Mια βιωματική διδασκαλία της τοπικής ιστορίας
-Εντυπωσίασε η έκθεση όπλων του κ. Νεκτάριου Καλλιγιάννη
Βιωματική διδασκαλία της τοπικής ιστορίας ήταν η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στα Περιβόλια με τίτλο «Τα Περιβόλια στην επανάσταση του 1821».
Επίκεντρο ένα άγνωστο στοιχείο της επανάστασης που έφερε στο φως με την ακούραστη έρευνά του ο εκπαιδευτικός – συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής κ. Νίκος Δερεδάκης, δημοτικός σύμβουλος.
Ένας σημαντικός αριθμός συμπολιτών τηρώντας και όλους τους κανόνες υγιεινής κατέκλυσε τον αύλειο χώρο του Ι.Ν. των Αγίων Αναργύρων με επίσημες παρουσίες τους αντιπεριφερειάρχη Ρεθύμνου κα. Μαίρη Λιονή, τον δήμαρχο Αγίου Βασιλείου κ. Γιάννη Ταταράκη, τον πρόεδρο Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνου κ. Νίκο Αγριμάκη, τους αντιδημάρχους Ρεθύμνου, Θωμά Κρεβετζάκη, Πέπη Μπιρλιράκη, Στέλιο Σπανουδάκη, τον αντιπρύτανη ΕΛΜΕΠΑ κ. Νεκτάριο Παπαδογιάννη, τον πρόεδρο Ιατρικού Συλλόγου κ. Γιώργο Στεφανάκη, τον αντιπρόεδρο Συλλόγου Ξενοδόχων κ. Νίκο Κουμνά, τον πρόεδρο της Ένωσης Σφακιανών Ν. Χανίων κ. Ανδρέα Μανουσέλη.
Στο χαιρετισμό του ο νέος πρόεδρος του Δ.Σ. του Πολιτιστικού Συλλόγου Περιβολίων Μισσιρίων «Εμμ. Παχλάς» κ. Βασίλης Βατζέλης, που είχε την οργανωτική ευθύνη της εκδήλωσης όπως και ο δήμος Ρεθύμνης, τόνισε ότι θα είναι ο σύλλογος παρών για τα προβλήματα της περιοχής και ότι θα κάνει εκδηλώσεις ανάλογες με αυτή που οργάνωσε για τα 200 χρόνια από την εθνική παλιγγενεσία. Χαιρετισμό έκανε και ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού Θωμάς Κρεβετζάκης που εξήρε τους εκπαιδευτικούς, παλιούς και νέους που ασχολούνται με την τοπική Ιστορία.
Στην ομιλία του ο κ. Νίκος Δερεδάκης τόνισε μεταξύ άλλων ότι τα Περιβόλια, ο πρώτος οικισμός που συναντάται ανατολικά, μετά την πόλη του Ρεθύμνου, δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Στην ασφαλή απόσταση του «Τοπ Αλτί», του βεληνεκούς, δηλαδή, του κανονιού από τα τείχη της πόλης, βρίσκεται σε απόσταση 1-1,5 χμ. από αυτήν. Στον ενετικό χάρτη του Basilicata του 1618, τρεις σχεδόν δεκαετίες πριν πέσει το Ρέθυμνο στα χέρια των Τούρκων, συναντάμε τα Περιβόλια ως «orti», που σημαίνει κήποι, με μερικά σπίτια να απαρτίζουν τον οικισμό.
Οι Βενετοί, σαν εμπορικός λαός, έχτισαν μια σειρά από παραθαλάσσιους πύργους κατά μήκος των ακτών της Κρήτης, ώστε να προστατεύουν το νησί από τον κίνδυνο των πειρατών. Οι πύργοι αυτοί είχαν αναμμένες φωτιές στην κορφή τους το βράδυ, κατά το σύστημα των «φρυκτωριών», ενώ την ημέρα κυμάτιζε σημαία για ειδοποίηση σε περίπτωση κινδύνου. Οι πύργοι αυτοί ήταν επανδρωμένοι με μόνιμη φρουρά όλο το 24ωρο.
Ο πρώτος πύργος
Το όνομα, Μπιριτσί Κουλές, ξεκάθαρα παραπέμπει στην Τουρκοκρατία. Birici σημαίνει πρώτος και Kule σημαίνει πύργος. Πρώτος Πύργος, δηλαδή.
