ΠΑΡΕΛΘΟΝ – ΠΑΡΟΝ – ΜΕΛΛΟΝ
του Δημήτρη Αρχοντάκη πρώην δημάρχου Ρεθύμνου
Η ίδρυση Πανεπιστημίου στην Κρήτη παρουσίασε ασυνήθιστη, μοναδική καθ’ όσον γνωρίζω, δυστοκία. Η αρχική ιδέα αποδίδεται στον Ελευθέριο Βενιζέλο και η κυοφορία της διήρκεσε περίπου μισό αιώνα, μέχρι να επιτευχθεί εν μέσω ποικίλων ωδίνων ο περιπόθητος τοκετός, το 1973. Η πολιτική αστάθεια της χώρας, οι πόλεμοι, η οικονομική δυσπραγία και η ψηφοθηρική εκτίμηση των δεδομένων εκ μέρους των εκάστοτε κυβερνήσεων φαίνεται να είναι οι κυριότεροι λόγοι της δυστοκίας αυτής.
Η πρώτη πρακτική ανακίνηση του θέματος έγινε το 1965, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου εξήγγειλε την πρόθεση της κυβέρνησής του να ιδρύσει Πανεπιστήμιο στην Κρήτη με έδρα το Ηράκλειο, αλλά με την Μαθηματική Σχολή στα Χανιά και τη Γεωπονική στο Ρέθυμνο. Η εξαγγελία αυτή, διαμορφωμένη κατά τον τύπο των ελληνικό πολιτικών εξαγγελιών, έπασχε από εγγενή μειονεκτήματα, τα οποία κατέστησαν αδύνατη την πραγματοποίησή της. Η πρόθεση της Κυβέρνησης να παρέμβει στην εκπαιδευτική δραστηριότητα του νησιού μας προσθέτοντας ένα στοιχείο ανώτατου επιπέδου ήταν σωστή, αλλά ο σχεδιασμός της εφαρμογής της αποδείχθηκε στην πράξη εσφαλμένος και ανέφικτος. Συγκεκριμένα, αφ’ ενός δεν εκάλυπτε όλο το εύρος των σύγχρονων εκπαιδευτικών κατευθύνσεων και αφ’ ετέρου απευθυνόταν προς το μεγαλύτερο πληθυσμιακό κέντρο της Κρήτης, το Ηράκλειο, κατανέμοντας από ένα μεμονωμένο ισχνό στοιχείο στα Χανιά και το Ρέθυμνο, για να κατευνάσει τις αντίστοιχες τοπικιστικές διεκδικήσεις. Ο σχεδιασμός ήταν ψηφοθηρικός και όχι αναπτυξιακός, με αποτέλεσμα να πυροδοτήσει ισχυρές αντιδράσεις εκ μέρους της πόλης των Χανίων, αλλά και Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας, και να αποτελματωθεί. Οκτώ χρόνια μετά δεν είχε προωθηθεί ούτε κατά ένα βήμα παρά τα συνεχή διαβήματα, τα Υπομνήματα, ενίοτε επιτακτικά, και τα αιτήματα αρμόδιων και αναρμόδιων Κρητών, ατόμων και συνόλων, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης και τους Δημάρχους των τεσσάρων μεγαλύτερων πόλεων του νησιού.
Η θέση της πόλης του Ρεθύμνου στη διαπάλη αυτή ήταν παθητική. Διεκδικούσε με Υπομνήματα των συλλογικών οργάνων και με αναρίθμητα δημοσιεύματα σε τοπικές εφημερίδες εκ μέρους πνευματικών ανθρώπων μια Πανεπιστημιακή Σχολή και δη τη Φιλοσοφική, ως αρμόζουσα στην πνευματική παράδοση του τόπου. Είναι προφανές ότι η επίγνωση της πληθυσμιακής μειονεξίας έναντι των γειτονικών πόλεων Ηρακλείου και Χανίων, καθώς και η τεράστια οικονομική υστέρησή του δεν άφηναν κανένα περιθώριο για ευρύτερες βλέψεις σχετικά με το Πανεπιστήμιο. Το Ρέθυμνο είχε αποδεχτεί τη μοίρα του και δεν προέβαλλε απαιτήσεις για τη βελτίωσή της. Η διαμάχη για το Πανεπιστήμιο της Κρήτης διεξαγόταν μεταξύ των δύο μεγαλύτερων δεξαμενών ψήφων, του Ηρακλείου και των Χανίων, και το όλο ζήτημα είχε περιέλθει σε κατάσταση δυναμικής ισορροπίας, είχε παγώσει από πλευράς κυβερνητικών πρωτοβουλιών.
Η προσωπική μου θέση ως νεαρού Φιλολόγου στο θέμα του Πανεπιστημίου Κρήτης ήταν εντελώς διαφορετική, αντίθετη προς την κοινή αντίληψη της ρεθεμνιώτικης μοιρολατρίας και των περιορισμένων απαιτήσεων.
