(Οικογενειακό πορτρέτο)
|
16/12/2015 του Βασίλη Σιμιτζή
Σκολάδες μέρες του Γενάρη του 1929, το σπίτι στην οδό Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’ αρ. 20, ήταν ανάστατο, ετοιμασίες, παιδικές φωνές και φασαρία. Από ώρες συντόνιζε η κυρά Κατίνα τις καθαριότητες και φώναζε στα πέντε παιδιά της, να ετοιμασθούν για το σπουδαίο γεγονός. Ο τετράχρονος Γιάννης ανεβασμένος σε μια καρέκλα είχε ανοίξει το φανάρι1 και έτρωγε φοινίκια2, δίνοντας και στο δίδυμο αδελφάκι του το Χρήστο. Ο Χρήστος μισοντυμένος τραβούσε από την ουρά την γάτα την Ψιψίνα. Μόλις το αντιλήφθηκε η μητέρα τους άρχισε να φωνάζει στα μικρασιάτικα: «Ηβοί, ηβοί! τούλια πράματα είν’ τούτα….. ηβοί!» και κυνηγώντας την Ψιψίνα «πίστ, πίστ, ού να χαθείς…» κουνώντας χέρια και πόδια έδιωχνε τη γάτα μακριά από τα παιδιά μουρμουρίζοντας. Έπειτα τράβηξε το σύρτη της πόρτας και σήκωσε το μάνταλο3 για να μείνει η Ψιψίνα έξω «πιστ… ου να χαθείς αφορισμένη» και μαντάλωσε3 ξανά την πόρτα.
Το φρέσκο αεράκι κούνησε τα παράξενα μικροαντικείμενα που κρέμονταν απ’ το ανώφλι της εξώπορτας. Ένα κομμάτι ψαράδικο δίχτυ για να μπερδεύονται τα μάγια, ο σταυρός από τα βαγιόφυλλα της εορτής των Βαΐων, φυλαχτά και χαϊμαλιά για το μάτι, κι’ ότι σκορπίζει το κακό, όπως ήθελαν τα μικρασιάτικα αντέτια4 και που συμπληρώνονταν από την πέτρα τη μαλλιαρή στην γωνιά της εισόδου για την καλοτυχία του σπιτικού. Όλα τα κακά να παγιδεύονται εκεί να μην μπαίνουν στο σπίτι και να μη βλάψουν τη φαμελιά του Βασιλάκη του Σιμιτζή. Παραμέρισε το μαγκάλι στη γωνιά του δωματίου και γυρίζοντας προς δίδυμα είπε θυμωμένα: «Γλήγορα κι’ εσείς, μάνι – μάνι!!! μάνι – μάνι…! διαρμιστήτε5». Και προς τα δυο κορίτσια της: «Αντίτε μωρ’ κόρες μ’ σώνει πιά με τα στολίδια»… «Όπου γκιάς θα νέρθ'(ει) κι’ η πωτογράφος» Και απευθυνόμενη προς τον μεγαλύτερο γιό της:«Μιχαλάκ(ι), Μιχαλάκ(ι) σήκωσε την καπάντζα6 απ’ το φεγγίτ’ να μπει η ήλιος». Ο αναβρασμός συνεχίζονταν, να παστρέψουν7, να στολίσουν, να βάλουν τα σκολιανά8 τους ρούχα.
Η πόρτα χτύπησε από τον σφυρήλατο κρίκο-ρόπτρο, ήταν ο φωτογράφος με τα σύνεργα του. Ο κύριος Ιωάννης Παπαδόπουλος αγιογράφος, ζωγράφος, φωτογράφος, που είχε το ατελιέ του στην τότε οδό Θεσσαλονίκης κοντά στη Μικρή Παναγία. Άρχισε τις προετοιμασίες. Έστησε το τρίποδο και πάνω του στερέωσε τον «μαγικό κύβο» με την φωτογραφική μηχανή. Έβαλε τα μαύρα μανίκια του, πέρασε το κεφάλι στο μαύρο κάλυμμα της πίσω πλευράς του κύβου, είδε, μέτρησε, ξαναείδε και άρχισε ένα συνεχόμενο πήγαινε έλα για να τοποθετεί τον καθ’ ένα που έφθανε στη σωστή θέση για να τους φωτογραφήσει…
Πρώτη και προκομμένη έφθασε η εννιάχρονη Γλυκερία κρατώντας ένα ματσάκι λουλουδάκια, η πρωτοκόρη της οικογένειας όρθια ανάμεσα στους γονείς της. ( Πέρασε στην αιωνιότητα το 1942 σε ηλικία 22 ετών).
