Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ
Απόγονος Τουρκοκρητικών τρίτης γενιάς, με ρίζες απ’ το Ρέθυμνο από το χωριό Έρφοι, η Tanju Izbek (Τανζού Ιζμπέκ) που γεννήθηκε στο Μοσχονήσι Cunda του Αϊβαλί. Οι πρόγονοί της έφτασαν εκεί από την Κρήτη, από τους Έρφους, με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Η Κρήτη είναι μέσα στην ψυχή της. Πρώτη φορά επισκέφθηκε το νησί το 1989 κι έκτοτε έρχεται συχνά. Η γιαγιά της, της μάθαινε κρητικές μαντινάδες και τραγούδια, την μεγάλωνε με κρητικά παραμύθια. Ο παππούς της, της διάβαζε Καζαντζάκη. Άκουγε ελληνικό ραδιόφωνο και έβλεπε ελληνική τηλεόραση. Έτσι γαλουχήθηκε, έτσι μεγάλωσε με αγάπη για την Ελλάδα και ειδικά για την Κρήτη. Για τον τόπο καταγωγής της οικογένειάς της.
Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Μιλλιέτ», όπου πολύ συχνά έγραφε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με κύριο στόχο την κατανόηση και τη συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Γι’ αυτήν της την δραστηριότητα τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο «Ιπεκτσί», την πρώτη φορά το 1991 για το ρεπορτάζ «Δώσε μου το χέρι Κρήτη» και το 1994 για το ρεπορτάζ «Ανταλλαγή». Έχει γράψει για τον Καζαντζάκη, τη Διδώ Σωτηρίου, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Βασίλη Βασιλικό, την Μάρω Δούκα και άλλους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές.
Η Τανζού Ιζμπέκ, βρέθηκε πρόσφατα στο Ηράκλειο, προσκεκλημένη του Δήμου να μιλήσει σε Ημερίδα, με τίτλο: Ηράκλειο, η πόλη των 5+1 πολιτισμών.
Τα λόγια της, μια θάλασσα από Κρήτη στη διάρκεια της ομιλίας της. Ξεδίπλωσε τις μνήμες της από όσα η γιαγιά και ο παππούς της είχαν διηγηθεί. Έδωσε σε όλους να καταλάβουν γιατί αγαπά αυτόν τον τόπο και τον κρατά κλεισμένοι στην καρδιά της.
Το παρακάτω κείμενο είναι η συγκλονιστική ομιλία της Τανζού Ιζμπέκ. Δεν ήταν ομιλία, ήταν μια εξιστόρηση, ένα διήγημα σαν μυθιστόρημα.
Κρήτη: Το όνειρο των παιδικών μου χρόνων
Κρήτη! Αξέχαστη πατρίδα της γιαγιάς και τ’ όνειρο των παιδικών μου χρόνων…
Τη γλώσσα μου δώκανε Κρητικιά… Τη γλώσσα που πρωτόμαθα να μιλώ, τη γλώσσα που αγάπησα μέσα από το πάθος της Κρητικιάς γιαγιά μου και του Κρητικού σπετσιέρη παππού μου.
Τη γλώσσα που πρωτάκουσα σα γεννήθηκα και τη γλώσσα που δεν έπαψα να ακούω μέχρι το 1976 τότε που η Κρητικιά γιαγιά έφυγε για τη χώρα του Παραδείσου με τον καημό της Κρήτης και της φίλης της, της Όλγας.
– Ουφ Κρήτη μου, ουφ Όλγα μου. Τα καθημερινά της λόγια μέχρι την τελευταία της στιγμή.
Έτσι λοιπόν είμαι και βαστά η σκούφια μου απ’ την Κρήτη. Με τη συνθήκη της Λοζάνης το 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, η οικογένειά μου ξεριζώθηκε από την Κρήτη, από τους Έρφους Ρεθύμνου, σήμερα Έρφη και ξορίστηκε στ’ Αϊβαλί/Μοσχονήσια. Άντε τώρα να ριζώσεις στα ξένα…. Και από τη μαμά και από τον πατέρα (και από τις δυο πλευρές από εδώ από την Κρήτη). Οι δυο γιαγιάδες, οι δυο παππούδες και ο πατέρας με το θείο, γεννημένοι στην Κρήτη.