Ως φοιτητής είχα μελετήσει αρκετά την Επτανησιακή και την Κρητική Σχολή και τις θαύμαζα ως πρώιμες πνευματικές ανθοφορίες, που έφεραν πλούσιους καρπούς. Ιδιαίτερα αγαπούσα και αγαπώ τη Ρεθεμνιώτικη πνευματική παραγωγή με κορυφαίο τον Γ. Χορτάτζη και τη συνδύαζα με τον μνημειακό πλούτο του Ρεθύμνου, την Παλιά Πόλη, τη Φορτέτζα, το Ενετικό Λιμάνι κλπ, ώστε στο μυαλό μου αυτά τα δύο είχαν συγχωνευθεί, το μαρτυρεί η ονομασία «Ερωφίλη» που έδωσα στο θέατρο της Φορτέτζας, και αποτελούσαν ένα ιδιότυπο λαμπρό πολιτισμικό σύνολο, το καταλληλότερο λίκνο για ένα νεογέννητο Πανεπιστήμιο. Η εξαγγελία, λοιπόν, της πρόθεσης της κυβέρνησης για την ίδρυσή του στο Ηράκλειο μου προκάλεσε αλγεινή εντύπωση, γιατί τη θεώρησα αδικία για το Ρέθυμνο και παραγνώριση της πολιτισμικής παράδοσης της Κρήτης, που ήθελε «Τους Ρεθεμνιώτες για τα Γράμματα». Άλλωστε η πρώτη νεότερη Ακαδημία, η Ακαδημία των Vivi, που υπήρξε το γενεσιουργό κύτταρο της Ακαδημίας στην Ελλάδα μέχρι την εποχή μας, ιδρύθηκε στο Ρέθυμνο από Ρεθεμνιώτες λόγιους το 1561. Πέραν τούτου η διανομή στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της Κρήτης σπαραγμάτων Πανεπιστημίου και μάλιστα με μη ορθολογικό σκεπτικό, αφού ο φτωχότερος σε καλλιεργήσιμες γαίες και αρδεύσεις νομός Ρεθύμνης θα έπαιρνε τη Γεωπονική Σχολή, δεν μου έδωσε την εντύπωση ουσιαστικής παρέμβασης για την αναβάθμιση του επιστημονικού και γενικότερου πνευματικού πεδίου της Κρήτης, αλλά μάλλον συνήθους ψηφοθηρικής υποσχεσιολογίας προς τον κύριο όγκο των Κρητικών ψηφοφόρων.
Αυτή ήταν η πρόσληψη του θέματος του Πανεπιστημίου εκ μέρους μου το 1965 και δεν εκφράσθηκε δημόσια, επειδή έκρινα ότι η φωνή μου θα ήταν «φωνή βοῶντος ἐν τῆ ἐρήμω», κανείς δεν είχε διάθεση να εμπλακεί σε ένα θέμα με τεράστια πολιτική βαρύτητα, επειδή ένας άγνωστος νεαρός Φιλόλογος είχε αντίθετες ιδέες.
Όταν όμως αργότερα οι ιστορικές μεταπτώσεις της χώρας μας με έφεραν Δήμαρχο του Ρεθύμνου, στις θεωρητικές απόψεις μου προστέθηκαν πρακτικά δεδομένα θεμελιώδους σημασίας, τα οποία επεσήμαιναν εμφαντικά δραματική υστέρηση της πόλης στη λειτουργικότητα και την Οικονομία της, κατ’ ουσίαν αποτελμάτωση και μαρασμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας που ζήτησα, το Κατά Κεφαλήν Ετήσιο Εισόδημα του Ρεθύμνου ήταν 424 δολάρια έναντι 840 της Ελλάδας, μόλις το μισό. Η οικονομική υστέρηση εξηγούσε και την κίνηση του πληθυσμού. Την τελευταία δεκαετία η πόλη του Ρεθύμνου είχε μείωση -2% των κατοίκων της, ενώ η πόλη των Χανίων είχε αύξηση κατά +5%, του Ηρακλείου αύξηση κατά +21% και του Αγ. Νικολάου αύξηση κατά +34%. Το Ρέθυμνο ήταν η μόνη πρωτεύουσα νομού της Κρήτης που αδυνατούσε να συγκρατήσει τον δικό της πληθυσμό, όχι να τον αυξήσει ενσωματώνοντας τον μετακινούμενο από την ενδοχώρα του νομού αγροτικό πληθυσμό, όπως οι άλλες πρωτεύουσες της Κρήτης. Η καθοδική αυτή τροχιά ήταν φυσιολογική: Το Ρέθυμνο είχε μείνει πίσω, όταν ο κόσμος προχωρούσε μπροστά. Η Οικονομία του, βασισμένη ακόμη κυρίως στην Πρωτογενή και Δευτερογενή Παραγωγή, δηλαδή στα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα, με περιορισμένη μεταποίηση και εμπορία, παρείχε περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης για επιβίωση των κατοίκων. Και δεν διαφαινόταν καμιά ελπίδα για το μέλλον. Γι’ αυτό έφευγαν από την πόλη τους οι Ρεθεμνιώτες. Ήταν ηλίου φαεινότερο, ακόμη και για ένα άσχετο περί τα Οικονομικά υπηρεσιακό Δήμαρχο, ότι, αν δεν γινόταν άμεσα μια δραστική ανατροπή των λειτουργικών και των οικονομικών δεδομένων του, αν δεν έσπαζε ο φαύλος κύκλος της κατιούσας οικονομικής δραστηριότητας, ώστε να ενταχθεί σε σύγχρονη αναπτυξιακή τροχιά, το Ρέθυμνο θα συνέχιζε να φθίνει και θα κατέληγε σε καθυστερημένο κεφαλοχώρι, πεδίο άντλησης ανθρώπινων και υλικών πόρων από ισχυρότερα οικονομικά κέντρα με ελκυστικές προοπτικές.
Το πρακτικό αποτέλεσμα, των διαπιστώσεών μου σχετικά με την κατιούσα πορεία της πόλης και την παντελή έλλειψη παρέμβασης για την αναστροφή της πορείας της ήταν η κατάρτιση ενός Σχεδίου Δράσης του Δήμου. Το Ρέθυμνο, αν επρόκειτο να επιβιώσει ως αυτοδύναμη πόλη μέσα στο πλέγμα των πόλεων της Κρήτης, όφειλε:
α. Να αποκτήσει σύγχρονες οικιστικές υποδομές, εξυγίανση και ανάδειξη της Παλιάς Πόλης, επαρκές και καλό Νερό, Αποχέτευση με Βιολογικό, Δρόμους, σύγχρονα δίκτυα ΔΕΗ, ΟΤΕ, Αντιπλημμυρική Προστασία, Δημαρχείο, Σφαγεία κλπ.
