Του κ. Γ. Κουρταλιώτη *
Στο μαχαλά της «Αμμο Πόρτας» στο Ρέθυμνο, ήταν το σπίτι της
γιαγιάς. Δηλαδή της μάνας της μητέρας μου. Ετος 1860.
Το Καλντιρήμι της λαδαγοράς περνά μπροστά από την πόρτα μου
κι από το άλλο μέρος – το ανατολικό- ή άμμος είναι η αυλή του.
Ετσι σ’ ωρα τρικυμίας, η φουρτουνιασμένη θάλασσα, κτυπούσε
αλύπητα τα «σκάρπατα» πόδια του.
Τότε, η σημερινή προκυμαία δεν υπήρχε και τα Ρεθεμνιώτικα
σπίτια της Ανατολικής πλευράς ήσαν κτισμένα, σαν Ισπανικοί
Πύργοι, πάνω στην άμμο…
Και η τότε αρχιτεκτονική, έκανε το θεμέλιο και το κάτω μέρος του
τοίχου των σπιτιών της άμμου «Επικλινές» για να αναλαφρώνει το
κτύπημα των κυμάτων απάνω τους. Από το σχήμα αυτό, βγαίνει η
παραπάνω λέξις «σκαρπάτα».
Στο σπίτι αυτό, η γιαγιά ανάθρεψε εννιά κόρες. Γέλια και παιδικές
φωνές, γέμιζαν το μακρύστενο σπίτι της, τότε.
Σιγά- σιγά, όμως, οι κόρες μεγάλωσαν κι επαντρέυτηκαν ολες. Και
η γιαγιά, τώρα στο 1895, μένει μονάχη, χήρα, εξήντα χρόνων στην
ηλικία.
Μόνη συντροφιά στο σπίτι της έχει τη πίστη στη μπόνα της, τη
Κυργιακώ.
Καθισμένη στον καναπέ, με πλεκτό φακιόλι στο κεφάλι,
ξεκουράζεται, από τους κόπους του μακρινού ταξιδιού της ζωής
της. Μιας ζωής ευτυχισμένης, και από την τύχη, μα κι από το
χαρακτήρα της.
Όμορφα νιάτα, αλέγκρο χαρακτήρα, πλούτη, αγάπη συζυγική,
ευγένεια, και καλές παντρηγιές.
Από τέτοιες σελίδες το ημερολόγιο της ζωής της είναι γεμάτο. Το
σπίτι της , είδε ολονύχτιες φόγκρες αναρίθμητες, αληθινή απόδειξη
της ευτυχίας της. Μα όλα αυτά πέρασαν τώρα. Μα όλα αυτά τώρα
πέρασαν τώρα. Μια ατέλειωτη ησυχία βασιλεύει τώρα στο σπίτι.
Το θόρυβο των παιδιών και τους ήχους του βιολιού της φόγκρας,
αντικατέστησε τώρα, το σβούρισμα του φτερού της μύγας.
Αντίθεση κτυπητή. Μα πιά κτυπητή και θλιβερή αντίθεση, είναι η
γιαγιά και το πορτραίτο της. Πάνω, ακριβώς, από το καναπέ, με το
φραμπαλάτο μακάτι, που κάθεται η γιαγιά, μια ελαιογραφία
παρουσιάζει μια όμορφη και πλουσοντυμένη γυναίκα είκοσι
χρόνω.
Καστανό ζωντανό μάτι- πλούσιο καστανό μαλλί, σε κουαφούρα
αναστροφή. Δέρμα προσώπου, που θυμίζει αφράτο ροδάκινο. Και
χείλη τυλιγμένα σα φλούδα κερασιού. Λιγνή η μέση, και δύο κρίνοι
άσπροι, τα χέρια διεκδικούσι την ομορφιά, με τα μπριλάντια που
τους στολίζουν.
Είναι η γιαγιά. Νύφη, στα είκοσι της χρόνια. Την καμαρώνω, πολύ
ώρα. Και τα μάτια μου, μια στιγμή φεύγουν από το κάδρο και
χαμηλώνουν, στον καναπέ. Μα τί βλέπω; Τίποτα δεν έχει αφήσει ο
χρόνος, από τη ομορφιά του πορτραίτου. Μολυβδόμαυρες χίλιες
χαράδρες, αυλακώνουν το πρόσωπο, το λαιμό, και τα χέρια της
γιαγιάς. Και το κεφάλι σκύβει, και τα μάτια βαθουλά δεν θυμίζουν
τα ζωντανά καστανά του πορτραίτα του.
Στη γωνιά του καναπέ, καθώς κάθεται μαζεμένη η γιαγιά, με το
βολυβδόμαυρο πρόσωπο, είναι μια μινιατούρα του καναπέ όλα
είναι σβησμένα. Και όλα ζωντανά στο πορτραίτο. Και όμως,
πορτραίτο και μινιατούρα είναι το είναι το ίδιο πρόσωπο.
Το ίδιο, μα το ένα – το πορτραίτο- το ζωγράφιζε το πινέλο του
ζωγράφου, βουτηγμένο στα χρώματα του έρωτος, προς κάθε
ωραίο. Το άλλο – τη μινιατούρα την σκάλισε το φονικό στιλέτο του
χρόνου, που με σαδιστικό πάθος σκάφτει την ομορφιά ως που να
την σκοτώσει. Κι ύστερα, τυλίγοντας το σκελετό της, σε ένα
ξεραμένο δέρμα, φτιάχνει τις μινιατούρες του καναπέ.
Χτυπημένη, από το ίδιο αυτό στιλέτο, κι η γιαγιά, κάθεται στη
γωνιά του καναπέ, μολυβδόμαυρη μινιατούρα, του δροσάτου,
πορτραίτου της. Ανατριχιάζω βλέποντας την αντίθεση. Μα
καλύτερα ας κάνομε ένα γύρο μέσα στο σπίτι. Θα βρούμε
ονομασίες, πράματα, κούρκουτα.
Σπερνά περασμένα. Η Κυριακώ στην Κουζίνα, αρχίζει να ετοιμάζει
το βραδινό φαγητό. Εμείς ας δούμε πώς είναι η Κουζίνα.
Στη μια παρασιά, έχει βάλει η Κυριακό απάνω στη σκάρα ένα
κομμάτι ξερό κλαδί, πασπαλισμένο με λίγο θειάφι.
Από πάνω έχει βάλει ξυλοκάρβουνα. Με το πυροβόλο ανάβει την
ίσκα και μ’ αυτή άναψε από κάτω την αγκάθα. Η αγκάθα και το
θειάφι κέντησαν. Μια φλόγα πετάχτηκε, και πυκνός καπνός μαζί. Η
Πλατιά καμινάδα που είναι πάνω από το τζάκι ρουφά τον καπνό.
