Στην Κατίνα Μπόλαρη

 

Της φύτρας σου ανεκτίμητο πετράδι
π' αναλαμπές ξεπέταγες και μπόρες
Λαμπόδα εσύ στης ζήσης το σκοτάδι,
νεραΐδα μαγική στις μαύρες ώρες.

Άνοιξες δρόμους κι’ ηύρες μονοπάτι,
σαν αμαζόνα μπήκες στον αγώνα,
για της γεννιάς σου τ’ ακριβά διαμάντια
πάλαιψες άγρια με λίβα και τυφώνα.

Βελανιδιά περήφανη! Εώς πέρα
τους κλώνους σου άπλωνες. Και στη σκιά σου
όλοι αναπνέαμε καθόριο αγέρα
κι' όλοι μας ζούσαμε την αρχοντιά σου.

Μ’ άξαφνα έπεσες! Βαθύ σκοτάδι….
κλάμματα θρήνοι…. Η καρδιά σπαράζει….
Σβύνει η καντήλα…. σώθηκε το λάδι….
κυλάει το δάκρυ μας σαν το χαλάζι

Τώρα με πόνο κοιτάω τα στέρια
Και συλλογέμαι που ‘άσαι τώρα;
Βαθειά τα σπλάχνα μου σκίζουν νυστέρια
Τούτη την άσπλαχνη Την μαύρη ώρα.

Αφήστε μια απάντηση