ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ • Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 1997
Της Ελένης Γ. Περπιράκη
Στις μία Σεπτεμβρίου στο θέατρο «Ερωφίλη» η Δημοτική Πειραματική Συμφωνική Ορχήστρα Ρεθύμνης πραγματοποίησε την έκτη εμφάνισή της στο Αναγεννησιακό Φεστιβάλ με έργα γνωστών συνθετών της κλασικής και ρομαντικής εποχής (18ο – 19ο αι.), καθώς και Ελλήνων συνθετών του 20ου αι. Διευθυντής ορχήστρας ήταν ο ιδρυτής της κ. Μπάμπης Πραματευτάκης και σολίστ ο νεαρός Ντίνος Μπουραντάς (βιολί) και η συμπατριώτισσά μας Ελένη Τζιράκη (πιάνο). Ακόμη έλαβαν μέρος η Δημοτική Χορωδία Ρεθύμνης και η Χορωδία του Πανεπιστημίου Κρήτης «Φραγκίσκος Λεονταρίτης» με σολίστ τους Κρυσταλία Σπηλιανάκη – σοπράνο, Ισιδώρα Χαλκιαδάκη – σοπράνο, Φέφη Βαλαρή – άλτο, Αθανάσιο Μιχαλόπουλο – τενόρο, Κώστα Δροσουλάκη – τενόρο και Παντελή Κατσαμπά – βαρύτονο.
Η μουσική βραδιά ξεκίνησε με την εισαγωγή από την όπερα «Οι Γάμοι του Φίγκαρο» του Wolfgang Amadeus Mozart (Σαλτσουμπουργκ 27-1-1756, Βιέννη 6-12-1791), αφού πρώτα ο κ. Στεφανάκης απηύθυνε έναν σύντομο χαιρετισμό στους συντελεστές της συναυλίας.
Το έργο «Οι Γάμοι του Φίγκαρο» είναι μια κωμική όπερα σε τέσσερις πράξεις. Το λιμπρέτο της όπερα έγραψε ο Ιταλός Λορέντζο ντα Πόντε (1749-1838), τον οποίο ο Mozart γνώρισε για πρώτη φορά το 1783. Το λιμπρέτο του ντα Πόρτε βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Γάλλου δραματουργού Μπουμαρσέ που ζούσε τότε στο Παρίσι. Το ίδιο άλλωστε έργο είχε χρησιμοποιήσει πριν από λίγα χρόνια ο Παϊζιέλλο στην όπερα του «Κουρέας της Σεβίλλης». Ήταν μια κοινωνική σάτιρα πολύ καυστική που αργότερα διασκεύασε ο Ιταλός Στερμπίνι για λογαριασμό του Ροσσίνι.
Στην όπερα όμως του Mozart υπάρχουν διαφορές στα πρότυπα και τις κοινωνικές θέσεις των ηρώων σε σύγκριση με την όπερα του Ροσσίνι. Ο κόμης Αλμαβίδα και ο Φίγκαρο παρουσιάζονται σαν ζηλόφθονοι χαρακτήρες, ενώ παράλληλα ο ντα Πόντε υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η παντοδυναμία ενός κόμη στην κοινωνία, σε αντίθεση με τις δυνατότητες ενός απλού υπηρέτη. Ο μύθος περιπλέκει τα πρόσωπα και αντιστρέφει τους ρόλους τους. Δημιουργούνται παρεξηγήσεις και ίντριγκες, κάνοντας τους μισούς να υποπτεύονται τους υπόλοιπους. Η μορφή του Φίγκαρο πλανιέται πάνω από τα κεφάλια όλων των άλλων και οδηγεί το έργο σ’ ένα αίσιο τέλος.
Στις αρχές του 1786 ο Mozart είχε δώσει την τελική μορφή στην κωμική του όπερα, την οποία παρέδωσε στο αυτοκρατορικό θέατρο, στα μέσα Φεβρουαρίου 1786. Τελικά η πρεμιέρα της όπερας έγινε στη Βιέννη την 1η Μαΐου 1786, μπροστά σ’ ένα εκλεκτό κοινό.
Ήταν μια εξαιρετική παράσταση που σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Παίχθηκε εννέα φορές ακόμη μέσα στο 1786 με την ίδια πάντα επιτυχία. Τους «Γάμους του Φίγκαρο» ανέβασε και η όπερα της Πράγας στις 17 Ιανουαρίου 1787. Τρεις μέρες μετά ο Mozart κλήθηκε να διευθύνει τη δεύτερη παράσταση της κωμικής του όπερα μπροστά σε μία κατάμεστη αίθουσα.
