«Δεν ξέρω πια το όνομά μου, λέγομαι πατρίδα». Στίχος του Γάλλου ποιητή Βίκτωρα Ουγκώ, που ενσαρκώνεται μέχρι σήμερα από του αξέχαστους μαχητές της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, στους οποίους κάποτε απευθύνθηκε ο ξένος φιλέλληνας πριν από εκατόν τριάντα ένα. Τον ένα χρόνο εκείνο του 1866 ο Ουγκώ, εξόριστος στο νησί της Γκενερσέης, γνωρίστηκε με ένα θρυλικό νησί, την Κρήτη. Ο προγραμμένος συγγραφέας της «Παναγίας των Παρισίων», του «Ανθρώπου που γελά» και των «Εργατών της θάλασσας», είχε γίνει τρισένδοξος, πλούσιος και πασίγνωστος σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στον άμβωνα ενός χριστιανικού ναού είχαν βάλει τους «Άθλιους» πλάι στο στη Βίβλο. Είναι ο πρώτος που μιλάει για «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», τη σημερινή Ενωμένη Ευρώπη και αλληλογραφεί με τον Λινκολν, με τον Γαριβάλδη και τον Ζυμπρακάκη. Ναι, τον Ζυμπρακάκη! Γιατί, παράλληλα με την ποίηση και τη συγγραφική του δημιουργία, μια άλλη φοβερή τρικυμία απορροφούσε τώρα τη σκέψη και το αίσθημα του Ουγκώ. Ενώ τη διπλωματική Ευρώπη την απασχολούσανε τα κανόνια της Σάντοβας, αντιλαλήσανε ξαφνικά και τα καριοφίλια της Κρητικής Επανάστασης. Και ο Βίκτωρ Ουγκώ, φλογερός εραστής της ελευθερίας και ο πιο σταθερός και ειλικρινείς φιλέλληνας που είχαμε μετά τον Λόρδο Βύρωνα, άρπαξε τη σάλπιγγά του και βροντοφώναξε την αγάπη την αγάπη του και την πίστη του για να ενθαρρύνει τα παληκάρια της Κρήτης και να διαλαλήσει το ματωμένο αγώνα τους. Κι όταν έμαθε ότι έπεσε και το Αρκάδι με τον τρόπο που έπεσε, εκστασιάζεται, θέλει να βοηθήσει να ακουστεί η αλήθεια, που του ζητούσε με ένα γράμμα του ο Ζυμπρακάκης όταν έλεγε, σε κάποιο σημείο του, χαρακτηριστικά: « Απ’ τη γερή ψυχή σου ήρθε ένας αγέρας και στέγνωσε τα δάκρυά μας. Σ’ αυτούς, που μας αφήνουν να υποφέρουμε τόσα βάσανα και που, ωστόσο, θα μπορούσαν να μας σώσουνε, δεν θα πούμε παρά μονάχα αυτό: Δεν κατέχετε λοιπόν την αλήθειας; τον καιρό όπου δύο καράβια, ένα αγγλικό και ένα Ρούσικο, ξεμπαρκάρανε στον Πειραιά κάμποσες φαμίλιες μας, έτυχαν εκεί μερικοί ξένοι. Αυτοί είδανε με τα μάτια τους πως δεν είχαμε μεγαλοποιήσει τα παθηματά μας. Ποιητή, είσαι φως και φετάς. Σ’ εξορκίζουμε, φώτισε κείνους που οι απατεώνες διαβάλουνε εναντίον στην άγια υπόθεσή μας….».
Ο Ουγκώ ξαναγράφει άλλο είδους γράμμα ενημέρωσης και διαμαρτυρίας προς τους Ισχυρούς της Γης. Ένας λόγος χειμαρρώδης , που έμελλε να μείνει σαν αθάνατο δείγμα συμπαράστασης ενός φίλου. Μερικά από τα λόγια του ήταν τα εξής:
Υπακούω σ’ εντολή που έρχεται από πάνω, γράφοντας αυτές τις γραμμές. Σ’ εντολή που τη στέλνει η αγωνία. Πήρα ένα γράμμα απ’ το στρατόπεδο των επαναστατών χρονολογημένο από τον Ομαλό της επαρχίας Κυδωνιάς, καταμεσής στα ειρίπια γραμμένο, ανάμεσα σε νεκρούς, ανάμεσα στην τιμή και στην Λευτεριά. Έχει την επιγραφή: « Ο κρητικός λαός στο Βίκτορα Ουγκώ». Αυτό το γράμμα λέει: « Ξακολούθα ο,τι αρχίνησες.» Ξακολουθάω και αφού το θέλει η Κρήτη που ξεψυχάει, ξαναπαίρνω το λόγο. Το γράμμα έχει την υπογραφή: Ζυμπρακάκης. Ο Ζυμπρακάκης είναι ο ήρωας αυτής της επανάστασης, όπως ο Τσιριντάνης είναι ο δότης της.
