ΤΟ ΑΝΩ – ΜΕΡΟΣ (ΚΑΙ ΟΙ ΔΡΥΓΙΕΣ)

 

 

Του κ. ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΜΙΧ. ΜΑΝΟΥΡΑ

                                                                                       Δικηγόρου

 

I

Το Άνω – Μέρος είναι ένα από τα πιο γραφικά ριζίτικα κεφαλοχώρια της Κρήτης, με 350 περίπου μόνιμους κατοίκους. Βρίσκεται κτισμένο αμφιθεατρικά, σε υψόμετρο 600 περίπου μέτρα, πάνω σε μια από τις βορειοανατολικές πλαγιές του όρους Κέντρος, με θέα – την πιο πανοραμική από οπουδήποτε αλλού – το γέρο Ψηλορείτη. Γύρω από τον οικισμό υπάρχουν πολλές πηγές και πυκνή βλάστηση. Έχει κλίμα υγιεινό και το καλοκαίρι είναι δροσερό, ακόμα και στους πιο ζεστούς μήνες. Οι συνθήκες αυτές κάνουν τη διαμονή στο Αμαριώτικο τούτο Κεφαλοχώρι πολύ ευχάριστη.

Συνδέεται οδικά με την πόλη του Ρεθύμνου ( απόσταση 50 χλμ.) και με το παραθαλάσσιο χωριό – τουριστικό κέντρο των νότιων ακτών της Κρήτης Αγία Γαλήνη ( απόσταση μόλις 27 χλμ.). Αποτελεί την έδρα της ομώνυμης Κοινότητας της Επαρχίας Αμαρίου του Νομού Ρεθύμνης. Η κοινότητα του Άνω – Μέρους περιλαμβάνει άλλους δύο οικισμούς: τις Δρυγιές, δυτικά σε 4 χλμ. Οδική απόσταση και το Χωρδάκι, ανατολικά σε 4 χλμ.

Η  κοινοτική περιφέρεια έχει έκταση 21 τ. χλμ. Και συνορεύει με τις κοινοτικές περιφέρειες: ΒΑ Πετροχωρίου και Βιζαρίου, ΝΑ Αγίου Ιωάννου και Αγίας Παρασκευής, ΒΔ βρυσών και ΝΔ Ορνέ – Αγίου Βασιλείου.

Στη περιφέρεια της Κοινότητας βρίσκεται και το ερειπωμένο παλιό Μοναστήρι της Καλόειδαινας, σε μικρή απόσταση από το Κεφαλοχώρι που καταστράφηκε από τους Τούρκους τον Οκτώβριο του 1823. Από το Μοναστήρι σώζεται η Εκκλησία του, μια σπάνια βασιλική με (δυτικό) τρούλο που ήταν τοιχογραφημένη. Είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα Χριστού. Την ημέρα της γιορτής της (6 Αυγούστου) κάθε χρόνου γίνεται, μετά την λειτουργία, μεγάλο πανηγύρι δίπλα στη δροσερή πηγή της τοποθεσίας της Καλόειδενας που συνεχίζεται τις βραδινές ώρες στο χωριό. Οι Ανωμεριανοί θεωρούν την Καλόειδενα το Ιστορικό Σύμβολο της περιφέρειας τους 1 .Οι κάτοικοι της κοινότητας απασχολούνται με τη γεωργία (κυρίως ελαιοκαλλιέργεια και αμπελοκαλλιέργεια) και την κτηνοτροφία. Είναι φιλόξενοι, ευγενικοί, αξιοπρεπείς, υπερήφανοι, γενναίοι, σεμνοί, εργατικοί και διατηρούν[1] ακόμα τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα τους.

Ο πληθυσμός και των τριών οικισμών της Κοινότητας Άνω – Μέρος υπολογίζεται σήμερα σε 450 περίπου μόνιμους κατοίκους.