Ωστόσο όμως η κουζίνα γέμισε καπνούς, κι η Κυριακώ βήχει, και
τα μάτια της κλαίνε.
Τα κάρβουνα σιγοανάβουν. Κι η Κυριακό σκεπάζει την παρασιά μ’
ένα μικρό τενεκεδένιο φουγάρο, για να φεύγει όλος ο καπνός προς
την καμινάδα. Και συμπαίνει τη φωτιά από την πόρτα της
παρασιάς με μια τεβλιέρα. Οι δύο άλλες παρασιές του τζακιού κι η
άλλη ως μεγαλύτερη για το μπουγαδοκάζανο, δεν εργάζονται.
Δίπλα στο τζάκι, δυο πέτρινες γούρνες είναι γεμάτες από νερό,
τραβηγμένο με τη σβίγα από το πηγάδι του σπιτιού.
Δύο πλάκες πράσινο σαπούνι Ρεθεμνιώτικο , ο κόπανος η
βαρεκίνα, άθος και το λουλάκι, είναι έτοιμα, για την αυριανή
μπουγάδα.
Την Κυριακό, στη δουλειά της, φωτίζει ο κατσιδόλυχνος,
τσιτωμένος στον καντιλιέρη. Είναι ένας τενεκεδένιος λύχνος με ένα
μπαμπακερό φυτίλι. Καίει με λάδι. Κάθε λίγο η Κυριακώ τον
ξεφτυλίζει με μια φουρκέτα, βγάζοντας την καρβουνίδα της
κεφαλής του.
Κι εκείνος χαρούμενος αναπετά μεγαλύτερη φλόγα. Κάνει την
περισσότερη δουλειά στο σπίτι ο κασιδόλυχνος. Κι όμως λόγω της
πενιχράς τουαλέτας του, δεν τον παρουσιάζουν έξω από την
κουζίνα.
Στην τραπεζαρία θέσιν έχει μόνο ο κομψός χάλκινος λίχνος με τα
τέσσερα φώτα. Η αριστοκράτης Λουτσέρνα Γυαλισμένη αυτή πετά
φλόγες μεγάλες. Εχει ψηλή πλατιά βάση με τέσσερα πόδια
λεονταριού. Κι από τη μέση της πηδά ψηλά ένα μπρουτζινο
κοντάρι που βαστά τέσσερις αλυσίδες με τσιμπιδάκι στο άκρο. Όλα
χάλκινα.
Μ’ αυτά ξεφτυλίζουν τον αριστοκράτη λίχνο της τραπεζαρίας. Τη
Λουτσέρνα. Να λοιπόν που υπάρχουν, και εις τους λύχνους
κοινών, τάξεις. Κάτω από το φως του λύχνου της κουζίνας, τα
γυαλισμένα μπακιρένια τσικάλια και τεψιά, το χαβάνι, το μαγκάλι,
ο μύλος του καφέ φαίνονται σαν πυρωμένα, καθώς είναι
τοποθετημένα μπούμπουρα, στο περβάζι της καμινάδες.
Μα και το ξύλινο αλατσερό, για το ψιλοκοσκινισμένο αλάτι, και το
φλασκένιο για το χονδρό, κι η ξύλινη πιατοθήκη με τις πολλές
αλλεπάλληλες θήκες με τα πήλινα και τα μελί πιάτα και χρηγιές της
δίδουν ξωτικές σκιές, κάτω από το φως του λύχνου.
Η Κυριακώ, βγάζοντας από το συρτάρι του τραπεζιού της
κουζίνας, τα ατσαλένια μαχαιροπίρουνα και τα ξύλινα κουτάλια
αρχίζει να ετοιμάζει το στρώσιμο του τραπεζιού. Από τη ντουλάπα
βγάζει το ψωμί. Ψωμί που το ζυμώνει η ίδια στο σπίτι, με το
στάρινο αλεύρι, και το ψήνει στο μικρό φούρνο του σπιτιού.
Τα πιάτα, τα μαχαιροπήρουνα, τη φαγιάτζα την κουτάλα, η
Κυριακώ , τα ξεβγάζει στο νεροχύτη με λίγο κρύο νερό, που το
παίρνει μ’ένα τενεκεδάκι, από το πήλινο κιούπι, κι ύστερα
σκουπίζει καλά.
Και η Κυριακώ, αρχίζει το ψήσιμο…
– Και τί θα ψήσεις απόψε, Κυριακώ;
– Γλυνόπιτες, και σύγλυνα μ’ αυγά.
– Σ’αρέσουν;
– Ναι . μα δεν ξέρω καλά, πώς γίνουνται.
– Θέλεις να μάθεις;
– Ναι
– Λοιπόν, κοίταξε μέσα στην καμινάδα κάτι κορδέλες από
κρέας που κρέμουνται στο σπάγκο. Αυτές είναι από το
χοιρινό κρέας ψαχνό. Τις βάλαμε μια νύχτα σε ξυδόνερο με
πιπέρι και αλάτι. Το πρωί τις κρεμάς μέσα στην καμινάδα να
καπνιστούν 4-5 μερόνυχτα.
Κι έτσι γίνουνται τ’ απάκια. Όταν θέλομε κόβουμε κομμάτια και
τα σιγοτηγανίζομεν. Κοβομε άλλα μέτρια κομμάτια χοίρο και
αφού τα βάλουμε σε ξυδόνερο μια νύχτα τα τηγανίζομε
ανάλαφρα, με ξυγκόχοιρο, που το λέμε γλύνα. Και τα βάζομε
ύστερα μαζί με τη λιωμένη γλύνα ανακατεμένα σε βάζα, γυάλινα
και πήλινα και κάνουμε τα σύγληνα. Όταν θέλουμε παίρνουμε
από αυτά κι όση γλύνα σηκώνουν απάνω και τα τηγανίζουμε με
αυτά στο τηγάνι.
Ας είναι καλά η χοχλιδάτη όρθα μας που κάθε μέρα μας κάνει τ’
αυγό.
-Και τις γλυνόπιτες πώς τις κάνεις; Παίρνω γλύνα, τη μαλάσω
με το αλεύρι. Βάζω αλάτι, και κάνω μια ζύμη στετή.
Ύστερα παίρνω αυτή τη μεγάλη χωματένια πλάκα, που βλέπεις
εδώ. Είναι τηγάνι, όπως βλέπεις δεν έχει χέρι. Ούτε σηκώνει
περιθώριο. Έχει όμως μια ανάλαφρη κλήση προς το κέντρο της.