Μια πρώτη απεικόνιση του Μπιριτσί Κουλέ, του πρώτου πύργου, δηλαδή, μετά τα τείχη της πόλης του Ρεθύμνου, έχουμε σε χάρτη του Ρεθύμνου του 1651 του Marco Boschini. Μια πιο ξεκάθαρη εικόνα του Μπιριτσί Κουλέ έχουμε στην απεικόνιση του Γάλλου βοτανολόγου Tournefort, ο οποίος περιηγήθηκε στην Κρήτη από το 1700-1702. Σε μια αρκετά ρεαλιστική απεικόνιση του Ρεθύμνου από κάποιο ύψωμα της περιοχής των Περιβολίων, βλέπουμε τον Μπιριτσί Κουλέ ως το μοναδικό κτίσμα στο παράκτιο μέτωπο, σχεδόν πάνω στην άμμο, ενώ όλα τα υπόλοιπα κτίσματα-κατοικίες βρίσκονται νοτιότερα του Πύργου.
Μοναδική φωτογραφική απεικόνιση του Μπιριτσί Κουλέ έχουμε σε φωτογραφία του 1900 περίπου, που διακρίνεται πάλι ως το πρώτο παραλιακό υψηλό κτίριο στην περιοχή των Περιβολίων, που η εξέλιξη της εποχής τον έστεψε με κεραμοσκεπή αντί για το επίπεδο δώμα, από λεπιδόχωμα, που είχαμε στις προηγούμενες απεικονίσεις.
Νεότερη αναφορά για τον Μπιριτσί Κουλέ έχουμε από τον Περβολιανό δάσκαλο Δημήτρη Βιβυλάκη στο βιβλίο του «Τα Περβόλια του Ρεθύμνου στου κύκλου τα γυρίσματα». Ο Βιβυλάκης, μάλιστα, παραθέτει και σχεδιάγραμμα της περιοχής που τοποθετεί επακριβώς τον Πύργο στην πραγματική του θέση. Αναφέρει σχετικά: «Άλλο τοπωνύμιο που όμως τώρα είναι χαμένο. Έτσι έλεγαν το μικρό υψωματάκι που είναι τα σπίτια των Μακρυγιάννηδων (Απέναντι από το S/M ΣΥΝΚΑ). Το ύψωμα αυτό τώρα δεν ξεδιακρίνεται, γιατί απάνω του είναι τα σπίτια, όμως από την παραλία φαίνεται πως είναι λόφος. Το μέρος το έλεγαν Μπιριτζικουλέ γιατί απάνω σε αυτό το υψωματάκι είχανε χτίσει οι Τούρκοι (sic) ένα φρούριο (Κουλές) ή κάτι σαν παρατηρητήριο για να παρακολουθούν από εκεί την ανατολική πλευρά της παραλίας».
Στα νεότερα χρόνια, λοιπόν, ο Μπιριτσί Κουλέ έδωσε το όνομά του, ως τοπωνύμιο, σε μια ευρύτερη περιοχή των Περιβολίων που, σήμερα, εκτείνεται ανάμεσα στις οδούς Ειρήνης και Αμπελακίων. Τον συναντάμε, ακόμα και σε συμβολαιογραφικές πράξεις, τουλάχιστον από το 1932, για να περιγράψει αγροτικές εκτάσεις της περιοχής. Στα συγκεκριμένα αποσπάσματα συμβολαίων που επισυνάπτονται, του 1932 και 1978, περιγράφεται ακίνητο που σήμερα βρίσκεται επί της οδού Ειρήνης και προσδιορίζεται ως ευρισκόμενο στην περιοχή Μπριριτζί Κουλέ.
Τέλος, ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, στο ηλεκτρονικό Τοπωνυμικό του τ. Δήμου Ρεθύμνου, κάνοντας αναφορά σε συμβόλαιο του 1899, αναφέρει την περιοχή και ως «Δεληγιωργιανά». «εις θέσιν «Μπιριντζί Κουλέ» ή «Δεληγιωργιανά»…).
Όπως αναφέρει ο Θ. Πελαντάκης, στηριζόμενος σε συνέντευξη του αείμνηστου Αριστείδη Μακρυγιάννη, ιδιοκτήτη παλιού περβολιανού καφενείου, ο Μπιριτσί Κουλέ γκρεμίστηκε την περίοδο της γερμανικής κατοχής από τους κατακτητές, αφού εμπόδιζε την ορατότητα από το παρατηρητήριο-πολυβολείο που είχαν εγκαταστήσει στην «παπούρα του Τσουρλάκη» και που επόπτευε όλο το παράκτιο ανατολικό μέτωπο.