Η οικογένειά μου αναντάμ μπαμπαντάμ Κρητικιά. Έφτασε στο Αϊβαλί-Μοσχονήσια, Φλεβάρη μήνα το 1924. Από το Ρέθυμνο κάθε τρεις μήνες έφευγε κι ένα βαπόρι φορτωμένο ανταλλάξιμους. Το ταξίδι από το Ρέθυμνο στο Αϊβαλί διαρκούσε τρεις νύχτες και τρεις μέρες.
Οι δικοί μου όταν έπρεπε να φύγουν δεν επήρανε το πρώτο βαπόρι γιατί ο φαρμακοποιός παππούς, από τον πατέρα μου, ο Καζίμ Δεδογλάκης (1888-1960) του Αλή ήταν ήδη παντρεμένος με τη Ναζλί (η γιαγιά από τον πατέρα). Η γυναίκα του ήταν βαρεμένη (έγκυος) και έλεγε η άλλη γιαγιά «να μην πάρουμε αυτό το καράβι γιατί θα γεννήσει στο καράβι η γυναίκα». Και γι’ αυτό εμείνανε στο Ρέθυμνο και όταν γεννήθηκε ο θείος μου και έγινε δυο μηνών ήρθανε με το χειμωνιάτικο καράβι και η γιαγιά Κωστουλήδενα φθάνοντας στο Μοσχονήσι έφερε μαζί της και το άσθμα. Είχε άρπαξε πούντα στο καράβι από το τουρτουριστό κρύο στο μεγάλο ταξίδι της ανταλλαγής. Καταχείμωνο.
Ο αγέρας του Φλεβάρη να φυσά δυνατά, να τηνε τρυπά και να τηνε χτυπάνε τα κύματα. Το καράβι να βολοδέρνει. «Δύσκολα πράγματα παιδί μου, δύσκολα», μου έλεγε. «Τσε τι θα γίνουμε οι ανταλλάξιμοι άραγε αλάργα από την Κρήτη;».
– Σαν τις σαρδέλες μας στοίβαξαν και καλά παιδί μου που μας φέραν εδώ και έχει ελιές και θάλασσα. Αχί παντέρμη Κρήτη αξέχαστη… άκουγα να μουρμουρίζει και ν’ αναστενάζει συνέχεια. Η γιαγιά δεν το χώνευγε.
Οι πρόγονοί μου λοιπόν απ’ τους Έρφους που είχανε εκτάσεις ελαιώνες, νεραντζιές, πρασινάδες, τα ρίφια, τις αίγες, βρέθηκαν ξεριζωμένοι μακριά από την πατρίδα τους την Κρήτη. Όπως λέει ο Ξυλούρης στο τραγούδι του «Χίλια μύρια κύματα μακριά στ’ Αϊβαλί». Έτσι εγκαταστάθηκαν στα Μοσχονήσια από το Ρέθυμνο, ξεριζωμένοι με την ανταλλαγή.
Εγώ μεγάλωσα με τη γιαγιά Κωστουλήδενα από τη μητέρα μου. Σφράγισε τη ζωή μου επειδή πέρασα τα παιδικά μου χρόνια δίπλα της. Μεγάλωσα με τις αναμνήσεις της, τις μαντινάδες της, τις ιστορίες της για την πατρίδα της και την ανάμνηση της φίλης της, της Όλγας.
Βρίσκομαι απόψε εδώ για να καταθέσω τις αναμνήσεις απ’ τη ζωή μου δίπλα στη γιαγιά μου, για να μεταφέρω την άσβεστη αξέχαστη μνήμη της διατήρησης της Κρητικής μουσικής και κυρίως τις αξέχαστες μαντινάδες που ζούνε και μεταδίδονται από στόμα σε στόμα αυτά τα 93 χρόνια στην άλλη πατρίδα. Τα συναισθήματά μου ανείπωτα.
Η γιαγιά ήταν μια ψιλόλιγνη γυναίκα μαυροφορεμένη, που δεν ήξερε ούτε μια λέξη Τουρκική. Και η γλώσσα για μένα σημαίνει πατρίδα, είναι η πατρίδα.
