Εξετέθη, εις προηγούμενα δημοσιεύματα πώς ανεγνωρίσθη, η Βιβλιοθήκη της Πνευματικής Εστίας, ως «Δημοσία».
Η κοινή απόφασις των δύο υπουργών Εθνικής Παιδείας και Οικονομικών, δια να ισχύσει έδει να δημοσιευθεί, εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Από της δημοσιεύσεως όμως θα ήρχιζαν οι υποχρεώσεις του Δημοσίου. Αλλά όπως είναι γνωστόν, δύνανται τα διάφορα υπουργεία, να λαμβάνουν Νομοθετικά και άλλα μέτρα, δια την αντιμετώπισιν διαφόρων αναγκών, δια να εφαρμοσθούν όμως πρέπει να ευδοκήσουν και οι Μανδαρίνοι του Γενικού Λογιστηρίου, τους οποίους διέπει το Ταμειακόν πνεύμα.
Η δημοσίευσης δε των αποφάσεων των διαφόρων υπουργείων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ανάγεται εις την αρμοδιότητα των .
Εχρειάσθη περίπου εν και ήμισυ έτος για να δημοσιευθεί η πράξις.
Επηκολούθησεν, ο διορισμός της πρώτης Εφορείας.
Αυτή συμφώνως τω Νόμω, θα προηδρεύετο υπο του Θεοφιλεστάτου. Λόγω ασθενείας του τοτε υπέδειξον αναπληρωτήν Του τον αιδεσ. Παπά Πέτρον Χαλκιαδάκην.
Δια πράξεως του Νομάρχου κ. Σ Σταματιάδη, η Εφορεία απετελέσθη, εκ των αιδεσ. Παπά Πέτρου Χαλκιαδάκη, του Δημάρχου κ. Σ. Ψυχουντάκη, του Γυμνασιάρχου κ. Στυλ. Ξυδάκι, του Ιατρού κ. Εμμ. Φραγκεδάκη, και του υποφαινομένου.
Αυτή συνελθούσα κατηρτίσθη εις σώμα. Εξελέγην Πρόεδρος,Αντιπρόεδρος ο αιδεσ. Παπά Πέτρος και Γραμματεύς ο κ. Εμμ. Φραγκεδάκης.
Εδει να εξευρεθεί , ο δημόσιος υπάλληλος, οστις έπρεπε να είναι εκπαιδευτικός, δια να αναλάβει τα καθήκοντα του Διαχειριστού. Επειδή οι Εκπαιδευτικοί είχον εντολήν των συνδικαλιστικών των οργανώσεων, να μη αναλαμβάνουν προσθέτους υπηρεσίας, άνευ επιδόματος ,παρεκλήθη, ο διατελών τότε εν αποσπάσει ως διευθυντής του Ορφανοτροφείου Δημοδιδάσκαλος ο κ. Χάρης Σαριδάκης, να αναλάβει τα καθήκοντα ταύτα. Ο ενθουσιώδης και αληθώς Πνευματικός, ούτος ανήρ εδέχθη προθύμως τα βάρη και τας ευθύνας του διαχειριστού, άνευ οιασδήποτε αμοιβής ή επιδόματος.
Δια να αναγνωρισθεί όμως, ως διαχειριστής εχρειάσθησαν πολλαί διατυπώσεις, έγκρισις Υπουργείου Οικονομικών, αναγγελία εις την Τράπεζα της Ελλάδος δι ας διατυπώσεις απητήθη πολύς χρόνος.
Θα εκθέσω κατωτέρω τί ζητήματα έπρεπε να αντιμετωπισθούν:
Α) Δομικαί κατασκευαί.
Κονιάματα εις την αίθουσαν αναγνωστηρίου και τον διάδρομον.
Δάπεδα σομοκί εις τα αυτά διαμερίσματα, δια τον ευχερή καθαρισμόν των
Κουφώματα της αιθούσης αναγνωστηρίου,
ουρητήριον.
Διάδρομος με τσιμέντον μέχρι της εξώθυρας δια να μη μεταφέρονται λάσπαι.
Β) Προμήθειαι επίπλων
να κατασκευασθούν νέαι εταζέραι τοποθετήσεως των βιβλίων ως ο αριθμός συνεχώς ηυξάνετο.
Να κατασκευασθούν ωριόμενα έπιπλα δια την αίθουσαν της βιβλιοθήκης. Ολων δε αυτών έπρεπε να υπολογισθούν αι διαστάσεις δια την καλύτερον εκμετάλλευσιν του χώρου.
Γ) Ηλεκτροφωτισμόν.
Να επανασυνδεθή η εγκατάστασις και να συμπληρωθεί, η καθ’ ο μέτρον απήτουν οι νέαι συνθήκαι.