Πολλά νεότερα κτίσματα της περιοχής κατασκευάστηκαν με δομικά υλικά που προήλθαν από τα ερείπια του Μπιριτσί Κουλέ, απ’ τον οποίο, πλέον δεν σώζεται το παραμικρό ίχνος του.
Η μάχη στον Μπιριτσί Κουλέ
Βρισκόμαστε στο 2ο έτος της επανάστασης του 1821. Ήδη από τον Μάιο του 1821 η επανάσταση έχει ξεκινήσει, δειλά, και στην Κρήτη, παρόλο που οι συνθήκες δεν ευνοούν. Το τουρκικό στοιχείο υπερισχύει στο νησί έναντι του χριστιανικού, ενώ οι Κρήτες διαθέτουν ελάχιστο οπλισμό, σε σχέση με τους Τούρκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νησί υπήρχαν συνολικά μόνο 1.200 όπλα, εκ των οποίων τα 800 στα Σφακιά, ενώ τα υπόλοιπα στις ορεινές περιοχές της δυτικής, κυρίως, Κρήτης. Αλλά και τα πολεμοφόδια ήταν ελάχιστα, αφού οι Κρητικοί, παραδοσιακά, αναγκάζονταν να αγοράζουν την πυρίτιδα από αγορές εκτός της Μεγαλονήσου.
Από την αρχή της επανάστασης φάνηκε καθαρά ο τρόπος που θα κινούνταν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Οι Τούρκοι κλείστηκαν στα τρία μεγάλα κάστρα του νησιού (Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο), αφού τα τείχη των πόλεών τους έδιναν την απαιτούμενη ασφάλεια. Από εκεί, με μεγάλα εκστρατευτικά σώματα, επιχειρούσαν στοχευμένες επιθέσεις εναντίον των επαναστατημένων περιοχών, κυρίως των Σφακίων, καταστρέφοντας και καίγοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, ξεσπώντας, κυρίως, στα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα και στους υπερήλικες που δεν μπορούσαν να αμυνθούν.
Οι επαναστάτες, από την πλευρά τους, μην έχοντας οργανωμένο στρατό και τα απαραίτητα πολεμοφόδια, προτιμούσαν την τακτική του κλεφτοπολέμου. Σε μικρές ομάδες επιτίθενταν εναντίον των Τούρκων προκαλώντας τους όσο το δυνατόν μεγαλύτερες φθορές, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να δυσχεράνουν την προέλαση των εκστρατευτικών σωμάτων των Τούρκων όταν αυτά έβγαιναν από τα κάστρα του νησιού. Ο στόχος ήταν προφανής: Οι επαναστάτες να γίνουν κύριοι της υπαίθρου, αναγκάζοντας τους αντιπάλους να παραμένουν κλεισμένοι στην ασφάλεια των πόλεων.
Τον Ιανουάριο του 1822 οι Τούρκοι του Ρεθύμνου υπέστησαν δύο σημαντικές ήττες, που είχαν κυρίως ψυχολογικό αντίκτυπο στο φρόνημά τους, αφού έχασαν δύο από τους πιο αντρειωμένους αρχηγούς τους. Ο περιβόητος για τις ωμότητές του εναντίον των χριστιανών, Τουρκοκρητικός γενίτσαρος Αλί Γετήμ (Γετιμαλής), σκοτώθηκε στο Μοναστήρι του Αρκαδίου, μαζί με τον γιο του, από επαναστάτες Κρητικούς, μαζί με όλους τους άνδρες του, το οποίο είχε καταλάβει μαζί με άλλους 70 από τους γενναιότερους Τούρκους του Ρεθύμνου. Όταν το άσχημο νέο μαθεύτηκε στο Ρέθυμνο, ο άλλος φοβερός, για την αγριότητά του Τουρκοκρητικός γενίτσαρος, ο Αλί Γλυμίδης (Γλυμιδαλής), ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του φίλου και ομόθρησκού του. Με εκστρατευτικό σώμα από 2.000 «μαχιμοτάτους» και καλά οπλισμένους Τούρκους επιτέθηκε στους επαναστάτες που ενέδρευαν γύρω από την πόλη. Στη θέση «Ακόνια», που βρίσκεται κοντά στους Αρμένους, έγινε φονική, αμφίρροπη, μάχη που κράτησε όλη την ημέρα. Στη δίνη της μάχης ο Σφακιανός Ανδρέας Μανουσέλης βλέποντας τον Γλυμίδη να πέφτει νεκρός από κάποιο βόλι, του έκοψε το κεφάλι και ως τρόπαιο το στερέωσε στην άκρη του όπλου του επιδεικνύοντάς το στους αντιπάλους. Οι Τούρκοι, έντρομοι που έχασαν τον αρχηγό του, υποχώρησαν προς την πόλη του Ρεθύμνου, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω από 100 νεκρούς, ενώ πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι, που αντηλλάγησαν αργότερα με άλλους Κρητικούς αιχμαλώτους.
