του Ιωάννη Αλεξανδράκη εκπαιδευτικού
Είναι γνωστόν ότι κατά της Επαναστάσεις της Κρήτης πάντοτε έφευγε από
την ύπαιθρο ο Τουρκικός πληθυσμός και συνεκεντρώνετο εις τας τρις πόλεις
της Κρήτης και εκεί έμενε μέχρι τέλους της εκάστοτε επαναστάσεως, διότι ο
ελληνικός πληθυσμός υπερτερούσε παντοτε και έμεν κύριος της υπαίθρου. Οι
δε Τούρκοι επροστατεύοντο και τροφοδοτούντο από το Κράτος και
αφ’εαυτών.
Οσάκις και ο Τουρκικός στρατός εξήρχετο δια πολεμική επιχείρηση οι
εντόπιοι Τούρκοι, οσο ηδύναντο παρηκολούθουν τον στρατόν και λάμβανον
μέρος εις τας επιχειρήσεις (δεν χρειάζετο δε και πολύ γύμνασις στρατιωτική
τότε). Συνάμα δε ως γνώσται των προσώπων και πραγμάτων επωφελούντο
της ευκαιρίας και λεηλατούσαν τα χωρία, πολλοί δε εξ’ αυτών επλούτιζαν από
λεηλασίας τας οποίας ονομαζον «τάρταλα» τουρκιστί, και ονομάζοντο
«ταρταλατζήδες».
Λοιπον κατά την επιχείρηση κατά του Αρκαδίου ηκολούθει και ο Μουσταφ’
αγάς τον στρατό ως πολεμιστής κατά πάσαν πιθανότητα.
Το μαχαίρι του ηγουμένου Γαβριήλ ήτο δευτέρου μεγέθους με λαβή από
ελεφαντοκόκαλλο «Φιλντισί». Η λαβή είχε σχήμα κυλινδρικό και στο ανώτατο
μέρος ένθα κατέληγε εις κύκλο είχε μικράν οπή, και εντός αυτής ήτο
προσηρμοσμένες «κάψες» κυκλικές την περιφέρεια από αργυρό (ασημένια).
Αυτό το μαχαίρι φορούσε στη μέση του παντοτε ο ηγούμενος κατά το σύνηθες
της εποχής του, και όπως πρό ολίγων ετών ακόμη εγένετο.
Αμέσως μετα την άλωση του Αρκαδίου και εντός ώρας μετά την αναχώρησιν
των Τούρκων ο ηγούμενος σφαγμένος εντός του περιβόλου της Μονής και
χωρίς κεφαλην.
Τούτο ήκουσα και γνωρίζω παρά αυτόπτου μάρτυρος φίλου του ηγουμένου ο
οποίος τον εγνώρισε εις αυτήν την κατάσταση τότε από το λοιπό σώμα, και το
στήθος. Ποιος τον έσφαξε; Ουδείς εστέκετο εκεί να ιδή. Το μαχαίρι όμως του
ηγουμένου ευρίσκετο μετά ταύτα στη μέση του Μουσταφά έως τη μέρα όπου
τον έσφαξε το ίδιο μαχαίρι.
Ο μακαρίτης και αείμνηστος Στεφανής ενήργησε σύμφωνα και με τα εθνικά
τους ελατήρια και με το ενστικτό του, και με την κοινή γνώμη, και με τα λόγια
του Χριστού «μάχαιραν έδωκες..»
Λοιπόν αυτός πλέον είχε το πρόγραμμα του, και ο Μουσταφάς όμως
επληροφορήθη ότι διέτρεχε τον κίνδυνο εκείνο και εφυλάττετο. Δεν έβγαινε
εξω του χωρίου παρα μόνο μετά τη ανατολή του ηλίου, και το σπίτι ου ήτο
πλησιέστατα στον τουρκικό σταθμό «Καρακόλι» και δεν είχε πώς πλησιάσει ο
Στεφανής.
Επρεπε λοιπον να ευρεθή κανείς μυστικός και καλός προξενητής Κισσανός
και ευρέθη. Αυτός ήτο ενας παπάς Γεώργιος ή Παπαγιώργης το επίθετο
Μαυρομιχαλάκης. Ο παπάς εκείνος παρέβαινε την εντολή του Χριστού
«Αγαπάτε τους εχθρούς υμάς». Και να σας πω, αν έλειπαν αι παραβάσεις
αυταί ποτέ δε θα επαναστατούσαμε.. ο παπάς λοιπόν εγνώριζε τί θα πει
Μουσταφάς αλλα και ο αγάς εμάχετο τον παπά και έκαμε απόπειρα δια δυο
Γερακαριανών Τούρκων να τον δολοφονήσει μα απέτυχε.
