Στα Περιβόλια του 1770

 Μια τραγική περίπτωση παιδιών που έκλεβαν για να επιβιώσουν

Στα Περιβόλια του 1770: Μια τραγική περίπτωση παιδιών που έκλεβαν για να επιβιώσουν
• Στα καταναγκαστικά έργα της Φορτέτζας τιμωρία του άσωτου πατέρα τους
 
Η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας σε περιπτώσεις οικογενειακών δραμάτων δεν είναι σημείο των καιρών και εξέλιξης του ανθρώπου.
Ιδιαίτερα στο Ρέθυμνο, έχουμε πολλά παραδείγματα που το πιστοποιούν σε βάθος χρόνου.
Ένα από αυτά μας δίνουν τα έγγραφα του Ιεροδικείου, μια μνημειώδης έκδοση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου, που επιμελήθηκε ο πρώην διευθυντής της εκλεκτός λόγιος και ερευνητής κ. Γιάννης Παπιομύτογλου.
Να θυμίσουμε ότι πρόκειται για σειρά εγγράφων που αναφέρονται στο 17ο και 18ο αιώνα και δημοσιεύονταν στο ΒΗΜΑ Ρεθύμνου από τον Μάρτιο του 1931 έως τον Φεβρουάριο του 1933. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκη τη μετάφραση έκανε ο Τουρκοκρητικός Εσάτ Σιδεράκης ο επονομαζόμενος Τουρκογιώργης. Είχαμε κάνει σχετικό αφιέρωμα πριν από χρόνια στον άνθρωπο αυτό με το μυθιστορηματικό βίο. Και ο Παπαδάκις, αλάνθαστη πηγή, είχε την πληροφορία από πρώτο χέρι, τον εκδότη της εφημερίδας Λυκούργο Καφφάτο. Αυτά για την ιστορία.
Στα Περιβόλια τον Οκτώβριο του 1770
Καιρός να αναπτύξουμε το δικό μας θέμα και να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο με σταθμό τα Περιβόλια Ρεθύμνου κάποιον Οκτώβριο του 1770.
Όπως αναφέρει στην έκθεσή του ο τότε ιεροδίκης Χαλήμ Εφέντης, παρουσιάστηκε μπροστά του ένας από τους προκρίτους των Περιβολίων, ονόματι Ιωάννης υιός του Μιχαήλ και του κατήγγειλε μια μάστιγα που ταλαιπωρούσε όλο το προάστιο. Ήταν τα «καμάρια» του Πολυζώη υιού του Παντελή, ηλικίας 9, 11 και 14 ετών που είχαν «ρημάξει» όλα τα μποστάνια.
Οι εν λόγω πιτσιρίκοι περιφέρονταν σύμφωνα με την καταγγελία ολημερίς και έκλεβαν ό,τι εύρισκαν. Από φρούτα και κηπευτικά μέχρι αυγά που έπαιρναν από τις φωλιές.
Όπως ήταν φυσικό ο ιεροκήρυκας ζήτησε λεπτομέρειες για το ποιόν των γονέων που εύκολα βέβαια μπορούμε να μαντεύσουμε. Και όπως θα μπορούσε να υποθέσει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος ο πατέρας δεν μπορούσε να επιμεληθεί την ανατροφή των παιδιών του, αφού δεν έπινε παρά μόνο την ώρα που κοιμόταν και από δουλειά δεν ήξερε πραγματικά τι είναι αξίνα.
Η μητέρα ακόμα χειρότερο, φαινόταν να είναι πολύ «απασχολημένη» στην πόλη, οπότε τα παιδιά τα κακόμοιρα είχαν αφεθεί στη μοίρα τους και στο έλεος των χωριανών για να κυριολεκτούμε. Είχαν και μια γιαγιά, μητέρα του πατέρα τους αλλά ήταν η πιο φτωχή του χωριού. Τι να έκανε η γυναίκα;
Άκουσε ο ιεροδίκης κι έφριξε αλλά ως άνθρωπος του νόμου έπρεπε να τηρήσει τη διαδικασία.
Ζήτησε μάρτυρες και πράγματι παρουσιάστηκαν ο Γεώργης υιός του Μανόλη και ο Στυλιανός Μιχελιδάκης υιός του Παντελή (περίεργο γιατί αυτός αναφέρεται με το επώνυμό του) και βεβαίωσαν για το βίο και την πολιτεία των τριών παιδιών που περιφέρονταν γυμνά και πενταβρώμικα, τρώγοντας ό,τι έβρισκαν με μοναδικές πηγές εσόδων την ελεημοσύνη των Περβολιανών και τις κλοπές που διέπρατταν.
Το επόμενο βήμα ήταν να κληθούν για να καταθέσουν ο πατέρας, τα παιδιά και η γιαγιά.
Η καημένη η γιαγιά, ίσως γιατί βρήκε και την ευκαιρία περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα την όλη κατάσταση, ξεδιπλώνοντας όλες τις πτυχές του δράματος.
Όπως είπε αυτή κι ο μακαρίτης ο άντρας της είχαν μεγαλώσει με τον καλύτερο τρόπο το γιο τους Πολυζώη. Στην αρχή ο μικρός έδειχνε πως θα γινόταν χρήσιμος άνθρωπος. Είχε μάθει και την τέχνη του κτίστη θα μπορούσε να έχει μεροκάματο. Όσο μεγάλωνε όμως έδειχνε μεγαλύτερη προτίμηση στο στρώμα παρά στην τσέπη του. Και για να ξεχνάει τις θλιβερές συνέπειες της οκνηρίας, το έριξε στο ποτό. Ούτε η μάνα του τον ένοιαζε ούτε και τα παιδιά του.
Αυτά είπε η γιαγιά αλλά ο ίδιος ο Πολυζώης όταν του δόθηκε ο λόγος δεν έβγαλε άχνα. Τι να πει άλλωστε όταν έλεγαν περισσότερα τα «έργα» του.
 
