Είναι πραγματικότητα ότι τα βιώματα που συναντήσανε οι ηλικιωμένοι την Κατοχή δεν θα ξεχαστούν ποτέ. Προτιμούν να μην έρχονται στη σκέψη τους αλλά συχνά τα συναντούν το ένα μετά το άλλο εκεί που τα ζήσανε και είναι αδύνατον να διαγραφούν από αυτήν.
Αυτή τη φορά η μικρή μας παρέα αποφάσισε να πραγματοποιήσουμε ένα περίπατο προς τους πρόποδες του Βρύσινα με το αυτοκίνητο. Αφού περάσαμε το Ρουσσοσπίτι μετά από λίγο φθάσαμε και σταματήσαμε στο χωριό του φίλου μας Γιάννη Τ. στα Καπεδιανά.
Αμέσως πήρε το λόγο και μας είπε: «Από εδώ ακριβώς τα παλιά χρόνια ήτανε ο δρόμος με το καλντερίμι που είχε και που ανηφορίζανε οι κάτοικοι και τα ζώα τους μέσα στο χωριό».
Όμως χάλασε λίγο το κέφι μου μόλις είδα μπροστά μας αυτή την μουρνιά και λίγο παραπάνω αριστερά το σπίτι της οικογένειάς μου με τη μεγάλη αυλή του.
Θυμήθηκα όταν εκεί μεγάλωνα την Κατοχή είχαμε συναντήσει όλοι μας πολλές δυσκολίες στη διαβίωση και στη διατροφή μας. Πολλές φορές το φαγητό ήτανε λίγο και πεινούσαμε. Έτσι αναζητούσαμε από τα χωράφια να βρούμε κάποια τροφή της εποχής για συμπλήρωμα.
Κάθε καλοκαίρι η μεγάλη τότε άσπρη μουρνιά που ήτανε κοντά μας, είχε πάντοτε πολλά μούρνα.
Τα τέσσερα αδέλφια μου στην ηλικία 9 – 8 – 7 και 6 ετών αντίστοιχα, παίρναμε τα κατσαρόλια που πίναμε το γάλα και πηγαίναμε επάνω στη μουρνιά σε ξεχωριστό κλαδί ο καθένας και τα γεμίζαμε μούρνα. Μετά πηγαίναμε στη βρύση του χωριού, τα πλέναμε καλά μήπως έχουν ακαθαρσίες κυρίως από μύγες να μην πονέσει η κοιλιά μας και μετά τα τρώγαμε. Μετά από μέρες πήγαμε πάλι και κάναμε το ίδιο αλλά δεν χορτάσαμε.
Τότε είπα στ’ αδέλφια μου θα πάω στο περιβόλια μας να κόψω φύλλα από τους ήλιους να κάνουμε και σακούλες για να μαζέψουμε περισσότερα. Στη μουρνιά από κάτω τους έδωσα από δυο φύλλα να κάνει ο καθένας τη σακούλα του ως εξής: Βάλαμε τα δυο φύλλα το ένα απέναντι στο άλλο με τα κοτσάνια τους στο επάνω μέρος και τα ράψαμε γύρω – γύρω με ένα είδος λεπτού χόρτου εκτός το σημείο στα κοτσάνια που έμενε ανοικτό για να βάζουμε τα μούρνα. Τα κοτσάνια τα δέσαμε μαζί για να κρατάμε από εκεί τη σακούλα. Η πείνα και η δίψα τέχνη επεξεργάζεται.
Μετά βγήκαμε στη μουρνιά, γεμίσαμε κατσαρόλια και «σακούλες» και πήγαμε ξανά στη βρύση να τα πλύνουμε. Φάγαμε μόνο όσα είχανε τα κατσαρόλια και τις σακούλες τις πήγαμε στο σπίτι για τις μικρές αδελφές και τους γονείς μας. Άλλες φορές πηγαίναμε και σε μαύρες μουρνιές που ήταν σε κοντινή απόσταση.