Δ) βιβλιοδετήσεις. Τα πλείστα των βιβλίων ησαν άδετα εις κακήν κατάστασιν. Εδει το σημαντικότερα τούτων και τα μεγάλης χρήσεως να βιβλιοδετηθούν.
Ε) Οργάνωσις βιβλιοθήκης.
Καταγραφή εις το Μητρώον. Παρηγγέλθησαν ειδικά βιβλία. Αρίθμησης συμφώνως προς το Μητρώον Ηγοράσθη αριθμητής.
Διαχωρισμός κατά γλώσσας και καθ’ ύλην.
Δελτιογράφησις κατά συγγραφέα και καθ’ ύλην. Εχρειάσθη γραφομηχανή.
Ευρετηρίασις καθ’ ύλην και συγγραφέα.
Ταξινόμησις εις τα εταζέρας και επίθεσης ετικετών, ενδεικνυουσών τον αριθμόν της θήκης και την σειράν του βιβλίου εν αυτή .
Το έργον τούτο δια τους 6000 τόμους βιβλίων και τους 400 τόμους Εφημερίδων και περιοδικών ήτο δυσχερέστατον . Τας δυσχέρειας επηύξανε η ανεπάρκεια των εταζέρων .
Ήτο αδύνατον να εφαρμοσθούν οι ορθόδοξοι κανόνες της Βιβλιοθηκονομίας ους εμελέτησα.
Επεσκέφθην τα βιβλιοθήκας Αθηνών Πειραιώς και Ηρακλείου.
Ητο αδύνατον να εφαρμοσθούν τα εις αυτάς εφαρμοζόμενα συστήματα.
Συνέλαβα ένα σχέδιον, το οποίον συνεδύαζε τη οικονομίαν του χώρου, αλλά και προσέδιδε καλαισθητικήν εμφάνισι εις την αίθουσα. Απέδιδα και εις το θέμα τούτο σημασία.
Το εφαρμοσθέν υπ’ εμού σύστημα είχε εκτός του πλεονεκτήματος της ταχείας ανευρέσεως του ζητουμένου βιβλίου και τον ευχερή έλεγχον.
Οι επισκεφθέντες την βιβλιοθήκην ειδικοί, με συνεχάρησαν και μου εζήτησαν πληροφορίας δια τον μηχανισμόν του συστήματος . Η εκτέλεσις των ανωτέρω απήτησε πολύμηνον προσωπική μου εργασίαν.
Στ) Προσωπικόν :
Ο νόμος προβλέπει την τοποθέτησιν εις εκάστην βιβλιοθήκην προσωπικού όπερ θα μισθοδοτείται εκ του δημοσίου Ταμείου. Επειδή δεν υπήρχε δημόσιο υπαλληλικόν προσωπικόν προσελαμβάνετο ημερομίσθιον προσωπικόν, του οποίου οι αμοιβαί βάρυναν τον αναιμικόν προϋπλογισμόν του.
Η) Γενικά Έξοδα:
Προμήθειαι παντοειδούς υλικού, γραφικής ύλης, φωτισμού, καθαριότητος, ταχυδρομικά κλπ.
Εκ των εκτεθέντων , ο αναγνώστης θα αντελήφθη, ποσον βαρύτατον έργον επωμίσθην.
Έπρεπε να προγραμματισθούν σχέδια εκτελέσεως, να γίνουν απαραίτηται μελέται, δημοπρασίας, αλληλογραφία, εξεύρεσις προσωπικού καταλλήλου, επίβλεψης κλπ.
Και όλα αυτά, ήσαν ελάχιστα έναντι της αντιμετωπίσεως του οικονομικού προβλήματος.
Κατά πρόχειρον υπολογισμόν, δια την αντιμετώπισιν, όχι ολοκηρωτική, αλλά του ελαχίστου ορίου αυτών, εχρειάζοντο γύρω των 50.000 δρχ.
Ποίον ποσόν υπήρχε εις την διάθεσιν της Εφορείας όταν κατά Μάϊον του 1956 ανελήφθησαν το έργο; 8050 δρχ.
Ηναγκάσθην να μεταβώ εις Αθήνας δια να ζητήσω ενίσχυσιν. Από τα Ρέθυμνον, ουδεμίαν ανέμενον. Εζήτησα τηλεφωνικώς από τον Δ/ντην Γραμμάτων κ. Κουρνούτον να δώσει εντολήν εις το θυρωρείον να μου επιτρέψουν την είσοδον.
Όταν το επεσκέφθην του εξέθεσα τον σκοπόν του ταξιδίου μου και του εζήτησα, να με παρουσιάσει αλλά και να με συνοδεύσει ως αρμόδιος εις τον κ. Υπουργόν.
