ΣΠΟΝΔΗ ΣΤΑ «ΣΑΡΑΝΤΑ» του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΛΑΪΤΖΑΚΗ

 

Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, Ο «ΟΦΘΑΛΜΟΣ» ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

(Ενοικήσω εν εαυτοίς και εμπεριπατήσω και έσομαι αυτων Θεός) (Α΄Κορινθ. Στ’ 16)

 

Προ ημερών, το Ρέθυμνο εκήδεψε πάνδημα το «ήθος!»

Γιατι το ήθος ήταν ο «ειδικό βάρος» του αξέχαστου Βασίλη Καλαϊτζάκη, που ο ύπνος δικαίου του εσφάλισε για πάντα τα βλέφαρα, πριν σαράντα ημέρες.

Πράος και καθαρός στην καρδιά, επίστευε με όλην την δύναμη της ψυχής του, στο πνεύμα της Θρησκείας επίστευε στον άνθρωπο.

Και ήταν γιαυτόν ο Θεϊκός Νόμος «Λύχνος τοις ποσί του». Κατοικία του θεού, κατά την «Αποστολική» περικοπή είχε γίνει από τον πόνο, την πίστη και την εγκαρτέριση, το βασανισμένο σώμα.

Αωνία θα πρέπει να διατηρήσει την μνήμη του το Ρέθυμνο, γιατι ως ιδρυτής εφημερίδος, της αρχαιοτέρας της Κρήτης, ως δημοσιογράφος και «οφθαλμός» του Δήμου, ανεκτίμητες υπηρεσίες επρόσφερε για την εξέλιξη της γραφικής πολιτείας.

Λαμπρή Δημοσιογραφική παράδοση, εχουν οι Καλαϊτζάκηδες. Ξεκινά από την επανάσταση, του «Χαιρέτη»το 1841 όταν ο θείος τους Εμμανουήλ Βιβιλάκης Νομομαθής κύρους εκδότης του «Αρκαδίου» και του «Ραδάμανθυ»- μια εξαίρετη μορφή Κρητικού που δεσπόζει στους Εθνικούς αγώνες άρχισε από σημαιοφόρος του Κολοκοτρώνη , έφερε μαζί με τον ανεψιό του τον Τυπογράφο και Δημοσιογράφο Στυλιανό Καλαϊτζάκη, πατέρα του Βασίλη και του Γιάννη, τον «Γουτεμβέργιο» στο Ρέθυμνο.

Το πρώτο τυπογραφικό πιεστήριο που ήρθε στην Κρήτη. Ακάματοι εργάτες της δημοσιογραφίας άρχισαν την ποδηγέτηση της κοινής γνώμης.

Φλογεροί πατριώτες και οι δύο αγωνίζονται με το ντουφέκι και με την πένα.

Με την ίδρυση το 1911 της «Κρητικής Επιθεωρήσεως» ο Βασίλης Καλαϊτζάκης έφερνε μια νότα πολιτισμού στο παλιό Ρέθεμνος. Με τον εβδομαδιαίο αυτό καθρέπτη της ζωής του, υπηρετήθηκαν πιστά τα εθνικά και τοπικά ζητήματα.

Με την αποτελεσματική συμπαράσταση και πολύτιμη συνεργασία  του αδερφού του Γιάννη ανάμεσα σε τρομερές αντιξοότητες που αντιμετώπιζε ο περιφρονημένος επαρχιακός τύπος στην Ελλάδα, ενώ τόση σημασία του απέδιδε ο πολύς Βίσμαρκ, πάλαιψαν απεγνωσμένα, με αξιοπρέπεια, εντιμότητα και ανιδιοτέλεια σε βαθμό που ξάφνιαζε, δίνοντας το αίμα της καρδιάς τους, για να την διατηρήσουν.

Και η εφημερίδα αυτή που τους είχε γίνει πάθος, σκοπός ζωής, επιδοτούμενη από το υστέρημα της βιοπάλης τους, επιβίωσε και έγινε ύστερα από 22 χρόνια καθημερινή.

Και σήμερα με άξιους διαδόχους και 53 χρόνων βίο, ακμάζει ανταποκρίνεται με επιτυχία στις σύγχρονες απαιτήσεις.