Η Ορχήστρα του Ρεθύμνου παρουσίασε με εξαιρετικό τρόπο τη μουσική από την εισαγωγή της όπερας για έγχορδα, δύο φλάουτα, δύο όμποε, δύο κλαρινέτα, δύο φαγκότα, δύο κόρνα, ine Re, δύο τρομπέτες in Re και τύμπανα. Τα θέματα της εισαγωγής ακούγονται καθαρά από τα βιολιά, καθώς και από οποιοδήποτε άλλο όργανο περνούσε. Η ορχήστρα κατάφερε να αναδείξει τη φυσική χάρη, άνεση και κομψότητα που χαρακτηρίζουν τη μουσική του Mozart. O Mozart κατάφερε να δημιουργήσει ένα προσωπικότατο τρόπο έκφρασης της σκέψης του και συνεπώς ένα ιδιόμορφο και μοναδικό ύφος, όπως το ακούσαμε από την Πειραματική Ορχήστρα.
Ακολούθησε η «Σουίτα για διπλό κουαρτέτο εγχόρδων» του Ηπειρώτη Δημήτρη Δραγατάκη (Πλατανούσα Ηπείρου 1914) σε πέντε μέρη:
Andante – Moderato, Allegretto, Tempo di Marcia, Lento και Allegro. Το έργο αυτό γράφτηκε το 1961 για το οκτέτο Αθηνών. Συνήθως παίζεται από διπλή ορχήστρα εγχόρδων με την προσθήκη κοντραμπάσων, που δεν υπήρχαν στην πρώτη εκτέλεση. Το έργο είχε μεγάλο βαθμό δυσκολίας που ως ένα σημείο η ορχήστρα κατάφερε να ανταποκριθεί. Το κάθε μέρος αναπτύσσεται πάνω σε ένα δικό του ρυθμικό σχήμα, το οποίο πλανιέται μέσα στα όργανα με την τεχνική της μίμησης και του ελεύθερου κανόνος. Η ορχήστρα είχε χωριστεί σε δύο ομάδες, α’ και β’ βιολιά, βιόλες και βιολεντσέλα στις οποίες γίνεται διάλογος των θεμάτων του κάθε μέρους.
Το τελευταίο κομμάτι του Α’ μέρους ήταν το «1ο κονσέρτο για βιολί και έγχορδα σε Do major» του Franz Joseph Haydn (Ποράου 1732, Βιέννη 31-5-1809) με Σολίστ το νεαρό βιολιστή Ντίνο Μπουραντά.
Ο Haydn, γιος ενός αμαξοποιού του χωριού έγινε ο ευεργέτης της μουσικής των καιρών του. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του παιδεία σε ηλικία οχτώ χρονών στη χορωδία σου καθεδρικού ναού του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη και σύντομα κέρδιζε το ψωμί του σαν τσεμπαλίστας, οργανίστας και βιολιστής, μέχρι να προσληφθεί κανονικά, όπως οι περισσότεροι μουσικοί της εποχής του στην υπηρεσία κάποιου φιλόμουσου μεγαλαφέντη. Ως συνθέτης – υπηρέτης έγινε αρχικά στον βαρώνο Φυρνμπεργκ, αργότερα στον κόμη φον Μόρτσιν και τέλος στην οικογένεια Εστερχάζυ την οποία υπηρέτησε σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Haydn έγραψε κυρίως έργα απόλυτης μουσικής, στην οποία έδειξε μαστοριά και εφευρετικότητα. Η γραφή της καθαρής μουσικής ταίριαζε απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του. Λυρικός δεν ήταν. Το θέατρο δεν τον έβαλε σε πειρασμό. Δεν ήξερε να βγάζει μέσα από ένα ποίημα ένα βαθύ μουσικό παλμό. Βέβαια έγραψε δεκατέσσερις λειτουργίες, θρησκευτικά τραγούδια, εικοσιτέσσερις όπερες και οπερέτες που μας αποδεικνύουν πως η μελωδική του έμπνευση δεν ήταν πολύ υπάκουη στην υποβολή λέξεων.
Το τραγούδι, λοιπόν, δεν ήταν γι’ αυτόν ένας φυσικός τρόπος έκφρασης. Αντίθετα ο αριθμός των συμφωνικών του έργων και έργων μουσικής δωματίου αποδεικνύουν το ταλέντο του και τις αρετές του της χάρης, της λεπτότητας και της κομψότητας.
Τα παραπάνω μουσικά χαρακτηριστικά διαφαίνονται στο κονσέρτο που ακούσαμε, ενός έργου με δόμηση καθαρή και λογική και μελωδική έκφραση απλή και άμεση. Το κονσέρτο γράφτηκε στις αρχές του 1760 και δείχνει τις επιρροές που έχει από τη μουσική της εποχής Baroque. Έγραψε άλλα δύο κονσέρτα για βιολί, σε sol major και LA major, γραμμένα με έγχορδα, με εξαίρεση το τρίτο που έχει πνευστά στην ορχήστρα.