Μου εξέφρασε την λύπην του, διότι δεν ηδύνατο να με εξυπηρετήσει καθόσον την ημέραν εκείνη, ο Υπουργός, αείμνηστος Λεβαντής, είχε απαγορεύσει, να τον απασχολήσουν και αυτοί οι Διευθυνταί του Υπουργείου. Εσκέφθην να αποτανθώ εις τον Ακαδημαϊκόν και Διευθυντήν της Αρχαιολογικής Διευθύνσεως και της Διευθύνσεως αναστηλώσεων κ. Ορλάνδον, διοτι επίστευα ότι με το ηυξημένον κύρος του θα με εισήγε.
Όταν όμως κατευθυνόμην προς το γραφείον του, τύχη αγαθή, συνάντησα εις τον διάδρομον τον Βουλευτήν Ρεθύμνης κ. Παύλον Βαρδινογιάννη.
Όταν του εξέθεσα τον σκοπόν της αφίξεώς μου εις Αθήνας και το Υπουργείον Παιδείας, μου είπε «γνωρίζω ότι δεν δέχεται κανένα ο Υπουργός αλλά θα σε εισαγάγω».
Η ιδιαιτέρα του Υπουργού ηρνήθη επιμόνως να τον αναγγείλη.
Ο κ. Βαρδινογιάννης όμως ήνοιξεν τη θύρα του γραφείο του Υπουργού και εισήλθομεν.
Είπεν εις τον Υπουργόν ότι εισήλθε παρα τας αντιρρήσεις της ιδιαιτέρος του, την οποίαν δεν βαρύνει η παραβίασης της εντολής του.
Επροχώρησα εις το γραφείον του Υπουργού.Με τον αείμνηστον Λεβαντήν εγνωρίσθην το πρώτον εν Θεσσαλονίκη κατά το κίνημα της Εθνικής Αμύνης το 1916.
Τον εχαιρέτησα προσθέτων: «Τσάκωνας από Ρέθυμνον». Θα μεταφέρω φωνοληπτικώς τον διαμειφθέντα διάλογον.
- Ο Πολύβιος;
- Θαυμάζω την μνήμην σας κ. Υπουργέ, να ενθυμείσθε το μικρό μου όνομα, ενώ έχομεν να συναντηθώμεν από το 1932 ήτοι προ 24 ετών (είχομεν συναντηθεί τότε εις την ΔιεθνήνΈκθεσινΘεσσαλονίκης όπου είχα ως Νομάρχης Μεσολογγίου μεταβή).
- Και εγώ θαυμάζω πως έχασες την μνήμην σου, ενώ είσαι πολύ μικρότερός μου. Την τελευταίαν συνάντησίν μας είχομεν το 1935 εις το σπίτι του αδελφού σου Μάνου, όπερ μάλιστα δια πρώτην φορά εδοκίμασα το φρούτο Γκρέηπ Φρουτ.
- Πιστεύω ότι υπηρεσιακώς θα έχετε γνώσιν ότι εις το Ρέθυμνον υπάρχει Δημοσία Βιβλιοθήκη και ότι είμαι πρόεδρος της Εφορείας της.
- Ναι
- Ζητώ να μου δώσετε χρήματα να δυνηθώ να θέσω την βιβλιοθηκην, εις δημοσίαν χρήσιν.
Εκαλεσε τον αρμόδιον των εντελλομένων εξόδων και τον ηρώτησε εάν υπάρχει σχετική πίστωσις. Εις αρνητική απάντησίν του υπαλλήλου, στραφείς προς με, μου είπεν
- Άκουσες δεν υπάρχει πίστωσις. Θα σου δώσω εκ του περισσεύματος της καρδίας μου.
- Ευγενής και εγκάρδιος προσφορά, αλλά απαράδεκτος ως άϋλος. Εγώ ζητώ υλικήν.
- Πήγαινε κάτω και κάμε μου έναν πρόχειρον υπολογισμό. Πρόσεξε μη ζητήσεις πολλά διότι δεν θα πάρεις ούτε λίγα.
- Ακόμη μια χάριν κ. Υπουργέ.
- Έχεις και άλλο αίτημα;
- Μετά τινα χρόνου εορτάζεται η Ολοκαύτωσις του Αρκαδίου. Κατεβαίνουν Υπουργοί. Φροντίσετε να κατεβήτε διότι γνωρίζω πόσον αγαπάτε την Κρήτην.
- Με θέλεις ασφαλώς για να μου ζητήσεις κατι εκεί.
- Εμαντεύσατε την σκέψιν μου.
- Τοτε ένας των παρευρισκομένων τριών Μακεδόνων βουλευτών είπεν:
- «Ωμή ειλικρίνεια»
- Ο κύριος είναι Κρητικός του απήντησεν ο Υπουργός και με συνέστησε εις τους βουλευτάς οι οποίοι εγνώριζαν τον μακαρίτην αδελφόν.
