Σαράντα μέρες
χωρίς τον αξέχαστο συγγενή-συνάδελφο και φίλο
τον Δάσκαλο και συγγραφέα
Σταύρο Γρηγορίου Βογιατζή
Ίσως θα’ πρεπε τα λίγα λόγια που γράφω στη μνήμη του δευτεροξαδέλφου μου, να τα διάβαζα τη μέρα της θανής του. Όμως πέρα από τις δυσκολίες που υπήρχαν τότε, από τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, εγώ δεν είχα το κουράγιο, γιατί μεγάλο κουράγιο χρειάζεται για να νεκρολογήσεις ΕΝΑΝ αδελφό σου που ταξιδεύει για τα φωτοπαλάτια τ’ουρανού.
Γιατί με τον Σταύρο δε με συνέδεε μια αιματική συγγένεια απλή, ως δευτεροξάδελφο. Τον θεωρούσα και τον είχα αδελφό μου. Αυτός πρώτος βρέθηκε στον ξαφνικό θάνατο του πατέρα μου και την επομένη στην κηδεία, ΑΥΤΟΣ παραστάθηκε σαν ΓΙΟΣ, γιατί εγώ, όντας ξενιτεμένος, ήταν αδύνατο να παρευρεθώ.
Πέραν, όμως, του γεγονότος αυτού, μας συνέδεε μια απέραντη φιλία σ’ όλα τα χρόνια της επίγειας ζωής του. Που για όλα αυτά δεν μπορείς να μη συγκινηθείς και να μην ταραχτείς, συθέμελα ψυχικά, από τον θάνατο «ΕΝΟΣ ΤΕΤΟΙΟΥ» προσφιλούς προσώπου, κι’ ας ξέρεις πως είναι αδυσώπητος του θανάτου ο νόμος και πως δεν κάνει καμιά εξαίρεση και δεν καθιερώνει καμιά επιλογή.
Παρά την ψυχική μου αυτή ταραχή και συγκινησιακή φόρτιση που με κατέχει ακόμη, δέξου αδελφέ μου Σταύρο τα παρακάτω φτωχικά μου λόγια «σαν ρόδου ευωδία και ως θυμίαμα» στην ωραία ψυχή σου, βγαλμένα από την ψυχή, την καρδιά και το λογισμό του αδελφού και φίλου Κώστα ή όπως με αποκαλούσες Κωστάκι μου.
Ο αξέχαστος σε μένα, Σταύρος Βογιατζής, είχε την ατυχία τα πρώτα παιδικά του χρόνια να τα περάσει και να τα ζήσει μέσα σε βαριές και πονεμένες εποχές. Στη γερμανοκατοχική και την πρώτη μεταπελευθερωτική περίοδο. Που όλους μας τότε μας άγγιζαν δυσκολίες στον τομέα της επιβίωσης.
Και τον Σταύρο ίσως περισσότερο, γιατί ήταν παιδί ενός ανάπηρου πατέρα, που διατηρούσε ένα μικρό καφενείο στο χωριό της Πηγής. Γι’ αυτό κι όλα τα παιδικά μα και τα εφηβικά του χρόνια τα περνούσε στο καφενείο του πατέρα του. Έγινε το δεξί χέρι σε όλες τις δουλειές του καφενείου, βοηθώντας «Τον Γρηγόρη τον κουτσό», όπως τον αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης στο μυθιστόρημά του, «Ο Ήλιος του Θανάτου», στο οποίο μνημονεύει και άλλα υπαρκτά πρόσωπα της Πηγής.
Για δε τον Γρηγόρη τον κουτσό σημειώνει ιδιαίτερα: «Το ξύλινο ποδάρι του, που του το’χε χαρισμένο η Πατρίδα ύστερα από το 12, έτριζε και βογκούσε στο περπάτημά του. Όμως η αγάπη της πατρίδας δεν του είχε απολείψει!… Είχε κι’ αυτός κρεμασμένα στον τοίχο του καφενείου του, τα θυμητικά από τους αγώνες του, το δίπλωμα και τα δυο μπακιρένια μετάλλια από τους Βαλκανικούς πολέμους και μια σειρά λιθογραφίες με τις μάχες που’χε δει με τα μάτια του ο ανάπηρος. Το Σαραντάπορο, τα Γιαννιτσά, το Μπιζάνι, και δε θυμούμαι τι άλλο.»