Στη περιοχή της Αθήνας είναι εγκαταστημένοι 400 Ανωμεριανοί, Δρυγιανοί και Χωρδακιανοί και 200, περίπου, στο Ρέθυμνο, στις άλλες πόλεις της Κρήτης και της υπόλοιπης Ελλάδας.

Η εξέλιξη του πληθυσμού των τριών οικισμών της Κοινότητας, σύμφωνα με γνωστά ιστορικά στοιχεία και τις επίσημες (και ανεπίσημες) απογραφές, φαίνεται από τον αμέσως πιο κάτω πίνακα:

Στοιχεία

του έτους

Άνω Μέρος Δρυγιές Χωρδάκι Σύνολο

κατοίκων

Κοινότητας

Νόμιμος

Πληθυσμός

Κοινότητας

1583 63 _ 42 331 _
1831 200 28 32 260 _
1866 275 ; ; ; _
1881 441 61 68 570 _
1894 480 72 100 652 _
1900 533 92 68 693 _
1913 ; ; ; 650 _
1920 490 83 77 650 ;
1928 557 94 77 728 ;
1940 572 93 79 744 829
1942 593 99 93 785 _
1951 463 90 96 649 786
1961 455 79 88 622 ;
1971 333 59 52 444 687

 

 

ΙΙ

 

Εξακριβωμένα στοιχεία για την εποχή που οικίστηκε πρώτη φορά το Άνω – Μέρος δεν μας είναι γνωστά. Η τοπική προφορική παράδοση μας πληροφορεί μόνο πώς «το παλιό χωριό ήταν στο Βεργιακό». Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται ΒΑ από το Άνω – Μέρος και περιλαμβάνει στη σημερινή κοινοτική περιφέρεια του. Στο Βεργιακό διακρίνονται ίχνη παλαιού οικισμού και στη θέση « στου Μιχάλη τη βρύση» υπάρχουν τα ερείπια της εκκλησούλας του Αϊ – Αντώνη.

Τα τοπωνύμιο Βεργιακό αναφέρεται στα γνωστά Ενετικά έγγραφα του Barozzi 1577 Veriaco και Castrofilaka1583 – Meriaco ( προφανώς από λανθασμένη αντιγραφή) όχι όμως και στου Basilikata 1630, ενώ και στα τρία αυτά έγγραφα, αναφέρονται το Άνω – Μέρος, το Χωρδάκι και ο Κ ε ν τ ο υ κ λ α ς, άλλη τοποθεσία ΒΔ από το χωριό που περιλαμβάνεται στη κοινοτική περιφέρεια. Εκεί βρίσκεται και ένα μικρό τοιχογραφημένο εκκλησάκι του Άι – Νικόλα, κοντά σε πηγή νερού.

Στην απογραφή του Castrofilaka 1583 το Βεργιακό εμφανίζεται με 141 κατοίκους, ο Κεντουκλάς με 85, το Χωρδάκι με 42 και το Άνω – Μέρος με 63.

Οι Δρυγιές δεν αναφέρονται στα τρία αυτά έγγραφα γιατί είναι νεώτερος οικισμός που, σύμφωνα με τη παράδοση, οικίστηκε μετά τη λήξη της Επαναστάσεως του 1821, από κατοίκους του Κεντουκλά.

Από γραπτές μαρτυρίες είναι γνωστό ότι το 1254 και αργότερα, παραχωρήθηκαν σε μέλη της οικογένειας Βαρούχα και σε μέλη του κλάδου της με το επώνυμο ( τότε παρώνυμο ) Μακρυμάλλη, τα φέουδα Μοναστηράκι με την Αγία Άννα και ο Σμιλές. Τα χωριά Άνω – Μέρος, Κεντουκλάς, Βεργιακό και οι κτηματικές περιφέρειες τους, που βρίσκονται σχετικά κοντά στο Σμίλε, Βρύσες, και Άνω – Μέρος, φέρουν το επώνυμο Βαρούχας και στο Μοναστηράκι το επώνυμο Μακρυμάλλης. Είναι επομένως πιθανότατο, αν όχι βέβαιο, ότι οι πρώτοι οικιστές, οι δημιουργοί του Άνω – Μέρους να ήταν μέλη της οικογένειας Βαρούχα.