Αμα επέστρεψα, έθεσα σκοπόν να γίνουν τα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης την 8 Νοεμβρίου 1956, δηλαδή να ετοιμασθούν τα πάντα εις διάστημα ολιγότερη του πενταμήνου.
Δια να γίνουν όμως τα έργα, σύμφωνα με τους τύπους, έπρεπε να περιμένω να ορισθή η έκτακτος χορηγία και να αναμορφωθεί ο προϋπολογισμός της χρήσεως 1955-56.
Αυτό εσήμαινε ότι τίποτα δεν θα ήτο δυνατόν να γίνει εντός του έτους, διότι η επιχορήγησις ωρίσθη τον Αύγουστον.
Δια τουτο υπο ιδίαν μου προσωπικήν ευθύνην, ήρχισα την εκτέλεσιν των έργων και όταν πλέον είχον διαπιστωθεί περίπου κατά κεφάλαια και άρθρα, αι δαπάναι εζήτησα την αναμόρφωσιν.
Φυσικά οι εργολάβοι και οι χορηγηταί, με εθεώρουν προσωπικώς υπεύθυνον έναντι των.
Τέλος, οσα επρογραμμάτισα εξετελέσθησαν την 8ην Νοεμβρίου 1956, εγένοντο τα επίσημα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης, παραστάντων όλων των επ’ ευκαιρία της εορτής, παρευρισκομένων εν Ρεθύμνω επισήμων.
Πόσο ήτο αναγκαία η βιβλιοθήκη, απέδειξεν ο αριθμός των μελετητών όστις ενίοτε υπερέβαινε και τους 100 ημερησίως.
Η πράξις απέδειξεν ότι το υπ’ εμού εκπονηθέν σύστημα ταξινομήσεως ήτο άρτιον.
Σημειώνω ότι το 1956 σύνολον των χορηγιών ανήλθεν εις δρχ 34575 ενώ αι δαπάναι ανήθλον εις 46983 ήτοι έμειναν παθητικά υπόλοιπα πληρωτέα κατά την νέα χρήσιν δρχ. 12408.
Κατά την χρήσιν 1957 μέχρις τέλους Αυγούστου, ότε απεχώρησα αι χορηγίαι και δωρεαί ανήλθον εις δραχ. 5650, ατοί δεν εκάλυπτον τα παθητικά υπόλοιπα εκτός των δαπανών λειτουργίας του οκταμήνου.
Σημειώ ότι δια συνεχών ενεργειών μου είχε ήδη διατεθή το 1957 και πίστωσις 10.000 δρχ. δια δομικά έργα τα οποία εξετελέσθησαν μετά την αποχώρισίν μου. Εστεγάσθησαν δύο εταιραι αίθουσαι χωρίς να γίνη επί διετίαν και πλέον καμία νέα εργασία.
Ο Δήμος εξηκολούθει να μην εκπληρώνει τας υποχρεώσεις του. Η τακτική του αυτή είχε δυσμενή ηθικήν επίδρασιν. Οσάκις εζήτουν χορηγίαν μου απήντων οι αρμόδιοι του υπουργείου «οι Ρεθύμνιοι τι εισφέρουν;».
Παρά την κοχλάζουσαν αγανάκτησιν μου, εδικαιολόγουν τα αδικαιολόγητα δια να εξουδετερώσω τας δυσμενείς εντυπώσεις.
Ο Δήμος όμως προέβη και σε κάτι χειρότερον.
Λόγω των εκτεθεισών αναγκών δεν εκπληρώθη ο ηλεκτροφωτισμός.
Η Δημοτική επιχείρησις Ηλεκτροφωτισμού διέκοψεν την παροχήν».
Εις το διοικητικόν Συμβούλιον του οποίου πρόεδρος ήτο ο Δήμαρχος ( και μέλος της Εφορείας ουδέποτε όμως εμφανισθέν) και περισσότερα μέλη Δημοτικοί Σύμβουλοι υπέμνησα ότι ο Δήμος, δηλαδή, ότι ο επιχειρηματίας ήτο οφειλέτης εις την Βιβλιοθήκην και ήτο νοητόν να αξιεί ο Δήμος δια της Επιχειρήσεως του να πληρώσει τα υποχρεώσεις της η Βιβλιοθήκη, ενώ ούτος ηρνείτο να εκπληρώσει τας ιδικάς του.
Δεν θα έκαμνα σήμερον μνείαν του πράγματος εάν δεν ελάμβανε χώραν το εξής.