Σταύρο μου, στο καφενείο του πατέρα σου, που περνούσες όλες τις ελεύθερες ώρες σου μοιρασμένες στις δουλειές του καφενείου και στη μελέτη των μαθημάτων σου, τόσο στα 6 χρόνια του δημοτικού, όσο και στα 8 χρόνια του οκτατάξιου τότε γυμνασίου μπόρεσες να προοδεύσεις εργαζόμενος σκληρά. Και τελειώνοντας με επιτυχία το 1952 το γυμνάσιο ζητάς καινούργιες στράτες για ανώτερη μόρφωση και προκοπή, αλλά και για επαγγελματική αποκατάσταση, γιατί δεν το κρατούσε η καρδιά σου, μα και το φιλότιμό σου, να κουτσουρεύεις τη μικρή σύνταξη του πατέρα σου, που ήταν πληρωμένη με πολύ αίμα.
Γι’αυτό και τον χρόνο της αποφοίτησής σου από το 8/τάξιο γυμνάσιο του Ρεθύμνου αποφασίζεις να δώσεις εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Και στην απόφασή σου αυτή, τα μόνα σου εφόδια ήταν οι ευχές, οι φροντίδες, η φτώχεια κι οι στερήσεις των λατρευτών σου γονιών. Όμως, παράλληλα, και η απέραντη υπομονή και η πεισματική επιμονή η δικιά σου.
Στο τέλος δε των σπουδών σου στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου το έτος 1954 σε περιμένει το έπαθλο του καλού και ωραίου διετούς αγώνα. Το πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Το υπέροχο αυτό δίπλωμα που σε χαρακτηρίζει δάσκαλο της στοιχειώδους, όπως λεγόταν τότες, η σημερινή πρωτοβάθμια παιδεία. Και παίρνεις σειρά ενωρίς και διορίζεσαι το 1961 με προσωρινή τοποθέτηση στην Α’ περιφέρεια Χανίων και στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Λιτσάρδας Αποκορώνου για το σχολικό αυτό έτος. Και το επόμενο, με απόφαση του Γενικού επιθ/τη Δημοτικών Σχολείων Κρήτης, τοποθετείσαι οριστικά στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Δραμίων Αποκορώνου, όπου παραμένεις για 13 συναπτά έτη. Στη συνέχεια το έτος 1974, με απόφαση της Θ’ Γενικής περιφέρειας στοιχειώδους εκπαιδεύσεως Κρήτης μετατίθεσαι στην Α’ περιφέρεια Ρεθύμνης, όπου και υπηρετείς διαδοχικά, στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Βιράν Επισκοπής, στο στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Λούτρας και τέλος στο 4/θέσιο τότε Δημοτικό Σχολείο Πλατανέ απ’όπου και συνταξιοδοτείσαι.
Σ΄’ όλα τα χρόνια δε της διδασκαλικής σου πορείας έδειξες πως ήσουν ένας άριστος δάσκαλος που με πατρικό ενδιαφέρον άκουες τους μαθητές σου, με αγάπη τους συμβούλευες και με στοργή τους βοηθούσες.
Τους αγαπούσες δε παράφορα, τους ένοιωθες, τους συμπονούσες και πάντα συγχωρούσες τα παιδικά μικροπταίσματά τους. Ήσουν ο καταξιωμένος δάσκαλος. Πάντα ήρεμος, υπομονετικός, μεθοδικός, γιατί μπροστά στα παιδιά ιερουργούσες. Στάλαζες στους μαθητές σου τον σπόρο της αλήθειας της επιστημονικής και της γνώσης της τέλειας. Ήσουν υπόδειγμα συνέπειας, επιμέλειας κι εργατικότητας. Δινόσουν ολόψυχα στον ευγενικό αγώνα της μαχόμενης παιδείας, χαλαλίζοντας τη ζωή σου για τα παιδιά και στα παιδιά.