Ειδήσεις από γραπτές πηγές για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας σχετικές με το Άνω – Μέρος ή τ’ άλλα χωριά της περιφέρειας του δεν μας είναι γνωστές. Από τη προφορική παράδοση γνωρίζομε ότι δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι στο Άνω – Μέρος ούτε εξισλαμίσθηκαν Ανωμεριανοί. Μια τέτοια απόπειρα που έγινε σε κατοίκους άλλου μικρότερου συνοικισμού, στο Μετόχι Σταλός, εξουδετερώθηκαν έγκαιρα.

Στη περιφέρεια Αμαρίου τα επαναστατικά γεγονότα του Μεγάλου Αγώνα του 1821 άρχισαν τον Ιούνιο του έτους εκείνου.

Οι Τούρκοι που κατοικούσαν στα Αμαριώτικα χωριά πήγαν τις οικογένειές τους στο Ηράκλειο για να τις προστατεύσουν από επιθέσεις των Ελλήνων και μετά συγκεντρώθηκαν στο Βαθιακό για να αντιμετωπίσουν τους Επαναστάτες πιο αποτελεσματικά.

Από την προφορική παράδοση είναι γνωστό ότι στην αρχή της Επαναστάσεως το Άνω – Μέρος είχε «δεκαεπτά (17) τουφέκια».

Στους πολεμιστές του Άνω – Μέρους συμπεριλαμβάνονταν και οι νεώτεροι σε ηλικία καλόγεροι του Μοναστηριού της Καλόειδαινας.

Τα πιο γνωστά πολεμικά γεγονότα στην Επαρχία τα πρώτα χρόνια (1821 – 1923) της Επαναστάσεως είναι η συμμετοχή των Αμαριωτών στην εξόντωση του Γετιμαλή στο Αρκάδι στα μέσα Ιανουαρίου του 1822, και στη νικηφόρα μάχη κοντά στο Φουρφουρά και Βιζάρι στο τέλος του πρώτου δεκαήμερου του Φεβρουαρίου του 1822. Επίσης, έλαβαν μέρος στην εξόντωση της Τουρκικής φρουράς Βαθιακό από το Τμήμα του Αντωνίου Μελιδόνη πού τον σκότωσε στο Μοναστηράκι στις 2 Μαρτίου 1822 ο Σφακιανός αρχηγός Ρούσος Βουρδουμπάς.

Η ασφάλεια που πρόσφερε στους Επαναστάτες η γεωγραφική θέση της Επαρχίας, η διαμόρφωση του εδάφους της και η ανυπαρξία Τούρκων κατοίκων στα χωριά της, ήταν ασφαλώς η αιτία που το Διοικητικό Συμβούλιο του Αρμοστή Τομπάζη την επέλεξε τον Ιούνιο του 1823 για να εγκατασταθεί η έδρα των γενικών διοικητικών αρχών της Κρήτης στις βρύσες Αμαρίου.

Τότε, μετά τη «Συνέλευση» της Αρκούδαινας 26-27 Ιουλίου 1823, διορίστηκε Έπαρχος Αμαρίου ο Θεοχάρης Κουγιουμτζόγλου ( γνωστός αργότερα ως Αγαθάκης) και γενικός γραμματέας του επαρχείου ο Άγγελος Παλαιολόγος, που έφθασαν στη Μονή Ασωμάτων στις 4 Ιουλίου 1823 και ανάλαβαν αυθημερόν τα καθήκοντα τους.