Μια από τις πρώτες λέξεις που άκουγα και έμαθα ήταν «τσε εζά τσε εδά» που όπως ξέρετε σημαίνει τι θα μου λάχει τώρα, τι θα πάθω, τι θα κάνω άραγε… Μ’ άγγιζαν πολύ αυτά τα λόγια γιατί καταλάβαινα πως θα την έπιανε ο βήχας και φοβούνταν. Έφταιγε το άσθμα που είχε αρπάξει στο βαπόρι.
Θυμάμαι που έλεγε: «Δεν έχεις παιδί μου ένα δροσερικό;». Το δροσερικό σημαίνει για τη γιαγιά μανταρίνι και κάθε φορά όταν ανοίγω μανταρίνι τη θυμάμαι έτσι όπως το τραγουδάει ο Λουδοβίκος στο τραγούδι του «άνοιξα μανταρίνι και σε θυμήθηκα».
Έμαθα κοντά της τη γλώσσα της και δεν φοβόμουν να μιλάω τα κρητικά, τα ελληνικά, και στο σχολείο ας μας λέγανε «yarim gavur» που σημαίνει «ελληνόσπορος», γιατί πολλά παιδιά δεν ήξεραν να μιλούν καλά τα τουρκικά αφού στα σπίτια τους μιλούσαν όλοι ελληνικά. Για μένα το θέμα ήταν διαφορετικό. Εμιλούσα και τις δυο γλώσσες καλά και ονειρευόμουν την Κρήτη με τα κρητικά… γιατί ήταν τα ελληνικά μου και τα τούρκικά μου σωστά γιατί ο παππούς ο σπετσιέρης είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και διάβαζα συνέχεια… ελληνικά βιβλία και τουρκικά και μεταφρασμένα ελληνικά στα τούρκικα.
Μου έλεγε η μαμά και η γιαγιά μην ανησυχείς παιδί μου «δυο γλώσσες δυο άνθρωποι κάνουν».
Θυμάμαι πόσο μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει η ιστορία που μου είχε πει η γιαγιά για τους τσακωμούς των Κρητικών.
Ένα βράδυ λέει ακούει στην πόρτα θόρυβο και βλέπουνε τον πατέρα τσι απάνω στο γάιδαρο τραυματισμένο και έτρεχε αίμα. Και τον έφερε ο γάιδαρός του στο σπίτι, μόνος. Και της έλεγε ο πατέρας της «αν και θυγατέρα μου με μαχαίρωσε ένας Έλληνας Κρητικός και πάλι με βρήκε άλλος Έλληνας Κρητικός και μ’ έσωσε και μ’ έφερε ως την πόρτα και για να μην τον δούνε έφυγε κρυφά. Καταλαβαίνεις την αδερφοσύνη στην Κρήτη, ε ταϋτέρου ήμασταν πάλι αγαπημένοι. Σφαγές ήταν παιδί μου και τότε εσφαλιζόμασταν στο σπίτι».
Πολύ συχνά την άκουγα να σιγομουρμουρίζει και να λέει «Παντέρμη Κρήτη» και να βλέπει αλάργα με βουρκωμένα μάτια και να αναθυμάται την Όλγα. «Αχ Όλγα μου….. δεν έχω εγώ σαν την Όλγα άλλη φιλενάδα» και να με παίρνει στην αγκαλιά της μικρό κοριτσάκι που ήμουνε και να αρχίζει τα κρητικά ναουρίσματα.
Άκουγα παραμύθια αληθινά από Κρήτη… Και μαντινάδες με κλάματα, που να ραγίζει η καρδιά της, μαζί της κι εγώ παιδάκι να αισθάνομαι μια θλίψη, να ‘ναι μαύρη, ολόμαυρη η καρδιά μου σαν τα Κρητικά μαντήλια… και γι’ αυτό νομίζω καταλαβαίνω τις μαντινάδες και τα τραγούδια που εκφράζουν τον πόνο, τον ξεριζωμό, κυρίως τον έρωτα στην πατρίδα, την Κρήτη.
Και ν’ ακούγεται ολημερνίς το αγαπημένο Κρητικό τραγούδι της γιαγιάς και του παππού…
«Όσο βαρούν τα μάρμαρα
οφ αμάν αμάν
βαρούν τα μαύρα ρούχα.
Όπου τα φόρεσα κι εγώ
Οφ αμάν αμάν
Για μιαν αγάπη οπού ‘χα….