Αλησμόνητε Σταύρο, γεννήθηκες για να δημιουργήσεις πάντα το ωραίο και το υψηλό. Πλάστηκες για να πλάσεις και να διαμορφώσεις εθνικά και χριστιανικά τις παιδικές ψυχές που σου εμπιστεύτηκε η πολιτεία, αλλά και οι γονείς των κατά καιρούς μαθητών σου. Σφυρηλάτησες τη μεγάλη αρετή της αγάπης προς τον πλησίον μέσα από τις διδασκαλίες σου προς τους μαθητές σου αλλά και προς τους γονείς και γενικά προς ολόκληρη την κοινωνία, όπου κι αν τα τριάντα χρόνια της υπηρεσίας σου βρέθηκες. Γι’ αυτό πάντα σε άκουγαν, γονείς και κηδεμόνες, με προσήλωση και προσοχή, γιατί είχε μια τέτοια ακτινοβολία και δύναμη ο λόγος σου, γιατί ήταν απαύγασμα ζωής.
Ήταν ανάβρυσμα καθημερινής προσπάθειας, να εφαρμόζεις εσύ πρώτος όσα ο ίδιος δίδασκες .
Υπήρξες άρχοντας στη ζωή σου, με την ευπρέπεια, την απλόχερη καλοσύνη σου και το ενδιαφέρον σου για όλα. Ποτέ δεν ένοιωθες κακία, ζήλια , μοχθηρότητα για κανέναν απολύτως. Πάντα προσιτός και καλοσυνάτος , με τη φιλία σου και το ενδιαφέρον σου για όλα . Στάθηκες πάντα στο μετερίζι του χρέους, σταθερός ανθρώπινος και δημιουργικός. Μας δίδαξες με τη ζωή σου «πως η ανθρωπιά δε διδάσκεται». Ακόμα Σταύρο μου, αποτελείς φωτεινό παράδειγμα αντιμετώπισης της ζωής με θάρρος στις καταιγίδες, μα και με καρτερικότητα.
Κι επίσης υπήρξες φορέας ανθρώπινου μεγαλείου, με πίστη και αποστολική διάθεση, γιατί ήσουν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα η οποία προκαλούσε την εκτίμηση και τον σεβασμό στους πάντες.
Κι όλα τα παραπάνω που αναφέρω ως εδώ είναι επισημάνσεις, όχι μόνον δικές μου , αλλά και των διαφόρων επιθεωρητών σχολείων κ.κ. (Παπαδάκη-Βασιλάκη-Καραμούζη-Δραγωνέα-Λεμπιδάκη).
Πέραν, όμως, από τις ποικίλες σχολικές ενασχολήσεις έβρισκες πάντα χρόνο να είσαι παρών στις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις του χωριού μας του κεφαλοχωριού της ΠΗΓΗΣ. Κι εδώ αξίζει σημειώσεως η πρωτοβουλία που ανέλαβες για τη διενέργεια εράνου για την ανέγερση ενός οικίσκου στον περίβολο του παλαιού Δημοτικού σχολείου για να στεγασθεί ο άστεγος Κωστάκης. Είδες τότες πραγματοποιημένο το όνειρο σου κι ένοιωσες μεγάλη ικανοποίηση.
Όμως δεν υστερούσες και στον πνευματικό τομέα κι είσαι από τους πρώτους διανοούμενους Πηγιανούς που έγραψες βιβλίο για το Αρχοντοχώρι την Πηγή με τον τίτλο «Πηγιανά –Εύθυμα και Σοβαρά» το οποίο, χάρη στη χρηματοδότηση της έκδοσης από τον Πηγιανό Δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω κ. Εμμανουήλ Μύρωνος Γιαννακάκη, δεν υπάρχει σήμερα Πηγιανός της διασποράς να μην το έχει στο σπίτι του. Το βιβλίο σου αυτό, Σταύρο μου, άφησε εποχή και για το βιβλίο αυτό έγραψαν:
- Η αείμνηστος Μαρία Τσιριμονάκη «Το βιβλίο σου βοηθά με τον πιο ανάλαφρο και ευχάριστο τρόπο να γνωρίσει κανείς τους ανθρώπους ενός συγκεκριμένου χωριού -της Πηγής – που είχαν την αίσθηση της παρέας , της γειτονιάς καθως και της αλληλεγγύης».
2.Ο Αντώνης Ζαχαράκης «Το βιβλίο σου, Σταύρο, που είναι γραμμένο σε γλώσσα απλή, ρέουσα και καταληπτή, για το μεγαλοχώρι και αρχοντοχώρι της Πηγής και τον κόσμο του, είναι γεμάτο αγάπη, συμπαράσταση, χιούμορ για τους ανθρώπους του, που τους χαίρεσαι για την ευφυϊα και την καλοσύνη τους.»