Θέλουν να μάθουν που βρισκόμαστε στην Κρήτη; Να τα γεγονότα. Η επανάσταση δεν πέθανε. Της πήρανε τον κάμπο, μα κρατάει στα βουνά. Γιατί επαναστάτησε η Κρήτη; Γιατί ο Θεός την έφτιαξε ομορφότερη απ’ όλες τις χώρες του κόσμου κι οι Τούρκοι ποιο δύστυχη απ’ όλες. Γιατί έχει καρπούς και γεννήματα και δεν έχει εμπόριο. Έχει πολιτείες χωρίς δρόμους, χωριά δίχως στράτες, λιμάνια χωρίς ταρσανάδες, ποτάμια χωρίς γεφύρια, παιδιά χωρίς σχολεία, έχει δικαιώματα χωρίς νόμους, έχει ήλιο και δεν φωτίζεται μέσα στης Τουρκιάς το πηχτό σκοτάδι. Επαναστάτησε γιατί η Κρήτη είναι Ελλάδα κι όχι Τουρκιά. Γιατί και συ, Γαλλία , θα επαναστατούσες!
Η Κρήτη επαναστάτησε κι έκαμε άγια. Και να τα’ανδραγαθήματα της. Ως τις τρεις του Γενάρη, έδωσε τέσσερις μάχες με τρεις νίκες. Στον Αποκώρονα, στο Βαφέ, στου Σελίνου το κάστρο. Μα είχε και ένα ουρανόφεγγο ολοκαύτωμα. Στο μοναστήρι του Αρκαδιού, που το’ χτισε ο Ηράκλειος, δεκάξι χιλιάδες Τούρκοι πολεμάνε εκατόν πενήντα εφτά άνδρες και τριακόσιες σαράντα τρείς γυναίκες και παιδιά. Το Τούρκικο ασκέρι έχει εικοσιέξι κανόνια και δύο οβούζια. Οι Έλληνες κρατάνε μονάχα διακόσια σαράντα τουφέκια. Δυο μερόνυχτα βαστάει ο πόλεμος. Το μοναστήρι κόσκινο από τις διακόσιες μπόμπες. Ένα τειχί τινάχτηκε κι οι Τούρκοι χύνονται μέσα. Οι Έλληνες παλεύουν ακόμα έξι ώρες από κελί σε κελί κι από σκαλί σε σκαλί. Δύο χιλιάδες κουφάρια είναι στοίβα στην αυλή. Η στερνή αντίσταση λυγάει. Μυρμήγκια οι Τούρκοι νικητές πλημμυράνε το μοναστήρι. Δεν απομένει παρά ένα δώμα φραγμένο, όπου βρίσκεται η μπαρουταποθήκη και σ’ αυτό το δώμα, τριγυρισμένος από γυναικόπαιδα, ένας παπάς, ο ηγούμενος Γαβριήλ προσεύχεται. Έξω πέφτουνε στην μάχη οι πατεράδες και οι άντρες. Μα να μη σκοτωθούνε και να ζήσουνε, θα ήταν η πιο τρανή κακοτυχιά για τις γυναίκες και τα παιδιά που θα συρθούνε σε δύο χαρέμια. Την πόρτα την πελεκάνε οι Τούρκοι με τσεκούρια. Τώρα θα τηνε σκίσουνε και θα πέσει. Ο γέροντας παίρνει ένα κερί που καίει, απλώνει τη ματιά του πάνω στις γυναίκες αυτές και σ’ αυτά τα παιδιά, γέρνει τη φλόγα του κεριού πάνω στο μπαρούτι και τους σώζει. Μια τρομερή επέμβαση , η έκρηξη, στυλώνει τους νικημένους, η αγωνία γίνεται θρίαμβος και αυτό το ηρωικό μοναστήρι που πολέμησε σαν κάστρο, πεθαίνει σαν ηφαίστειο.
Αυτά είναι τα γεγονότα. Τι κάνουν οι πολιτισμένες κυβερνήσεις; Τι καρτεράνε; Μουρμουρίζουν. Υπομονή, το συζητάμε. Το συζητάτε! Μια λέξη θ’ ασωνε το λαό αυτό. Και μια λέξη της η Ευρώπη τη λέει γρήγορα. Πέστε τη. Μα όχι. Σωπαίνουνε και θέλουνε βουβά να’ ναι όλα. Απαγορεύεται να μιλάς για την Κρήτη. Αυτό είναι το πρεπούμενο. Ενάντια σ’ ένα μικρό λαό συνωμοτούνε έξι ή εφτά μεγάλες δυνάμεις. Ποια είναι η συνωμοσία αυτή; Η συνωμοσία της σιωπής. Μα τ’ αστροπελέκι δεν είναι βουβό… και στη γλώσσα του Βίκτωρα Ουγκώ, το λένε ξανά και ξανά επανάσταση.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΠΙΤΖΑΚΗΣ