ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ

 

 

Του κ. Νικ. Α. Ορφανού

 

Ανάμεσα στα δυο χωριά στο σημείο ακριβώς που ο μικρός ποταμός αδειάζει το ιερά και τα ποταμοσέρματα του στο πελώριο αυλάκι του μεγάλου ποταμού, όπως το καλοπόταγο παιδί, που κουβαλά τα κέρδη του κόπου του στο πατρικό ταμείο, η όχθη από τα πολύχρονα νεροφαγώματα, έχει κοπεί κατακόρυφα, σχηματίζοντας ένα απότομο γκρεμό, ίσαμε τριάντα μέτρα.

Πάνω από το χείλος του γκρεμού τούτου περνά ο μοναδικός δρόμος που συγκοινωνούν τα δύο χωριά, ουτε δυο μέτρα στο στο φάρδος.

Η τοποθεσία αυτή, έχει το παράξενο όνομα, «της νύφης το πήδημα».

Τ’ όνομα τούτο, το χρωστά σ’ένα επεισόδιο που έγινε πριν από πάρα πολλά χρόνια και που σιγά- σιγά, έγινε θρύλος.

Ο Ξουζοδημήτρης, ο πρώτος νοικοκύρης του χωριού μας είχε μια μοναχοθυγατέρα την Ανεζίνα. Ψηλή, λεβεντόκορμη, με πρόσωπο ρούτζινο μήλο, ξανθοπλεξουδάτη και μαυρομάτα.

Του προσώπου της η λάμψη, μαζί με τις αστραπές που πετούσαν τα μάτια της, άλλο δεν έκαναν παρά να καίνε τις καρδιές των ντεληκανήδων που την αντίκρυζαν.

Οι θυσίες όμως τούτες, έμεναν βουβές και κρυφές γιατι ποιος θα τολμούσε να μπείστ’ αρχοντικό του Ξουζοδημήτρη γυρεύοντας για ταίρι του τη μοσχοθυγατέρα του μυριόπλουτου νοικοκύρη ή ποιος θ’ αποκοτούσε να μιλήσει για αγάπη στην περήφανη αρχοντοπούλα;

Και τα χρόνια περνούσαν.

Ο Ξουζοδημήτρης, που όταν παντρεύτηκε ήταν καλά προχωρημένος στα χρόνια εβδομηντάριζε πια.

Γιαυτο δεν είχε να συνεχίσει τις βαριές αγροτικές δουλειές. Αναγκαζόταν κι έβαζε ξένους στη δούλεψή του. Το Σταύρο του Αρησμαρή, έναν 25χρονο γεροδεμένο κι άξιο παλληκάρι, όχι πως είχε αυτουνού ο πατέρας του οικονομική ανάγκη μα επειδή για τις δουλειές του είχε άλλους τρεις γιους, τον είχε ο πατέρας της Ανεζίνας ταχτικό για να λαλεί τ’ αρσενικό του ζευγάρι καλλιεργώντας τα λιόφυτα, τα μποστάνια και τα περιβόλια του γέρου πια νοικοκύρη.

Τούτος μονάχα μπορούσε να κάνει ζάφτι και τα’αγριομούλαροτ’ αφεντικού του, φορτώνοντάς του ξύλα που’κοβε στον Πριναρέ.

Η Ανεζίνα, περνούσε καμμιά φορά με τη μάνα της και τις μαζώχτρες από το μέρος τούτο και βλέποντας τον, με τα μανίκια της φανέλας του αναμπουκωμένα, αφήνοντας ξεσκέπαστα τα νευρωδικά του μπράτσα, σταματούσε και τον έβλεπε να σχίζει χωρίς σφήνες- πράγμα τρομερά δύσκολο – τους μουρελιασμένουςπριναροκορμούς, κι εθαύμαζε την τόση του δύναμη.