Μετά από δύο ή τρεις μέρες ο Θ. Κουγιουμτζόγλου, πρώτος έπαρχος ελληνικής διοικήσεως της περιφέρειας Αμαρίου, πήγε στον πλάτανο με το γενικό γραμματέα του, όπου είχε προκαλέσει τους « καπετάνιους» και «στρατιώτες» των χωριών της Επαρχίας που συγκροτούσαν 12 σώματα ( μπαϊράκια) για να εκλέξουν, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του νέου διοικητικού οργανισμού της Κρήτης, τους δύο «επιστάτες» των «προσόδων» και των «εξόδων του Αμαρίου.

Στα τέλη του θέρους ή στις αρχές του φθινοπώρου του έτους έγιναν οι άτυχες για τους Έλληνες μάχες στις Αμουργέλες και στη Γέργερη.

Από τη προφορική επίσης παράδοση στο Άνω – Μέρος είναι γνωστό ότι στις μάχες αυτές πολέμησαν και πολλοί Ανωμεριανοί μαζί με καλόγερους της Καλόειδαινας που συγκροτούσαν φαίνεται ένα από τα 12 «μπαϊράκια» του Αμαρίου [2]. Αρχηγός τους ήταν ο ηγούμενος της Καλόειδαινας Βαρούχας που σκοτώθηκε μαζί με άλλους Ανωμεριανούς και Καλοειδονιώτες μοναχούς στις μάχες αυτές.

Το όνομα του Βαρούχα δεν είναι γνωστό. Πιθανότατα είναι ο Παγκράτιος, που το όνομα του αναφέρεται σε ένα ιερατικό άμφιο που βρέθηκε στο τάφο της Εκκλησίας της Καλόειδαινας, όπου θα μεταφέρθηκε από τους συντρόφους του για να ταφεί το λείψανο του στη Μονή της μετάνοιας του.

Οι επιχειρήσεις του Τουρκικού στρατού με επικεφαλής τον Χουσεΐν συνεχίστηκαν μετά τις μάχες στις Αμουργέλες και στη Γεργέρη με καταδιώξεις των Ελλήνων στη Μεσαρά.

Στις αρχές Οκτωβρίου του 1823, όπως γράφει ο Κριτοβουλίδης, ξεκίνησε ο στρατός του Χουσεΐν από τη αγία Βαρβάρα για το Αμάρι. Μπήκε από την Αμπαδία, προχώρησε χωρίς να βρει αντίσταση στο Φουρφουρά, Βιζάρι, Μπισταγή, Μέρωνα και κατέστρεψε τα χωριά αυτά και τη Μονή Ασωμάτων. Σκότωνε όσους συναντούσε στο δρόμο του. Κοντά στο Αμάρι έσφαξε πολλά γυναικόπαιδα που δεν πρόλαβαν να φύγουν προς το Σμιλέ και το Χωρδάκι. Τότε ένα τμήμα του στρατού του Χουσεΐν πέρασε από το Γερακάρι και τις Βρύσες. Πήγε στο Άνω – Μέρος 50 οικογένειες, όλες χριστιανικές. Ο ίδιος περιηγητής αναφέρει ότι τότε (1834) το Άνω – Μέρος ήταν «πρωτεύουσα» της Επαρχίας Αμαρίου.

Το Άνω – Μέρος, δηλαδή ανασυγκροτήθηκε γρήγορα από την καταστροφή του 1823. Το Μοναστήρι της Καλόειδαινας όμως δεν ανασυγκροτήθηκε, γιατί δεν επέζησαν καλόγεροι να αναλάβουν την ανοικοδόμησή του. Τα εισοδήματα από τα κτήματά του διατέθηκαν για την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας της Σχολής που λειτουργούσε στο Μοναστηράκι. Το 1850 τα υπόλοιπα μοναστηριακά κτήματα πουλήθηκαν και το τίμημα τους χορηγήθηκε για τη Σχολή αυτή της Επαρχίας Αμαρίου και έτσι διαλύθηκε το ένδοξο Μοναστήρι.