Η καλή πίστη, η αντικειμενική κρίση, ο δημιουργικός και όχι στείρος έλεγχος, που διεξαγόταν μ’ ένα τόνο ημερότητας, μια ευπρέπεια ύφους, υπήρξε πάντα ο γνώμονας της μεγάλης Δημοσιογραφικής πορείας του Βασίλης Καλαϊτζάκη. Τα άρθρα, τα σχόλια, ότι έγραφε, με σαφήνεια και πειστικότητα, αποκτούσε ευγένεια ύφους.

Το στυλ του Καλαϊτζάκη.

Από αυτό το στυλ του δεν ξέφυγε ποτέ κατά τους δημοσιογραφικούς του αγώνες, ακόμη και την εποχή του διχασμού. Ολύμπιος, δεν έχανε ποτέ την αυτοκυριαρχία του και τον αυτοέλεγχο. Με σοβαρότητα, ευστοχία, αλλά και ευπρέπεια, έκανε τις επιθέσεις του. Το ίδιο και σε καιρούς ειρηνικούς, αμυνόταν στα θυελλώδη «γιουρούσια» κατά της «χαλάστρας» και των «χαλαστραίων» του «Τύπου» του Μάνου Τσάκωνα, μιας φυσιογνωμίας με έντονη προσωπικότητα και ακτινοβολία και στο καυστικό χιούμορ της «Αστραπής», του χαριτωμένου ανεπανάληπτου Μποέμ, μελετητή της αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας, Στέλιου Δρακάκη, που ηδονιζόταν με παλεύει «την πρεσβυτέραν εφημερίδα, κοινώς παπαδιάν», όπως την προσαγόρευε και απειλούσε «συλλήβδην» τους διαφωνούντας με την γραμμή της «Αστραπής» ότι θα τους παραδώσει τω Χαριδήμω δια τα περαιτέρω».

Ηταν ο δε ενας πελώριος νεκροθάφτης – άνθρωπος καλός που τον αδικούσε όμως το επάγγελμα και η εμφάνιση- μακάβριος και στη όψη.

 

Ακούραστος, συμπλήρωνε άπληστα τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του, ιδεολόγος, άνθρωπος με πνευματικότητα ο αλησμόνητος Νεκρός μας, ενδιαφερόταν για την ανύψωση της ποριστικής στάθμης του τόπου του. Σεμνός απόφευγε την προβολή.

Ουμανιστής με την Πλατωνική Φιλοσοφία  του «ουδείς εκών κακός», έκρινε τους συνανθρώπους του. Και στην Βίβλο, εύρισκε ικανοποίηση στις μεταφυσικές ανησυχίες του.

Πολέμιος του μισονεϊσμού της εποχής πρόθυμα, σχεδόν με χαρά, προσέφερε τις στήλες της εφημερίδας στους νέους που διαπίστωνε το ζήλο τους για την Δημοσιογραφία.

Εκεί έκαμα και εγώ τα πρώτα δημοσιογραφικά μου βήματα. Και με νοσταλγία ευγνωμοσύνη και αγάπη πολύ, χαράσσω τις πρώτες αυτές γραμμές, που είναι ένα χρέος.

Πώς να ξεχάσω την στοργική καθοδήγησή του, την ανυπόκριτη χαρά του για κάτι που το έβρισκε καλογραμμένο;

Και του αχώριστου αδερφού του Γιάννη, που τον συναγωνιζόταν σε καλοσύνη, την άφθαστη ευγένεια; Κατάκοπος από τον μόχθο ο συμπαθέστατος και πάντα υποχρεωτικός Γιάννης – δεν περιοριζότανε μονάχα στον Τεχνικό τομέα, με την πλούσια εμπειρία του ασκούσε και χρέη συντάκτου πολλές φορές- δεν λογάριαζε πρόσθετους κόπους για να περιποιηθεί  με χαμόγελο που σκλάβωνε και με σεβασμό που έφερνες σε δύσκολη θέση, τα δημοσιεύματα νεαρού συνεργάτη. Μαίτρ στη σελιδοποίηση, με το μεράκι του καλλιτέχνη, χαιρότανε την αισθητική- εμφάνιση του φύλλου.

