίκηση για τον άδικο χαμό των δύο παιδιών του. Ο τραγικός πατέρας τελικά δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό των παιδιών του. Ο αβάστακτος πόνος και η βαρειά θλίψη του σύντομα τον οδήγησαν στον θάνατο. Η χαροκαμένη μάνα τους έζησε το υπόλοιπο της ζωής της πονεμένη χωρίς τα παιδιά της και τον σύζυγο της, μόνη μέσα στην δυστυχία της και με την στήριξη των δύο θυγατέρων της Αικατερίνης και Ελένης και των άλλων συγγενών της. Κρυφή ελπίδα της ήταν ότι κάποια μέρα θα επέστρεφε ο αγνοούμενος γιός της Γιώργης, πράγμα που δεν έγινε ποτέ.
Κάποια μέρα ο ταχυδρόμος έφτασε στο χωριό για να της παραδώσει τα χρήματα της σύνταξης για τον θάνατο των παληκαριών της. Δεν τόλμησε να κτυπήσει την πόρτα του σπιτιού της και παρακάλεσε τον γαμπρό της Νίκο Πολογιωργάκη να αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο. Εκείνος με την σειρά του παρέδωσε τα χρήματα στην σύζυγο του Αικατερίνη, η οποία τα μετέφερε στο σπίτι της μητέρας της, που με κλάματα και μοιρολόγια αρνήθηκε να τα παραλάβει. Τελικά έφυγε αφήνοντας τα χρήματα πάνω στο τραπέζι.
Όλο το βράδυ η δυστυχισμένη μάνα θρηνούσε και έσχιζε σε μικρά κομμάτια τα χαρτονομίσματα. Την επομένη το πρωί, που την επισκέφθηκε η κόρη της, διαπίστωσε τι είχε συμβεί. Προσπάθησε να την παρηγορήσει και έφυγε με την ποδιά της γεμάτη με τα σχισμένα χαρτονομίσματα.
Την τύχη των χαρτονομισμάτων είχαν και τα δύο τιμητικά διπλώματα, που είχε απονείμει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στην οικογένεια σε αναγνώριση της μεγάλης προσφοράς της προς την πατρίδα . Αυτά τα έσχισε η Αικατερίνη Πολογιωργάκη.
Οι Μυστράκηδες, που είχαν δώσει και άλλους νεκρούς κατά την διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων, θρήνησαν ακόμη δύο παληκάρια τους τον Σπύρο και τον Λευτέρη, που ακολούθησαν το παράδειγμα των προγόνων τους.
Ο Όθων Γιαννούλης ήταν ο τρίτος Ατσιπουλιανός Αξιωματικός μετά τον Ταγματάρχη Παντελή Σταγάκη και τον Ανθυπολοχαγό Γεώργιο Παπατζανή, που έπεσαν στην Μικρά Ασία, θυσία και αυτός στον βωμό της ελευθερίας της πατρίδος.
Αιωνία η μνήμη τους.
Αθήνα , 10 Σεπτεμβρίου 2018