3.Ο χωριανός μας Νίκος Χατζηγιάννης συγγραφέας και τεχνοκριτικός , γράφει με πόνο ως απόδημος. «Το διάβασα μονορούφι δυο και τρεις φορές και έλεγα :Ν’άταν κι άλλο. Ναι , μα τον Άγιο Νικόλα του χωριού μας.Μου ξύπνησες τη νοσταλγία μιας εποχής και την πίκρα του απραγματοποίητου της επανάληψής της.»
- Ο Μιχάλης Ζαμπετάκης για -Πηγιανά Εύθυμα και Σοβαρά – «Μ ε τον παραπάνω τίτλο ο συνταξιούχος δάσκαλος Σταύρος Βογιατζής έγραψε και ο δικηγόρος Μανόλης Γιαννακάκης χρηματοδότησε την έκδοση αυτή. Πηγιανοί κι οι δυο τους, με ιδιαίτερη αγάπη και πάθος για το κεφαλοχώρι Πηγή του Δήμου Αρκαδίου. Θέλησαν να κρατήσουν ζωντανή μια εποχή ανεπανάληπτη που έφυγε χωρίς γυρισμό».
- Ο Μιχάλης Τρούλης « Έτσι ο Σταύρος Γρηγ. Βογιατζής καταγράφει με τον δικό του τρόπο, τον απλό, σαφή και κατανοητό, την καθημερινή ζωή στην Πηγή , στο κέντρο του χωριού , το καφενείο, την εκκλησία, το σχολείο , τις γειτονιές , τα σπίτια, τις πλατείες. Με ιδιαίτερο σεβασμό στέκεται στους συγχωριανούς που διακρίθηκαν σε διάφορους τομείς και τίμησαν τον τόπο με την προσφορά τους . Όπως ο Διονύσιος Ψαρουδάκης και η προσφορά και ακτινοβολία του Παντελή Πρεβελάκη».
- Η Εύα Λαδιά « Ο Σταύρος Βογιατζής , άριστος δάσκαλος με εκπληκτική μεταδοτικότητα , έκανε τους μαθητές του να αγαπούν τη γνώση . Ο ίδιος πάντα προσιτός και ευγενής , τυπικός και ευσυνείδητος, έγραψε το βιβλίο « Πηγιανά –Εύθυμα και Σοβαρά ». Είναι ένα βιβλίο γεμάτο φρεσκάδα και λεπτό χιούμορ το οποίο καταγράφει πρόσωπα και γεγονότα, που χαρακτήριζαν το χωριό του, την Πηγή. Και που απεικονίζει μια κοινωνία με αρχοντιά και παραδόσεις όπως είναι η Πηγή».
Από τις ομιλίες των δύο παρουσιαστών του βιβλίου.
- Του καθηγητή Κωστή Περακάκη «Στόχος του συγγραφέα, όπως φαίνεται, δεν ήταν να γράψει ένα μυθιστόρημα με τα τυπικά χαρακτηριστικά του είδους, αλλά να παρουσιάσει και να περιγράψει την ατμόσφαιρα μιας συγκεκριμένης εποχής και να δώσει τη συνολική της εντύπωση. Προσπάθησε και πέτυχε να παρουσιάσει τους καθημερινούς ανθρώπους, τους Πηγιανούς, με τις καθημερινές έγνοιες και μικροχαρές τους, τις δυσκολίες και τα προβλήματά τους, με πηγαίο χιούμορ και με τα καμώματά τους.»
- Του συνταξιούχου δασκάλου Κώστα Μυγιάκη. «Τα Πηγιανά- Εύθυμα και Σοβαρά- είναι ένα βιβλίο που είναι πέρα ως πέρα αληθινό και αυθεντικό. Δεν το χάλασε η φαντασία ενός παραμυθά, γιατί στις 365 σελίδες του καθρεπτίζεται από πρώτο χέρι η όλη ζωή και δράση όλων των Πηγιανών εκείνης της εποχής. Η ανθρωπιά, το φιλότιμο και η αγάπη που έδειχναν στον διπλανό, τον γείτονα, σε κάθε έναν που υπέφερε κι’είχε ανάγκη. Κι’ακόμα η φιλόξενη διάθεση που’δειχναν σε κάθε ξένο περαστικό κι’επισκέπτη τ’όμορφου και ξακουστού χωριού της Πηγής.