Ο σολίστας ανταποκρίθηκε με επιτυχία στις εκφραστικές απαιτήσεις του έργου του με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία απόδωσε τις Kadenzes, γραμμένες από τον δάσκαλό του Χρ. Κεφαλά, και το τρίτος μέρος του κομματιού. Στο παίξιμό του διέκρινε κανείς τη σιγουριά που είχε για το κείμενο και ιδίως την εκφραστικότητα, το ύφος της κλασικής εποχής και του Haydn. Αυτό φάνηκε περισσότερο στο δεύτερο αργό μέρος, μία πανέμορφη σερενάτα που την ανάδειξε με καταπληκτικό τρόπο. Πιστεύω ότι μπροστά μας είχαμε ένα λαμπρό αστέρι του βιολιού, μια και η καρδιά του ξεκίνησε μ’ ένα χρυσό μετάλλιο σε πανελλήνιο διαγωνισμό.
Μετά το τέλος του κονσέρτου περίμενε το κοινό μία έκπληξη. Ο νεαρός βιολιστής έπαιξε εκτός προγράμματος, ένα κομμάτι για σόλο βιολί με τίτλο «Το πέταγμα των γλάρων» του Βολιώτη καθηγητή βιολιού Περικλή Σακελλαρίδη, αγαπητού φίλου του Χρ. Κεφαλά. Το σύντομο αυτό κομμάτι ερμήνευσε ο Μπουραντάς πολύ καλά και λόγω των τεχνικών δυσκολιών που είχε απέδειξε το ταλέντο του Ο Χρ. Κεφαλάς αμέσως μετά συγχάρηκε το νεαρό μαθητή του, καθώς και το κοινό, τονίζοντας ότι πρέπει να υποστηρίζουμε τους Έλληνες συνθέτες.
Το Β’ μέρος ξεκίνησε με το έργο του Ρεθεμνιώτη Γιώργου Κουμεντάκη (1959) η «Σουίτα των αδερφών Γκριμμ» για κουαρτέτα εγχόρδων με πέντε μέρη που έχουν τους εξής τίτλους: Η κοκκινοσκουφίτσα, η όμορφη Κατερινούλα και ο Πιφ Παφ Τατζονούρης, ο θαυμαστός βιολιστής και ο Γιοριντέ και Γιοφινγκέλ.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης έχει γράψει αρκετά έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, όπερες, ορατόρια, μουσική για μπαλέτα και αρχαίες τραγωδίες. Είναι ο πρώτος Έλληνας συνθέτης που κέρδισε την υποτροφία της Γαλλικής Ακαδημίας «Prix de Rome». Το 1994 μιμήθηκε με το βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης».
Το συγκεκριμένο έργο στηρίζεται σε σύγχρονες τεχνικές και ύφος του 20ου αι. Έχει συχνές ρυθμικές εναλλαγές και αρκετές παύσεις, τις οποίες πρόσεξαν ιδιαίτερα οι μουσικοί κατά την ώρα της εκτέλεσης. Ξαφνικές δυναμικές και απόδωσε σωστά η ορχήστρα, ώστε να δοθεί η αίσθηση του ονειρικού και παιδικού στοιχείου. Ο συνθέτης προσέλκυσε τις ιστορίες των αδελφών Γκριμμ θέλοντας να βρεθούμε στιγμιαία κοντά στον τόπο του παραμυθιού. Στο έργο συμμετείχε η ορχήστρα εγχόρδων με ένα κόντρα μπάσο.
Το πρόγραμμα συνεχίζει με την «Φαντασία για πιάνο» χορωδία και ορχήστρα » έργο 80 του Ludwing van Beethoven (Βόννη 17-12-1770, 26-3-1827). Το έργο προαναγγέλλει την 9η συμφωνία, μια και χρησιμοποιεί χορωδιακά κομμάτια. Το έγραψε το 1808 για τις ανάγκες μιας συναυλίας στο θέατρο Βιέννη (22-12-1808) Η συναυλία αυτή, καθώς και άλλες, έκανε ο Beethoven με δική του πρωτοβουλία, ώστε να καταστήσει γνωστά τα τελευταία του έργα. Στην ίδια συναυλία ακούσθηκαν για πρώτη φορά η 5η συμφωνία σε Dob, η 6η σε FA major και το τρίτο από τη Do minor Λειτουργία. Ακόμη το κονσέρτο για πιάνο σε SOL major και η άρια «Ah Perfido».