Την αλείφω λίγη γλύνα. Τη βάζω στη φωτιά και πυρώνει καλά.
Κι ύστερα, κόβω τη ζύμη, τη κάνω στρογγυλές φτενές πίτες και
τη βάζω και ψήνονται στην πυρωμένη πλάκα. Η γλύνα που θα
ξεβγάλει γουβιάζει στο κέντρο. Τις γυρίζω μια δυο φορές, και τις
βάζω στη χρειγιά, περιλούοντας τις πίτες με την αναλιωμένη
γλύνα.
– Κι αύριο τί θα ψήσεις;
– Θα κάμω τσιλάδια και οματές.
– Αν θες πες μου πώς τα φτιάχνεις αυτά τα δυο;
– Την τσιλαδιά την κάνομε ως εξής: Πέρνομε μια μέτρια σε
μέγεθος χοιροκεφαλή. Την πλύνομε πρώτα με ζεματιστό
νερό. Την ξύνομε για να βγουν οι τρίχες. Ύστερα την
πλύνωμε, να φύγουν καλά τα αίματα του λαιμού. Την
τρίβουμε με λεμόνι, και την βάζουμε με πολύ νερό να βράσει
πολλές ώρες. Ρίχνουμε την ώρα που βράζει στο νερό,
διάφορα μπαχαρικά, κίμινο, λεμόνι , πολύ φλούδα νερατζιού,
πιπέρι, αλάτι, γαρίφαλα.
Βράζει η χοιροκεφαλή, εως το ζουμί να πήξει σαν ζελατίνα,
αραιή. Σε βαθιά ζεσταμένα πιάτα ύστερα βάζουμε κομμάτια από
τα γλυκεία. Γλώσσα, αυτιά, κρέατα, της κεφαλής που τα
κόβουμε αμέσως, μόλις πήξει η τσιλαδιά, και ρίχνουμε και ζουμί
μισοπηγμένο. Φθιάνουμε τσι 5-6 πιάτα. Τ’ αφήνουμε να
κρυώσουν και τα τρώμε.
– Και οι οματές;
– Παίρνομε το παχύ έντερο του χοίρου. Το πλύνομε απ’ εξω κι
από μέσα. Του βγάνομε το απ’έξω ξύγκι. Το γεμίζουμε ρύζι,
κομμάτια σκότι του χοίρου μικροκαμομένα, πιπέρι, αλάτι,
κίμινο, βάζουμε πολύ ζουμί λεμονιού, το δένουμε από τις δύο
μεριές με άσπρη κλωστή καλα, και το βράζομε. Αυτές
τρώγονται ζεστές -ζεστές.
Η Κυριακώ, ετοιμάζει τώρα στην τραπεζαρία το τραπέζι. Τα
σύγκλινα με τ’ αυγά και οι γλυνόπιτες θα σερβιριστούν ζεστά της
ώρας. Και το τραπέζι πρέπει να’ ναι έτοιμο. Η λουτσερνα, το
άσπρο τραπεζομάντηλο, και τα σερβίτσια του φαγητού
τοποθετούνται. Η γιαγιά ωστόσο παίρνει το ορεκτικό της, γλυκό
κρασί βρασμένο με ρίζες κίνας. Και μ’ ένα γλυκό καϊμακλή καφέ,
το δείπνο τελειώνει. Κι η Βεγγέρα ανοίγει με τσερέβελα, καρύδια,
σταφίδες, αμύγδαλα και φουντούκια.
ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΗΡΘΑΝ ΒΕΓΓΕΡΙΣΤΑΔΕΣ
Απόψε, δεν ήρθαν βεγγεριστάδες. Κι η βεγγέρα πέρασε σκέτα. Η γιαγιά
καθισμένη στον καναπέ, με το κεφάλι τυλιγμένο στο μάλλινο πλεκτό
μποξαδάκι και το θώρακα τυλιγμένο στο ζεστό μποξά της, ακούει την
Κυριακώ να διηγείται μια ιστορία του χωριού της.
Η Κυριακώ κάθεται σ’ένα χαμηλό σκαμνί, φθιαγμένο από αρτίκους.
Πλέκει με τέσσερα βελόνια μια κάλτσα από μαύρο μπαμπάκι. Στη μέση
της τραπεζαρίας, το μπρούτζινο ψηλό μαγκάλι ζεσταίνει και τους δύο,
με τα ολοκόκκινα κάρβουνά του.
Μια λεμονόκουπα απάνω στα κάρβουνα του μαγκαλιού, καθώς καίεται
εξουδετερώνει με τη μυρωδιά του, τη δυσοσμία των κάρβουνων. Σωστό
έπιπλο το μπρούτζινο μαγκάλι. Έχει ένα πλατύ μπρούτζινο δίσκο για
βάση. Κι επάνω σ’αυτό τοποθετείται το μαγκαλι με την ψηλή φαρδιά
βάση του. Σφιγμένη με φουσκωτά δαχτυλίδια. Πλαταίνει ύστερα πολύ,
αφήνοντας στη μέση πλατύ και βαθύ χώρο για τα κάρβουνα.
Δυο χάλκινα μακρουλά χέρια πλουμιστά κρέμονται από τις δύο μεριές,
του μαγκαλιού θυμίζοντας αράπικα σκουλαρίκια.
Το σκέπασμά του, είναι κουμπελίδικο με πολλές τρύπες, χάλκινο, και μ’
ένα πουλί για χέρι στην κορυφή. Το όλο θυμίζει την εικόνα κάποιου
μαυσωλείου. Το γυαλίζουν τακτικά με λεμονόφλουδα και ψιλή άμμο. Η
ώρα προχωρεί . και τα φώτα του λίχνου τώρα σβήνουν ένα- ένα.
Αμα σβήσουν τρία, και πάμε για τέταρτο, η βεγγέρα τελειώνει.
Έτσι ο λύχνος, γίνεται η κλεψύδρα της βραδιάς.
Προνοητικά πριν σοσβύσει ο λύχνος η Κυριακώ, ανάβει το σαμπτάνι. Το
Μπρούτζινο με το ένα σπαρματσέτο. Για τ’ άναμμά του, χρησιμοποιεί
σπίρτα, από κόκκινο φώσφορο, και θειάφι. Το σπίρτο το ανάβει,
τρίβοντας το, στη χοντρουλή άμμο, που είναι κολλημένη απ’ εξω στο
σπιρτόκουτο. Η γιαγιά κρατώντας τώρα το σαμουντάνι, πάει για το
υπνοδωμάτιό της. Και η Κυριακώ πάει το μαγκάλι στην κουζίνα, κι
ύστερα μεταφέρει στην κάμερα της γιαγιάς ένα ψηλό πήλινο δοχείο,
που θυμίζει ψηλό διπλωματικό καπέλο. Είναι το δοχείο της νυκτός, πρό
πάππους τα σημερινής πορσελένιας λεκάνης.