Στην Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 οι Ανωμεριανοί έλαβαν μέρος με Αρχηγό τον Αναγνώστη Κατσαντώνη. Μόλις έμαθαν στην Καλόειδαινα όπου βρισκόταν συγκεντρωμένοι, την πολιορκία του Αρκαδίου έτρεξαν αμέσως να βοηθήσουν. Δύο μέρες πολέμησαν γύρω από το Ιστορικό Μοναστήρι. Η πολεμική δράση των Ανωμεριανών στη διάρκεια της Επαναστάσεως του 1866 αποτέλεσε την αιτία της δεύτερης καταστροφής του χωριού τους από τους Τούρκους.

Ο Εμμ. Γενεράλις γράφει το 1901 σχετικά για το Άνω – Μέρος ότι «ελογίζετο μεταξύ των πρώτων της επαρχίας ( Αμαρίου ) χωριών και η σημαία του πάντοτε τετιμημένη και νικηφόρος επανήρχετο εκ των μαχών. Ιδία δε το 1866 έκλεισε το Άνω – Μέρος αναδείξαν τον οπλαρχηγόν του Κατσαντώνην, δια το θάρρος και την στρατιωτικήν σύνεσιν, ένα εκ των διακρινομένων Καπετάνιων της τότε επαρχίας και Νομού».

Και στις επόμενες Κρητικές Επαναστάσεις οι Ανωμεριανοί έλαβαν μέρος πάντα με Αρχηγό τους τον Αναγνώστη Κατσαντώνη που βρισκόταν επικεφαλής τους μέχρι που ανακηρύχθηκε η «Αυτονομία».

Σε ηλικία περίπου 80 ετών συναντήθηκε ο Καπετάνιος Κατσαντώνης με τον τότε Αρμοστή της Κρήτης πρίγκιπα Γεώργιο. Ο Αρμοστής τον ρώτησε: «  – Και τι ζητείς τώρα από μένα Καπετάνιο»; «Δεν ζητώ τίποτε», αποκρίθηκε ο γηραιός Καπετάνιος, «αλλά ήθελα να Σε ιδώ. Εμείς επολεμούσαμενε τόσους χρόνους από προπάππων και γονέων ως τώρα για να δούμε ελευθερία και να δούμεν Έλληνα να μας κυβερνά. Τίποτε άλλο δεν ζητώ, τίποτε δεν θέλω και τώρα ειμπορώ ν’ αποθάνω ευχαριστημένος».

Ο Εμμ. Γενεράλις, επίσης, αναφέρει ότι « από του 1866 μέχρι σήμερον (1901) εδιπλασιάσθη η κώμη (του Άνω – Μέρους). Προς πάσαν διεύθυνσιν κτίζονται οικίαι ευρύχωροι και κατά χωριόν ευπροσωπόταται. Ολόκληροι Συνοικίαι έχουσι ανακύψει εκ δυσπροσίτους και λιθώδεοι κατωφέρειαι οφειλόμεναι εις την δραστηριότητα και φιλοπονίαν των κατοίκων».

Την εποχή εκείνη αναδεικνύεται ο Ανωμεριανός Αντώνιος Κυριακάκης  (Βαρούχας), ένας από τους «πληρεξούσιους» της Επαρχίας Αμαρίου στη Κρητική Συνέλευση. Η υπογραφή του, μαζί με των άλλων πληρεξούσιων, διακρίνεται κάτω από κείμενο του πρώτου «Κρητικού Συντάγματος» του 1899. Λίγα χρόνια αργότερα, στην εποχή της «αυτονομίας», άλλος Ανωμεριανός, ο Ζαχαρίας Κατσαντώνης, αναδεικνύεται το 1906 Δήμαρχος Κουρητών ( όπου υπάγεται και το Άνω – Μέρος) και διατηρεί το αξίωμα του μέχρι της καταργήσεως των δήμων.