Παίρνοντας θάρρος από αυτές τις δύο σπουδαίες νίκες οι Κρητικοί εισέβαλαν υπό την αρχηγία του Θ. Χούρδου, Αντώνη Μελιδόνη και Αλέξανδρου Μαυροθαλασσίτη στον Μυλοπόταμο για να καθαρίσουν και αυτή την περιοχή από τους Τούρκους. Σε φονική μάχη που έγινε σκοτώθηκαν 150 Τούρκοι και είχαν άλλους τόσους τραυματίες, ενώ οι επαναστάτες είχαν μόλις 17 απώλειες. Οι Κρητικοί καταδίωξαν τους αντιπάλους τους μέχρι το φρούριο του Ρεθύμνου.
Ο κλοιός γύρω από το κάστρο του Ρεθύμνου έσφιγγε σταδιακά για τους Τούρκους. Οι επαναστάτες, κερδίζοντας τη μία μάχη μετά την άλλη πλησίαζαν στην πόλη, την οποία είχαν σκοπό να πολιορκήσουν και να καταλάβουν σύμφωνα με το σχέδιο του Γάλλου φιλέλληνα και αξιωματικού Ιωσήφ Βαλέστ (Βαλέστρα).
Στις 2 Φεβρουαρίου 1822 τα αδέρφια Στρατής και Ιωσήφ Δεληγιαννάκης, από το χωριό Ασφένδου Σφακίων, μετά από συνεννόηση με ένοπλους Αμαριώτες και Μυλοποταμίτες, με επικεφαλής τον Αντώνη Μελιδόνη, καθώς και με τους Τσουδερούς από τον Άη Βασίλη, κατέλαβαν την περιοχή των Μικρών Ανωγείων, αποκόπτοντας, ουσιαστικά την πόλη και από την περιοχή των χωριών του Βρύσινα. Έστησαν ενέδρα γύρω από το χωριό σκοτώνοντας πολλούς μουσουλμάνους που κυκλοφορούσαν στην περιοχή ανυποψίαστοι. Παράλληλα, κατέλαβαν και την περιοχή της γέφυρας του ποταμού Πλατανέ, με σκοπό τη διενέργεια μάχης στην περιοχή, έχοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους. Με αυτόν τον τρόπο θα απέκοπταν την πόλη και από τα ανατολικά, αφού ο πλατανιανός ποταμός, σε μια χρονική περίοδο που σίγουρα θα ήταν «φουσκωμένος» λόγω των βροχοπτώσεων του χειμώνα, είχε μόνο την παλιά βενετσιάνικη γέφυρα (Μέσα Καμάρα) σαν δίοδο επικοινωνίας των γύρω περιοχών, του Ρεθύμνου με τις ανατολικές περιοχές του νομού, αλλά και της Κρήτης.
Από εκείνο το σημείο ο Στρατής Δεληγιαννάκης με τους άνδρες του επιτέθηκαν εναντίον των Περιβολίων, γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι θα πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση, αφού εκεί υπήρχε ο Μπιριτσί Κουλές, το τελευταίο προπύργιο των Τούρκων πριν την πόλη του Ρεθύμνου, τον οποίον είχαν οχυρώσει κατάλληλα και επανδρώσει με ικανό αριθμό στρατιωτών.
Έντρομοι οι Τούρκοι
Έντρομοι οι Τούρκοι του Ρεθύμνου, βλέποντας τους επαναστάτες να πλησιάζουν από τον Πλατανέ, με τον φόβο ότι θα έχαναν το τελευταίο τους οχυρό πριν την πόλη, όρμησαν έξω από τα τείχη με επικεφαλής τον Οσμάν πασά, τον διοικητή του Ρεθύμνου για να ενισχύσουν τη φρουρά του Μπιριτσί Κουλέ. Η μάχη ήταν πεισματική και αμφίρροπη και διήρκεσε μέχρι το βράδυ. Πολλές φορές οι αντίπαλοι συγκρούστηκαν σώμα με σώμα. Τα πυροβόλα όπλα έδωσαν τη θέση τους στα γιαταγάνια και τις σπάθες και η μάχη διεξαγόταν προς το γυρογυάλι με απίστευτη σφοδρότητα. Κατά τη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε στο μάτι ο Ρεθεμνιώτης Νικόλαος Δαμβέργης, γιος του προύχοντα του Ρεθύμνου Χατζή Ιωάννη Δαμβέργη. Βλέποντάς τον ο αδερφός του Κωνσταντίνος, που πολεμούσαν πλάι πλάι, όρμησε στον Τούρκο που είχε πυροβολήσει τον αδερφό του σκοτώνοντάς τον με το πελώριο λαζέικο σπαθί του.