Ας συνοδεύσομε τη γιαγιά στο δωμάτιό της να δούμε και την επίπλωσή
του. Η γιαγιά στο υπνοδωμάτιο, ανάβει το καντήλι της. Είναι ένα
κρασοπότηρο, με νερό και ληολαδο, μολυβήθρα, και φυτίλι ένας
μικρός ξερός ανθός, ενός χόρτου, που κοινώς το’ λεγαν φυτιλάκι. Το
τοποθετεί στον τοίχο, απάνω σε ξύλινο άρθρο. Το σαμουντάνι, βάζει
απάνω στο σκρίνιο. Ήταν αυτό η σημερινή σιφονιέρα. Η γιαγιά
φρεσκάρεται λίγο στο λαβομάνο, ρίχνοντας στο πρόσωπό και στα χέρια
της λίγο ανθόνερο.
Το λαβομάνο ήταν ο νιπτήρας. Είχε καθρέπτη μεγάλο με κορνίζα από
καρυδιά. Μάρμαρο το επάνω μέρος είχε μαρμάρινες θέσεις, για τα είδη
καλλωπισμού και για την πορσελένια λεκάνη του νερού. Εκεί η γιαγιά
έχει λεβάντα μόσχο, ανθόνερο, πούντρα, μοσκοσάπουνο, οδοντότριμα
από καρβουνόσκονη, τσατσάρα, ψιλό χτένι, αλοιφή.
Είχε συρτάρια και ντουλαπάκι. Το λαβομάνο. Το κομοντίνο κοντά στο
κρεβάτι, είχε την ίδια με σήμερο χρήση. Στο ντουλάπι του τοίχου, η
γιαγιά τοποθετούσε το Καλοκαίρι τις μπατανίες, και τα παπλώματα του
Χειμώνα. Και σε μια καρυδένια ντουλάπα βιδωτή έβαζε τις τουαλέτες
της, και γενικά τα εξώρουχά της.
Εξαιρετικό ήταν το κρεβάτι της.. σιδερένιο βαμμένο βυσσινί χρώμα.
Με χαλκομανίες, άνθη πλουμισμένο, στο κεφάλι, και τα πόδια
γαρνιρισμένα τα δύο σιδερένια διάμεσά του, σε λεπτά σίδερα, σε
διάφορες πλοκές.
Τα πόδια του και τα 4 είχαν ύψος δυόμιση μέτρα και κρατούσαν απάνω
τους, μεταξωτό βαθύ ροζ, θόλο που λεγόταν ουρανός. Από κάθε γωνιά
του θόλου, κατέβαινε νταντελένιο φαρδύ ύφασμα δεμένο στο ύψος του
κεφαλιού του κρεβατιού με πλατιά ροζ κορδέλα σε κάθε πόδι του
κρεβατιού.
ΜΕΡΑ ΓΕΝΙΚΗΣ
Σήμερα η γιαγιά έχει γενικό νοικοκύρεμα του σπιτιού. Η σάλα, το
κελλέρι το χαμάμι, θα σκουπισθούν, θα ξεσκονισθούν, θα
σφουγγαρισθούν. Τα πράγματα στο φορτσιέρη, θα μπουν στη
ναφθαλίνη.
Θα μείνω κι εγώ κοντά της να τη βοηθήσω. Θα μου πει ιστορίες
της ζωής της, και θα μου δείξει πολλά πράγματα. Η Κυριακώ,
όμως είναι άκεφη, εν όψη πλημμύρας εργασίας. Κι οι δύο τους
φορούν, τσεμπέρι στο κεφάλι για να μη σκονίζονται, και η σκούπα,
και το φαράσι, περνούν υπηρεσία.
Η σάλα, πρώτη, δέχεται τις περιποιήσεις μας.
Ν’ αρχίσουμε από τον πολυέλαιο λέγει η γιαγιά να τον
ξεσκονίσουμε, και να τον τυλίξουμε ύστερα με το πυκνό τούλι, για
να μην το λερώνουν οι μύγιες. Η Κυριακώ θα ξεσκονίζει και εμείς
ας περιγράψουμε τη σάλα.
Από ένα χονδρό χαλκά από το ταβάνι κρέμεται στη μέση της
σάλας ο πολυέλαιος. Ολο πολυεδρικό κρύσταλλο, ρίχνει από
πάνω έως κάτω, δώδεκα κρυσταλλένια μπράτσα που καταλήγουν
σε ανεστραμμένο άκρο σαν αγκίστρι. Κρυσταλλένιες αλυσίδες στα
διάμεσα στολίζουν τα κρυστάλλινα μπράτσα. Σε κάθε αγκίστρι
απάνω βρίσκεται μια ασημένια θήκη για ένα κερί. Και λίγο
παραπάνω από τ’ αγκίστρια ένα κρυστάλλινο στέφανο βαστά
άλλες δώδεκα θήκες για κεριά.
Και τώρα, να δούμε την κονσόλα. Είναι ένα ωραίο έπιπλο με δυο
πολύ κυρτά πόδια. Όλο το σώμα τους είναι γεμάτο από ανάγλυφα
τριαντάφυλλα.
Έχει ένα συρτάρι που πιάνει από το ένα έως το άλλο άκρο,
ανάγλυφο κι αυτό με ρόδα. Ημικυκλική καθώς είναι η κονσόλα και
με δύο πόδια, είναι στηριγμένη με δύο μεγάλα καρφιά στον τοίχο.
Έχει μάρμαρο άσπρο –μαύρο απάνω. Στη κονσόλα στηρίζεται
ένας μεγάλος καθρέφτης ένα και μισό μέτρο ύψος, και
περισσότερο από μισό πλάτος.
Η κορνίζα είναι γύψινη. Ξεσκονίζουν καλά, την κονσόλα την
σκουπίζουν με ξερό πανί. Υστέρα την πλύνουν με πανί βρεμένο σε
ξυδόνερο. Τον καθρέφτη τον πλύνουν με νερό που ΄χουν λιώσει
μέσα σε κιμωλία. Τον ξεπλύνουν και τον σκουπίζουν με στεγνό
πανί.
