Βαθεία νυξ εις Ρέθυμνον νεκρά σιγή απλούται
δεν παίζει με τον άνεμον η δρυς και η μυρσίνη.
Μακράν της Ίδης το βουνό αγέρωχον υψούται
και ανατέλλει αμυδρά η φθίνουσα σελήνη.
Του Αρκαδίου η Μονή ως φάσμα διοράται
Διήλθεν επ’ αυτής πνοή δεκατριών αιώνων
Κατακτηταί επέπεσαν και όμως δεν ηττάται
αλλά γενναίως και αυτόν ενίκησε τον χρόνον.
Του Αρκαδίου η Μονή σιγά πλην δεν κοιμάται,
Τα γοτθικά παράθυρα λάμπουν της εκκλησίας
του ιερέως την φωνήν το πλήθος ακροάται.
Μεταλαμβάνει της ευχής και της ευχαριστίας.
Πως τόσον πλήθος αγρυπνεί τοιαύτην ώραν μόνον
Γυναίκες τι ζητούν εκεί συσφίγγουσαι τα βρέφη;
Ολίγοι άνδρες ένοπλοι προσβλέπουσι με πόνον
το δράμα τούτο και η νυξ το παν με φρίκη στέφει.
Του Ηγουμένου η φωνή δεν τρέμει εκ δειλίας
Ο Γαβριήλ τον θάνατον γενναίως ατενίζει.
Εγκλείων έρωτα διπλούν Πατρίδος και Θρησκείας
Εις μάχην ως εις εορτήν ατάραχος βαδίζει.
Οι όλμσι εκενώθησαν κροτεί το τηλεβόλον
συρίζουσαι διέσχισαν αι σφαίραι τον αέρα
της Εκκλησίας έσεισεν ο πάταγος τον θόλον
και εις τους λόφους η ηχώ βοά βροντωδεστέρα.
Επί τα τείχη της μονής κατέπεσαν ματαίως
αι μυριάδες των σφαιρών, το έδαφος εσείσθη,
αλλ’ η Μονή κι οι Μαχηταί αντέστησαν γενναίως.
Έπεσαν πλείστοι ουδενός το θάρρος εκλονίσθη
Τρις όρμησαν, τρις άπρακτοι οι Τούρκοι υποχωρούσιν
Τρις βλασφημεί ο Μουσταφάς τον πώγωνά του σείων.
Τας φάλαγγας οι αρχηγοί με ύβρεις εξωθούσιν
και πάλιν επιπίπτουσοι μετά φωνών αγρίων.
Και ήσαν 200 οι άνδρες ούτοι μόνον,
κ’ εμάχοντο κατά εχθρών ενόπλων δυσμυρίων.
Κι είχαν γυναίκας, νήπια εν μέσω των αγώνων
κ’ εσκόπευε το όμμα των εκ της στοργής δακρύω.
Εκ των ορέων ιλαρός ο ήλιος προβαίνει
και κύματα φωτός σκορπά εν τη χλωρά εκτάσει.
Αν η σφαγή τα θύματα γελώσα αναμένει.
Ουδέ εν νέφος την φαιδράν μορφήν του θα σκιάση.
Την πύλη σημαδεύσατε αυτήν κτυπάτε μόνον!!
Και στρέφονται τα στόμια πυκνά εις εν σημείον.
Και οι αρχαίοι στρόφιγγες αυτής οι προ αιώνων
Σαλεύουσιν υπό σφαιρώ πληττόμενοι μυρίων.
Τα τάγματα συντάσσονται και προ του τηλεβόλου
αι δάδες ως νεκρώσιμος υψούνται αγγελία.
(Αλλάχ! Και σείουν αι φωναί του ουρανού τον θόλον
Αλλάχ! Αντιλαλεί πικρώς μακράν η Εκκλησία
Αλλ’ η Μονή ατάραχος τα στέρνα της ορθώνει,
είνε η σιωπή αυτής και απειλή και χλεύη
προ των οπών των παλαιστρών με κεκλιμμένον γόνυ
ο Κρης πληροί το όπλον του και τον εχρόν σκοπεύει.
Τα λείψανα των μαχητών πατώντες βεβηλούσι
οι πόδες των οθωμανών την γην της εκκλησίας.
Τα όπλα κατεστράφησαν τα τείχη δεν κρατούσι
και προσεγγίζει κάτωχρον το φάσμα της δουλείας.
Και ήδη τι δυνάμεθα; Να ανατιναχθώμεν,
ανέκραξεν ο Γαβριήλ, εμβαίνων αιφνηδίως.
Υπό τα τείχη της Μονής γενναίως να ταφώμεν
υπέρχρονος και ευκλεής μας αναμένει βίος
Ελευθερίαν δι ημάς ο κόσμος αν αρνήται,
την δόξαν δεν θα αρνηθή, ο θάνατος μας μένει.
Θαρρείτε προς τον θάνατον, προς τον Θεόν θαρρείτε.
Και εις τα βάθη της Μονής βραδέως καταβαίνει.
Σιγή, ο Τούρκος προχωρεί Ηγούμενε τον βλέπεις;
Δεν είνε εκείναι αι φωναί των δυστυχών νηπίων;
Ματαία η αντίστασις προς το όπλον στρέφεις;
Πυρ!! Εκ στομάτων άνωθεν αντήχησε μυρίων.
Ακούεις κυλιόμενον τον κεραυνόν εκείνον,
και βλέπεις νέφη χώματα και πτώματα και μέλη,
βιαίως ανυψούμενα εντός γλωσσών πυρίνων
βλέπεις πως φεύγει έντρομος των Τούρκων η αγέλη;
Πατάγου, συριγμών τριγμών η έκφρασις πληρούται,
τρέμει η χώρα, σείονται οι βράχοι οι πλησίον,
καπνού φλογώδους στρόβιλος υψούμενος ογκούται
εγκλείων την καταστροφήν, τον θάνατον εγκλείων.
Ερείπια, ερήμωσις την χώραν κατοικούσιν
εδώ εν πτώμα εν οστούν εκεί και εν κρανίον
η νυξ η δρόσος επ’ αυτών το λυκαυγές θρηνούσι
αλλά το κλέος κατοικεί επί των ερειπίων.