Και δυο μαντινάδες από τη μαμά:
«Γιατρέ μου φέρε γιατρικά
για την απελπισία
μα την πληγή που μ’ άνοιξες
δεν έχει σωτηρία»
«Αχί τα περαζούμενα
τσ’ αχί τα περασμένα
αχί τσε να γιαγέρνανε
στο χρόνο μιαν ημέρα»
Η γιαγιά ευχόταν το αδύνατο με τη μαντινάδα αχί τα περαζούμενα αχί τα περασμένα. Μου έδινε όμως την ευχή της να μπορέσω να επισκεφθώ την Κρήτη, το χωριό της, το σπίτι της και τη φιλενάδα της, την Όλγα της. Και έφτασε ανέλπιστα αυτή η μέρα.
Επιστροφή στις ρίζες μου στους Έρφους, η γιαγιά μου και η κυρία Όλγα
Καλοκαίρι του 1989 το πρώτο μου ταξίδι στην Κρήτη και επιστρέφω, στις ρίζες μου.
Βρίσκομαι στον Πειραιά και παίρνω το πλοίο που έχει του μεγάλου δασκάλου τ’ όνομα «ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ». Βαστάω στα χέρια μου το βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο» μεταφρασμένο στα Τουρκικά «El Greko ‘ya mektuplar».
Μετά έντεκα ώρες θαλασσινό ταξίδι η Κρήτη φάνηκε μακριά. Η Καίτη με περίμενε στο λιμάνι Ηρακλείου ξημερώματα, ώρα εξήμισυ. Η Καίτη Γούναρη-Αλεξοπούλου, συμβολαιογράφος στις Αρχάνες. (Ένα μεγάλο ευχαριστώ Καίτη και ας έχουν περάσει είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια… Ήμουν τόσο χαρούμενη, έτρεμα σαν το κλαδί).
Με την Καίτη έχουμε μια κοινή φίλη την Ελένη. Όταν είπα της Ελένης πως θέλω να πάω στην Κρήτη, την παίρνει αμέσως τηλέφωνο και της λέει: «σου στέλνω μια φίλη απ’ τ’ Αΐβαλί. Οι γονείς της κατάγονται από Κρήτη-Ρέθυμνο. Να την προσέξεις καλά». (και της Καίτης η οικογένεια κατάγεται από τα Αλάτσατα Σμύρνης).
Έτσι λοιπόν, η αξιοσέβαστη φίλη Καίτη με περίμενε στο λιμάνι του Ηρακλείου, με τον άντρας της Γιάννη, την κόρη τους Τάνια, το γιο τους Βασίλη, παιδιά τότε. Η θερμή υποδοχή τους με έκανε να αιστανθώ ότι είμαι ανάμεσα σε φίλους.
Και τα λόγια του Γιάννη το επιβεβαίωσαν: Ξέρεις που θα πάμε τώρα; μου λέει. Στης γιαγιάς σου το χωριό. Αυτή η φράση μου ‘λυσε τα γόνατα απ’ τη χαρά. Η οικογένεια Αλεξοπούλου είχε φροντίσει να μάθει και βρήκε το χωριό μου. Με γλίτωσε από το μεγάλο πρόβλημα της αναζήτησης του τόπου μου, του άγχους και της αγωνίας μου αν θα μπορούσα να βρω το χωριό της γιαγιάς μου και του παππού. Μπήκαμε στ’ αυτοκίνητο του Γιάννη. Ήταν ένα μπλε Volvo, δεν το ξεχνώ. Ξεκινήσαμε. Ο χρόνος σταμάτησε για μένα. Η καρδιά μου φτερουγίζει, ο νους μου γιαγιέρνει στα περαζούμενα, στα τραγούδια που είχα μάθει από τον παππού και τη γιαγιά:
«Όλοι μου λένε γιάντα κλαις
κι αν κλαίγω ποιόν πειράζω;….
Σαν ν’ άκουγα τη γιαγιά μου να μου λέει: «Στην Κρήτη παιδί μου τραγουδάς τον καημό σου, τσε γλεντάς τσι πίκρες σου»… και να μου ‘ρχεται στο νου η εικόνα της ξαδέλφης Ρουστεμπεήνας Σιντίκας, να χορεύει το πεντοζάλι πηδηχτό, να μην αφήνει το μαντηλάκι κανενός στους γάμους και στους αρραβώνες, με την εξής μαντινάδα:
«Άλλο χορό δε ρέγομαι
οξό το πεντοζάλι
όπου τονε χορεύουνε
όλοι μικροί μεγάλοι».
