Κωστή Ηλ. Παπαδάκη
www.ret-anadromes.blogspot.com
Το βιβλίο «Οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες Γεώργιος, Αγγελής, Μανουήλ και Νικόλαος οι εκ Μελάμπων και εν Ρεθύμνη Μαρτυρήσαντες», του εκλεκτού φίλου και συναδέλφου π. Ευαγγέλου Τσουρδαλάκη, πρωτοπρεσβυτέρου, που παρουσιάζουμε απόψε στην αγάπη σας, εκδόθηκε από τη γενέθλια των Μαρτύρων Ενορία, με την ευλογία και συνεργασία τού οικείου Μητροπολίτη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων κ. Ειρηναίου. Η έκδοση πραγματοποιείται με τη συμπλήρωση 190 ετών από το μαρτύριο των Αγίων, προς στερέωση και ανακαινισμό των πιστών στους δύσκολους καιρούς που περνούμε, και παράλληλα με την ολοκλήρωση των εργασιών ανάπλασης και διαμόρφωσης σε παρεκκλήσιο τής οικίας ενός εκ των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων (τού Γεωργίου) ως κατάθεση των μόνιμων αισθημάτων σεβασμού, χρέους και αγάπης όλων των πιστών τής γενέθλιας κώμης και ενορίας προς αυτούς.
Τού βιβλίου αυτού εγώ θα σας παρουσιάσω το 1ο Μέρος, το Ιστορικό, ή, άλλως, τις συναξαριακές, όπως θα τις ονομάζαμε, πληροφορίες, που αφορούν στη ζωή και στο μαρτύριο των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, με βάση τα υπάρχοντα μέχρι στιγμής στοιχεία, από διάφορες γραπτές πηγές και βιβλία, αλλά, και, κυρίως, από τις διηγήσεις διαφόρων παλαιών, γηραιών Μελαμπιανών, που, στον τόπο γέννησης των Αγίων, φυσικό είναι να αφθονούν, ακόμα και σήμερα, γενναίως και να περίμεναν χρόνια, τώρα, τον άνθρωπο που θα έσκυβε πάνω τους με περισσή αγάπη και ενδιαφέρον και θα τις συγκέντρωνε και αξιοποιούσε, προτού να είναι πλέον πολύ αργά. Γιατί αυτό συμβαίνει, συνήθως, με τις διάφορες λαογραφικές εργασίες, που, κάποτε, αν καθυστερήσουμε την περισυλλογή τού υλικού και απομακρυνθούμε από το γεγονός αρκετά, έρχεται η στιγμή που είναι, πλέον, πολύ αργά (το διαπίστωσα αυτό πολλές φορές, πρόσφατα, στην εργασία μου με τα τοπωνύμια τής επαρχίας μας, Αγίου Βασιλείου).
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι αυτό ακριβώς- η καταγραφή, δηλαδή, των ποικίλων παραδόσεων που κυκλοφορούν και διαδίδονται από στόμα σε στόμα για τους Αγίους μας σ’ αυτό το ίδιο το χωριό τους- είναι μια εξαιρετικά σπουδαία παράμετρος στην περίπτωση τού συγκεκριμένου βιβλίου. Και μπορεί, βέβαια, τις πληροφορίες αυτές κάποιοι ιστορικοί να τις θεωρούν, ίσως, ως εντελώς ασήμαντες και αμελητέες στην καταγραφή των γεγονότων εκείνων που σηματοδοτούν και διαμορφώνουν την προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου. Έχουν, ωστόσο, μέσα τους και αυτά τα μικρογεγονότα, τα μικροεπεισόδια από τη ζωή των Αγίων μας τόσο αίσθημα και τέτοιο μυστικό παλμό και τέτοιο ανομολόγητο μεγαλείο, που προκαλούν σε μας, τουλάχιστον, τον πιστό λαό τού Θεού, ρίγη συγκινήσεως και καθόλου, μα καθόλου μικρότερες και επουσιωδέστερες συγκινήσεις απ’ ό,τι εκείνα τα μεγάλα.