Και μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελληνική Επικράτεια οι Ανωμεριανοί συνέχισαν την προσφορά τους  Εθνικούς Αγώνες. Δεκαπέντε (15) είναι οι Ανωμεριανοί που έπεσαν Νεκροί στα πεδία των μαχών από το 1912 μέχρι το 1922.

 

 

ΙΙΙ

 

Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή το Άνω – Μέρος, οι Δρυγιές και το Χωρδάκι άρχισαν να εξελίσσονται σε μια από τις πιο πλούσιες, ειδικότερα σε ελαιοπαραγωγή, Κοινότητες της Επαρχίας Αμαρίου. Το Άνω – Μέρος με τους ήσυχους, ευγενικούς και εργατικούς κατοίκους που βρισκόταν στο δρόμο της αναπτύξεως και της προόδου. Το δρόμο αυτό ανέκοψε ο Ελληνο – Ιταλικός πόλεμος του 1940. Εξήντα τέσσερις (64) κάτοικοι της Κοινότητας, κληρωτοί και έφεδροι, πήραν μέρος στον πόλεμο αυτό. Έξι από αυτούς σκοτώθηκαν στις διάφορες μάχες και άλλοι τρεις στη Μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941), όπου πολέμησαν Ανωμεριανοί χωροφύλακες που βρέθηκαν στη Κρήτη τότε.

Αλλά για το Άνω – Μέρος, όπως και για όλα τα χωριά της Επαρχίας Αμαρίου, η Μάχη της Κρήτης δεν έληξε στις 30 Μαΐου του 1941. Συνεχίστηκε αμέσως με νέα μορφή. Την περίθαλψη των στρατιωτών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών, που προσπαθούσαν να αποφύγουν την αιχμαλωσία και να πάνε στην Αίγυπτο να συνεχίσουν τον κοινό Αγώνα. Τότε όλοι ανεξαίρετα οι Ανωμεριανοί εισέφεραν σε τρόφιμα ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

Η περίθαλψη των ξένων στρατιωτών ήταν η πρώτη ενεργός αντιστασιακή πράξη εκείνης της εποχής. Αμέσως μετά, με επικεφαλής τους αείμνηστους ιατρό Αντώνη Κατσαντώνη και παπά Κυριάκο Κατσαντώνη, άρχισε η συστηματική οργάνωση των άλλων αντιστασιακών εκδηλώσεων, στις οποίες έλαβαν μέρος όλοι ανεξαίρετα οι Ανωμεριανοί με ανιδιοτέλεια, μετριοφροσύνη σύνεση και αποφασιστικότητα. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά την λήξη της Γερμανοϊταλικής κατοχής, για κανένα Ανωμεριανό, κάτοικο ή μη των χωριών της Κοινότητας, δεν διατυπώθηκαν έστω και υπόνοιες δημόσια ή και σε ιδιωτικές συζητήσεις, στο Άνω – Μέρος ή αλλού, για οποιαδήποτε βαθμού συνεργασία με τους Κατακτητές.

Σ’ ολόκληρο το διάστημα της Κατοχής όλοι οι κάτοικοι του Άνω – Μέρους (Δρυγιές και Χωρδάκι) έκαμαν στο ακέραιο το πατριωτικό τους καθήκον στα γενικά και ατομικά πλαίσια των δυνατοτήτων τους και συνεργαζόταν με τους άλλους κατοίκους των χωριών του Αμαρίου – Αγίου Βασιλείου και κυρίως με τους κατοίκους των άλλων χωριών της ρίζας του Κέντρου και της Αμπαδιάς.