Ετούτος πάλι, βλέποντας τον θαυμασμό της κοπελιάς, πλήθιαινε τη δύναμή του, σήκωνε το μανάρι (τσεκούρι ) μεσούρανα και κατεβάζοντας το με φόρα, ξέσχιζε το χοντρό πριναρόξυλο κι εκάρφωνε στο χώμα!

Οσο πρωτόγονος κι ‘αν ήταν ο τρόπος που φανέρωνε τη λατρεία του, δεν άφηνε ασυγκίνητη τη λυγερή.

Κι οσο κι αν προσπαθούσε να κρατήσει τη θέση της εκείνος καταλάβαινε πως το ατσάλι μπορούσε να λυγίσει.

Δεν είχε όμως το θάρρος, σαν φαμέγιος που ήτανε να της μιλήσει καθαρά.

Όμως, πάντα όταν δούλευε ξεστίχιζε τον έρωτα του μ’ ένα σωρό μαντινάδες γεμάτες πόνο και πόθο και καημό.

-«πονώ, μα’ γω τον πόνο μου, δε λέω σε κανένα.Κρυφά μ’ αρέσει να πονώ                                                                                                                                                              αφού πονώ για σένα.

Πάσχω, πασχίζω, χάνομαι,  ποθώ και λειώνω ανάβω, σβύνω,                                                                                                    ξεψυχώ, για μια ματιά σου μόνο.

Ερωντα και για ποια’ φορμή μ’ έβαλες ν’ αγαπήσω                                                                                                      ενα κορμίπου δεν μπορώ ποτέ να τ’ αποκτήσω»;

Ένα Καλοκαίρι, τ’ αλώνισμα είχε τελειώσει.                                                                                 Είχαν μείνει μονάχα τα κόντυλα. Ο Ξουζοδημήτρης είχε παραδώσει τα βόδια του στο βούκολο, που μαζί με τα άλλα βόδια του χωριού τα κατέβαζε στις θερισμένες  χαλέπες για βοσκή, παιρνόντας από τους ιδιοκτήτες μια μικρή πληρωμή.

Ένα κοντομεσήμερο, ο Σταύρος, άπλωσε τα κόντυλα στ’ αλώνι, έζεψε το βολόσυρο στο μουλάρι κι ‘αρχισε ν’ αλωνίζει.

Ο Κοντυλόκαρπος, δεν είναι βέβαια αρκετός μα είναι ο καλύτερος, ο πιο μεστωμένος.

Κατά το μεσημέρι, ήρθε η Ξουζοδημήτραινα να φέρει φαγητό στο δουλευτή. Μαζί της ήταν και η Ανέζινα κρατώντας ένα στρώμαγια να το γεμίσει με ξεκαρπισμένακόντυλα.

Σταμάτησε το αλώνισμα ο Σταύρος, έβγαλε από το μουλάρι το χαληνάρι κι αφήνοντάς τον να τρώει μεσ’ από τ’ αλώνει πήγε κάτω από τη μεγάλη χαρουπιά που ήταν οι γυναίκες και βάλθηκε να τρώει το φαγητό που του’ φεραν.

Έτρωγε το φαγητό, μα έτρωγε και με τα μάτια την ακριβή του.

Σε μια στιγμή τούτη σηκώθηκε και τράβηξε προς το αλώνι.  Αρχησε να χαληναρώνει  το μουλάρι.  Αφήσε το μουλάρι Ανεζίνα μα δεν είναι δουλειά σου, της φωνάζει η μάννα της.

Εκείνη για να δείξει πως κάτι μπορεί να κάμηαφ’ου το χαληνάρωσε, πήδησε στο βολόσυρο κι άρχισε το αλώνισμα, κάπως αδέξια βέβαια.

Ο ντεληκανής, δεν τόλμησε να την εμποδίσει, για να μην τη δυσαρεστήσει. Το αδέξιο αλώνισμα της κοπελιάς, έκαμε να σωριαστούν τα κόντυλα, αφήνοντας να φανεί ο πάτος του αλωνιού. Στον άλλο γύρο, τα νύχια του βολόσυρου άγγιξαν στο γυμνό αλωνόπατο, αφήνοντας ένα στριγνό τρίξιμο. Το μουλάρι είναι μουλάρι.

