ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΚΗ ΕΘΕΛΟΘΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΜΜ. ΠΑΧΛΑ
ΠΕΡΒΟΛΙΑ 7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1997
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΚΗ ΕΘΕΛΟΘΥΣΙΑ
(8 και 9 Νοεμβρίου 1866)
Του καθηγητή: ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Η επανάσταση του 1866 αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο του κρητικού ζητήματος, που ήταν ζήτημα «κατ’ εξοχήν» εθνικό. Ο κρητικός λαός αισθανόταν έντονη την ανάγκη να ενωθεί αδιάσπαστα με τη μητέρα Ελλάδα, με την καρδιά που θα του έδινε το απαραίτητο για την επιβίωσή του αίμα.
Η Κρήτη, αν και είχε λάβει ενεργό μέρος στην Επανάσταση του ελληνικού Έθνους στα 1821, και παρά τους μετέπειτα αγώνες της, δε μπόρεσε, δυστυχώς ως τα 1866, για λόγους Ευρωπαϊκής κυρίως, πολιτικής, να κερδίσει την πολυπόθητη λευτεριά της. Έτσι, φτάνουμε στη μεγαλειώδη Κρητική Επανάσταση του 1866-69. Το Αρκάδι, το μοναστήρι σύμβολο, θρύλος και δόξα, αποτελεί το αποκορύφωμά της. Το Αρκάδι σήμερα φαίνεται να βουλιάζει αναπαυμένο στη δόξα του σε χώρο άγριο ανάμεσα σε δάση, βουνοκορφές και φαράγγια ζαλιστικά. Χτίστηκε στα χρόνια του Αυτοκράτορα Ηρακλείου. Ένα βενετσιάνικο χρονικό μιλά για τους τριακόσιους καλόγερούς του και κάποιο άλλο για τα εξαίρετα κρασιά του που φυλάγανε οι μοναχοί στα κελάρια του. Σε Πατριαρχικό Σιγίλο του 1849 το Αρκάδι μνημονεύεται σαν Σταυροπηγιακό. Η παράδοση πως το μοναστήρι χτίστηκε από τον παλιό Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αρκάδιο ελέγχεται ως ανακριβής, ενώ το σωστό είναι ότι ιδρύθηκε από κάποιο Αρκάδιο, μοναχό.
Μα καιρός είναι, νομίζω, να παρακολουθήσουμε από κοντά τα μεγάλα γεγονότα των ημερών εκείνων, που παρόμοιά τους σπάνια, όπως ήδη σημειώσαμε, έχει να επιδείξει η ιστορία των λαών.
Το πρωινό εκείνο της 8ης Νοεμβρίου 1866 οι ελάχιστοι υπερασπιστές του μοναστηριού αντίκρισαν το μέγα πλήθος του τούρκικου στρατού να πλησιάζει ακάθεκτο σε δύο φάλλαγες η μια από την περιοχή του χωριού Καβούσι και η άλλη από την περιοχή του χωριού Σκουλούφια, Δυτικά του μοναστηριού. Οι δύο αυτές θέσεις, δυστυχώς, δε στάθηκε δυνατόν εξαρχής να οχυρωθούν ικανοποιητικά από τις δυνάμεις των χριστιανών, η μεν πρώτη, γιατί έφτασε είδηση που καλούσε τους οπλοφόρους να εμποδίσουν τον εχθρό σε άλλη περιοχή, τα δε Σκουλούφια, γιατί οχυρώθηκαν με ελάχιστες δυνάμεις. Τη στιγμή εκείνη της εμφάνισης του εχθρού οι πολεμιστές και τα γυναικόπαιδα παρακολουθούσαν με ευλάβεια τη θεία λειτουργία. Έφταναν ήδη στον Απόστολο της ημέρας, που ήταν της εορτής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ: «όπου επισκιάσει η χάρις σου, Αρχάγγελε, εκείθεν του διαβόλου διώκεται η δύναμις… Δι’ ο αιτούμεν σε τα πυρφόρα αυτού βέλη τα καθ’ ημών κινούμενα απόσβεσον…». Με τον ερχομό της είδησης όλοι τους αναστατωμένοι τελειώνουν εσπευσμένα τη θεία Λειτουργία και βγαίνουν έξω από την εκκλησία. Οι σκοποί με όση δύναμη έχουν αρχίζουν να βροντοφωνάζουν ομαδικά: «στ’ άρματα παιδιά!! στ’ άρματα!!». Κατόπιν ο σαραντάχρονος μόλις και μεγαλοπρεπέστατος στην εμφάνιση ηγούμενος Γαβριήλ απευθύνεται στο λαό με τούτα τα γεμάτα ηρωισμό και ευλάβεια λόγια: «παιδιά μου, κατά το ιερό μας Ευαγγέλιο θάνατος δεν υπάρχει αλλά μετάβαση στους ουρανούς. Ας πολεμήσουμε, λοιπόν, ηρωικά, με πνεύμα αυτοθυσίας και ας οδεύσουμε στον Πλάστη μας με πρόσωπο καθαρό. Ζήτω ο πόλεμος! Ζήτω η λευτεριά!!».