Πρόκειται, ακριβώς, για πληροφορίες εξαιρετικά σπουδαίες- μέσα στην ασημαντότητά τους- για τούς πιστούς Ρεθεμνιώτες, που θέλουν να μάθουν και να πληροφορηθούν για τους Μάρτυρές τους με λεπτομέρειες την κάθε πτυχή τής αγίας βιοτής τους, εδώ, στο ίδιο τους το χωριό, όπως (και αναφέρομαι, εδώ, σε χαρακτηριστικά τού εν λόγω βιβλίου ευρήματα από την Τοπική, τη Μελαμπιανή Παράδοση): όπως, λέγω, τους χώρους όπου οι Άγιοι εκκλησιάζονταν, τους τρόπους με τους οποίους κάλυπταν την χριστιανική τους ταυτότητα, μέχρις ότου έλθει το πλήρωμα τού χρόνου και αποκαλυφθούν. Οριοθετεί, περαιτέρω, ο συγγραφέας και καθορίζει θέσεις και σημεία που μόνο στο χωριό τους, τις Μέλαμπες, και από στόμα σε στόμα, μπορούσαν να είναι γνωστά, όπως, για παράδειγμα, τη θέση Κλωνάρη, όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός των Αγίων, τόπος, σύμφωνα με την παράδοση, όπου επισυνέβη ο τελευταίος ασπασμός και ο αποχαιρετισμός των έντρομων συγχωριανών και των Μαρτύρων από τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τα χωριά, στη συνέχεια, της μαρτυρικής τους προς το Ρέθυμνο πορείας, μα και η συγκλονιστική εκείνη προ τού μαρτυρίου τού μάρτυρος Αγγελή χειρονομία, που, βλέποντας, λέει, μπροστά του τον νεαρό φιλιότσο του, τον Σημαντηρογιάννη, έβγαλε και τού έδωσε τα στιβάνια του ως ύστατο δώρο αγάπης πνευματικής, πνευματικού πατρός, προς τέκνον πνευματικόν, αφού σ’ αυτόν δεν θα χρειάζονταν τώρα πια οδεύοντας προς το μαρτύριον, αλλά και οι βιαιοπραγίες που ακολούθησαν τής γενναίας ομολογίας, σε βάρος των οικογενειών των Αγίων στο χωριό. Οι λεπτομέρειες αυτές από την τοπική παράδοση των Μελάμπων αποτελούν βασικά κεφάλαια τού παρουσιαζόμενου, απόψε, στην αγάπη σας βιβλίου και σε αυτές, ακριβώς, εστιάζεται, νομίζουμε, το ενδιαφέρον και όλη η πρωτοτυπία του.
Το γεγονός ότι οι Άγιοι Τέσσερις Νεοάρτυρες (έγγαμοι όλοι τους, με παιδιά, από συγγενικές οικογένειες προερχόμενοι, φέροντες το κοινό οικογενειακό όνομα «Βλατάκης») ήταν κρυπτοχριστιανοί οδήγησε τον συγγραφέα να κάνει στο βιβλίο του ευρύτατη αναφορά και στο περίφημο αυτό θέμα τού κρυπτοχριστιανισμού, μοναδικού στην παγκόσμια Ιστορία των Θρησκευμάτων, που, όσον τίποτε άλλο, αποδεικνύει και αναδεικνύει την ταύτιση τού ελληνισμού με την Ορθοδοξία και τη δύναμη τής πίστης τού Νεοέλληνα.