Για μια στιγμή κινδύνευσε και ο ίδιος ο Οσμάν πασάς και αναγκάστηκε να αποσυρθεί μέσα στην πόλη, αφού οι χριστιανοί προσπαθούσαν να του κόψουν την υποχώρηση και να τον ρίξουν είτε στη θάλασσα είτε στα χέρια τους. Ο σημαιοφόρος του πασά, Μουραμπούτης, χάνει το ένα του δάχτυλο από μια μαχαιριά, τη στιγμή που τρομοκρατημένος προσπαθούσε να τυλίξει τη σημαία του και να ακολουθήσει τον πασά.
Εν τέλει επικράτησαν οι Κρητικοί που λίγο έλειψε να ρίξουν τους Τούρκους στη θάλασσα, καταδιώκοντάς τους μέχρι το φρούριο του Ρεθύμνου, όπου οι Τούρκοι κατάφεραν να ανακόψουν την προέλασή τους προς τα τείχη της πόλης, στην Πόρτα της Άμμου, με πυκνά πυρά και κανονιοβολισμούς.
Στη μάχη έχασαν τη ζωή τους περίπου 100 Τούρκοι, ανάμεσά τους και ένας από τους έξι αδερφούς Γλυμίδη, ενώ μόνο 30 από τους Κρητικούς. Κατάφεραν, μάλιστα, να συλλάβουν έναν από τους σημαντικότερους αγάδες του Ρεθύμνου, τον Μουζουρ-αγά, μαζί με τον σημαιοφόρο του, τον οποίον αντάλλαξαν αργότερα με χριστιανούς αιχμαλώτους. Οι επαναστάτες δεν μπορούσαν να παραμείνουν ακάλυπτοι σε αυτά τα προχωρημένα σημεία. Ο σκοπός τους είχε επιτευχθεί. Να προξενήσουν φθορά στον αντίπαλο και παράλληλα να του δημιουργήσουν φόβο ότι δεν είναι ασφαλής ούτε ένα χιλιόμετρο έξω από τα τείχη του φρουρίου του Ρεθύμνου. Λαφυραγώγησαν τους νεκρούς Τούρκους, παίρνοντας οπλισμό και πολεμοφόδια, που ήταν τόσο πολύτιμα και αναγκαία για τη συνέχιση του αγώνα, μάζεψαν όσες προμήθειες και τρόφιμα μπορούσαν από τα μετόχια και τις αγροικίες που είχαν εγκαταλείψει οι Μουσουλμάνοι, αφού και αυτά ήταν πολύτιμα, αφού οι επαναστάτες δεν διέθεταν ανεφοδιασμό και στη συνέχεια αποσύρθηκαν προς την Αμνάτο για να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους.
Η νικηφόρα αυτή μάχη, σε συνέχεια των προηγούμενων μαχών, τόνωσε το ηθικό και το φρόνημα των Κρητικών, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο τον κλοιό γύρω από την πόλη του Ρεθύμνου. Η έλλειψη τροφίμων αρχίζει να προβληματίζει τους έγκλειστους μουσουλμάνους, που δεν τολμούν να ξεμυτίσουν από την πόλη. Αλλά ακόμη και τα κοντινά μετόχια τους έχουν ήδη λεηλατηθεί από τους επαναστάτες, κάνοντας το πρόβλημα της έλλειψης τροφής ακόμα εντονότερο.
Ο επίλογος γράφτηκε με ένα ριζίτικο κι ένα θεαματικό πεντοζάλι χωρίς μουσική από τον Όμιλο Βρακοφόρων που πρόσθεσε μια ακόμα επιτυχημένη εμφάνιση στο ενεργητικό του.
Εντυπωσίασε η παρουσίαση του αρχειακού πλούτου σε όπλα εποχής του συλλέκτη κ. Νεκτάριου Καλλιγιάννη, λεπτομέρειες της οποίας θα αναφέρουμε σε επόμενο δημοσίευμα.