Οι Τουρκοκρητικοί δεν αφήσανε ποτέ τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις της Κρήτης. Στ’ Αϊβαλί και στα Μοσχονήσια διατηρούν τα τραγούδια, τις μαντινάδες και τη μαυροφορεσιά τους.
«Έλα μου πήρε η μέρα τη χαρά
τσε την ελπίδα πού ‘χα
Έλα γι αυτό μου πρέπει να φορώ
πάντα μου μαύρα ρούχα».
Παίρνει ο Γιάννης μια στροφή. Και τι να δω! Ιδού μια ταμπέλα που γράφει «ΕΡΦΟΙ»… «ΕΡΦΟΥΣ» στο ζαμάνι της γιαγιάς μου. Όπως μου το εξιστορούσε, όλο πράσινο και γραφικό, με δέντρα, με λουλούδια κι ας ήταν ακόμα καλοκαίρι…
Δώσε το χέρι σου Κρήτη μου
Από αυτό το χωριό αρχίζει η μεγάλη ιστορία της γιαγιάς και του παππού, της οικογένειάς μου… Σ’ αυτό το χωριό έχουν περάσει τα καλύτερά τους και τα δύσκολα νεανικά τους χρόνια…
Και τώρα ζει άραγε η Όλγα, η αξέχαστη φίλη της γιαγιάς; «Αχί Όλγα μου και να ξανασμίγαμε πάλι πριν πεθάνω». Αυτή η φράση δεν έπεφτε απ’ το στόμα της. Η Όλγα ήταν καθημερινά μαζί μας…
Από τις σκέψεις μου με βγάζει η φωνή του Γιάννη: «Φτάσαμε. Έλα, πάμε στο καφενείο».
Εκεί βρήκαμε ένα γέροντα το Νίκο Μποτανάκη περίπου 80 χρόνων, με μαύρα στιβάνια και το μαύρο κρητικό μαντήλι. Αληθινός Κρητικός άρχοντας, γενναίος. Όταν τον ρωτήσαμε για τους δικούς μου, εκείνος ρωτάει:
– Πώς τους λέγανε κοπελιά μου;
Ο παππούς μου λεγόταν Δεδόγλος Καζίμ Αλής και η γιαγιά μου Κοστουλήδαινα Σακιζέ.
Τότε ο γέροντας πιάνει τη γωνία του τραπεζιού και σηκώνεται από το τόπο ντου.
– Τι λες παιδί μου; Δείχνοντας με το δάχτυλό του απέναντι. Όλα αυτά τα σπίτια που θωρείς στη σειρά, ήτανε του Αγά Μουσταφά μπέη και του Αλή μπέη. Να πας να βρεις την κυρία Ξένη που τους θυμάται ακόμα.
Και τον ρωτώ για την «Όλγα» και μου λέει:
– Πάμε προς τ’ απάνω.
Την ξέρει την Όλγα. Με πιάνει μια τρεμούλα απ’ τη χαρά. Περπατώντας τα στενά του χωριού φτάσαμε σ’ ένα σοκάκι που έβλεπε τον κάμπο. Μέσα σε μια μεγάλη αυλή ήταν ένα παλιό σπίτι. Στην αυλή υπήρχε ένα αιώνιο δέντρο και κάτω από τη σκιά του καθόταν μια ηλικιωμένη κυρία και χάιδευε τα λουλούδια της και κρατούσε ένα κλαδί βασιλικό. Της γιαγιάς μου τ’ αγαπημένο φυτό… Η ασπρομάλλα κυρία Όλγα αργά-αργά γυρίζει το κεφάλι. Ο Γιάννης και η Καίτη της εξηγούν την ιστορία, πως ήρθα από την Τουρκία. Η Όλγα με ρωτάει:
– Πώς τι λέγανε τη γιαγιά σου;
– Σακιζέ, της λέγω.