Γίνεται, επίσης, αναφορά από τον συγγραφέα Σταύρο Βογιατζή σε Πηγιανούς, που αν και δεν ήταν μορφωμένοι, έδειχναν όμως να φιλοσοφούν τη ζωή και να γίνονται κριτές των πάντων και στα πάντα. Κι’όπως παρουσιάζει τον καθένα τους μας βεβαιώνει και μας αποδεικνύει πως, τουλάχιστον τότες, υπήρχε μετάλλευμα ανθρωπιάς-η δύναμη της αλήθειας- και η αξία της ζωής.»
Για όλη του δε την εκπαιδευτική του δράση, αλλά παράλληλα και κοινωνική, καθώς και συγγραφική, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πηγής-Αγίου Δημητρίου τον βράβευσε, απονέμοντάς του τιμητική πλακέτα σε ειδική εκδήλωση στο Σπίτι του Πολιτισμού στο Ρέθυμνο, την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018.
Πέραν, όμως, από τις παραπάνω αναφερόμενες δράσεις του είχε και ενεργό ανάμειξη στον συνταξιουχικό συνδικαλισμό, ακολουθώντας με στον Σύλλογο Πολιτικών Συνταξιούχων του Δημοσίου, εκλεγόμενος για πολλά χρόνια πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου.
Δεν ημπορώ δε να ξεχάσω στα εγκαίνια του ιδιόκτητου γραφείου του Συλλόγου στις 2 Ιουλίου του 2006, πόσο συγκινήθηκε όλη την ώρα της ομιλίας μου, καλωσορίζοντας ως πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτικών Συν/χων και τους λοιπούς προέδρους συλλόγων του δημοσίου από την Ηπειρωτική Ελλάδα και τους προέδρους των συλλόγων όλης της Κρήτης που βρέθηκαν στο Ρέθυμνο, για να τιμήσουν τους πολιτικούς συν/χους του Δημοσίου του Νομού Ρεθύμνης. Αλλά κι’εγώ συγκινήθηκα στο τέλος της εκδήλωσης που ο Σταύρος αγκαλιάζοντάς με μου είπε: ΄΄Αγαπητέ μου δευτεροξάδερφε κι αδερφέ, συγχαρητήρια πολλά και θερμά, για τα σημερινά εγκαίνια του γραφείου, για το οποίο αγώνες και αγώνες έδωσες τα τελευταία δύο χρόνια, μέχρι να επιτύχεις την αγορά του, χάρη στην επιχορήγηση της ομοσπονδίας. Υγεία να έχουμε να το χαιρόμαστε ως Ρεθεμνιώτες Συν/χοι΄΄.
Αξίζει να σημειώσω με ικανοποίηση πως ο Σταύρος στάθηκε πολύ τυχερός στον γάμο του και δημιούργησε λαμπρή οικογένεια με τη σύζυγό του, την Ευαγγελία Γεωργίου Χαλκιαδάκη, γόνο της ξακουστής οικογένειας των από την Πηγή Χαλκιαδάκηδων, που ανέδειξαν αγωνιστές στις διάφορες Κρητικές επαναστάσεις κι έναν άξιο λευίτη της θρησκείας μας, τον Ιερομάχο και Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αρσανίου, Χαλκιαδάκη. Έζησαν δε τη μεγάλη χαρά ν’ αποκτήσουν δύο κόρες, την Ειρήνη –Ρινέττα, καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας και τη Γεωργία –Γιούλη, καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας.
Σταύρο μου, με σφιγμένη την καρδιά σε φέρνω σήμερα στη μνήμη μου και στη σκέψη μου, και δίνω όρκο στον εαυτό μου πως δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Και να ξέρει η ψυχή σου πως πάντα ανάμεσά μας θα υψώνεσαι, σαν ένα ωραίο πρότυπο, σαν φάρος ζωής, σαν μια επιταγή και παρόρμηση, για μια ζωή αγάπης και καλοσύνης, θυσίας και υπομονής.
Και πριν, Σταύρο μου, σε αποχαιρετήσω με πόνο ψυχής, να ευχηθώ να’ναι ελαφρύ το Πηγιανό χώμα που τώρα και 40 μέρες σε κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του.
Κώστας Μυγιάκης
Συνταξιούχος Δάσκαλος
Επίτιμος Πρόεδρος του Συλλόγου
πολιτικών Συνταξιούχων Ρεθύμνου