Ο Παπάς είχε γνώριμους πιστούς στο Δουμαεργιό (νυν Κεντροχώρι) διοτι
λειτουργούσε κι εκεί. Ευρεν απ’εκει ένα Γιάννη Εφεντάκη και του έφερε τον
Στεφανή νύχτα και συννενοήθησαν. Αλλα’ έπρεπε να μάθει θετικά ο παπάς
ποια Παρασκευή μέρα θα πήγαινε ο αγάς να προσκυνήσει στο τζαμί του
χωριού Ατσιπάδες, και έμαθε.
Ητο εποχή του έτους τέλη Ιουνίου 1882 Θέρος. Ειδοποίησε τον Στεφανή και
κατέβη νύχτα στο Δουμαεργιό, τον πήρε απ’εκεί και μετέβησαν εις θέσιν
«Μελισσουργάκι» περιφερείας Κισσού και τον τοποθέτησε παρα την όχθη
ενός χειμάρρου κατερχόμενου από το οροπέδιο «Δους» κάμπο 15 λεπτά της
ώρας πρώτα προς δοσμάς του Κισσού επι μιας πέτρας και όπισθεν ενός
μεγάλου θάμνου- «αχινοπόδα». Εκεί υπάρχει δρόμος και περαμα δια του
χειμάρρου και οδηγεί εις Σπήλι.
Ολίγον υπέρανω του Περάματος αμα εξημέρωσε κατέβη εις Κισσανός και
έκοβε «Φουρνόξυλα’. Αμα ανέτειλε ο ήλιος εις τα επί του βουνού
«Ασιδέρωτα» τα πλάγια και κατέβη χαμηλά στην σημερινή αξαμιτή οδο ο
Μουσταφάς εθεώρησε τον εαυτό του εν ασφαλεία και ξεκίνησε έφθασε στη
θέση που έκοβε τα ξύλα ο Μανωλιος και του είπε «καλημέρα Μανωλιο»,
«Καλημέρα Μουσταφ αγά» είπεν αυτός.
Ο Στεφανής μετα χαράς μεγάλης ήκουσε το όνομα αυτό και ετοιμάστηκε.
Επροχώρησε ο αγάς και περασε το πέραμα, μόλις πέρασε το πέραμα του
έπαιξε και πέτυχε, αλλά ο αγάς δεν έπεσε και δια μεγάλης φωνής είπε τότε
«ήντα σούκαμα μπρε σκατόσταυρε και με σκότωσες»;
Εως και προτού τελειώση τη φράσι αυτή του έριξε άλλη μια και έπεσε . ο
Στεφανής έτρεξε τότε έβγαλε το μαχαίρι του ηγουμένου από τη μέση του αγα
και τον έσφαξε επάνω σε μια πέτρα.
Κατόπιν έφυγε προς το όρος Κέντρος επέρασε από τη Θεση Μαδάρα
ευρισκομένη επι των πλαγίων του όρους Κέντρος κάτωθι του «Τραχηλά» εις
μεγάλο ύψος.. Εκεί θέριζαν δύο κισσανοί πατήρ και υιος γνωστοί του τον
είδαν ολομάτωτο και τους είπαν: «ήντα ναι Στεφανή τα χάλια σου;
Αυτός απήντησε
«εσφαξα τον αγά σας μονο να το κατέχετε».
Και τούτους μεν ουδείς ηρώτησε δια το μακρυνόν της αποστάσεως καθως και
το Μανωλιο οστις έγινε από εκεί άφαντος και ουδείς τον είδε.
Δυο άλλοι όμως Κισσανοί επότιζαν το περιβόλι των κοντά στον τόπο της
σφαγής εις θέσιν Γαϊτάνι και τα ήκουσαν όλα, εθεώρησαν όμως καλύτερο να
μη φύγωσι δια να μη θεωρηθώσιν ένοχοι.
Αυτοί συνελήφθησαν και έκαναν 6 μήνες υπόδικοι στα Χανιά και είπαν μόνο
ότι ήκουσαν τους κτύπους αλλα δεν είδαν, διοτι δεν εφαίνετο εκ της θέσεως
των.
Ο Στεφανής άλλη φορά θα σκότωνε και τον περιβόητο Γιαννιτσαράπη,
όντως μαύρο από το χωρίον Ατσιπάδες, αλλά άλλοι ιδικοί Έλληνες τον
έσωσαν δια να σκοτώσει κατά τη επανάσταση του 1897μερικούς ακόμη.
Επειδή ο Μουσταφάς εθωρείτο πολύ επίσημος προσήλθε μέγα πλήθος από
τα χωριά και από το Ρέθυμνο αγάδων και τον πήγαν εκει και τον έθαψαν. Η
λαική μουσα έβγαλε τραγούδι του Στεφανή και ήρχιζεν ως εξής:
«Ο Στεφανής απ’ την Καρέ τ’ ομορφο παληκάρι
εσκότωσεν το Μουσταφά το σκύλο το ζαγάρι..»
Ζαγάρι τουρκιστί θα πει αιμοβόρος φανατικός.
ΙΩΑΝ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗΣ
Εκπαιδευτικός
Εφημ. «Βημα»
18-12-1959