Μετά ήρθε ο πατέρας ο Βασιλάκης. Ψηλός, γαλανομάτης με ένα βλέμμα διαπεραστικό που έκρυβε τα βάσανα και τις αναποδιές που είχε περάσει μέχρι τότε, ο πρώτος διωγμός το 1914, το ταξίδι και ο ξενιτεμός στην Αμέρικα, η επιστροφή και το ναυάγιο στη Γένοβα 1918, ο οριστικός ξεριζωμός από τις Φώκιες το 22, η πρώτη προσφυγιά στη Μυτιλήνη και απ’ το Γενάρη του 1925 ο αγώνας για επιβίωση, εγκατάσταση, αναγνώριση στο Ρέθυμνο. Άξιος βιοπαλαιστής και οικογενειάρχης, καθαρός, στολισμένος θρονιάστηκε9 στην καρέκλα, έβαλε το πόδι πάνω σ’ άλλο, έστριψε το μουστάκι και περίμενε μπρος στο φακό. (Πέρασε στην αιωνιότητα δεύτερος στη σειρά από την οικογένεια του, Νοέμβριος 1958).
Η μητέρα η Κατίνα με τα χτενισμένα σε κότσο ξανθά μαλλιά, με το σκολιανό της φόρεμα, κατέβηκε με αργές κινήσεις την σκάλα του σπιτιού, κρατώντας με τα ομορφοφτιαγμένα ακροδάκτυλα της το ξύλινο μπαρμάκι 10. Κάθισε σεμνά δίπλα στον άνδρα της και περίμενε να αραδιαστούν και τα υπόλοιπα παιδιά της. (10 χρόνια αργότερα συνάντησε στην αιωνιότητα τον Βασίλη της,Φεβρουάριος 1968).
Τα τετράχρονα δίδυμα στάθηκαν στα πόδια των γονιών τους. Ο Γιάννης ευνοούμενος του πατέρα πήρε θέση δίπλα του. ( Έφυγε πολύ νωρίς για να τον συναντήσει Ιανουάριος 1984). Ο Χρήστος για να φωτογραφηθεί κόλλησε παραπονιάρικα στην ποδιά της μητέρας του ως πάντα προστατευόμενος της. (Σ’ αυτήν έτρεξε να βρει αιώνια προστασία, Ιούνιος 1998).
Η Ελευθερία άργησε να πάρει θέση απέναντι στο φακό για να «αποθανατιστεί». Μόλις επτά ετών, φτιασιδώνονταν χαρούμενη και ζωηρή, όπως έκανε σ’ όλη της τη ζωή. Χτενίστηκε πήρε ένα μπουκέτο λουλούδια που βρήκε στο βάζο πάνω στο σαλαμλίκι 11και με την κατσαρή της κόμμωση στάθηκε ωραία απέναντι στο φακό «εξ ευωνύμων» της οικογένειας. (Οκτώβριος 2008).
Τελευταίος έφθασε ο οκτάχρονος Μιχαλάκης ντυμένος ναυτικά και κρατώντας το καπέλο στο χέρι. Στάθηκε «εκ δεξιών του πατρός» (Δεκέμβριος 2011) 12. Έπρεπε να κλείσει την καπάντζα. Την καπάντζα του φεγγίτη, του φωταγωγού δηλαδή, που άφηνε να μπαίνει το φως της ζωής, στο σπίτι της οδού Πατριάρχου Γρηγορίου, στην παλιά Πόλη του Ρεθύμνου, στο σπιτάκι των Σιμιτζήδων των προσφύγων.