Όταν τελειώνανε τα μουρνόμουρα αρχίζανε και τα βατόμουρα. Στις άκρες των δρόμων και των χωραφιών είχε πολλούς βάτους τα δε μούρνα τους ήτανε κόκκινα και με τον ίδιο τρόπο τα μαζεύανε και τα τρώγανε.
Μια φορά θυμάμαι που μας είπε η μάνα, να πάτε να μαζέψετε πολλά μαυρόμουρα και βατόμουρα γιατί τα θέλω να βάψω μερικά ρούχα και μαλλιά. Πράγματι, τα έβρασε στο καζάνι με νερό και έβαλε μέσα στο ζωμό τους και ξίδι.
Εκτός από εμάς πεινούσανε οι κότες και οι δυο κλωσσούδες με τα κλωσσόπουλά τους που είχαμε στην αυλή και που δεν είχαμε καρπό να τους δώσουμε. Γι’ αυτό και αυτές φεύγανε για αναζήτηση τροφής στα χωράφια. Όταν πηγαίναμε εμείς στη μουρνιά, είχανε μάθει να έρχονται από κάτω να τρώνε όσα μας πέφτουν αλλά και εμείς κουνούσαμε τα κλαδιά της μουρνιάς να πέσουν περισσότερα για να φάνε πολλά, μήπως μας κάνουνε κανένα αυγό να το φάμε που το είχαμε ανάγκη.
Το ίδιο κάναμε όταν τελειώνανε τα μούρνα με τις βελανιδιές και με τις χαρουπιές να φάμε βελάνια και χαρούπια.
Ωστόσο βράδιασε και προτιμήσαμε να πάμε πίσω και να σταματήσουμε στο χωριό που είχαμε περάσει για λίγη ξεκούραση και για ένα ποτό. Πράγματι, οι φίλοι μου με προσέξανε ότι η όρεξή μου μειώθηκε από τα όσα θυμήθηκα που τους είπα στο χωριό μου. Δεν μπόρεσα να το αποφύγω, λες και ήταν αστραπή ο ερχομός τους μπροστά μου.
Και πριν φύγουμε για τα σπίτια μας τους είπα πάλι: Είδατε πως έχει καταντήσει το χωριό μου; Η όψη του θυμίζει ερημική περιοχή, αφού οι δρόμοι του έχουν κλείσει από χόρτα και θάμνους αλλά δεν είδαμε και κάποιον άνθρωπο να κυκλοφορεί. Η πολιτεία αδρανούσε από πριν και συνεχίζει ακόμα και σήμερα. Δεν γνωρίζουμε εμείς οι ηλικιωμένοι που μας οδηγεί η νέα εποχή με την ραγδαία της εξέλιξη. Μακάρι και το θέλουμε να πάμε στο καλύτερο αλλά όμως είναι ορατή η κατάληξή της από τώρα. Ότι προσφέραμε εμείς μετά από τις δυσάρεστες καταστάσεις που περάσαμε και που τις ζήσαμε, όλα πέφτουν στο κενό που λέγεται καταστροφή.
Αυτή την πρόβλεψη την είχε κάνει μια αγράμματη Μικρασιάτισσα με το όνομά της Γεωργία λίγο πριν φύγει από τη ζωή το 1995 σε ηλικία 90 ετών. Είχε πει στα παιδιά της: «Βλέπετε όλα που ανεβαίνουν – ανεβαίνουν ψηλά; -εννοούσε την εξέλιξη- μια μέρα θα με θυμηθείτε θα έρθουν όλα τα πάνω – κάτω».
Στα παιδιά και στα εγγόνια μας τι τα περιμένει; Αλλά και η πατρίδα μας γιατί να καταστραφεί; Οι πρόγονοί μας και εμείς προσφέραμε πολλές θυσίες για να είναι ελεύθερη και οι Έλληνες να συνεχίζουν να ζουν και να υπερηφανεύονται για την ιστορία της. Ελπίζουμε μόνο στο Θεό και θα σωθούμε.
Γιάννης Τσακπίνης
Απόστρατος Αξιωματικός