β. Να αποκτήσει ένα σύγχρονο Οικονομικό Προσανατολισμό, συγκεκριμένα να στραφεί αποφασιστικά προς τον Τριτογενή Τομέα, τις Υπηρεσίες, αξιοποιώντας τα δικά του κεφάλαια. Και δικά του κεφάλαια ήσαν και είναι δύο, ο Ιστορικός Πολιτισμός και οι φυσικές καλλονές του. Αναλυτικότερα, ο Ιστορικός Πολιτισμός του Ρεθύμνου εκφραζόταν αφ’ ενός με το τρίπτυχο Παλιά Πόλη – Φορτέτζα – Ενετικό Λιμάνι και τα επί μέρους Εκκλησιαστικά και Αναγεννησιακά Μνημεία και αφ’ ετέρου με την εδραία πνευματική παράδοσή του, η οποία το προσδιόριζε ως το Πνευματικό Κέντρο της Κρήτης και έδρα του Πανεπιστημίου της. Οι φυσικές καλλονές του εξ άλλου ήσαν οι εκτεταμένες αμμουδιές του και γενικότερα το Φυσικό του Περιβάλλον.
γ. Τα κεφάλαια αυτά προσδιόριζαν δεσμευτικά τους άξονες, στους οποίους όφειλε να κινηθεί το Ρέθυμνο, για να πραγματοποιήσει το Μεγάλο Άλμα προς τον Τριτογενή Τομέα, δηλαδή προς τον εκσυγχρονισμό του: Ο οικονομικός σχεδιασμός μου για την αναγέννηση του Ρεθύμνου ήταν μια συμπληρωματική σχέση Πανεπιστημίου και Τουρισμού, δηλαδή να δουλεύει η πόλη τον χειμώνα με τους φοιτητές και το καλοκαίρι με τους τουρίστες. Από τον σχεδιασμό αυτό ήταν φυσικό να αναμένεται και αντίστοιχο μέγα πολιτισμικό και κοινωνικό όφελος για την πόλη.
Ήταν ένα «Σχέδιο για το Μέλλον» του Ρεθύμνου.
Με το σκεπτικό αυτό το Πανεπιστήμιο μπήκε στη ζωή του Ρεθύμνου, αλλά μόνο σαν μακρινό όραμα του νεαρού και ονειροπόλου Δημάρχου του, που θα απέτρεπε την περαιτέρω κατάπτωση της πόλης και τη σταδιακή απορρόφησή της από ισχυρότερους οικονομικούς πόλους.
Πρέπει να πω από την αρχή ότι οι χαρακτηρισμοί «όραμα» και «όνειρο» είναι μάλλον μετριοπαθείς παρά υπερβολικοί. Την ίδρυση του Πανεπιστημίου Κρήτης δεν την ευνόησε ούτε η Δημοκρατία ούτε η Δικτατορία, γι’ αυτό δεν γεννήθηκε με φυσιολογικό τοκετό αλλά με καισαρική τομή, εκμαιεύτηκε. Συγκεκριμένα, επί Δημοκρατίας ο διακεκριμένος πολιτικός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μετέπειτα πρωθυπουργός, δήλωσε απαντώντας στους εκπροσώπους της Κρήτης που ασκούσαν πιέσεις για την ίδρυση του Πανεπιστήμίου: «Συναντώ φοβερή αντίδραση από τα άλλα πανεπιστημικά ιδρύματα», («Κρητική Επιθεώρησις», 26-10-1966). Και δεν αναφέρθηκε καν στις πείσμονες διεκδικήσεις του Ηρακλείου και των Χανίων.
Επί Δικτατορίας πάλι, ο επικεφαλής της Γ. Παπαδόπουλος ήταν αντίθετος στην ίδρυση νέων πανεπιστημίων. «Να διορθώσομε πρώτα αυτά που έχομε και κατόπιν να ιδρύσομε άλλα», επέβαλλε.
Αυτοί είναι οι λόγοι που το Πανεπιστήμιο Κρήτης ιδρύθηκε με ιδιαίτερη μεθόδευση, δεν γινόταν αλλιώς, όπως αποδεικνύει η πάροδος οκτώ ετών από την εξαγγελία του 1965 και η εναλλαγή πολυάριθμων κυβερνήσεων χωρίς να προχωρήσει καμιά ούτε ένα βήμα προς την ίδρυσή του.
Τώρα ως Δήμαρχος μπορούσα να κάμω τις σκέψεις μου για το Πανεπιστήμιο. Εκτιμούσα ότι εκτός από την τεράστια πολιτισμική βαρύτητά του είχε και μια εξ ίσου σημαντική αναπτυξιακή δυναμική, την οποία χρειαζόταν αναπόδραστα το Ρέθυμνο. Ο χειρισμός του πολιτισμικού και οικονομικού – κοινωνικού αυτού θέματος από τις εκάστοτε κυβερνήσεις με κριτήρια πολιτικά, δηλαδή με την αρχή της πλειοψηφίας, εύρισκα ότι ήταν λάθος, στρεβλή αντίληψη περί Δημοκρατίας, γιατί παραβίαζε την αρχή της Ισόρροπης Ανάπτυξης, την οποία θεωρούσα και θεωρώ πολύ σωστή και δημοκρατική. Η «Οικονομική Δημοκρατία», εννοώ την κατανομή των οικονομικών πόρων με πλειοψηφικά κριτήρια, συνήθως κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους και αυτό είναι λάθος, σωστή θεωρώ την «Κοινωνική Δημοκρατία», ας την ονομάσομε έτσι, αυτή που αποβλέπει στη μείωση των οικονομικών διαφορών μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Με τη σκέψη, λοιπόν, ότι ο προσανατολισμός του Πανεπιστημίου προς το Ηράκλειο και η πεισματώδης διεκδίκησή του από τα Χανιά αποτελούσε αφ’ ενός στρεβλή εφαρμογή των αρχών της Δημοκρατίας και αφ’ ετέρου προφανή παραγνώριση της πνευματικής παράδοσης του Ρεθύμνου, μπήκα στη μέση των αντιμαχόμενων μεγαλύτερων πόλεων Ηρακλείου και Χανίων και με έγγραφό μου προς τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Ρεθεμνιώτη Στυλιανό Παττακό ζήτησα να ιδρυθεί το Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο, προσφέροντας αστικό οικόπεδο για την κτηριακή του υποδομή και επικαλούμενος τον πυρήνα μιας επιχειρηματολογίας. Ήταν Ιούλιος του 1968, λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου ως Δημάρχου.