– Μήπως ήτανε της Ναζλί χανούμ η κόρη;
Εκείνη τη στιγμή κάτι κόλλησε στο λαιμό μου και δεν μπόρεσα να μιλήσω. Δεν μπόρεσα να πιστέψω πως η φιλενάδα της γιαγιάς μου η Όλγα, ήτανε μπροστά μου. Τι να δω. Ο Γιάννης και η Καίτη κλαίγανε… Ξέσπασα κι εγώ. Είχαν συγκινηθεί πιο πολύ από μένα, γι’ αυτό είναι αξέχαστοι φίλοι για μένα. Απ’ τα χείλη της Όλγας βγαίνει μια λέξη.
– «Θεέ μου. Θεέ μου, εσύ είσαι η εγγονή της καλύτερης φιλενάδας μου της Σακιζέ».
Με ρωτάει αν ζει και της λέγω:
– Έχει πεθάνει πριν προλάβει να ‘ρθει να σε ξαναβρεί, στα 1976, αλλά μου είχε πει: «αν πας παιδί μου στην Κρήτη, κυρίως να βρεις την Όλγα, να πάρεις μια φούχτα χώμα από τον κήπο μας, που ήτανε ενωμένος, να μου το λαδουρίσεις στον τάφο μου». Και της υποσχέθηκα ότι θα το κάνω, και το έκανα. Τότε άρχισε να κλαίει η Όλγα σαν το μικρό παιδί… Πόσο ήθελα να φέρω τη γιαγιά στην Κρήτη… Τώρα νομίζω πως η ψυχή της είναι ανάμεσά μας…
– Βλέπεις αυτό το σπίτι το μισογκρεμισμένο; Ήταν της γιαγιάς σου. Στην άλλη μεγάλη αυλή ήταν το σπίτι των Δεδόγλων που μεγαλώσαμε μαζί. Ο παππούς σου τότε αγαπούσε μια Κρητικιά. Ήταν κόρη του παπά. Η οικογένεια του παππού σου είχε θυμώσει. Όταν ακούστηκε η είδηση της ανταλλαγής, ήθελε να μείνει εδώ, ή να πάρει μαζί του την κοπελιά…
Ρόδο εσύ, ρόδο κι’ εγώ
μαζί να φυτευτούμε
να βγούνε τα κλωνάρια μας
να σφιχταγκαλιαστούμε
Έτσι τα ‘φέραν οι καιροί
κι οι βουρλισμένοι χρόνοι
ο καπετάνιος στο κουπί
κι ο ναύτης στο τιμόνι
Αυτές οι μαντινάδες στριφογύριζαν στη σκέψη μου…
Για να μη στεναχωρήσουμε πιο πολύ την κυρία Όλγα κλείσαμε το θέμα, γιατί ήταν άρρωστη και έτρεμε από συγκίνηση. Ο Γιάννης της πρόσφερε ένα ποτηράκι νερό να δροσιστεί και την κάλεσα στα Μοσχονήσια.
– Πώς να ‘ρθω κόρη μου; Δε πιάνουνε τα πόδια μου.
Και με αγκάλιασε και με φιλούσε ασταμάτητα. Όταν την αποχαιρετούσα ήταν σαν να αποχαιρετούσε τη γιαγιά μου. Και με τα κλάματα αποχωριστήκαμε απ’ της γιαγιάς το χωριό.
Αχί τσε να εγιάργενε
του χρόνου τρία ζάλα
Αχί τσε να βύζαινα κι εγώ
τσι μάνας μου το γάλα.
Η γιαγιά βύζαξε πρώτα τσι μάνας της το γάλα εδώ στην Κρήτη. Κι εγώ βύζαξα και ρούφηξα αυτές τις μαντινάδες και τις αναμνήσεις από ‘κείνη.
Το τελάρο, ο Ερωτόκριτος, η γιαγιά και η θεία Nesiha
Τακ α τακ το τελάρο και Ερωτόκριτος.
Η γιαγιά όπου κουβαλούσε το μεγαλείο της Κρητικής ψυχής. Απέναντί μας ήταν της θείας Nesiha το σπίτι, στα Μοσχονήσια. Ήταν πολύ στενές φίλες. Κι εγώ μαζί τους στα αποσπερίσματα, εφτά χρονών…. Τακ τακ το τελάρο να φαίνει η Nesiha τις κρητικές μπατανίες, μια τη «σταυρωτή», μια τη «σκουλωτή» και ταυτόχρονα να μας λέγει τσε τον Ερωτόκριτο:
Για σένα σέρνω βάσανα
για σένα σέρνω πόνοι
για σένα μες τη φυλατσή
σήμερα πέντε χρόνοι.
