ΣΑΒΒΑΤΟ 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1945

Σήμερα σαν πέρυσι, οι Γερμανοί, μάζευαν τις αποσκευές τους κι έφευγαν εσπευσμένα στα Χανιά. Η ανατολική Κρήτη είχε αδειάσει, κι αυτοί ανάπνεαν, βέβαια τον αέρα της Λευτεριάς, πριν από λίγες μέρες. Όμως το Ρέθυμνο απαλλάχτηκε από το βραχνά, στις 13 Οκτώβρη. Η ημερομηνία αυτή, βέβαια έχει τοπική σημασία. Γιατί οι Γερμανοί μαζευόντουσαν στην αφετηρία τους, με το βραδύ ρυθμό στρατού ηττημένου, μα όχι αποσυντεθειμένου, ενώ οι Σύμμαχοι, προωρούσαν επίσης με το βραδύ και μελετημένο ρυθμό, όχι μόνο για να καταλάβουν εδάφη να και για να στερεώσουν την Κατοχή. Έτσι τα στρατόπεδα Ματχάουζεν, Λίντς, Εμπεζέν, της Αυστρίας που κατεβρόχθησαν τόσο κόσμο, σαν πελώρια στόματα καταστροφής, ανάπνευσαν, μονάχα στις 5 του Μάη, όταν οι Πρθενικοί στρατιώτες της Αμερικανικής Συμπολιτείας, έφτασαν, λυτρωτές, έξω από τα σύρματα. Τα στρατόπεδα αυτά, που από καιρό διατυμπάνιζαν πως θα κρατούσαν άμυνα και πωα θα τιμούσαν την Γερμανική Γενναιότητα, έσπευσαν να υψώσουν λευκή σημαία, ενώ ακόμη ακούονταν μακριά ο κρότος των Κανονιών. Το Θηρίο οριστικά συνετρίβει στις 8 Μάη 1945.
Στο Ρέθυμνο όμως, η 13 Οκτωβρίου, πήρε την έκφραση μιας μεγάλης μέρας, τόσο μεγάλης που δεν πιστεύω να έχει την όμοια της, ανάμεσα στην πολύφυλη ιστορία της. Βέβαια το Αρκάδι, στάθηκε σα μνημείο της Ρεθεμνιώτικης αυταπαρνήσεως μιας θυσίας στο Βωμό της Λευτεριάς, που δίκαι την τιμούμε, ως σήμερα και δίκαια αναφέρεται με σεβασμό απ’ όλο τον κόσμο που, ενδιαφέρεται για το μεγάλο, το τεράστιο ζήτημα της θυσίας, στο παγκόσμιο Βωμό της. Όμως η 13 Οκτωβρίου 1944, είναι η Μεγάλη Μέρα, που οι Ρεθεμνιώτες εδώ, ακόμα φοβισμένοι από τη Κατοχή, είδαν, τις πρωινές ίσα-ίσα ώρες να προβάλει, μεγαλόπρεπα, στον ανοιχτό Ουρανό τους, ο Μεγάλος, ο Ζωοδότης Ήλιος της Λευτεριάς.
Γι’ αυτό η Μέρα αυτή πρέπει να τιμάται, σα μέρα που μπορεί να λογίζεται σαν ανάσταση του τυραννισμένου λαού μας, σαν ξαναχτίσιμο της Πολιτείας και των χωριών μας, σαν αφορμή να χαρούμε ύστερα από θλίψη πυκνή και μακρινή.
Πόσο άξιζε αυτό το αγαθό, το πολύτιμο αγαθό της Λευτεριάς, το νιώσαμε βαθιά, αυτή την μακρινή Νύχτα της Δουλείας. Κάτω απ’ αυτήν βέβαια μπόρεσαν και έζησαν, πολλοί Έλληνες, στην Κρήτη μας λιγότεροι με κάποια άνεση, μπορεί και με κάποια «ευζωία» ή όποια ευχαρίστηση, που δε μπορεί να χαρακτηρισθεί διαφορετικά παρά σαδιστική. Μ’ αυτοί, που έζησαν έτη ήσαν οι πουλημένοι, αυτοί που είχαν χάσει τη συνείδησή τους, από τις πρώτες μέρες που πάτησε στην Ελλάδα το βρωμερό πόδι του εχθρού. Ή ακόμη πιο πρώτα. Από τη φθοροποιό εποχή του Μεταξά. Είναι αλήθεια πως ένας Μεγάλος Ποιητής, ο Ουγκώ, στον πρόλογο των «Αθλίων» του βρίσκει πως όσο η πείνα μαστίζει τον άνθρωπο, είναι αδύνατο ο άνθρωπος να κρατήσει την ανθρωπιά του, όμως εδώ συμβαίνει να δούμε, φτωχούς, που κράτησαν ψηλά το μέτωπο, τον δύσκολο αυτό καιρό, προτιμώντας τον θάνατο, παρά την ατίμωση, όπως από την άλλη μεριά, είδαμε ανθρώπους- θαρρώ πως πρέπει να τους αφαιρέσουμε αυτή την προσωνυμία είδαμε Ζωανθρώπους λοιπόν, που χωρίς ανάγκη καν, μ’ από δικού τους, γιατί βρέθηκαν διεφθαρμένοι ή διεφθάρησαν από την κακή γειτονιά ή από την κακή επίδραση της τεταρτοαυγουστιανής Δικτατορίας και πουλήθηκαν μ’ ευκολία ή και με προθυμία στον εχθρό.