Ξιπάστηκε! Πήδησε τους τραλίκους τ’ αλωνιού σέρνοντας μαζί το βολόσυρο και την κοπελιά που τα χέρια της είχαν μπερδευτεί από τη σάστισή της στα σχοινιά.

Γλάκα Σταύρο! Ξεφωνίζει η μάνα της Ανεζίνας. Ώσπου να τελειώσει τα λόγια της η γριά, το παλληκάρι είχα φτάσει μπροστά στο ξέφρενο μουλάρι. Με θαυμαστή σβελτάδακαι με ηράκλεια δύναμη άρπαξε το ζω από το χαληνάρι το κρατούσε ακίνητο και ξεμπέρδεψε την Ανεζίνα από τα σχοινιά, γλυτώνοντάς της από βέβαιο αλογόσερμα.

-Σταύρο μου, ο θεός να σε βλέπει, του λέει ξεψυχισμένα ηγρια. Έσωσες την κόρη μου, ο θεός να σου πλερώσει!

Ύστερα πήρε την τρομαριασμένη κόρη της κι ετράβηξε για το χωριό.

Σταύρο, πως θα σε ξεπληρώσω, απου με γλύτωσες από του χάρου τα δόντια; Λέει ένα απόγεμα στο νέο η κοπελιά την ώρα που αυτός ανάπιανε το χαλασμένο σωχωρότοιχο.

  • Η πλερωμή μου, είναι η πλιάεύκολη και πλια δύσκολη του κόσμου Ανεζίνα, της λέει επιστρατεύοντας όλο το θάρρος κοιτάζοντας την με λατρεία.
  • – εύκολη ‘ναι Σταύρο και κάτεχέ το. Άλλο κιανένα δε θα πάρω, του αποκρίνεται η κόρη, γεμίζοντας την καρδιά του ευτυχία και χαρά.

Όμως το ίδιο βράδυ μαθεύτηκε το καινούριο .

Από το γειτονικό μας χωριό, ήρθε ο Δημητρακάκης ο Καντής και γύρεψε την Ανεζίνα το ναι της ξεχνώντας την υπόσχεση (γυναικίστικα λόγια!) που χε δώσει στο σωτήρα της.

Η καρδιά του περιφρονημένου ντεληκανή κομματιάστηκε!

Όμως ο γάμος έγινε. Η συνεπαρσιά έφευγε παίρνοντας τη νύφη, καβάλα στο μουλάρι του πατέρα της που κρατούσε το χαλινάρι ένας πρωτοξάδερφός της.

Ο Σταύρος δεν είχε καρδιά να παρουσιαστή στο γάμο.

Σαν έφτανε όμως η συνεπαρσιά στο γκρεμό που’παμε στην αρχή, ακούστηκε το παραπονεμένοτραγούδι του άτυχου νέου από την περα όχθη του ποταμού.

«Σαν μου την άναψες τη φωθιά έφυγες κι’άφηκές με.

Μουδε Θεό φοβήθηκες, μούδελυπήθηκές με..»

Ξεστάθηκαν όλοι.

Το αγριομούλαρο, με το απότομο σταμάτημα, ξιπάστηκε.

Η νύφη όμως ήταν ξέγνοια, δεν πρόλαβε να κρατηθή. Έγειρε προς τα πίσω και κάνοντας ένα πελώριο πήδημα, έπεσε με ορμή κάτω στα δρακόνια του ποταμού κι εξεψύχησε, δίνοντας στην τοποθεσία το όνομα: «Στης νύφης το πήδημα»,  άσε που οσοι ακούνε την ιστορία, χαμογελούν πονηρά ώσπου να τελειώσει, γιατί τη λέξη «πήδημα»την  πάνε στο αρσίζικο..

Ν. Ορφανός

 

 

ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΙΣΗΣ

25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1962

 

Αφήστε μια απάντηση