Στο αίτημά μου δεν δόθηκε καμιά συνέχεια και ερμήνευσα το γεγονός αυτό ως απόρροια της υστέρησης του Ρεθύμνου απέναντι στα γειτονικά μεγαθήρια. Όμως αισθανόμουνα ότι όσο δικαίωμα είχε η Κρήτη να αποκτήσει το Πανεπιστήμιό της, άλλο τόσο είχε και το Ρέθυμνο να το φιλοξενήσει. Έτσι συνέχισα την οργάνωση του θέματος συλλέγοντας και ταξινομώντας στοιχεία και παρακολουθώντας κατά το δυνατόν τις σχετικές εξελίξεις.
Έτσι το 1971, ενώ οι Ρεθεμνιώτες και οι άλλοι Κρητικοί καθηγητές Πανεπιστημίου είχαν συνεδριάσει στο σπίτι του εξέχοντος Ρεθεμνιώτη και Προέδρου της Παγκρητίου Ενώσεως Γ. Βογιατζάκη στο Ψυχικό και λίγο αργότερα στο σπίτι του επίσης Ρεθεμνιώτη Αντιπροέδρου Γ. Στεργίου με θέμα την προώθηση της εξαγγελίας της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου που είχε εξαγγελθεί στο Ηράκλειο, εγώ συνέταξα μια Μελέτη 93 σελίδων με τίτλο «ΕΚΘΕΣΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ». Στη Μελέτη αυτή, η οποία ήταν ριζική αναθεώρηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου της, εξέθεσα το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα του Δήμου και μέσα σ’ αυτό τους λόγους, για τους οποίους το Ρέθυμνο εδικαιούτο και χρειαζόταν το Πανεπιστήμιο.
Είχα ήδη αντιληφθεί ότι ο Παττακός, υπηρεσιακός Προϊστάμενός μου ως Υπουργός Εσωτερικών, πρόσεχε τις εισηγήσεις μου για θέματα της πόλης. Σπάνια ζητούσε κάποια διευκρίνιση και ποτέ δεν αποκάλυπτε τις προθέσεις του, ενεργούσε όμως και σύντομα είχα τα αποτελέσματα των ενεργειών του. Έτσι έκρινα ότι ήταν καιρός να του εκθέσω το θέμα του Πανεπιστημίου.
Του παρέδωσα, λοιπόν, ιδιοχείρως ένα αντίτυπο της Μελέτης αυτής και του έκανα μια λιτή και τεκμηριωμένη παρουσίαση των οικονομικών και των πολιτισμικών θέσεων του Ρεθύμνου αναδεικνύοντας τη δεσπόζουσα θέση που είχε σ’ αυτές το Πανεπιστήμιο.
Για πρώτη φορά εσχολίασε άμεσα εισήγησή μου, είπε αυθόρμητα:
- «Μα τι λες τώρα; Πανεπιστήμιο στο Ρεθεμνάκι; Σοβαρολογείς;»
Ήταν επηρεασμένος από τα δημοσιεύματα πολλών ετών, που μιλούσαν για Ηράκλειο και Χανιά μόνο.
- «Ναι κ. Αντιπρόεδρε, σοβαρολογώ», και του ανέπτυξα τα βασικά επιχειρήματα του Ρεθύμνου, όπως τα είχα κατατάξει:
- Η πνευματική παράδοση του Ρεθύμνου, που στη νεανική φαντασία μου, με μια γενναία δόση ρομαντισμού, έκανε το Πανεπιστήμιο να φαίνεται ως κατ’ ευθείαν απόγονος της Ακαδημίας των Vivi, αναβίωση και νόμιμος κληρονόμος της.
- Ότι στην Ευρώπη και την Αμερική μεγάλα Πανεπιστήμια ιδρύονται και λειτουργούν επί αιώνες σε μικρές πόλεις.
- Ότι η υστέρηση της πόλης μας έναντι των γειτονικών πόλεων σε ότι αφορά τα αντικειμενικά δεδομένα που απαιτούνταν για την ίδρυση του Πανεπιστημίου δεν ήταν τόσο μεγάλη, όσο φαινόταν εκ πρώτης όψεως, ίσως και να υπερτερούσε σε κάποια σημεία. Για παράδειγμα, είχε ήδη κτιστεί σε μας η Τεχνική Σχολή στα Περιβόλια, που θα μπορούσε να διατεθεί για την αρχική στέγαση του Πανεπιστημίου, όπως και έγινε, και είχαν διαμορφωθεί εκατοντάδες δίκλινα τουριστικά δωμάτια με δάνεια που είχε χειριστεί και προωθήσει επίμονα ο Δήμος, τα οποία θα μπορούσαν να στεγάσουν φοιτητές, στοιχεία που άλλες πόλεις δεν διέθεταν άμεσα τότε.
- Ότι η εκπροσώπηση του Ρεθύμνου στο πανεπιστημιακό δυναμικό της χώρας ήταν ισχυρότερη από αυτήν των άλλων πόλεων της Κρήτης.
- Ότι υπήρχαν αυτοτελείς ενότητες στην Ανώτατη Εκπαίδευση, που επέτρεπαν να διαμορφωθεί ένα «σχήμα ισορροπίας» μεταξύ των μεγαλύτερων πόλεων της Κρήτης του τύπου: Χανιά – Πολυτεχνείο, Ρέθυμνο – Πανεπιστήμιο, Ηράκλειο – Ιατρική και συναφείς Σχολές, Αγ. Νικόλαος – Ανώτατες Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης, το οποίο και υποστήριξα. Αυτό το σχήμα θεωρούσα ότι είχε πληρότητα σύστοιχη προς την πληρότητα του νησιού της Κρήτης και αποτελούσε ουσιαστική παρέμβαση στο πνευματικό πεδίο της και όχι η διανομή ανά το νησί σπαραγμάτων ενός Πανεπιστημίου.