Κατά το τέλος Αυγούστου 1956 ήτοι ελάχιστον χρόνον μετά την διακοπήν του φωτισμού εγκρίσει του Δημάρχου, αντικατεστάθη η Εφορεία και Πρόεδρος της νέας ωρίσθη ο κ. Δήμαρχος.
Η πρώτη του πράξις πρίν μάλιστα αναλάβει ήτο η επανασύνδεσις. Δεν θα σχολιάσω τη ενέργειαν ταύτην.
Αλλά μήπως δεν έγινε και έμμεσος αντίδρασις εις τον πλουτισμόν της βιβλιοθήκης εις βιβλία;
Θα αναφερθώ εις χαρακτηριστικά τινα επεισόδια.
Λόγω διαβολών, είχε επέλθη διακοπή της επαφής μου, με τον αείμνηστον Εμμ. Ι. Τσουδερόν, διοτι δεν ηδυνάμην να ανεχθώ πως έδωσεν πίστιν εις μιαν κακόβουλον ερμηνείαν προτάσεως μου, εις το Διοικητικόν Συμβούλιον του Νοσοκομείου του οποίου απετέλουν μέλος.
Τελικώς απεκαλύφθη η αλήθεια και όταν αρχάς Ιανουαρίου του 1956 μετέβην εις Αθήνας, πληροφορηθείς τούτο ο μακαρίτης δια του αδελφού μου Βάσου υπηρετούντος εις την Τράπεζαν Ελλαδος, με προσεκάλεσε να τον επισκεφθώ.
Ομολογώ ότι δεν μετέβην. Όταν όμως με εκάλεσεν εκ δευτέρου εσκέφθην ότι διέπραττα απρέπειαν μη αποδεχομένους την πρόσκλησιν.
Η συνάντησις μας υπήρξεν εγκάρδιος διότι μας συνέδεεν πατροπαράδοτος φιλία των δύο οικογενειών.
Εκάμαμεν πολύ λόγον δια το Ρέθυμνον και φυσικά έγινε λόγος και δια την βιβλιοθήκη.
Κατάπληκτος τότε ήκουσα να μου λέγη ότι είχεν λάβει την απόφασιν από μακρού να δωρίσει μέρος της Βιβλιοθήκης του εις Ρέθυμνο, αλλά εκείνοι οι προς τους οποίους ανεκοίνωσεν την πρόθεσίν του ηδιαφόρησαν δια την παραλαβήν και είχεν εγκιβωτίσει τα βιβλία (άνω των 2500) δια να τα παραδώσει εις την Βιβλιοθήκην Ηρακλείου.
Την υπόθεσιν και τα πρόσωπα γνωρίζουν τα μέλη της οικογενείας του.
Του υπεσχέθην ότι κατά την επιστροφή μου εξ Αμφίσσης όπου μετέβαινα , θα τα παραλάμβανα. Πριν όμως επιστρέψω εμεσολάβησεν ο θάνατος Του και τα παρέλαβα αργότερα.
Η Βιβλιοθήκη εκέκτητο πολλάς εγκυκλοπαιδείας εις ξένας γλώσσας και ουδεμίαν Ελληνικήν. Επληροφορήθην ότι το ΕφεδρικόνΤαμείον εκέκτητο μία του Ελευθερουδάκη.
΄Εκαμα αίτησιν να παραχωρηθεί αυτή και επ’ ευκαιρία της διαλύσεως του, άπασα η λοιπή βιβλιοθήκη του.
Το ΔοικητικόνΣυμβούλιον του Εφεδροταμείου απέρριψεν την αίτησιν, αλλα ο Νομάρχης κ. Σ. Σταματιάδης, εν τη αρμοδιότητι του, και με μεγαλύτεραν κατανόησιν και αγάπην προς το Ρέθυμνο από τα Ρεθύμνια μέλη του ετροποποίησε την απόφασιν και διέταξε τη παραχώρησιν.
Εχρειάσθη νέα αποφασιστική επέμβασις του δια να εκτελεσθεί η απόφασις.
Εις τον Δήμον είχε δωρίσει ο ομογενής κ. Στρατάκης αριθμόν τινά βιβλίων.
Ταύτα ευρίσκοντο εντός μπαούλων εναποτειθέμενων εις τους διαδρόμους του Δημαρχείου. Εχρειάσθη πολύς αγών δια να παραδοθούν εις την βιβλιοθήκην. Ολων των εκτεθέντων είχεν γνώσιν ο επίλεκτος Ρεθύμνιος και τιμών τα Ρεθυμνιακά Γράμματα κ. Γεώργιος Καλομενόπουλος, όταν εις κύκλον Ρεθυμνίων σχολιάζων τα γενομένα έλεγεν «ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΓΙΝΗΚΑΝ ΜΕ ΑΙΜΑ».