Στη μέση της κονσόλας βρίσκεται ένα ωραίο χρυσό ρολόι με
τουρκικούς αριθμούς. Το σκεπάζει ένας ωραίος κρυστάλλινος
κώδων.
Και στα δύο άκρα της είναι τοποθετημένα δύο ασημένια αργυρά
σαμντάνια ανάγλυφα, με πόδια από παχύ πολυεδρικό πολύχρωμο
μάρμαρο. Ο καναπές και οι έξι καρέκλες είναι σε κάθισμα
στρογγυλό ψάθινο πλεκτό τρυπητό. Και ξύλινο μαύρο σκελετό.
Οι πολυθρόνες ίδιας φόρμας έχουν πόδια ημικυκλικά, ώστε όταν
κάθεσαι αν θέλεις μπορείς να κουνιέσαι σαν να κάθεσαι σε κούνια.
Στη μέση ένα μεγάλο ωοειδές τραπέζι με άσπρο – μαύρο
μάρμαρο και πόδια Βιενέζικα.
Το Ρολόϊ Κωνσταντινουπολίτικο. Τότε τα έπιπλα ήρχοντο από τη
Βιέννη. Τα Χρυσαφικά, από τη Σμύρνη και τη Κωνσταντινούπολη.
Επιπλοποιία εδώ δεν υπήρχεν. Για χαλί στη σάλα η γιαγιά έχει δυο
μεγάλα κιλίμια ένα Σητειακό κι ένα Σφακιανό, πλεγμένα σε κρητικό
τελάρο.
Το πρώτο είναι σε σχέδιο κουμπέ το δεύτερο σε σχέδιο καθαρό οι
κουρτίνες είναι το μισό φύλλο από νταντέλα και τ’ άλλο από
κρητικό φαντό κόκκινο βαθύ, με ρίγες πλατιές κίτρινες, και σκούρο
μπλε. Για δεσιά έχουν χοντρό μεταξωτό κορδόνι με τα Ελληνικά
χρώματα και πλούσιες φούμπες.
Στους τοίχους κρέμονται Ελαιογραφίες, και λίγες φωτογραφίες.
Πανω από τον καναπέ ,ένας μεγάλος φιόγκος φιγουράρει. Είναι
μεταξωτός τζεβρές κεντημένος με χρυσή χονδρή κλωστή. Δια
τραπεζάκια με τσιγαροθήκες γύψινες κίτρινες με μπλε ανάγλυφα
και σταχτοδοχεία συμπληρώνουν την επίπλωση.
Και τώρα θα συγυρίσομε το κελέρι. Η πόρτα ανοίγει. Χίλια δύο πράγμα
είναι εκεί μέσα. Μικρά και μεγάλα. Άλλα στο πάτωμα. Άλλα στον τοίχο
κρεμασμένα.
Όλα τακτοποιημένα, μα καθώς είναι πολλά και ποικίλα, το κελέρι
φαίνεται σαν ψιλικατζίδικο ή παλαιοπωλείο.
Έχει και μια μικρή μεσόπορτα το κελέρι. Είναι δίπλα ένα μικρό δωμάτιο.
Εκει μέσα είναι το τελάρο, στελειωμένο ακόμα. Μια ρόκα, μια ανέμη,
ένα αδράχτι , ένας άρδαχτος, εάν τυλιγάδι, ένα θρομύλι μαζί κρατούν
το τελάρο συντροφιά. Κι ας δουμε τα πράγματα του κελεριού.
Στο κελέρι πρώτα, πρώτα, φιγουράρει ο χειρόμυλος. Αλεθαν μ’αυτόν
χοντροκομμένο στάρι κι εκαναν τον ξυνόχοντρο και τον γαλόχοντρο. Μ’
αυτόν έτριβαν και το αλάτι, και το ρύζι, κι έκαναν και αλεύρι στάρινο.
Σε μια γωνία είναι στιβγιασμένα πόδια τραπεζιών, κομμάτια
κρεβατιού, παλιά ρούχα, μια σπασμένη λάμπα και πολλά άλλα
κομμάτια πραγμάτων.
Ρωτώ, τί είναι αυτά, και η Κυριακό μου λέγει: «Πράμα είναι
Κούρκουτα».
Καμιά φορά, μπορεί να χρειαστεί κανένα κομμάτι, για ρεμέδιο.
Διπλά στα Κουρκουτα, δυο ντενεκέδες, είναι γεμάτοι βούτυρο Ντέρνας.
Σ’ένα σακί, αλεύρι άσπρο της Βραϊλας, Σ’ άλλο σακούλι, μαστίχι Χίου,
που οι Τούρκοι το λεγαν σακίζι.
Σε γυάλινα βάζα είναι γλυκά του κουταλιού. Πελτές, μαστίχα, βύσσινο,
νερατζανθός, κεράσι και νεράτζι. Σε βουργιάλια είναι διάφορα όσπρια.
Κουκιά Αρμενιώτικα. Φακή από το Βρύσινα. Φάβα κουκιά μισιργιώτικα.
Λαθούρι. Ροβύθια. Ξενικές φασόλες. Και σ’ ένα κουρούπι μεγάλο και
χαλοσκεπασμένο εκλεκτό λάδι φαγητού, από το Μαρουλά.
Στους τοίχους κρέμονται σακουλάκια άσπρα και χρωματιστά. Είναι
γεμάτα. Απ’ έξω η γιαγιά εχει γράψει το όνομα και τη χρήση του
περιεχομένου. Και διαβάζω κατά σερά:
ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Αγκρουστος, για την Ψαμείαση. Βάρσαμος, για το στομαχόπονο,
Μουλβέρι για πανάδες στο δοντόπονο. Μολαχάνθη μαλαχτικό στα
πονέματα. Λιναρόσπορος για πανάδες στην Πούντα. Σιναπόσπορος,
βοηθός του λιναρόσπορου. Μαλοτήρα ζεστατικό. Χαμομήλι για τις
ξυνίλες του στομάχου. Φασκομηλιά για τη χιονιά. Κανέλλα για τη
Βεγγέρα. Τίλιος για τον βρογχίτη. Δίχταμος για τους μουσαφίρηδες.
Ρίγανη για τα κουκιά. Αρισμαρίς για το σαβόρε Ψαρι. Ροδόσταμο για
το πονόματο. Λιόκουρνο για τα αναδράματα. Κόκκινη παπαρούνα για
να μη πέφτουν τα μαλλιά. Καρυδόφυλα για βάψιμο μαλλιών.
Καραμπάσι, για τους ρευματισμούς. Λαούντανο, για το κοιλόπονο.