……………………………
Τσε πώς να σε αποχωριστώ
τσε πώς να σου μακρύνω
τσε πώς να ζήσω δίχως σου
στον ξεριζωμό ετσείνο.
Και η Nesiha απ’ τα Καπεδιανά, με την προσφυγιά στα Μοσχονήσια. Αυτές οι δυο γυναίκες σαν βαθιά πηγάδια μου ‘λεγαν τον Ερωτόκριτο ολόκληρο, αρχή και τέλος απ’ τη μνήμη τους.
Κι ένας λυράρης από την Κρήτη στα Μοσχονήσια, λεγούμενος, παρατσούκλι κρητικό «Ο Πάσος», Οσμάν αγάς ο Πάσος, έπαιζε τη λύρα και ‘λεγε «απ’ τη Κρήτη τη ‘φερα». Και ο αδερφός του ο Χασάν αγάς να χορεύγει το πεντοζάλι, το συρτό και η Νουριγιέ τη ρεθυμιώτικη σούστα. Τραγούδια ασταμάτητα…
Μέσα στα φύλλα τσι καρδιάς
μέσα στο φυλλαράτσι
την έχω την αγάπη σου
χρυσό σφαλιχταράτσι
Ώστε να στέκουν τα βουνά
να μη σε πάρει ο χάρος
γιατί τσε ‘γω θα περπατώ
με το δικό σου θάρρος
Τι έχουν τα ματάκια σου
τσ’ όταν με δούνε κλαίνε
σ’ αν έχουνε παράπονο
γιατί δε μου το λένε
Όλες αυτές οι μαντινάδες, οι χοροί, τα τραγούδια και κυρίως τα παρακάτω τραγούδια διατηρούνται ακόμα στα Μοσχονήσια
● Φιλεντέμ
● Στα καφάσια τα ψηλά
● Καναρίνι μου γλυκό
● Όσο βαρούν τα σίδερα
● Το μερακλίδικο πουλί
● Η κορδελίτσα
● Μήλο μου και μανταρίνι
Μου κάνει εντύπωση ότι οι δικοί μου δεν έχουν γράψει καινούρια τραγούδια. Ό,τι φέρανε από την Κρήτη τα κουβαλήσανε στη ψυχή και στη μνήμη τους και δεν τα ξεχάσανε ποτέ… Αλλά τις μαντινάδες στην Κρήτη τις ανταλλάσσανε μεταξύ τους Κρητικοί και Τουρκοκρητικοί.
Μαντινάδες που διατηρούνται ακόμα στα Μοσχονήσια και το Αϊβαλί.
Χαρώ τηνε τη γλώσσα σου
τη σχιζαμυγδαλάτη
που είναι μέσα κουφωτή
και ζάχαρη γεμάτη
……………………………..
Η θάλασσα έχει ένα καημό
γιατί δεντρό δεν έχει
μα ζωντανός ξεχωρισμός
παρηγοριά δεν έχει
…………………………….
Ανάθεμα τσι μαραγκούς
που κάναν τα βαπόρια
και μας εξεχωρίζανε
παιδί μου χώρια-χώρια.
Δυνατά συναισθήματα, που με πλημμυρίζουν νοσταλγία και θύμησες. Και να στριφογυρίζουν στο νου μου τα λόγια της Αγγέλας Παπάζογλου: «Να θυμάσαι, «αν θες να μείνεις ζωντανός δεν πρέπει να ξεχνάς… είναι αμαρτία να ξεχνάς. ΜΗ ξεχνάς…».
Κι εγώ ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!, ΘΥΜΑΜΑΙ!, δεν αισθάνομαι ποτέ ξένη στην Κρήτη. Και η Κρήτη μου το ανταπέδωσε, με φιλοξένησε, όλοι με έκλεισαν στην αγκαλιά τους σαν την αγκαλιά της γιαγιάς με τα τραγούδια της και τις μαντινάδες της. Είμαι δυο φορές πατριώτισσα, «συντέκνισσα», που κουβαλά στην άλλη ακτή, την Κρήτη, και στην αξέχαστη Κρήτη κουβαλά αυτούς που λαχταρούσανε την Κρήτη.
http://www.rethnea.gr/article.aspx?id=47521