Επι χρόνια Γενικός Γραμματέας του Δήμου ο Βασίλης Καλαϊτζάκης, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι υπήρξε ο «Οφθαλμός του» Άγρυπνος στο καθήκον, εργατικός, θετικός, ευπροσήγορος, μειλίχιος, είχε την ικανότητα να συλλαμβάνει την ουσία των προβλημάτων  και να εισηγείται λύσεις επιτυχείς.

Πλάι πάντα, στον ρέκτη, τότε  Δήμαρχο, Τίτο Πετυχάκη, που άφησε την σφραγίδα της δημιουργικότητας του, στην πόλη. Στάθηκε το δεξί του χέρι.

Με οδύνη ανείπωτη έμαθα το άγγελμα του χαμού σου, φίλε αξέχαστε, και έστειλα τη σκέψη μου, με αγάπη και πόνο, στα περασμένα. Και έρχονται από πολύ μακριά οι πικρές μνήμες:

Φυσιολάτρης που τον μεθούσε η ομορφιά, του άρεσαν οι τακτικοί ρομαντικοί περίπατοι, τα μενεξεδένια Ρεθεμνιώτικα δειλινά, ίσαμε τον «Κουμπέ» ή τα «Περιβόλια».  Η θύμιση ζωντανεύει την λιγνή, την βιτσάτη σιλουέτα του στον δρόμο της επιστροφής, πότε μ’ένα κλαδί βασιλικό στον χέρι από τον «Κουμπέ» τις γλάστρες του «Νταλέτζα», πότε μ’ ένα ανθάκι του αγρού απ’ τα περβόλια» στην μπουτουνιέρα του.

Τον ενθουσίαζε ο «Κουμπές». Επινε το γλυκό πιοτο «τω καιρώ εκείνω» νεράκι του ηδονικά. Το θαύμαζε ως «ευστόμαχο» και με τον τρόπο που έβγαινε. «Ν’ αναβλύζει φίλε μου, ελαφρύ χωρίς ίχνος σκληρότητας» γλυκύτατο κι ευστόμαχο από τα σπλάχνα του θαλάσσιου βυθού!»

Του έδιναν έντονη φυσιολατρική συγκίνηση εκεί στον Κουμπέ, στο μαγαζάκι του καλόκαρδου «Νταλέτζα», τα ηλιοβασιλέματα, όταν ο ήλιος της Κρήτης δύοντας, έντυνε με πορφύρα  «Τ’ Ακρωτήρι» και γιόμιζαν τ’ Ακρογιάλια  του, αρίφνητα γκρενά ροδοπέταλα.

Κοιτούσε από ξεχασμένος και ονειρευότανε! Από τους ρεμβασμούς του τον έβγαζε απαλή, ταπεινή η φωνή αγαθού ανθρώπου, του Νταλέτζα, που έβλεπε όσους ξεπέφτανε στο μαγαζάκι του και διακόπτανε την ερημιά του σαν εδικούς του ανθρώπους, όχι σαν πελάτες. «ε! Ειντα χαμπάρια δα Κύριε Βασιλάκη;» Και ύστερα από λίγη κουβέντα αποτολμούσε να ρωτήσει δειλά: «ε! αφεντικά, να σασε παίξω μια κοντυλιά να πεταρίσει μια ουλιά η καρδιά! Βγάζει λέω στο κέφι και το κουμπεδιανό νερό!

  • «να μη σε βάζουμε στον κόπο
  • Ποιο κόπο; Μετα χαράς

Δρασκέλιζε με σκυφτγό το κεφάλι με το μαυρομάντηλο  την πόρτα του «ντουκιανιού» του, ενώ η βράκα του έκανε τα σβέλτα της «άμε κι έλα». Απλωνε τις χερούκλες του στον τοίχο – καίμε λαχτάρα παιδιού, ενώ γελούσαν και τ’ αυτιά του, ξεκρέμαγε το βουργιάλι με το Λυράκι του.

Με τελετουργική τάξη ύστερα, έβγαζε την λύρα από το βουργίδι, την χαϊδευε με την απαλάμη. Έκοβε ένα κλαδί βασιλικό και το έβαζε στ’ αυτί, που τ’ ακουμπούσε στην ακριανή χόρδα, και έσερνε το δοξάρι. Και το Λυράκι του έβγαζε ένα ήχο λυγμικό.