Κουκλήδες για το λεύκωμα. Κατράμι για τη ρουσοπήλα. Βατότρουλες
για το σάκχαρο. Σκόνη πετροκοιλιάς της κότας για του χολιθούς. Σκίνος
για το σύγκαμα των μωρών. Σπίρτο της καμφοράς για εντριβές.
Πρόχειρο φαρμακείο και παντοπωλείο, το κελέρι της γιαγιάς.
Εκείνο τον καιρό βλέπεις ο αποκλεισμός των Χριστιανών στα σπίτια
τους δεν ήταν σπάνιο πράμα. Η Κυριακώ διαρμίζεται με ασβελτοσύνη
το κελέρι.
Και η γιαγιά περνά στο δωμάτιο του τελάρου. «Εφαινα στα νιάτα μου,
υφάσματα, πατανίες και κιλίμια, στο τελάρο» μου λέει.
«Εφενα σινδόνια, διαστά, υφάσματα αμολυτά και δεξίματα λινά,
μάλινα, και λινομέταξα. Εφανα κιλίμια σε σχέδια, ψάρι, μάραθο,
κουμπέ χιράμια.
Εφανα πατανίες σκουλάτες, κεντητές, περαστές, κουσκουσέ, λουράτες
δεξιάτες και κουρελούδες. Και βουργιάλια από ρασέ και λινά, σε
διάφορα σχέδια».
Σ’ αυτό εδώ το καρυδένιο τελάρο, που βλέπει, εχει όλα τα ξάρδια του.
Τα πόδια του, που λέγονται και πλευρά ή και μεριά.
Τα στρογγυλά ξύλα που συνδέουν τα πόδια μεταξύ τους τις κορατσίνες.
Τα ξύλα που τυλίσσεται το πανί όταν φαίνεται τ’ αυτιά.
Το σιγύρισμα του σπιτιού εξακολουθεί. Η ντολάπα, το φορτσιέρη έχουν
σειρά. Είναι γεμάτα ρούχα. Κι αυτά με τη σειρά τους θα ξεσκονισθούν,
και μερικά θα πασπαλισθούν με ναφθαλίνη για το σκόρο.
Δυο τουαλέτες πολυτελείας. Βιενέζικες περιποιείται πρώτα η γιαγιά. Η
μια είναι από ταφτά ατλάζι μουαρέ. Γαρνιρισμένη με νταντέλα γκιπούρ.
Η άλλη από μαύρο βελούδο, με χάνδρες μουσελίνες και νταντέλα
βαλανσιέ. Κάθε μια έχει ζακέτα με μπανέλες, που φορμάρουν μια λεπτή
μέση.
Οι φούστες είναι μακριές, φαρδιές, με πλατιά λούκια. Η πρώτη αντι για
καπέλο, έχει πλατιά μεγάλη Βενετσιάνικη νταντέλα. Η δεύτερη μικρό
βελούδινο καπέλο, που δενόταν φιόγκο στο λαιμό.
Για παπούτσι έχουν και οι δύο μαύρη ψιλή μπότα με κουμπιά στο πλάι.
Ένα τουρτούρι δεμένο γύρω στη μέση του σώματος, δίδει στη φούστα
λίγη φόρμα κρινολίνου. Απαραίτητο εξάρτημα τους ήταν η βεντάλια
μεγάλη από ταρταρούγα με ύφασμα ατλαζί άσπρο ή μπλε, με
διάσπαρτα μικρά διαμαντάκια, και με πούπουλο στρουθοκαμήλου στην
περιφέρεια. Κρέμονταν με χρυσή αλυσίδα από το λαιμό. Και η γιαγιά
μου δείχνει τώρα τα κοσμήματά της .
«Αυτό είναι το καλό μου ρολόι».
Το ρολόι, είναι μικρό χρυσό στρογγυλό με άφθονα μικρά διαμαντάκια.
Έχει χρυσή αλυσίδα του λαιμού. Το στήριζαν στο στήθος με χρυσή
παραμάνα. Μου δείχνει δυο περιδέραια. Ένα από αληθινό κοράλλι. Ένα
άλλο από μαργαριτάρι. Σκουλαρίκια διαμαντένια, βραχιόλια με ωραία
χρυσή ή σμάλτο.
Χρυσές καρφίτσες, Μετζηντηγιέδες και Μαμουντιγιέδες, παρελαύνουν
σε ποίκιλα σχήματα. Δαχτυλίδια με μπριλάντια κα αντίκες πολλές. Όλα
είναι από τη Σμύρνη ή την Κωνσταντινούπολη.
Υστέρα σκουπίζει με μικρή μαλακή βούρτσα.
Μια μεγάλη κούτα από μπλε βελούδο. Η γιαγιά την ανοίγει. Ένα
ολόκληρο σερβίτσιο φαγητού όλο ασήμι φιγουράρει απαστράπτον. Δεν
λείπει τίποτα από ένα τωρινό σερβίτσιο εκτός τα μαχαιροπίρουνα του
ψαριού.
Σειρά τώρα παίρνουν τα πιάτα καλά πιάτα και οι φαγιάτζες. Όλα από
μπορσελάνη με τρεις ψιλές γραμμές, κύκλους στην περιφέρεια και
γνήσιο χρυσάφι.
Κι οι μποτίλιες του κρασιού κι οι καράφες από λαξευτό κρύσταλλο.
Χρυσός, άργυρος και κρύσταλλο στόλιζαν τα σερβίτσια. Όλα
Κωνσταντινουπολίτικα.
Η Κυριακώ ωστόσο έχει μπουλαχτίσει στη δουλειά. Κι όμως η γιαγιά
θέλει να μου δείξει πώς τραταίρνει τους επίσημους επισκέπτες της. Να
μου δείξει και τα καλα τραταμέντα της. Και καθίζομεν στη σάλα.
Σε λίγο, έρχεται η Κυριακώ καλοχτενισμένη με σκούρο φόρεμα και
άσπρη ποδιά. Κρατά ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο, με
σκαλίσματα. Δυο χαμηλά στρογγυλά ασημένια σκαλιστά βάζα, με
σκέπασμα, σωστά κομψοτεχνήματα, κλείνουν μέσα κρυστάλλινα βάζα
με γλυκό μαστίχα το ένα, νερατζανθό το άλλο.
Ασημένια κουταλάκια με το μονόγραμμα της γιαγιάς, φουσκωτό στο
άκρον, δώδεκα τον αριθμόν, κρέμονται γύρω γύρω σε ασημένιο
ανάγλυφο ποδαράτο δοχείο, με ολόχρυσο το κενό εσωτερικό του.