Η προαίρεση, λοιπόν, των Αγίων μας στο θέμα αυτό τής κρυπτοχριστιανικής ιδιότητάς τους ήταν εξ αρχής αγνή και αγία και έκρυβε βαθιά μέσα της τη χριστιανική επιθυμία τής ομολογίας και τού μαρτυρίου στον κατάλληλο, όμως, χρόνο και τρόπο έκφρασής της. Και πραγματικά, αν οι Άγιοί μας μαρτυρούσαν σε μιαν άλλη χρονική στιγμή μέσα στα δύστηνα και πανάθλια εκείνα χρόνια τής πνευματικής και σωματικής αιχμαλωσίας, ο θάνατός τους θα ήταν μια απλή μαρτυρία Χριστού χρήσιμη, ασφαλώς και πάλι και εξαιρετικά σπουδαία για την Εκκλησία τού Χριστού! Όμως, ιδού! Οι μάρτυρές μας έκριναν- φωτισμένοι από τη χάρη τού Θεού- ότι η ώρα αυτή είχεν έλθει κατά το κρίσιμο και ηρωικό εκείνο έτος 1821, όταν το υπόδουλο γένος πήρε τη μεγάλη απόφασή του να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων για την ελευθερία του. Τότε είναι που και οι Άγιοι μας θεώρησαν ότι ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου, που η θυσία τους θα είχε θετικότερο αντίκρισμα, θετικότερο τόσο για την Εκκλησία και την πίστη, όσο και για την ελληνική Πατρίδα, γιατί, όπως είπαμε, ο ελληνισμός ταυτίζεται απόλυτα στη συνείδηση τού λαού μας με την Ορθοδοξία και τη δύναμη τής πίστης τού Νεοέλληνα.
Η ηρωική στην εφαρμογή της κρυπτοχριστιανική τους, μέχρι τη στιγμή εκείνη, ταυτότητα εκδηλώνεται τώρα με τον πλέον επικό τρόπο, με τη λύτρωση που οι Άγιοί μας βιώνανε μέσα από τον ηρωικό αγώνα τους για την πατρίδα, στην πρώτη γραμμή, και την ομολογία τού αίματος που ακολούθησε με τη γενναία ομολογία τους: «Εμείς χρισθιανοί γεννηθήκαμενε και χρισθιανοί θ’ αποθάνουμε», ψελλίζοντας, ταυτόχρονα, από μέσα τους, την ώρα εκείνη τού φοβερού Μαρτυρίου, την Καρδιακή, τη Νοερά Προσευχή: «Κύριε ελέησον».
Η δύναμη τής ομολογίας των Τεσσάρων Νεομαρτύρων υπήρξε την ώρα εκείνη συγκλονιστική. Το ηθικό των λοιπών χριστιανών που τους ήξεραν μέχρι τότε Οθωμανούς, Ρετζέπηδες, και τώρα τους έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους αληθινούς χριστιανούς και Έλληνες και μάλιστα να ομολογούν ευθαρσώς και ορθόψυχα την πίστη τους στον Χριστό και την Πατρίδα και να αψηφούν πλούτη, οικογένειες, αλλά και την ίδια τους τη ζωή, το ηθικό τους, λέγω, τη στιγμή εκείνη, αναπτερώθηκε σε μεγάλο βαθμό, γιατί όλοι μαζί βάσταζαν το μεγάλο όραμα τής ελευθερίας τής πατρίδος, που ήδη ξεκινούσε και προχωρούσε δυναμικά! Να, λοιπόν, γιατί μόνον τώρα η θυσία των Αγίων θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο και χρησιμότερα αποτελέσματα για την πίστη τού Χριστού την αγία και της πατρίδος την Ελευθερία. Και πράγματι, η θυσία των Αγίων μας αναγνωρίστηκε άμεσα, από την πρώτη, κιόλας, στιγμή. τόσο συγκίνησε το χριστεπώνυμο πλήρωμα τής Εκκλησίας των Ρεθυμνίων.
Και ιδού το αποτέλεσμα τής συγκίνησης αυτής! Δέκα, μόλις χρόνια μετά, είχαν, κιόλας, δημιουργηθεί οι πρώτες εικόνες των αγίων Μαρτύρων και είχε συνταχθεί η πρώτη τους Ακολουθία, παρότι η επίσημη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξή τους δεν είχε γίνει ακόμα (που έγινε, ως γνωστόν, 153 χρόνια μετά, το έτος 1977, ύστερα από πρόταση τού Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κυρού Τίτου). Αφού το χριστεπώνυμο πλήρωμα τής Εκκλησίας των Ρεθυμνίων είχε τους Αγίους του, είχε εικόνες τους, ακολουθίες, για να τους λατρεύει, τι τη χρειαζόταν την επίσημη σφραγίδα τού Πατριαρχείου; Όταν υπάρχει ομολογία πίστεως και μαρτύριο, «βάπτισμα τού αίματος», όπως λέγεται στη γλώσσα τής θεολογίας, τότε η αναγνώριση τής αγιότητας στη συνείδηση τού πληρώματος τής Εκκλησίας είναι άμεση και βεβαία.