Όλοι αυτοί, δεν έζησαν μόνο, άνετα, μα και με παράδοση, ηλίθιου εγωισμού το χρόνο της Σκλαβιάς σχεδόν μ’ ευχαρίστηση, μπροστά στη μακάβρια δρασιτού Γερμανικού στρατού, φτάνοντας μέχρι του να «ευωχούνται» από τις σάρκες του λαού, που το Θηρίο, κομματιάζοντας τα φτωχά μας χωριά, τραβούσαν ως εδώ, αιματόβρεχτες. Ένας παράδοξος σαδισμός που απόδειχνε μια ηθική, μια ψυχική και μια πνευματική εκμηδένιση.
Οι φριχτές μέρες που περάσαμε εδώ, δεν μπορούν να ξεχαστούν εύκολα από τους πραγματικούς πατριώτες. Ούτε βέβαια μπορούν να συγχωρεθούν, θανάσιμα αμαρτήματα, περισσότερο ασυγχώρετα εγκλήματα, σαν αυτό της εθνικής προδοσίας που έφθανε να το «μηκτυρίζουν» κι οι ίδιοι οι Γερμανοί, σα φαινόμενον ενός Λαού, ξεπεσμένου κι ανίκανου να ζήσει. Κάποιος Γκεσταμπίτης, είτε κάποτε, γι’ αυτή την άτιμη την προδοτική στάση «πως αν παίρναμε στα σοβαρά, όλα τ’ ανώνυμα που λάβαμε, ή όλες τις διαβολές που ακούαμε, έπρεπε να καταστρέψουμε το Ρέθυμνο εκ θεμελίων». Το ίδιο πράγμα, μ’ άλλα λόγια είπαν οι Γερμανοί, σ’ όλη την Ελλάδα, όπου κατάντησε, Πρωθυπουργοί, Διοικηταί Σωματίων Ασφαλείας και Μεγάλοι Τιτλούχοι, να δώσουν χέρι βοηθείας , στον εχθρό, για να γίνει σκληρότερος και θρασύτερος ενάντια στον Ελληνικό Λαό.
Έτσι, κατάντησε, για ένα Κράιπε, να πληρώσουν ολόκληρα χωριά με την ίδια τη ζωή τους, που είναι ζήτημα αν ξανασυνδεθεί, αν δεν περάσουν χρόνια και από ιδιωτική πρωτοβουλία, με το να βρεθούν, δυο τρεις άνθρωποι- ο στραβός ο Γεράλης, ο Νομάρχης και μια μαιτρέσσα των Γερμανών- να ξεράσουν το μυστικό των Γερμανών.
Ο απολογισμός των καταστροφών στο Ρέθυμνο είναι από τους τραγικότερους. Φοβάμαι να περνάνε τους χίλιους οι εκτελεσθέντες. Τα καμένα χωριά είναι επίσης ένα τεράστιο δράμα.
Όμως οι ψυχικές αγωνίες που πέρασε, η πνευματική αυτή πόλη, και ο μαρτυρικός νόμος της τριάμισυ χρόνια, η πείνα, το χάσιμο των σπιτιών τους, που χρησίμευαν για το στεγασμό των αρχών Κατοχής, το χάσιμο ότι κι αν είχαν, και περισσότερο απ’ όλα, οι καθημερινοί φόβοι, το σπάσιμο των νεύρων, τα μπλόκα, οι καταδιώξεις, το δράμα των βουνών, και κοντά σ’ αυτά, η αλληλοφαγία μας, οι ευκαιρίες που εκμεταλλεύτηκε το πλήθος να ικανοποιήσει «αιματηρά» τις προσωπικές του εχθρού ήττες, και πάνω απ’ όλα η στέρηση της Λευτεριάς- να μιλάμε, να γράφομε, να σκεπτόμαστε με την κυρίαρχη σκέψη του Κατακτητή- ήταν όχι ένας μα χίλιοι θάνατοι που ζήσαμε, περισσότερο, που τους υποφέραμε, αυτά τα σκληρά χρόνια.. Μα, να που ήρθε η Μεγάλη Μέρα- 13 Οκτωβρίου- και ολόλαμπρος φώτισε ο ήλιος της Λευτεριάς, που μπορέσαμε, όσο ο εχθρός, μας έδειχνε την ντροπιασμένη ράχη του, συνοδευόμενος κι από μερικούς που δεν τόλμησαν να μείνουν- τόσο είχαν λερώσει τη φωλιά τους- ν’ αγκαλιαστούμε λεύτεροι, να φιληθούμε, να γελάσουμε και να κλάψουμε σπό χαρά, χωρίς φόβο, χωρίς τρομάρα.
Εμείς, εκεί, στην ανεμόδαρτη Αυστρία ζήσαμε ακόμη εις μήνες σκλαβιάς.
Όμως, τη Μέρα του Ρεθεμνιώτικου λυτρωτισμού, τη νιώσαμε κι ας τη μάθαμε πολύ πιο ύστερα, σαν από κάποιο ένστικτο, και ακόμη γιατί, κείνη την μέρα, στον πάντα συννεφώδη ουρανό της Αυστρίας, είδαμε να προβάλει κι εκεί, αδύνατος μα ελπιδοφόρος ο Ήλιος, σημάδι κάτι Μεγάλου που έγινε και υπόσχεση του οριστικού, που λίγο αργότερα, θα χαιρότανε ολόκληρος ο κόσμος. Της Παγκόσμιας Νίκης, της Δημοκρατίας.

Ν. ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ

Αφήστε μια απάντηση