Ποτήρια, με ποδιά, ψιλά κρυστάλλινα σε σχήμα ανεστραμμένου κώνου
για πολύπλευρα πολυεδρικά έχουν νερό. Κι ένα πιάτο κρυστάλλινο με
ποικιλήματα εχει λουκούμι Κωνσταντινουπολίτικο. Μικρά ποτηράκια
έχουν κονιάκ. Αφήνω, κατά μέρος την ετικέτα, και τρώγω απ’ όλα, για
να αντιληφθώ καλα πως γίνεται το τραταμέντο.
«Παρ’ ολίγο να ξεχάσομε να ξεσκονίσουμε την κιθάρα», λέει η γιαγιά.
Σε μια γωνιά του κελεριού, τυλιγμένη μέσα σε μια μεταξωτή θαλασσιά
θήκη, ήταν πραγματικά μια κιθάρα.
Την ξεσκονίζουμε κι αυτή. Μ’ αυτό δεν ήταν ξεσκόνισμα. Ήταν χάιδεμα
μικρού παιδιού αγαπημένου. Με φωνή γεμάτη από συμπάθεια, της
λέγει: «πόσο με συντρόφευε στα νιάτα μου. Ποσά τραγούδια δεν
είπαμε μαζί! Μινόρε, καντσονέτες, καντάδες, ωραίες μαζούρκες. Και τα
λόγια τώρα υποχωρούν, και τη θέση τους παίρνει το σιγοτραγούδισμα
ενός μινόρε Ιταλικού».
Η τραγουδίστρια, φαίνεται να συγκινείται με τη ανάμνηση των
περασμένων. Κι η τρικυμία τους πλημμυρίζει τη σκέψη από κύματα
αναμνήσεων. Θυμάμαι λέει η γιαγιά « μια παραμονή Χριστουγέννων.
Νομίζω στο 65. Τα πράγματα ήταν αγριεμένα. Οι Τούρκοι μυρίζονται
Επανάσταση στην Κρήτη.
Νωρίς, νωρίς κλειδωνόμαστε στα σπίτια μας. Όμως, είπα πρέπει να
γιορτάσομε την Εορτή του συζύγου μου, του Μανωλάκη. Και κάλεσα
καμιά εικοσιπενταριά οικογένειες. Κάλεσα και τον Νικήστρατο τον
Αλεξανδράκη, με τη βροντολύρα του. Κάλεσα και τους ζικάντορες που
ήσαν τρεις κι έπαιζαν βιολί, κιθάρα και μαντολίνο.
Θα τους βοηθούσα κι εγώ με την κιθάρα. Κι άλλες φίλες μου που
τραγουδούσαν καλά. Και νέοι της εποχής μας. Στις 8 το βράδυ, είχαν κι
όλας όλοι έλθει. Κλείσαμε την ξώπορτα καλά. Και τα παράθυρα. Άλλοι
κάθισαν στη σάλα. Άλλοι στην τραπεζαρία. Άλλοι στο διάδρομο.
Οι κόρες μου, η Βιργινία, η Αμαλία, η Αννίκα, ήσαν επι της υποδοχής.
Πολυέλαιοι, σαμπτάνια, λουτσέρνες όλοι στην ενέργεια. Παντού φως,
και κέφι έτοιμο. Οι δίσκοι με το κονιάκ, με τα φυστίκια, τ’ αμύγδαλα, τα
καρύδια πηγαινοήρχοντο. Και σε λίγο το κονιάκ εθριάμβευε.
Τ’ αστεία, οι χωρατάδες, με το γέλιο τους, και σιγά- σιγά και το ψιλό
τραγούδι, και η σιγανή μαντινάδα, έκαναν την εμφάνισή τους.
Περασμένες δέκα, φώναξα τότε μαζί με τον Μανωλάκι μου, περάσετε
ολοι στο τραπέζι.
Με φωνές και γέλιά, άκουσαν την πρόσκληση μου ολοι.
Κούβους και κότες παραγεμιστές, ψητά γουρουνόπουλα, φαγκριά
τηγανητά, πιλάφι, κεφτέδες, μυζηθρόπιτες, κανταΐφι, μπακλαβά,
πορτοκάλια, μανταρίνια και μπαγκαλοχωριανό κρασί, γέμιζαν το
τραπέζι.
Το κέφι άναψε ύστερα από δύο ωρών φαγοπότι. Ότι ήθελες άκουες.
Μαντινάδες, ριζίτικα, Ευρωπαϊκά, αμανέδες, χορατάδες, σφυρές.
Γελούσα με την καρδιά μου, προς παντώς για τη χασμωδία.
Τα χέρια κρατούσαν τα ποτήρια γεμάτα και τα χείλη τ’ άδειαζαν .Οταν
είδα πως το πράμα παράγινε, φώναξα. Όλοι τώρα στο χορό! Οι
μουζικάντορες στη σάλα, άρχισαν να παίζουν βάλς, και τα ζεύγη
στροβιλίζονται γοργά. Σωτίς, Πόλκα, Πά
ντε Σπάνιαν μαζούρακα, παντέ κατρ, λανσιέ, κατρίλιες, όλοι οι χοροί της
εποχής, αλληλοδιάδοχα, κρατούσαν αναμμένο το χορό.
Στη τραπεζαρία η βροντόλυρα δίδει και παίρνει. Πεντοζάλης, πηδηχτός,
συρτός, σούστα Αγιοβασιλιώτικη και μαντινάδες! Το κέφι έχει ανάψει
ολότελα!
Μερικούς όμως τους τραυμάτισε το κρασί και κάθονται, αγναντεύοντας
αδιάφορα τα συμβαίνοντα.
Η πηδηκτή πόλκα στη σάλα και ο πηδηκτός στην τραπεζαρία, έβαλαν
αργότερα νισάφι στο χορό! Κι αρχίζει το τραγούδι..
Οι κιθάρες και το μαντολίνο, κομπανιέρνουν μια παρέα καλλίφωνη..
θυμάμαι πόσο ωραία τραγούδισαν πρόμο – σικόντο το τραγούδι, μη ο
γέρων ποτέ ξανανιώνει. Και το άλλο, επήρα την κιθάρα μου τη στόλισα
κορδέλες.
Με το Μανολάκι, τραγουδήσαμε οι δυο μας το «στον τόπο ου σε
πρωτοείδα», κι έπαιξα κιθάρα. Κι όλοι γελάσαμε με το τραγούδι, τα
βάσανά μου και τα δεινά μου που’ μαι φτωχό παιδί».
Ο Πρόξενος της Ελλάδος μας τραγούδησε το «κάτω στη Ρόδο στο
Ροδονήσι». Κι όλοι μαζί χορέψαμε το τραγούδι «Της ακρίβειας τον
καιρό παντρεύτηκα κι εγώ».