Η αγάπη και ο σεβασμός των χριστιανών προς τους Τέσσερις Μάρτυρές του εκδηλώθηκε άμεσα και ως επιθυμία ανέγερσης ιερού ναού προς τιμήν τους. Ο πόθος, ειδικότερα, κατασκευής ναού στη γενέτειρά τους, τις Μέλαμπες, ήταν από πολύ ενωρίς υπαρκτός και έντονος. Η πρώτη δε γνωστή προσπάθεια των Μελαμπιανών ήταν εκείνη τού 1888 «προς ανέγερσιν ναού περικαλλούς και επαξίου των υπέρ πατρίδος παλαισμάτων και υπέρ τής αμωμήτου ημών πίστεως μεγάλης αυτών θυσίας…», όπως σημειώνεται στην ακολουθία τού έτους εκείνου (1888) των Αγίων, που εξεδόθη με πρωτοβουλία τού σοφού επισκόπου Λάμπης κυρού Ευμενίου Ξηρουδάκη. Η προσπάθεια, όμως, αυτή- λόγω των πολεμικών γεγονότων και ποικίλων δυσκολιών της εποχής- τελεσφόρησε και ευοδώθηκε πολλά χρόνια αργότερα, με τη δημιουργία τού σημερινού περικαλλούς ιερού ναού (εγκαινιάστηκε στις 18 Απριλίου 1958, επί μακαριστού επισκόπου Λάμπης και Σφακίων Ισιδώρου), και, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο π. Ευάγγελος, ο ναός αυτός έχει καταστεί σήμερα το επίκεντρο τής πνευματικής ζωής τού χωριού, που, λόγω της θέσης όπου βρίσκεται, εκεί στην είσοδο τού χωριού, προσκτάται και τον ωραίο και, επί πλέον, ευγενικό συμβολισμό ότι οι Άγιοι είναι σαν να υποδέχονται συγχρόνως και να προπέμπουν τον κάθε επισκέπτη τού χωριού.
Όμως, στο θέμα αυτό, του ναού των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων, εντάσσεται και το θέμα των σπιτιών των Αγίων, μια νέα παντελώς άγνωστη για το ευρύ κοινό παράμετρος στο γενικότερο θέμα της μελέτης του βίου των Αγίων. ένα θέμα, βέβαια, που θα μπορούσε να το ανακινήσει προς έρευναν και μελέτη επιτυχώς μόνον η γενέτειρά τους, οι Μέλαμπες.
Σύμφωνα, λοιπόν, με διασταυρωμένες, βάσει της παράδοσης, πληροφορίες, εντοπίστηκαν όλα τα σπίτια των Αγίων στο χωριό και επιθυμία, τώρα, διακαής τής Ενορίας είναι τα κτίσματα αυτά να περιέλθουν στην ιδιοκτησία της. Και τι πιο φυσικό, αλήθεια, για την ευσεβή κοινότητα και ενορία από μια τέτοιαν ευλογημένη επιθυμία! Και το χαροποιόν, στην όλη υπόθεση, γεγονός είναι- όπως μας αναγγέλλει η φιλομάρτυς των Μελάμπων Ενορία – η πρόσκτηση, τελικά, των δύο εκ των τεσσάρων εντοπισθεισών οικιών.