Από την «ξάπλα» στα κάτεργα
Ο ιεροδίκης όμως κατάλαβε και πολύ καλά μάλιστα πως είχαν τα γεγονότα, γιατί και οι μάρτυρες ήταν αξιόπιστοι και η γιαγιά μέσα στον πόνο της έδωσε γλαφυρότατη περιγραφή της κατάστασης.
Και αποφάσισε να στείλει τον Πολυζώη στα καταναγκαστικά έργα της Φορτέτζας για να εργάζεται όλες τις ημέρες της εβδομάδας εκτός από την Παρασκευή. Από το ημερομίσθιό του, το ποσόν των τεσσάρων ημερών την εβδομάδα να παίρνει στο χέρι η γιαγιά για την διατροφή και νουθεσία των παιδιών και το υπόλοιπο να το παίρνει ο ίδιος μέχρι να «βάλει μυαλό».
Δεν ξέρουμε αν τελικά ο Πολυζώης συνετίστηκε περνώντας από την απόλυτη τεμπελιά στην υποχρεωτική εργασία. Σίγουρα όμως τα παιδιά θα χόρτασαν επιτέλους ψωμί και τα μποστάνια θα βρήκαν σίγουρα την πρότερη ηρεμία τους.
 
Η μοίρα των παιδιών άλλοτε
Μια και το ‘φερε ο λόγος όμως, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η ταλαιπωρία πολλών παιδιών ήταν συνήθως και θέμα παιδαγωγικής αντίληψης των γονέων. Κανένας οίκτος και καμιά υποχώρηση σε διαμαρτυρίες, μέχρι να «δέσουν» από μικρά, στη δουλειά και να πάρουν αρχές αξιοπρέπειας. Από όσα μας λένε διάφορες ιστορικές πηγές τα παιδιά άλλων εποχών δεν είχαν ούτε στο ελάχιστο τα δικαιώματα των σημερινών. Μπορεί να μην είχαν βέβαια τη μοίρα παιδιών που ήταν στο έλεος των γειτόνων αλλά οι γονείς στην πλειοψηφία τους τα μεγάλωναν με μεγάλη αυστηρότητα. Ας μην ξεχνάμε τη φρικτή παραγγελία στο δάσκαλο «Η προβιά δικιά του τα κόκκαλα δικά τους». Και αναφέρονταν στο παιδί τους.
 