Στο διάστημα της κατοχής το Άνω – Μέρος επισκεπτόταν μεμονωμένοι Γερμανοί στρατιώτες για υπηρεσία όπως π.χ., για να ρυθμίσουν θέματα της περιοδικής αναγκαστικής εργασίας ή για άλλους λόγους. Έγιναν επίσης δύο – τρεις «κυκλώσεις» από στρατιωτικές μονάδες για έρευνες και συλλήψεις «υπόπτων». Τον υπόλοιπο καιρό το Άνω – Μέρος και η υπόλοιπη περιοχή ήταν «ελεύθερο έδαφος». Φιλοξενούσε Άγγλους των υπηρεσιών κατασκοπείας, συνδέσμους των αντάρτικων ομάδων καταδιωκομένους από τους Γερμανούς κλπ. Όλοι αυτοί κινιόνταν στην περιοχή σχεδόν χωρίς προφυλάξεις.

Και ενώ η Ελλάδα και το μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης βρισκόταν στις παραμονές της απελευθέρωσης, λίγα δεκάλεπτα πριν από την αυγή της 22ας Αυγούστου 1944, τα χωριά της ρίζας του Κέντρους «κυκλωνόταν» από ισχυρές Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Στο Άνω – Μέρος η στρατιωτική μονάδα ανέβηκε από τον Αφρατέ – Πετροχώρι – Αύλακα. Λίγοι από τους κατοίκους που αντιλήφθηκαν τους στρατιώτες, κυρίως εκείνοι που τα σπίτια τους βρισκόταν στις παρυφές του χωριού, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, κατάφεραν να βρεθούν έξω από τον κλοιό που σχημάτισαν οι Γερμανοί. Όλους τους άλλους συγκέντρωσαν στο Σχολείο του χωριού. Στη μία αίθουσα έβαλαν τους άνδρες και στην άλλη τα γυναικόπαιδα. Από ένα κατάλογο ξεχώρισαν 30 άνδρες που τους κράτησαν. Στις 10 το πρωί μπήκε στην αίθουσα που βρισκόταν τα γυναικόπαιδα ένας Γερμανός και είπε ελληνικά περίπου τα εξής:

«Θα πάτε στα σπίτια σας, θα πάρετε ό,τι μπορείτε και σε μια ακριβώς ώρα θα επιστρέψετε εδώ. Οι στρατιώτες έχουν διαταγή να πυροβολούν χωρίς καμία προειδοποίηση όποιο συναντούν στο χωριό μετά από μία ώρα».

Οι κάτοικοι πήραν  ό,τι μπόρεσαν και στις 11 το πρωί βρέθηκαν μπροστά στο Σχολείο, από όπου με συνοδεία στρατιωτών ξεκίνησαν προς τις Δρυγιές. Οι Δρυγιές [3] , άγνωστο γιατί δεν κυκλώθηκαν. Οι άνδρες όταν το πρωί αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς στρατιώτες στο Άνω – Μέρος, έφυγαν από το χωριό τους και έμειναν μόνο γυναικόπαιδα και γέροι. Αλλά κι αυτούς τους συγκέντρωσαν οι Γερμανοί και ακολούθησαν την ίδια τύχη των κατοίκων του Άνω – Μέρους.

Λίγες ώρες μετά την απομάκρυνση των κατοίκων, γύρω στις 3 μ.μ., οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους 30 άνδρες που είχαν κρατήσει. Μαζί με αυτούς σκότωσαν άλλους 4 άνδρες και 4 γυναίκες που αρνήθηκαν να φύγουν από το Άνω – Μέρος, ελπίζοντας ότι οι Γερμανοί δεν τους πείραζαν[4] .