- Ότι το Ρέθυμνο βρίσκεται γεωγραφικά στο μέσον περίπου της Κρήτης ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα πληθυσμιακά κέντρα της, τα οποία εξυπηρετεί εξ ίσου.
ζ. Τελευταίο και ιδιαίτερα σημαντικό, ότι η έντονη αντιπαλότητα που είχε εν τω μεταξύ αναπτυχθεί μεταξύ τον γειτονικών μεγάλων πόλεων Ηρακλείου και Χανίων, παρείχε τη δυνατότητα στο Ρέθυμνο να λειτουργήσει ως «σημείο εξισορρόπησης» για την έδρα του Πανεπιστημίου.
Δεν θα αναφέρω λεπτομέρειες για την ίδρυση του Πανεπιστημίου και δη στο Ρέθυμνο, γιατί έχουν ήδη δημοσιευτεί στον τοπικό Τύπο και επί πλέον περιλαμβάνονται σε έκδοση που ετοίμασε το Πανεπιστήμιο. Θα πω μόνο ότι πέτυχα να μετατοπίσω το κέντρο βάρους του θέματος από το αρχικό πολιτικό – ψηφοθηρικό πεδίο, που ευνοούσε το Ηράκλειο, στο αναπτυξιακό – κοινωνικό, που ευνοούσε το Ρέθυμνο, και ότι η τελευταία φάση, η εκπλήρωση των νομικών προϋποθέσεων, η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου και η δημοσίευση του ιδρυτικού Διατάγματος του Πανεπιστημίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ολοκληρώθηκαν μέσα σε οκτώ ημέρες, ταχύτητα αστρονομική για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτή ήταν η «καισαρική τομή» που είπα προηγουμένως.
Παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις της μετριοφροσύνης και κάθε άλλης αιτιολογίας για χάρη της ιστορικής αλήθειας πρέπει να πω ότι η ταπεινότητά μου εδημιούργησε εκ του μη όντος το όραμα του Πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο ως ένα από τους δύο βασικούς πυλώνες για την ανάπτυξή του και ότι το όραμα αυτό δεν θα γινόταν πραγματικότητα ποτέ χωρίς τον Στυλιανό Παττακό.
Δεν θα μακρηγορήσω αναφερόμενος στον αγώνα που απαιτήθηκε να εντοπιστούν εκατοντάδες κληρονόμοι και συγκληρονόμοι αγροτεμαχίων στην Αττική και σε άλλες περιοχές της χώρας επί ένα και πλέον έτος ούτε στη συλλογή χρημάτων για την αγορά των περισσότερων, θα πω μόνο ότι καταφέραμε να μαζέψομε τα μισά χρήματα από όσα απαιτούνταν, 8 εκατομμύρια δραχμές. Υπήρξαν συγκινητικές προσφορές.
Το πρόβλημα της εξασφάλισης του υπόλοιπου ποσού φαινόταν άλυτο. Δεν έμενε παρά η εκποίηση δημοτικής περιουσίας υπό συνθήκες ανάγκης, ότι χειρότερο. Ωστόσο η λύση δόθηκε από τους αδελφούς Βαρδινογιάννη, τον αείμνηστο Παύλο και τον Βαρδή.
Όταν η εκ μέρους μας συγκέντρωση χρημάτων εξάντλησε τις δυνατότητές της, οι καλοί αυτοί Ρεθεμνιώτες κατέθεσαν στην Εμπορική Τράπεζα 8 εκατομμύρια δραχμές και έκλεισε το θέμα. Το Ρέθυμνο δεν πρέπει να ξεχάσει ποτέ τη γενναία αυτή προσφορά σε μια δύσκολη καμπή της πορείας του. Συνολικά υπόγραψα 108 συμβόλαια για 1.191 στρέμματα.
Αυτό είναι εν συντομία το ιστορικό της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ιδρύθηκε ολόκληρο στο Ρέθυμνο με την εξαίρεση των Ιατρικών Σχολών. Αργότερα, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, εγκαταλείφθηκε η αρχή της Ισόρροπης Ανάπτυξης και ίσχυσε πάλι η αρχή της Πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα, παρά τη σχετική Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, να αποσπασθεί από το Ρέθυμνο η δυναμικότερη ομάδα Πανεπιστημιακών Σχολών, οι Σχολές Θετικής κατεύθυνσης, και να υπαχθεί στο Ηράκλειο.
Παρά τον ακρωτηριασμό αυτό η επίδραση του Πανεπιστημίου στη ζωή της πόλης υπήρξε θεμελιώδης. Είναι αποφασιστικής σημασίας η αισιοδοξία και η βάσιμη ελπίδα που ενέπνευσε σε μια πόλη αποτελματωμένη και φθίνουσα. Εξ άλλου από πλευράς μετρήσιμων αποτελεσμάτων με τα κεφάλαια που εισέρρευσαν άμεσα και έμμεσα εξ αιτίας του Πανεπιστημίου και με τη σταθερή ροή χρηματοδότησης του ανθρώπινου δυναμικού του ενισχύθηκε και ενισχύεται τα μέγιστα η Οικονομία. Το τρίπτυχο «Πανεπιστήμιο – Παλιά Πόλη – Τουρισμός» άλλαξε τη ζωή του Ρεθύμνου. Χιλιάδες άνθρωποι δούλεψαν στις πανεπιστημιακές και τουριστικές εγκαταστάσεις και πλήθος άλλοι δημιούργησαν δικές τους επιτυχημένες επιχειρήσεις ή σημαντικό αριθμό φοιτητικών – τουριστικών δωματίων ανακαινίζοντας υφιστάμενα ή κτίζοντας νέα και εντείνοντας τον οικοδομικό οργασμό.