Τώρα πια συμπληρώθηκε όλη η οικογένεια! Όλοι έχουν ποζάρει ανύποπτοι στη διαχρονικότητα των συναισθημάτων που κατέγραψε το μαγικό κουτί!
Έτοιμοι,… φώναξε με την βραχνή του φωνή ο φωτογράφος. Άρχισε να βάζει και να βγάζει τις γυάλινες πλάκες. Για προσέξτε εδώ… Εδώ, εδώ,… κοιτάξτε το πουλάκι… Έχωσε ξανά το κεφάλι στη μαύρη κουκούλα του μαγικού κύβου και με το χέρι τυλιγμένο στο μαύρο μανίκι άνοιξε το καπάκι του φακού… Ένα, δύο, τρία…. Έτοιμη η αιωνιότητα της στιγμής! Ο φακός παγίδευσε για πάντα τη ζωή και την φρεσκάδα της στιγμής . Σταμάτησε και παγίδευσε τα βλέμματα, το ύφος, το ήθος …. και πάγωσε για πάντα το χρόνο… σε μια φωτογραφία… «Ενθύμιον 1929».
* 1. φανάρι (το),= κρεμαστό από την οροφή με σχοινί, μεταλλικό κιβώτιο τροφίμων με σήτα. 2. φοινίκια (τα),= τα μελομακάρονα. 3. μάνταλο (το),= εσωτερική ασφάλεια μηχανισμού κλειδαριάς πόρτας παλιού τύπου. 3. μαντάλωσε,= ασφάλισε, κλείδωσε από μέσα την πόρτα. 4. αντέτια (τα),=συνήθειες, ήθη και έθιμα. 5. διαρμιστήτε= τακτοποιήστε τα πράγματα σας. 6. καπάντζα (η),= μεταλλικό κάλυμμα φωταγωγού (συνήθως από τσίγκινη λαμαρίνα). 7. παστρέψουν,= καθαρίσουν σχολαστικά. 8. σκολιανά (τα σκολιανά ρούχα),= τα επίσημα, τα γιορτινά ρούχα. 9. θρονιάστηκε,= κάθισε για τα καλά, εγκαταστάθηκε. 10. μπαρμάκι (το),= κουπαστή της σκάλας 11. σαλαμλίκι (το),= τραπέζι υποδοχής, καθιστικό, αλλά και δωμάτιο ανδρών. 12. Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε εις μνήμην της μικρασιατικής οικογένειας μου, και αντί μνημόσυνου και για τα 4 χρόνια από την εκδημία του πατέρα μου Μιχάλη Σιμιτζή.
Ο Μιχάλης Βασιλείου Σιμιτζής γεννήθηκε στις Φώκιες Μικράς Ασίας τους τελευταίους μήνες του 1921, ή τους πρώτους μήνες του 1922. Γαλήνιος και πλήρης ημερών, άφησε την τελευταία του πνοή στο Ρέθυμνο, σφραγίζοντας και οριοθετώντας έτσι το τέλος μιας εποχής. Αυτής των Μικρασιατών πρώτης γενιάς τουλάχιστον της οικογένειας μου και όχι μόνο, αφού στην πόλη μας, ζουν πλέον ελάχιστοι ηλικιωμένοι που γεννήθηκαν στην Μικρά Ασία.
Επομένως υπήρξε ένας από τους τελευταίους Μικρασιάτες αυτής της γενιάς. – Μιας γενιάς με μεγάλη ιστορική και πνευματική παρακαταθήκη. – Μιας γενιάς με αξίες με ανθρωπιά και εργατικότητα. -Μιας γενιάς που κόσμησε με τιμιότητα και καλοσύνη το Ρέθυμνο. – Μιας γενιάς που αν και ελάχιστοι ακόμη επιζώντες την εκπροσωπούν, ζει μέσα στις μνήμες μας, κυλά μέσα στις φλέβες μας. – Μιας γενιάς που απαιτεί από τους απογόνους της δεύτερης και τρίτης γενιάς Μικρασιατών του Ρεθύμνου, να την κρατήσουν ζωντανή στη μνήμη τους και να πορευθούν στο μέλλον μονιασμένοι και υπερήφανοι γι’ αυτό που πάντα υπήρξαν.
ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