Τα κτίσματα τής πρώτης οικίας, που βρίσκεται στη γειτονιά- τι απείρου κάλλους, αλήθεια, τοπωνύμιο- στη γειτονιά, λέγω, των «Τεσσάρων Μαρτύρων»!!», η Παράδοση, με περαιτέρω διασταύρωση ασφαλών και βέβαιων πληροφοριών, τα αποδίδει στον άγιο Μάρτυρα με το κομμένο χέρι, τον Γεώργιο (μια λεπτομέρεια και αυτή, της αποκοπής, δηλαδή, τού αριστερού χεριού του μάρτυρος, που, όπως και τόσες άλλες, το θαυμάσιο αυτό βιβλίο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες παραδόσεις, επεξηγεί επακριβώς την αιτία της). Η Ενορία, λοιπόν, με μπροστάρη της τον ιερέα και με την κατανόηση και ευσεβή διάθεση των ιδιοκτητών, τα κτίσματα αυτά της οικίας τού εν λόγω μάρτυρος Γεωργίου, με τον σχεδιασμό και την επίβλεψη τού καλλιτέχνη και γλύπτη Βαγγέλη Ψυλλάκη (σε μια προσφορά ανιδιοτελούς για το χωριό του αγάπης) τα μετέτρεψε από ερείπια κτισμάτων σε έναν πανέμορφο και ευωδιάζοντα πνευματικά χώρο, που μας μεταφέρει πιστά στην εποχή εκείνη, τονίζοντάς μας, περαιτέρω, και την κρυπτοχριστιανική ιδιότητα των Μαρτύρων, έναν χώρο αλήθεια που δεν τον χορταίνεις όχι μόνον αισθητικά αλλά και θρησκευτικά, γνωρίζοντας ότι εδώ, έζησε και ανεστράφη ο ένας εκ των Τεσσάρων Μαρτύρων, ο Γεώργιος. Εστίασα αρκετά στη θαυμάσια αυτήν ιδέα της Ενορίας, που ερμηνεύτηκε ως ιερό καθήκον όλων των κατοίκων του χωριού, προπάντων δε- σύμφωνα με τον παπα- Βαγγέλη- των ίδιων των ιδιοκτητών των εν λόγω κτισμάτων.
Τελευταίο, εξαιρετικά σοβαρό θέμα, στο οποίο θα ήθελα σύντομα μεν αλλά και ουσιαστικά να εστιάσω είναι και αυτό της τέταρτης ιερής κάρας, που έχει, ως γνωστόν χαθεί από πολύ παλιά και αγνοείται, στις μέρες μας, παντελώς η τύχη της. Χαίρομαι και αποδέχομαι ανεπιφύλακτα και συγχαίρω τον παπα- Βαγγέλη για την εξαιρετικά προσεγμένη, θεολογικά, αλλά και ιστορικά, και υπεύθυνη άποψή του στο θέμα αυτό της τέταρτης αγίας κάρας, που αποδεικνύει όσον τίποτε άλλο τον απεριόριστο σεβασμό και την τιμή του στους Γενναίους αθλητές και Μάρτυρες τού χωριού του.
Ναι, πάτερ Ευάγγελε, με έχει απασχολήσει ερευνητικά και μένα το συγκεκριμένο θέμα και η άποψή μου ταυτίζεται απόλυτα με τη δική σου. Ναι! δεν θα ήταν και βέβαια «μάρτυς Χριστού» ο τέταρτος μάρτυρας, ο Νικόλαος, αν κάναμε δεκτή την επισφαλή αυτήν διατύπωση ορισμένων Ρεθυμνίων ερευνητών (διατυπωμένη χωρίς θεολογικά, ασφαλώς, κριτήρια) ότι ο τέταρτος Μάρτυς, του οποίου η Κάρα αγνοείται, ήταν ο συναγωνιστής τού μεγάλου Εθνομάρτυρα Ξωπατέρα, Νικόλαος Βλαττάσης ή Βλαττάκης (κατά τον Βασ. Ψιλάκη), που έπεσε μαχόμενος το 1828 στη μονή τής Οδηγήτριας, στη Μεσαρά τού Ηρακλείου. Αν, λέγω, ήταν αυτός ο τέταρτος μάρτυρας, τότε, και βέβαια, προκύπτει μέγα θεολογικό θέμα. Ο Νικόλαος Βλατάκης που έπεσε με τον Ξωπατέρα, στην πολιορκία τής Οδηγήτριας, ναι μεν είναι, ασφαλώς, ένας «Εθνομάρτυρας», αφού έπεσε μαχόμενος για την απελευθέρωση τής πατρίδας, όχι όμως και ένας «Χριστού Μάρτυρας», αφού, στην περίπτωση αυτήν, δεν έχουμε «Ομολογία πίστεως» και «βάπτισμα αίματος», όπως, αντίθετα, με τους υπόλοιπους τρεις Μάρτυρες.