Οι εκτελεσθέντες στο Άνω – Μέρος στις 22 Αυγούστου 1944 είναι:

 

Αγγ. Ε. Αγγελιδάκης Λεων. Γ. Μιχαλάκης
Ιωάν. Γ. Βουμβουλάκης Γεώργ. Στ. Μπαγουράκης
Αντων. Ι. Βουμβουλάκης Κωνστ. Ν. Μπαγουράκης
Εμμ. Ι. Κατσαντώνης Ιωάνν. Ν. Μπαγουράκης
Γεώργ. Ε. Κατσαντώνης Εμμ. Ζ. Μπαγουράκης
Στυλ. Ε. Κατσαντώνης Ιάκ. Σ. Μπουτζούκας
Ρούσα Θ. Κατσαντώνη Θεοδ. Μ. Παναγιωτάκης
Ηλ. Ε. Κουγιτάκης Αμαλία Χ. Παπουτσάκη
Ιωάνν. Ε. Κουγιτάκης Αλέξ. Α. Παπουτσάκης
Στυλ. Ε. Κουγιτάκης Απόστ. Π. Παττακός
Εμμ. Ι. Κουγιτάκης Ζαχ. Γ. Παττακός
Γεώργ. Α. Κυριακάκης Εμμ. Α. Σοφιαδάκης
Ιωάνν. Γ. Κυριακάκης Διογ. Χ. Σταυρουλάκης
Γεώργ. Α. Λεμονάκης Γεώργ. Ε. Σταυρουλάκης
Ευαγγελία. Γ. Λεμονάκη Εμμ. Ι. Τριχάκης
Αντων. Μ. Λεμονάκης Μιχ. Λ. Τριχάκης
Θεοδ. Γ. Λινοξυλάκης Εμμ. Ζ. Φραγκουδάκης
Εργινούσα Ε. Μαθιουθάκη Ιωάν. Γ. Χατζηδάκης
Εμμ. Θ. Μαθιουδάκης Διον. Ε. Χανδράκης

 

Αμέσως μετά τις εκτελέσεις, ειδικό συνεργείο καταστροφών από Γερμανούς άρχισε το έργο του. Μέσα σε έξι μέρες καταστράφηκαν και χάθηκαν οι κόποι πολλών δεκαετιών. Τα δύο χωριά, Άνω – Μέρος και Δρυγίες, μεταβλήθηκαν σε ερείπια. Στις 200 περίπου οικοδομές που καταστράφηκαν συμπεριλαμβανόταν και το Σχολείο και η Εκκλησία.

Οι Ανωμεριανοί και Δρυγιανοί, μαζί με τους άλλους κατοίκους των υπόλοιπων χωριών, με τη συνοδεία πάντα Γερμανών στρατιωτών, βρέθηκαν το βράδυ της ίδιας ημέρας στο Μέρωνα, από όπου την επόμενη άρχισαν να διασκορπίζονται σε διάφορες κατευθύνσεις.

Το Άνω – Μέρος με τις Δρυγιές έμελλε να καταβάλει βαρύ το φόρο του αίματος και των υλικών αγαθών στο τελευταίο Μεγάλο Αγώνα του Ελληνισμού για την Ελευθερία.

[1] Βλ. Στέργιου Μανουρά. Το Μοναστήρι της Καλοείδαινας στο Άνω Μέρος του Αμαρίου, περ. Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τευχ.  αριθμ’ 19. σελ. 83-112 κα αρ. 20, σελ.209 – 225, όπου η σχετική βιβλιογραφία και για το Άνω – Μέρος.

[2] Όπως ορθά αναφέρει ο Σπ. Μαρνιέρος (βλ. Το Λάβαρο του Αϊ- Γιώργη, Πολεμική Σημαία του Γερακάρι, Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τευχ.18, σελ. 39 και σημ.. 6), μεταξύ των 12 Αμαριώτικων «Σωμάτων», εκτός από το Γερακαριάνο, περιλαμβάνεται και το Μερωνιανό «Μπαϊράκι»

 

[3] Όσα γράφονται πιο πάνω αφορούν και τις Δρυγιές (και το Χωρδάκι) που έχουν, από πάσης απόψεως, κοινή «μοίρα» με το Άνω – Μέρος. Οι κάτοικοί τους άλλωστε προέρχονται από το Άνω – Μέρος.

[4] Άλλοι γέροι που έμειναν κοντά στο χωριό διασώθηκαν.

Αφήστε μια απάντηση