Υπήρξεν και ένα παράδειγμα πραγματικής κατανοήσεως και στοργής προς την Βιβλιοθήκην.
Το 1957 νομίζω διετάχθη το εδώ Ταχυδρομικόν Γραφείον να στείλη όλον το αρχείον του εις Αθήνας. Εις το αρχείον του, ευρίσκετο ολόκληρος , η σειρά της Επισήμου Εφημερίδος της Κρητικής Πολιτείας.
Ο αγαπών πραγματικώς το Ρέθυμνον συμπολίτης κ. Γεωργ. Μισιρλής με επεσκέφθη και μου συνέστησεν να ζητήσω δι ‘ αιτήσεως μου, να παραδοθεί η σειρά αυτή εις την Βιβλιοθήκην.
Έκαμα την αίτησιν και την διεβίβασεν με ευνοϊκήν εισήγησιν.
Το αποτέλεσμα ήτο να παραχωρηθεί η σειρά και αν ενθυμούμαι καλώς και άλλα τινά βιβλία.
Είχα οραματισθή το ηρειπωμένον κτίριον του περιβόλου της Αγίας Βαρβάρας, να διαμορφώσω, εις μεγαλοπρεπές μέγαρον, το οποίον θα στέγαζεν το ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ».
Ιδού το σχέδιον μου. Υπήρχον 4 μικρότερα διαμερίσματα και 1 μεγαλύτερον.
Θα εχρησιμοποιούντο ως εξής;
- Διαμέρισμα, δια την απόθεσιν εις αυτό, των συνήθως ζητούμενων βιβλίων.
- Διαμέρισμα (συνεχόμενον) δια αναγνωστήριον μαθητών και εφήβων γενικώς.
- Διαμέρισμα, ως βιβλιοθήκη συγγραμμάτων αποκλειστικώς Κρητών συγγραφέων, εις ειδικάς θυρίδας με πινακίδα του ονόματος εκάστου. Ούτω ο εισερχόμενος θα αντιμετώπιζε το πνευματικόν έργον των Κρητών, συγκεντρωμένον.
- Διαμέρισμα ως πινακοθήκη, όπου θα ενεκαθίστατο και το γραφείον, θα εχρησίμευεν ως αναγνωστήριον επιστημόνων και δια μικράς πνευματικάς συγκεντρώσεις.
Το μεγάλο διαμέρισμα θα διερρυθμίζετο καταλλήλως εις αίθουσαν διαλέξεων επεκτεινόμενον προς το όπισθεν μέρος κατά 5-6 μέτρα, όσον επιτρέπει η μέχρι τώρα του διαχωριστικού τοίχου απόστασις.
Θα εγίνοντο ωρισμέναι εγκαταστάσεις δια την προβολήν φωτεινών εικόνων. Επίσης θα ελαμβάνοντο μέτρα δια την καλήν ακουστικήν ως δια τον φωτισμόν ώστε να είναι κατάλληλος και δι’ εκθέσεις.
Η αίθουσα αυτή θα εχρησιμοποιείτο και ως αναγνωστήριον.
Δια τον όγκον των μηδόλως ή μόνον υπό ερευνητών δυναμένων να ζητηθώσι βιβλίων, θα κατασκευάζετο, εις το έναντι της εισόδου της Βιβλιοθήκης κηπάριον, αίθουσα.
Υπήρχε εκεί άλλωστε και παλαιότερον τοιαύτη, χρησιμοποιούμενη ως τάξις καθ’ α μου ανεκοίνωσεν, ο συμπολίτης κ. Μανούσος Χατζηγρηγόρης, φοιτήσας εις την αίθουσαν αυτήν.
Ο χώρος ουτος και η κατασκευή ειδικής εταζέρας εις την ήδη χρησιμοποιούμενην αίθουσαν, θα εξασφαλίσουν χώρον δια 20-30 χιλιάδες τόμους.
Η ανωτέρω χρησιμοποίησις του κτιρίου, δίδει την ευχέρειαν χρησιμοποιήσεως του, δι όλα όσα προβλέπει το αρθ. 2 του Ν. 1362/49 περί δημοσίων βιβλιοθηκών.
Θα απέκτα δε «η πόλις των γραμμάτων» αντάξιον της φήμης της Μέγαρον.
Η εκτέλεσις του ανω προγράμματος που είχεν αρχίσει και δι’ ενεργειών μου εστεγάστηκαν τα 4 διαμερίσματα. Δυστυχώς εδίδοντο επί των ημερών της προεδρίας μου, αι πιστώσεις με το σταγονόμετρον.
Καθ’ ο διάστημα προήδρευα, η Χριστιανική Ενωσις εζήτησε να της επιτραπή η στέγασις και η χρησιμοποίησις του μεγάλου διαμερίσματος. Απέκρουσα την αίτησιν.