Αντίστοιχα, επιτεύχθηκε ευρεία διάχυση του εισοδήματος στο κοινωνικό σύνολο, δόθηκε η δυνατότητα σε χιλιάδες οικογένειες να αναβαθμίσουν τα οικονομικά τους, να αποκτήσουν στέγη, να σπουδάσουν τα παιδιά τους και γενικότερα να ανελιχτούν σε καλύτερο επίπεδο ζωής, συγκεκριμένα από την Εργατική στη (Μικρο – Μεσο-) Αστική Τάξη. Σημειώθηκε έτσι μια πολύ σημαντική κοινωνική εξέλιξη στην πόλη του Ρεθύμνου, άλλαξε η κοινωνική της διαστρωμάτωση. Τα 424 δολάρια Κατά Κεφαλήν Ετήσιο Εισόδημα του 1968, που τοποθετήθηκα Δήμαρχος, είχαν ανέβει το 2006 που αποχώρησα από τον Δήμο στα 16.832 ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας.
Η αλματώδης αυτή οικονομική εξέλιξη προκάλεσε εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού, ο οποίος από 14.500 το 1968 με τάση περαιτέρω μείωσης ξεπέρασε μέσα σε λίγες δεκαετίες τις 40.000 και μάλιστα είναι από τους «νεότερους» της χώρας χάρη στο Πανεπιστήμιο με μέσο όρο ηλικίας 36,2 έτη έναντι 41,9 του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας.
Θεωρώ ότι και στις τωρινές πολλαπλά κρίσιμες περιστάσεις οι ίδιοι τομείς, το Πανεπιστήμιο, ο Τουρισμός και η Παλιά Πόλη, αιμοδοτούν ότι μπορεί να επιβιώσει οικονομικά στο Ρέθυμνο. Το Πανεπιστήμιο είναι ο ένας από τους δύο πυλώνες πάνω στους οποίους οικοδομήθηκε και στηρίζεται η Οικονομία του Ρεθύμνου.
Ως Φιλόλογος αισθάνομαι χαρά για τη λειτουργία του Πανεπιστημίου στην πόλη μας και την αναβάθμιση της πολιτισμικής ζωής της σε ακαδημαϊκό επίπεδο.
Ως πρώην Δήμαρχος, επειδή οι Θεωρητικές Σχολές που έχομε στο Ρέθυμνο δεν μοιάζει να ευνοούνται από το «Πνεύμα των Καιρών» και από την Αγορά Εργασίας, εκφράζω την ευχή να διευρυνθεί το φάσμα των επιστημονικών αντικειμένων του και με άλλες, δυναμικότερες Σχολές. Η «Ανώτατη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων και Τουρισμού», που ζητά, είναι μια πολύ καλή αρχή, αλλά και κάθε δυνατή επέκταση του δυναμικού του. Αυτό ισχύει και για τα ΤΕΙ. Αν τα σημερινά δεδομένα δεν καθιστούν εφικτή την ενσωμάτωσή τους στο Πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο, επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει να φύγουν από το Ρέθυμνο, έως ότου ωριμάσει το θέμα και θεσμοθετηθούν με την νέα τους μορφή στην πόλη μας. Αφ’ ενός αποτελούν τη μοναδική ορατή δυνατότητα να αποκτήσει το Ρέθυμνο πρόσβαση στον τεχνολογικό τομέα που του αφαιρέθηκε και αφ’ ετέρου, αν ο εκπαιδευτικός πυλώνας του ακρωτηριαστεί για δεύτερη φορά στην προκρούστεια κλίνη της ψηφοθηρίας, ολόκληρο το οικονομικό σύστημα του Ρεθύμνου θα εξαρθρωθεί και θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από τον αμφίβολης σταθερότητας Τουρισμό. Η ευθύνη είναι τεράστια και αναπόσειστη. Άποψή μου είναι ότι τα πράγματα πρέπει να κρίνονται όχι με τη σημερινή σχετική οικονομική ισορροπία αλλά με τη σοβαρή πιθανότητα μιας περαιτέρω εμβάθυνσης της οικονομικής κρίσης και γενικότερης αναταραχής. Η διεύρυνση του δυναμικού του Πανεπιστημίου προς τεχνολογικές κατευθύνσεις είναι άμεσα συναρτημένη με την οικονομική βιωσιμότητα της πόλης και είναι θέμα υψίστης κοινωνικής βαρύτητας.
Θα ήθελα ακόμη, με βάση τις εμπειρίες μου, να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις προς τους αγαπητούς μου συμπολίτες, τους Ρεθεμνιώτες, άμεσα, χωρίς υπονοούμενα και περιστροφές. Τους λέω λοιπόν ευθέως: Η οικονομική βιωσιμότητα της πόλης μας στο μέλλον, η αειφορία της Οικονομίας του Ρεθύμνου, δεν είναι εφικτή χωρίς τη δυναμική ενός ισχυρού και αναπτυσσόμενου Πανεπιστημίου, ο Τουρισμός μόνος τους δεν αρκεί. Αυτός είναι ο οικονομικός μηχανισμός της πόλης, όπως σχεδιάστηκε εδώ και πενήντα χρόνια: Πανεπιστήμιο και Τουρισμός με κοινό πεδίο την Παλιά Πόλη και πέτυχε. Δεν το λέω για να επαινέσω το παρελθόν και να ευλογήσω τα γένια μου, αλλά για να προδιαγράψω το μέλλον, επειδή ανησυχώ για την εμφανή στροφή των συμπολιτών προς τις βαχυχρόνιες τουριστικές μισθώσεις, τις Airbnb, εις βάρος της στέγασης των φοιτητών.