Η σειρά τής επιχειρηματολογίας τού π. Ευαγγέλου στο κρισιμότατο και λεπτότατο αυτό θέμα τής τέταρτης κάρας είναι εξαιρετικά ισχυρή, προσεγμένη και φροντισμένη, μη επιδεχόμενη, θεολογικά, τουλάχιστον, αμφισβήτηση και δεχόμενη ως μόνον αληθές, στο σοβαρότατο αυτό θέμα, αυτό που λέγει το συναξάρι των Αγίων. Ότι, δηλαδή, η τέταρτη κάρα δωρήθηκε, πράγματι, από τον επίσκοπο Ρεθύμνης (Ιωαννίκιο) σε έναν Ρώσο ναυτικό, που τη μετέφερε μεν με τις δέουσες τιμές στην πατρίδα του, τη Ρωσία, αλλά πού, όμως, κατέληξε τελικά, το συναξάρι, δυστυχώς, δεν το αναφέρει και, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει εκ των υστέρων, δεν κατέστη δυνατόν το θέμα να φωτισθεί επί πλέον, παραμένοντας έτσι και σήμερα η θέση της άγνωστη και γνωστή «τω Θεώ μόνω».
Σεβασμιώτατε, Κυρίες και Κύριοι, η αίσθηση τού χρέους απέναντι στην πνευματική, θρησκευτική και πολιτισμική κληρονομιά τού Τόπου είναι, νομίζω, εκείνη που καθοδήγησε τις προσπάθειες τού παπα- Βαγγέλη Τσουρδαλάκη και συνέβαλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Η προσπάθειά του, ανάγκη βαθιά εσωτερική, αντανακλά το περίσσευμα τής ψυχής του. Χωρίς κανένα δισταγμό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το φωτισμένο ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων για την πνευματική και πολιτιστική τού τόπου τους ανάδειξη, το γνήσιο συναίσθημα ευθύνης που νιώθουν απέναντι στον συνάνθρωπο και η ολοπρόθυμη συνεργασία τους με άλλους για ανώτερους σκοπούς και ιδανικά αποτελούν την ασφαλέστερη βάση για την προαγωγή και ανάπτυξη ενός τόπου. Τέτοιες προσπάθειες μάς ενθαρρύνουν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όσο ενδιαφερόμαστε και σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες τής πίστης μας και τού πολιτισμού μας δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα τού σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού και την ισοπεδωτική λαίλαπα τής παγκοσμιοποίησης και του συγκρητισμού.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας!
Και ερωτώ, ναι αλήθεια, π. Ευάγγελε, ακούγεται έτσι, σήμερα, το τοπωνύμιο; (Γιατί δεν το βρήκα, δυστυχώς, στο «Τοπωνυμικό» μου όπου η συγκέντρωση των τοπωνυμίων είναι βασικά αυτή του αγαπητού φίλου και συγχωριανού σας Ν. Φασατάκη και τα επεξεργάστηκα με τη βοήθεια δεκάδας και πλέον Μελαμπιανών συνεργατών και φίλων. Πεντακόσια συνολικά τοπωνύμια. Το τοπωνύμιο όμως δεν το απάντησα (έχω όμως τη συνοικία «Μπαργιαθιανά», μήπως είναι αυτή η συνοικία των 4 Μαρτύρων;;). Παράκληση θερμή! Αν το τοπωνύμιο έχει παύσει να ακούγεται να το επαναφέρετε με την ευλογημένη αυτήν μορφή: «στω Τεσσάρω Μαρτύρω», όπως και στο Ρέθυμνο λέμε στην «Πλατεία των Τεσσάρω Μαρτύρω», ονομασία που δεν πρέπει στον άπαντα αιώνα να εκτοπιστεί από άλλη νεότερη μετονομασία.