Υπέδειξα εις τους ενεργούντας ότι θα εγκληματίσουν κατά της πόλεως επιμένοντες εις το αίτημά των .
Δεν επανήλθον οσον χρόνον εθήτευον.
Μετα την αντικατάστασιν μου, επανήλθον και απηυθύνθησαν εις την Νομαρχίαν.
Η Νομαρχία ήτις θέσει έπρεπε να ταχθή υπερ του Κρητικού Ιδρύματος, ενεργούσα αντιθέτως, απεφάνθη ότι η Δημόσια βιβλιοθήκη δεν εχει δικαιώματα επι του χώρου.
Το έγγραφον φέρει την υπογραφή του τότε Διευθυντού κ. Σταυρίδη, αλλ’ ούτος υπογράφει «εντολή του Νομάρχου». Γνωστού όντος του συγκεντρωτικού συστήματος του τότε Νομάρχου Γεωργίου Λυγεράκη, ασφαλώς η διατύπωσις ανταποκρίνεται εις την πραγματικότητα.
Άλλωστε το θέμα ήτο τοιούτης φύσεως και αφορά το Κρητικόν συμφέρον, ώστε ο Διευθυντής δεν θα ανελάμβανε τοιαυτην σοβαράν ευθύνην.
Η Χριστιανική Ενωσις, εστεγάσθη ήδη εκεί.
Το κακόν δεν είναι ανεπανόρθωτον. Δύναται να αποζημιωθή η Χ.Ε.Ν. δια τα γενομένας δαπάνας της (υπάρχουν ήδη τα χρηματικά μέσα) και να της διατεθεί δι’ ένα χρονικόν διάστημα η χρήσις της αιθούσης μέχρις ου δημιουργήσει ετέρα κατάλληλον στέγην .
Ευτυχώς το Δ. Συμβούλιόν της, αποτελούν Πνευματικοί άνθρωποι και έχοντες σχέσιν με το Υπουργείον Παιδείας, εις του την αρμοδιότητα υπάγεται η Δημόσια Βιβλιοθήκη, ώστε αναμφισβητήτως, θα εύρη κατανόησιν η ανωτέρω πρότασις.
Κατά τας αρχάς του 1957 ο συμπολίτης κ. Νίκος Σταθάκης εγκατεστημένος εν Ηρακλείω, εδώρησε εις την ΔημοσίανΒιβλιοθήκην την συλλογήν του εκ 1500 περίπου τόμων.
Ο μεταβάς δια οικογένειακήν του υποθεσιν εις Ηράκλειον, διαχειριστής της βιβλιοθήκης κ. Χάρις Σαριδάκης, δι ‘ εγγράφου του, μου ανεγνώρισεν ότι έπρεπε να σπεύσωμεν τα δωρηθέντα, διοτι ο κ. Σταθάκης πιεζόμενος υπο Ηρακλειωτών ήρχισεν υπαναχωρών και ότι απητούντο 1500 περίπου δρχ. δια την παραλαβήν, εγκιβωτισμόν και μεταφοράν.
Το έγγραφον αυτό του κ. Σαριδάκη διεβίβασα εις τον Νομάρχην ΓεώργιονΛυγεράκην, με την παράκλησιν όπως εκ του ποσού διακοσίων δολλαρίων δωρεάς της Παγκρητίου Ενώσεως Αμερικής, ην διέθεσεν δι’ αγοράν βιβλίων, διατέθει το αναγκαίο ποσόν, διότι η Βιβλιοθήκη εστερείτο χρημάτων.
Ηρνήθη να το πράξη. Μετ’ ολίγας ημέρας έλαβον νέον έγγραφον του κ. Σαριδάκη, ότι ο κ. Σταθάκης διέθεσε μέρος των βιβλίων εις ιδρύματα του Ηρακλείου χολωθείς διότι δεν τα παραλαμβάνομεν, και την παράλειψιν μας εθεώρη προσβλητικήν.
Έστειλα το νέον έγγραφον με αίτημα όπως διατεθεί το απαιτούμενον ποσό, με υποχρέωσιν της Βιβλιοθήκης να επιστρέψει εκ πρώτης εισπραχθησόμενης πιστώσεως.
Και ευθύς ο Γεώργιος Λυγεράκης ηρνήθη να το πράξει.
Την 15η Αυγούστου 1957είχα μεταβεί εις Ροδάκινον όπου ετελούντο τα αποκαλυπτήρια Ηρώου.
Ανεκοίνωσα εις παρευρισκόμενο Βουλευτήν κ. Πάυλον Βαρδινογιάννην τα ανωτέρω και του εζήτησα την μεσολάβησίν του.