Κι η σιγανή ολο παράπονο φωνή του Νταλέτζα που τον ακολουθούσε, έφερνε στα χείλη του σαν πικραμένο αναστεναγμό ένα μαντιναδάκι.

-Εχει ο θεός απουν’ ψηλά γιατ’άλλοι δεν μπορούσι

Οι πίκρες και τα βάσανα χαρά για να γενούσι.

 

Αυτός που τόσο ζητούσε τη φυσιολατρική συγκίνηση και η κίνηση ήταν η ζωή του έζησε οκτώ ολόκληρα χρόνια «ασάλευτη ζωή, εκεί επάνω, στο «μεγάλο του δωμάτιο», με συντροφιά την βουερή υπόκρουση του πάντου και την αγάπη των δικών του αυτών που απόμειναν.

Την τελευταία φορά που τον είδα το προπερασμένο Φθινόπωρο, έδειχνε η βυζαντινή ασκητική μορφή του πως ήθελε πια να κοιμηθεί. Τον είχε κουράσει πολύ η ζωή κι αγαπημένα πρόσωπα τον είχαν ποτίσει με το πικρό ποτήρι του προώρου μισεμού.

Τύπος, συναισθηματικός, με σπάνια ψυχική ευαισθησία, λατρεύω τους δικούς του. Του ήταν κι αβάσταχτη αυτή η «ασάλευτη» ζωή. «ξέρεις – μου’ λεγε σπαραχτικά σε τόνο εξομολόγησης εδώ μέσα, χρόνια τώρα, κηδεύω τα όνειρά μου. Και τα κλαίω!»

Αλλα και η ακράδαντη πίστη του σωστική ή μόνη καταφυγή και στον αιώνα του ατόμου, του πάντα αδύναμου, απροστάτευτου παντέρημου ανθρώπου τον συγκρατούσε από στιγμιαίο λύγισμα ψυχής του έδινε την καρτερία..΄

«Αλλά πού ξέρεις»; Μου ετόνιζε τελικά και στα μελαγχολικά σκούρα μάτια τρεμόπαιζε φευγαλέα μια σπίθα ελπίδας.

  • Λες να γιάνουν τα φτερά μας;
  • Εχει ο θεός ψηλά γιατ’ οι άλλοι δεν μπορούσι, όπως λενε και στα Σφακιά, του απαντούσα με χαμογελαστή εγκαρδίωση.

Εκεί επάνω ευρύχωρο υπέρωο του», το προπερασμένο Φθινόπωρο αποσπερίζαμε πολλές φορές, με τη συμφωνία στα τζάμια της πρώτης βροχής και τη ζεστή παρουσία αγαπημένων του προσώπων. Διάχυτο το λεπτό άρωμα της παλιάς Ρεθεμνιώτικης ψυχικής αρχοντιάς. Πλάι του τον αγκάλιαζε με το στοργικό της βλέμμα, η αδελφή ακριβή, η μόνη που του είχε απομείνη.

Προπορεύτηκε όμως αναπάντεχα πέρυσι κι αυτή για το μεγάλο ταξίδι, και άφησε.. αδελφή πολυαγαπημένη, με το αριστοκρατικό, γλυκό, όλο φως χαμόγελο και τους αβρούς τρόπους..

 

Με συγκίνηση αναπολώ αυτές τις αποσπερίδες που καθώς κυλούσε ανάμεσα σε ψυχικά ωραίους ανθρώπους, ήρεμος, γλυκός, μεστός, ζεστός, ειλικρινής ο λόγος κι ο αντίλογος , ένιωθες στον κόσμο των παθών, να γαληνεύει η ψυχή, μια περισυλλογή μια σιγουριά τον ψυχικό ανασασμό, αγάπη και εμπιστοσύνη για τον άνθρωπο.

Ένα κλαδί μυριστικό  απ τον κουμπέ  τις γλάστρες του Νταλέντζα  κι ένα ανθάκι μώβ «Περιβολιανό» αποθέτω στο τάφο σου, σεβαστέ φίλε αξέχαστε. Μαντεύω πως πρόθυμη και γελαστή θα τ’ αποδεχότανε  η τόσο αισθαντική ψυχή σου.

..Προ ημερών το Ρέθυμνο εκήδεψε πάνδημα το «ήθος!».

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΜΑΛΑΚΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 1964

Αφήστε μια απάντηση