Πριν από τριανταπέντε χρόνια, τον Απρίλιο του 1983, διέβλεψα τη σύγκρουση αυτή και έγραψα ένα άρθρο στο φοιτητικό περιοδικό «Απόψεις για Διάλογο», με τίτλο «Ο Τουρίστας εναντίον του Φοιτητή», που αναδημοσιεύτηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», αντικρούοντας την τάση προτίμησης των τουριστών έναντι των φοιτητών εκ μέρους των συμπολιτών και υποστηρίζοντας τον συνδυασμό των δύο χρήσεων. Και πρόσφατα έθεσα το ίδιο θέμα δια μέσου του τοπικού Τύπου, με αφορμή ανησυχητικές δηλώσεις του Αντιπρύτανη κ. Κώστα Σπανουδάκη, συνιστώντας για τη στέγαση των φοιτητών ανακαίνιση αναρίθμητων πανέμορφων σπιτιών στην Παλιά Πόλη, αφού το φορολογικό πλαίσιο και το κορεσμένο Σχέδιο Πόλης δεν ενθαρρύνουν την ανέγερση νέων πολυκατοικιών.
Η διαπιστωμένη δυσκολία εξεύρεσης στέγης για ενοικίαση στην πόλη μας εκ μέρους φοιτητών, εκπαιδευτικών και γενικά νέων κατοίκων και η ακρίβεια της διαθέσιμης σε συνδυασμό με τη μειωμένη πρόσβαση των πτυχιούχων Θεωρητικών Σχολών στην αγορά εργασίας, περιορίζει σημαντικά ήδη τώρα την επιλογή του Ρεθύμνου και διαγράφει κίνδυνο πληθυσμιακής ατροφίας του Πανεπιστημίου στο μέλλον. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις με την ελπίδα του γρήγορου πλουτισμού εκτοπίζουν από τη στέγαση τους φοιτητές και τείνουν να μονοπωλήσουν την τουριστική χρήση και να διαμορφώσουν ένα μονοδιάστατο τουριστικό μοντέλο. Έχουν δημιουργήσει ένα είδος τουριστικού πυρετού, που θυμίζει κάπως τον τυχοδιωκτικό πυρετό του χρηματιστηρίου, ο οποίος μετατόπισε τα χρήματα χιλιάδων αφελών νοικοκύρηδων στις τσέπες λίγων έξυπνων καταφερτζήδων, αφήνοντάς τους απένταρους.
Το μάθημα αυτό πρέπει να μας κάμει πολύ προσεκτικούς. Εάν επικρατήσει η μονοκαλλιέργεια του Τουρισμού στα ιδιωτικά σπίτια εις βάρος του πανεπιστημιακού δυναμικού, θα είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι από τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις και τις εγχώριες πολιτικοκοινωνικές διακυμάνσεις της χώρας μας. Η εξάρτηση αυτή δεν είναι καθόλου φρόνιμη και επιτρέψετέ μου να αιτιολογήσω την εκτίμησή μου έστω με κίνδυνο να σας κουράσω περισσότερο.
Μας καθησυχάζει η σκέψη της ευθύγραμμης εξέλιξης των πραγμάτων. Έχομε δυσκολίες, αλλά τα βολεύομε κουτσά – στραβά και έτσι θα προχωρεί η κατάσταση, λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα, μέχρι να έρθει η περιπόθητη ανάκαμψη και να αποκατασταθούν οι προηγούμενες συνθήκες στη ζωή μας. Για την ώρα ας αρπάξομε ότι μπορούμε από τον Τουρισμό. Κάπως έτσι σκέπτεται ο περισσότερος κόσμος.
Προσωπικά δεν πιστεύω στην ευθύγραμμη εξέλιξη των σημερινών ελληνικών πραγμάτων. Με κάνουν δύσπιστο οι πολλές εξελικτικές διεργασίες που συντελούνται σε διεθνή κλίμακα, οι οποίες φαίνεται να κατατείνουν στην πραγματοποίηση μεγάλων γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανακατατάξεων. Έχουν ήδη περάσει 70 χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και είναι φυσικό να έχουν διαμορφωθεί νέες ισχυρές δυναμικές λόγω μεταβολών στην οικονομική και στρατιωτική ισχύ και την αντίστοιχη γεωστρατηγική βαρύτητα των λαών, αλλά και λόγω της έξαρσης εθνικισμών, της αύξησης πληθυσμών, της έκρηξης προσδοκιών για αυξανόμενη ευημερία, του ανταγωνισμού Μεγάλων Δυνάμεων για την κατάκτηση και διασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού μεριδίου από την παγκόσμια επιρροή κλπ.
Ειδικότερα εις τη χαώδη Μέση Ανατολή και την κινούμενη προς το χάος Βαλκανική χερσόνησο ενδέχεται να προκύψουν ακόμη και ακρωτηριασμοί και αποσυνθέσεις υφιστάμενων κρατών και μεγεθύνσεις μικρών ή και δημιουργία εξ υπαρχής νέων. Η πρώην Γιουγκοσλαβία είναι ένα παράδειγμα. Είναι σαφές ότι διαμορφώνεται μια Νέα Τάξη Πραγμάτων, μια νέα Οργάνωση του Κόσμου, μέσα στην οποία θα εξισορροπηθούν αντιθέσεις και θα προκύψουν νέες, πιο ρεαλιστικές ισορροπίες των ισχυρών για την αρξάμενη ιστορική περίοδο του εικοστού πρώτου αιώνα.
Μέσα σ’ αυτό το διαταραγμένο διεθνές περιβάλλον δυσκολεύομαι να πιστέψω την αδιατάρακτη εξέλιξη των ελληνικών πραγμάτων, αντίθετα θεωρώ ότι η χώρα μας δέχεται ήδη ισχυρές πιέσεις και αντιμετωπίζει πολλαπλές απειλές. Εύχομαι να κάνω λάθος, αλλά παρατηρώντας τα δημοσιονομικά, τα δημογραφικά, τα παραγωγικά και καταναλωτικά, τα πολιτικά και πολιτισμικά δεδομένα της κι ακόμη την ιδεολογική σύγχυση και την προϊούσα χαλάρωση της κοινωνικής συνοχής διαβλέπω μια κούραση, μια παρακμή της εσωτερικής ζωτικότητάς της, μείωση της αυτοεκτίμησης και της πίστης στις δυνατότητές της, και αισθάνομαι την αισιοδοξία μου για ομαλές εξελίξεις να μειώνεται.
Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο δεν εμπιστεύομαι την τουριστική μονοκαλλιέργεια, δεν θα ήθελα όλα τα αυγά των συμπολιτών μου σε ένα καλάθι, κρεμασμένο από ένα σπάγκο που ο χρόνος ροκανίζει. Αν η ένταση στην ανατολική Μεσόγειο αυξηθεί, που καμιά λογική αισιοδοξία δεν μπορεί να το αποκλείσει, οι tour operators θα στρέψουν τις ροές του Τουρισμού προς άλλες κατευθύνσεις, ασφαλείς, με ολέθριες συνέπειες για την Οικονομία της πόλης και φυσικά όχι μόνο του Ρεθύμνου.
Σύνεση σημαίνει, εκτός των άλλων, Πρόνοια. Και η Πρόνοια υποδεικνύει να στηρίζεται η Οικονομία της πόλης σε δυο πυλώνες: Στο Πανεπιστήμιο και τον Τουρισμό, όχι σε ένα και μάλιστα τον πιο ευαίσθητο και ευπαθή, τον Τουρισμό.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι σημερινές περιστάσεις και οι διαφαινόμενες προοπτικές απαιτούν την ισχυρότερη δυνατή σύνδεση και αμφίδρομη στήριξη Πανεπιστημίου και πόλης του Ρεθύμνου.
Το Πανεπιστήμιο θα είναι ευχής έργο να διευρύνει το φάσμα των επιστημών που διδάσκει σε σχέση με την αγορά εργασίας, ώστε να προσελκύσει μεγαλύτερο δυναμικό και να εδραιώσει την ανοδική πορεία του στο μέλλον.
Και η πόλη οφείλει, όχι με την έννοια του ηθικού χρέους μόνο, άλλα και για χάρη της δικής της οικονομικής βιωσιμότητας, για τη διατήρηση ενός παραδεκτού επιπέδου ζωής των συμπολιτών σε χαλεπούς καιρούς, να παρέχει στο ανθρώπινο δυναμικό του Πανεπιστημίου επαρκή ποσοτικά και άνετη ποιοτικά κατοικία. Συγκεκριμένα, η σύνεση υποδεικνύει να μοιράζονται συνειδητά οι διαθέσιμες κατοικίες ανάμεσα στους δύο χρήστες, το σταθερό και χρονικά αξιόπιστο δυναμικό του Πανεπιστημίου και το ασταθές και χρονικά αβέβαιο τουριστικό δυναμικό, έστω και αν το δεύτερο εμφανίζεται περιστασιακά κάπως αποδοτικότερο. Όποιος συμπολίτης ενοικιάζει δυο κατοικίες το φρόνιμο είναι να διαθέτει από μια για τις χρήσεις αυτές διασφαλίζοντας σε ότι τον αφορά την ομαλή ανάπτυξη του Πανεπιστημίου. Θα είναι τραγικό λάθος, αν στην τεράστια ελκτική δύναμη του Ηρακλείου το Ρέθυμνο αντιτάξει την αδιαφορία του για το Πανεπιστήμιο, λάθος, ικανό να αντιστρέψει την πορεία της πόλης στον στίβο της Ιστορίας από ανοδική που είναι σήμερα σε καθοδική, αν δηλαδή η έδρα του Πανεπιστημίου μείνει κενό κέλυφος στο Ρέθυμνο και η δυναμική του διαρρεύσει στο Ηράκλειο. Τώρα κρίνεται η ζωή του Ρεθύμνου για τις επόμενες δεκαετίες και πρέπει να σκεφθεί και να ενεργήσει υπεύθυνα. Τις γενικότερες δυσμενείς εξελίξεις δεν μπορεί να τις επηρεάσει το Ρέθυμνο, ας μην αγνοήσει όμως την Τοπική Ανάπτυξη και ας τη βασίσει στους δύο δοκιμασμένους πυλώνες, το Πανεπιστήμιο και τον Τουρισμό.
Αυτές τις σκέψεις μου υπαγορεύουν οι εμπειρίες μου και εθεώρησα χρέος μου να τις μοιραστώ με τους συμπολίτες μου, ακόμη κι αν θα μου ήταν πιο ευχάριστο απευθύνω ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Η αισιοδοξία έρχεται, όταν ληφθούν έγκαιρα οι σωστές αποφάσεις.
Τελείωνοντας επιτρέψετέ μου να ευχαριστήσω την οικογένειά μου και ιδιαίτερα την γυναίκα μου, που σήκωσε το βάρος της πολυετούς ενασχόλησής μου με την ανάπτυξη της πόλης μας, και όλους τους συνεργάτες και υποστηρικτές μου, χωρίς τους οποίους δεν θα μπορούσα να κάμω τίποτε.
Τώρα, αφού ευχαριστήσω και πάλι τον κ. Πρύτανη και τους Αντιπρυτάνεις, νυν και τέως, για την τεράστια πνευματική, κοινωνική και αναπτυξιακή συμβολή του Πανεπιστημίου στη ζωή της πόλης μας, παρακαλώ τον κ. Πρύτανη να παραλάβει το προσωπικό μου Αρχείο, δηλαδή το ιστορικό της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Κρήτης μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του Αρχείου του αείμνηστου καθηγητή μου και πρώτου Προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης Γεωργίου Κουρμούλη. Η θέση τους είναι στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη και όχι στο δικό μου γραφείο. Το μόνο που παρακαλώ είναι, αν κάποια στιγμή χρειαστώ κάτι από το Αρχείο αυτό, να έχω πρόσβαση σ’ αυτό. Σας ευχαριστώ.
( Ομιλία στη διάρκεια εκδήλωσης για την βράβευσή του από το Πανεπιστήμιο Κρήτης με αφορμή την παραχώρηση του αρχειακού του υλικού για τον εμπλουτισμό του Ιστορικού Αρχείου του Ιδρύματος – Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019)