Πρότυπα εργατικότητας τα Περβολιανάκια
Κι αφού αναφερόμαστε στα Περιβόλια να προσθέσουμε ότι πάμπολλες μαρτυρίες κάνουν λόγο για παιδιά που εργάζονταν στα μποστάνια από τα πέντε τους χρόνια με σκοπό να συνηθίσουν στη δουλειά. Ήταν μέγα παράπτωμα για τους Περβολιανούς η οκνηρία. Αγόρια και κορίτσια από μικρά μάθαιναν τις ανάγκες του νοικοκυριού και του περβολιού κι έπρεπε να ανταποκρίνονται χωρίς καν διαμαρτυρία.
Μια και το έφερε ο λόγος και πιστεύουμε να αποτελεί έπαινο αυτή η αναφορά, ποιος δεν θυμάται τον φιλοπρόοδο και τόσο δραστήριο πρώην πρόεδρο των Περιβολιανών της Αθήνας κ. Χρίστο Γεωργόπουλο;
Από μικρό παιδί έμαθε να βλέπει την ανατολή του ήλιου στο μποστάνι ετοιμάζοντας σαλάτες που έπρεπε στη συνέχεια να τις φέρει στο Ρέθυμνο και να τις πουλήσει. Αμέσως μετά έπαιρναν σειρά τα φρούτα που έφερνε στη στάση των λεωφορείων για τα χωριά και τα πουλούσε στους επιβάτες και στην ώρα που έμενε μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για το σχολείο, κρεμούσε τον «ταβά» του μικροπωλητή και πουλούσε ψιλικά στους αρρώστους του νοσοκομείου και στους συνοδούς τους.
Κι όμως αυτό το βασανισμένο παιδί έγινε μετά ένας καλός νοικοκύρης κι έμεινε ν’ αναφέρεται ως ο πλέον δραστήριος και αεικίνητος πρόεδρος με πάθος για το χωριό του και την προκοπή του.
Πόσες φορές δεν μας τον έφερνε ως παράδειγμα ο ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννης Χαλκιαδάκης, ο οποίος σημειωτέον περίμενε στην πόρτα του βιβλιοπωλείου που είχε τότε, πότε θα περάσει ο Χρίστος για να του αγοράσει σαλάτες, μόνο και μόνο για να τον ενισχύσει.
Κι όταν ερχόταν ο κ. Γεωργόπουλος με το πληθωρικό του πάντα ξέσπασμα αγάπης και σεβασμού στα γραφεία να μας «φορτωθεί» με το γλυκό του τρόπο για να κάνουμε αναφορές στο σύλλογο που ήταν το πάθος του, του επιφυλάσσαμε οι πάντες ενθουσιώδη υποδοχή τιμώντας την αξιοπρεπή πορεία του.
Πόσοι επίσης σημερινοί παράγοντες του τόπου και συγγραφείς με καταγωγή από τα Περιβόλια δεν είχαν βγάλει από μεροκάματο μέχρι χαρτζιλίκι δουλεύοντας στο τουβλάδικο του Τσουρλάκη, μια βιομηχανία που είχε εξαφανίσει την ανεργία από την περιοχή κι ήταν πάντα ανοικτή για δουλειά σε όλους.
Αυτοί οι άνθρωποι έγιναν σπουδαίοι αλλά ποτέ δεν παραλείπουν να αναφέρονται με ευγνωμοσύνη στην ευκαιρία αυτή που τους έδινε απασχόληση σε χρόνια σκληρά που η φτώχεια σημάδευε τόσα σπίτια κι αν δεν είχες στήριγμα τα χέρια σου και τη διάθεση για δουλειά μέρες αφόρητης στέρησης και μιζέριας σε περίμεναν.

Αφήστε μια απάντηση