Μετ’ ολίγον μου ανεκοίνωσεν, ότι ως τον επληροφόρησεν ο Νομάρχης, τα χρήματα «ΔΙΕΘΕΣΕΝ ΑΛΛΟΥ».
Απήντησα «τόσον τον χειρότερον, διότι θα τον παραλάβω με την Εφημερίδα».
Την επόμενη 16 Αυγούστου 1957 εις τα 10 το πρωί μου εκοινοποιείτο απόφασις της Νομαρχίας δι’ ης αντικαθιστάμην εις την Προεδρίαν δια του αιδεσ. Παπά Πέτρου Χαλκιαδάκη, προσωρινώς και μέχρι της επικειμένης ανασυγκρότησεως της (εις ην και προέβη μετά τινος ημέρας.)
Κατά της αποφάσεως ταύτης ήσκησα προσφυγήν ενώπιον του κ . Υπουργού των Εσωτερικών, δια του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας.
Παραθέτω το έγγραφον του κ. υπουργού Παιδείας, δι’ ου διεβιβάσθη η προσφυγή.
Αριθ. 109877/1853
Αθήναι 13 Σεπτεμβρίου 1957.
ΠΡΟΣ
Το Υπουργείον Εσωτερικών
Γραφείον κ. Υπουργού
Διαβιβάζοντες υμίν συνημμένως την από 17 Αυγούστου ε.ε.προσφυγήν του προέδρου της Εφορείας της Δημόσιοας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης κ. Πολυβίου Τσάκωνα κατά της υπ. Αριθ. 17916) 16-8-57 αποφάσεως του κ. Νομάρχου Ρεθύμνης μετά της εις αυτήν συνημμένης αλληλογραφίας, έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι εξετάσητε το όλον ζήτημα μετά πάσης αντικειμενικότητος και ευμενείας, καθ’ όσον ο κ. Τσάκωνας εις κρισίμους στιγμάς της Βιβλιοθήκης προσέφερε πολύτιμους υπηρεσίας, αίτινες δεν πρέπει ν’ αγνοηθώσι.
Ο Υπουργός
ΑΧ. ΓΕΡΟΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η χειρονομία του Γεωργίου Λυγερά αντικαταστήσαντος με εις την Προεδρείαν ενώ εσχεδίαζε την ανασυγκρότησιν της , αποτελούσα απάντησιν εις όσα ανωτέρω εξετέθησαν είναι εξώφθαλμος χαρακτηριστική ώστε περιττεύουν τα σχόλια.
Ταυτοχρόνως ο Γεώργιος Λυγεράκης διέταξε Διοικητικόν έλεγχον (Αύγουστος 1957) όστις ενηργήθη υπό δυο υπαλλήλων της Νομαρχίας.
Ούτε ο Διαχειριστής , δια τα διαχειριστικά, ούτε εγώ δια τα Διοικητικά, ηρωτήθημεν κατά την πολυήμερον έρευνα.
Μετα παρέλευσιν ΕΝΟΣ και πλέον έτους εξ αφορμής περιστατικού τινός, του οποίου γνώσιν έχουν οι διευθυνταί των εφημερίδων κ.κ. Λυκούργος Καφφάτος και Ιωάννης Καλαϊτζάκης ως και ο Βουλευτής κ. Εμμ. Παπαδογιάννης ως και άλλοι τινές, εζήτησα από τον ενεργούντα ανακρισιν δια την εν γένει πολιτείαν του Νομάρχου Γεωργίου Λυγεράκη, Επιθεωρητήν κ. Αρώνην να ζητήσει τον εις τα συρτάρια του Γεωργίου Λυγεράκη σχετικόν φάκελον και να προβή εις πάσαν επιβαλλομένην νόμιμον ενέργειαν.
Το αυτό αίτημα διετύπωσα και είς τον μετα μήνα περίπου ενεργήσαντα, επιθεώρησιν. Κ. Πουλάκον. Ούτος μάλιστα μου εξέφρασε την απορίαν του, πως δεν του ετέθη υπ’ οψιν του ο φάκελος κατά την προηγούμενην Επιθεώρησην του.
Εκ του γεγονότος ότι ουδέν ενεργήθη παρ’ αμφοτέρων τεκμαίρεται ότι εκ της μελέτης του φακέλου, ήχθησαν εις το συμπέρασμα ότι δεν διαπράχθη αδίκημα διοτι έδειχνε αντιθέτω περιπτώσει να διώξωσιν τον Νομάρχην βάση της διατάξεως του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικος, διότι παραλείποντες να το πράξωσι, εάν συνέτρεχε περίπτωσις επισύρουν καθ’ εαυτών τας κυρώσεις του άρθρου τούτου.
ΠΟΛΥΒΙΟΣ Β ΤΣΑΚΩΝΑΣ
Νοέμβριος 1959