Σολίστ ήταν η πιανίστρια Ελένη Τζιράκη, διπλωματούχος του Ελληνικού Ωδείου και ερμηνεύτρια έργων σε αρκετές συναυλίες με τη Φιλαρμονική Ρεθύμνης. Το κομμάτι αρχίζει με ένα στολιστικό μέρος του πιάνου. Η Ελένη Τζιράκη κατάφερε με άνεση να πετύχει έναν όμορφο πιανιστικό ήχο που τον χαρακτήριζε καθαρότητα, τονίσματα εκεί που έπρεπε και εκφραστικότητα που θύμιζε το ύφος του Beethoven, ύφος με ξαφνικά forte και piano. Αμέσως μετά μπαίνει η ορχήστρα και στο τέλος η χορωδία με τα σολιστικά τραγουδιστικά μέρη. Το αποτέλεσμα ήταν καλό, καθώς και ο συγχρονισμός τους.
Η βραδιά τελειώνει με τους χορούς των Πολοβετσιανών κοριτσιών από την όπερα «Πρίγκιψ Ιγκόρ» του Alexander Borodin (1834-1887) με επτά μέρη: Presto, Andante, Allegro, Presto, Moderato, alla breve, Presto, Allegro con spirit.
Ο Borodin ανήκει στην ομάδα των «πέντε» ρώσων συνθετών, Μουσσοργκσκυ, Μπαλακίριφ, Καίσαιρ Κούι και Ρίμισκυ – Κορσακφω με ιδρυτή τον Μιχαήλ Γκλίνκα. Η ομάδα αυτή είχε κοινά σημεία, που τους έφερνε κοντά, γεγονός που τους έδωσε τη δυνατότητα να ασκήσουν μια ρωμαλέα επιρροή πάνω στην αισθητική της εποχής τους.
O Borodin ήταν ένας διακεκριμένος χημικός καθηγητής της ιατροχειρουργικής Ακαδημίας της Πετρούπολης και στρατιωτικός γιατρός. Για το λόγο αυτό δεν είχε μεγάλη μουσική παραγωγή. Όμως έγραψε λίγα αλλά σημαντικά έργα, στα οποία δεν φιλοδόξησε να δημιουργήσει ένα καινούργιο μουσικό ύφος. Αρκέστηκε στις παραδοσιακές μορφές της Ιταλικής όπερας για να γράψει μια παρτιτούρα τόσο έντονα γραφική και βαθιά, συγκινητική, όπως ο «Πρίγκιψ Ιγκορ», γραμμένο το διάστημα από το 1869-75 και παρουσιάσθηκε πρώτη φορά το 1890, μετά το θάνατό του.
Το θέμα της όπερας αναφέρεται στην επιπολαιότητα ενός πρίγκιπα που σε καιρό πολέμου εκμεταλλευόμενος την πολιτική του δύναμη επιτίθεται στους Πολοβετιανούς.
Το κομμάτι που ακούσαμε είναι μέρος της όπερας αυτής διασκευασμένο από τους Ρώσους συνθέτες Κόρσακωφ και Γκλαβούνωφ. Το έργο εκτέλεσε με ικανοποιητικό τρόπο η ορχήστρα και η χορωδία. Ίσως χρειαζόταν πιο ρομαντική υφή στους χρωματισμούς και δυναμικές του έργου.
Η φετινή συναυλία της Πειραματικής Ορχήστρας είχε αρκετό ενδιαφέρον. Πρόσφερε ακούσματα που σπάνια παρουσιάζονται στην πόλη μας.
Βέβαια ελπίζω, η ορχήστρα αυτή να μονιμοποιηθεί όπως προσπαθεί ο κ. Πραματευτάκης.
Σίγουρα το αποτέλεσμα θα είναι ακόμη καλύτερο, διότι τα μέλη της ορχήστρας θα είναι πιο ενωμένα, θα κάνουν περισσότερες πρόβες και θα γίνονται πιο πολλές συναυλίες μέσα στο χρόνο. Ελπίζω να ευαισθητοποιηθεί ο δήμος και να συμβεί αυτό το γεγονός, ώστε να δικαιωθούν οι προσπάθειες του ιδρυτή της.
Βιβλιογραφία
– Εμίλ Βυλερμόζ, Ιστορία της Μουσικής, τόμος 1ος εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα 1979.
– Εμίλ Βυλερμόζ, Ιστορία της Μουσικής, τόμος 2ος, εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα 1980.
– Γεώργιος Δρόσος Β.Α. Μότσαρτ, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1989.
– Βιογραφικά δημοσιεύματα, πρόγραμμα συναυλίας.