Μέσα στη τραπεζαρία τα ριζίτικα δίδουν και παίρνουν.
ΟΛΑ ΓΙΝΑΝ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Η γιαγιά τώρα και τριάντα χρόνια πέθανε. Το σπίτι πουλήθηκε, τα
έπιπλα σκόρπισαν. Τίποτε δεν έμεινε από το σπίτι της γιαγιάς. Κάποιο
δείλι, τότε, μια σκιά γριάς φορτωμένη μ’ ένα σάκο στη πλάτη, έφευγε
ακολουθώντας τον ήλιο, στο δρόμο της δύσης του.
Κι ένας πιερότος ωραίος αυτός, στα ολομέταξα ντυμένος, φορτωμένος
με μια σακούλα σκιά κι αυτός, έφευγε μαζί της. Ήταν τα ξωτικά της
εποχής μας. Της εποχής της γιαγιάς..
Κονσόλες, σκρίνια, λουτσέρνες, σπαμπτάνια, χορτογιατρικά,
βενετσιάνικες δαντέλες, ήτο γεμάτη η σακούλα της γριας.
Και κιθάρες, που’ βλέπαν μόνο με το φως της σελήνης και καντσονέτες
και καντάδες βαρυόσερτες, γεμάτη η σακούλα του πιερότου. Κι οι δύο
σκιες, σαν άλλη Λωτ, έφευγαν χωρίς να κοιτούν πίσω.
Ο ήλιος έσβησε σε λίγο, και μαζί του και οι σκιές. Με την Ανατολή, ένα
ωραίο μεγάλο σπίτι φάνηκε.
Ηλεκτροφώτιστο, με κουζίνες, σκούπες και πλυσταριά ηλεκτροκίνητα,
με καλοριφέρ, με αυτόματα τηλέφωνα, με ράδια και τηλεόραση, με
ασανσέρ, και σωμιέ, με λουτρά εμαγιέ και σομάκι, με σαλόνια σε χίλια
στυλ, δεμένο σ’ ένα σώμα με το μπετόν αρμέ, και με πεντ’ έξη ορόφους.
Το μεγαθήριο αυτό, πήρε τη θέση του σπιτιού της γιαγιάς.
Λέγεται, μοντέρνα πολυκατοικία. Βρίσκεται ακόμα στην αρχή της.
Αύριο, ίσως, με την ενηλικίωση της θα μικράνει τις σημερινές πόλεις.
Θα ξαναζωντανέψει την αρχήν των Πύργων. Μια πολυκατοικία με τρις
χιλιάδες δωμάτια, που θα χωρεί τριακόσιες οικογένειες, μέσα σ’ έναν
κάμπο μεγάλο, θα ξαναζωντανέψει κάποιο γκρεμισμένο. Πύργο, όταν ο
κάμπος ο αυτός ήταν φέουδος κι οι δούλοι του κοιμώνταν σε καλύβια.
Την Κυριακώ και την κουζίνα της δεν την χρειάζεται η πολυκατοικία.
Κουδούνια ηλεκτρικά καλούν για την υπηρεσία τους, τον καμαριέρη ή
την καμαριέρα που εργάζεται οκτάωρο και ύστερα φεύγει στο σπίτι του
ή στην κάμαρά του.
Και πολυτελέστατη σάλα φαγητού γεμάτη από ηλεκτρικά γλομπόνια και
ηλεκτροφώτιστους πολυελαίους, με καθρέφτες που σκεπάζουν τους
τοίχους, και τραπεζάκια στα ολόλευκα ντυμένα, σου προσφέρει ότι
ζητήσει η όρεξις σου, για ορεκτικό, για πιοτό, για φαγητό και γλυκό.
Στην πολυκατοικία τίποτα δεν θυμίζει το σπίτι της γιαγιάς.
Μπορεί κάπου – κάπου να βρεις ένα έπιπλο, ένα τελάρο, ένα σύγκλινο.
Μα είναι απομεινάρια. Είναι τα πουλιά που’ χα σαν το κοπάδι τους στο
ταξίδι, κι έμειναν μόνα, καταδικασμένα να πεθάνουν χωρίς φωλιά και
απογόνους.
Η πολυκατοικία πού’λθε από το Βορρά είναι ο διάδοχος του σπιτιού
της γιαγιάς.
Μουντή, με χαμηλά νταβάνια, έχει ανάγκη από το φως του ηλεκτρικού
γλόμπου, κι ακόμα το μεσημέρι του ανατολίτικου μεσημεριού΄.
Συνηθισμένη από το μουντό ουρανό της πατρίδας της, και την ομίχλη
που την σκεπάζει πάντα νύχτα- μέρα, θέλει ηλεκτρικό φως για να
βλέπει. Δεν έχει κήπο. Γιατι στην πατρίδα της δεν ζει το γιασεμί, το
φούλι, η βιολέτα, η κληματαριά, ο βασιλικός.
Μέσα εκεί όμως το μάτι της ψυχής μας, χάνει την επαφή του. Με τα
χίλια χρώματα του κήπου και της γλάστρας του.
Και στεναχωράται το μάτι μας να νιώθει την Αθήνα σκοτεινή και το
ακρογιάλι, να το βλέπει σαν από μίλια μακριά. Και γι’αυτό η
πολυκατοικία του Βορρά το λαξευτό αυτό σπήλιο, θα αναγκασθεί να
κλέψει ό,τι της λείπει, από το παλιό μας το σπίτι, σε άνεση ήλιου, κι
επαφής με τη φύση. Και η αγαπητή της, τζα, η τρελή αυτή ορχήστρα της
Αφρικής θ ’αναγκασθεί να κλέψει νότες και χρώμα από την κιθάρα του
Πιερότου.
Συνηθισμένο τ’ αυτί μας από τη μουσική τ’ αηδονιού, και από τη
στρωτή μουσική της ανατολής μεθυσμένης από την πλανεύτρα φύσης
μας, δεν πειθαρχεί ν’ ακούει νότες που ρυθμίζουν το χορό των Ζουλού.
Κι αυτή κάτω από το μεθυστικό φεγγάρι μας, θα πλέξει μινόρε μαζί με
την κιθάρα του πιερότου.
*Γεώργιος Κουρταλιώτης ήταν το ψευδώνυμο που υπέγραφε τα άρθρα του ο ανάργυρος γιατρός Γεώργιος Ι Τσουδερός , βουλευτής Το παραπάνω γράφτηκε το Φεβρουάριο του 1952