Τις τελευταίες ζητωκραυγές, πήραν, στη συνέχεια, στο στόμα τους οι πολεμιστές και τα γυναικόπαιδα κι ένα παράξενο πανηγύρι ξέσπασε ανάμεσά τους.
Ο φρούραρχος του μοναστηριού ανθυπολοχαγός πεζικού Δημακόπουλος Ιωάννης από της Καλάμες της Μεσηνίας, με φωνή επιβλητική από συγκίνηση και αποφασιστικότητα συμπληρώνει: «θα πολεμήσουμε ως άντρες για την πίστη και την πατρίδα» και συνεχίζει: «στις θέσεις σας πολεμιστές, στις θέσεις σας παιδιά!».
Τρέχουν αμέσως όλοι τους και καταλαμβάνουν τις προκαθορισμένες για κάθε πολεμιστή θέσεις, γύρω από το τείχος του μοναστηριού, καθώς και στις πόρτες και τα παράθυρα.
Ο ηγούμενος Γαβριήλ που έχει το γενικό πρόσταγμα, αεικίνητος όπως είναι, τρέχει και προφταίνει τα πάντα. Δίνει οδηγίες, ενισχύει και συγκρατεί. Και η θέα του μόνη εμπνέει την αυτοπεποίθηση. Ο λόγος του εμψυχώνει και αναπτερώνει το πάντοτε ακμαίο φρόνημα των αγωνιστών. Είναι, γενικά, ο παρήγορος άγγελος όλων ανεξαιρέτως των υπάρξεων που είχαν κλειστεί στο τιμημένο μοναστήρι.
Μαζί του, παράλληλα, ακουγόταν και η ενθαρρυντική φωνή του ανθυπολοχαγού Ιω. Δημακόπουλου, που παρότρυνε σταθερά σε αυτοθυσία με τους γενναίους βοηθούς του, τον επιλοχία Χριστοφίδη και τον ανθυπασπιστή Λοντόπουλο και εκείνη την άλλη υπέροχη ηρωίδα τη σεβάσμια «Χριστομάνα», όπως την ονόμαζε ο Δημακόπουλος, Χαρίκλεια Δασκαλάκη, από την Αμνάτο. Λέγεται, μάλιστα, ότι μεταξύ άλλων ενασχολήσεων της τελευταίας ήταν και να εφοδιάζει τους μαχητές με κρεμμύδια, για να «κρυώνουν» με αυτά τα πυρακτωμένα τους όπλα. Ακόμα, με κίνδυνο της ζωής της, τους μετέφερε και πολεμοφόδια, τρόφιμα και νερό και δεν παρέλειπε να τους μεταδίνει από τον άμετρο πατριωτισμό, από το θάρρος και από τη φλόγα που θέρμαιναν τα αδάμαστα στήθια της, παρηγορώντας και στηρίζοντας μ’ όλες της τις δυνάμεις τον πανίερο αγώνα.
Ο Μουσταφά πασάς δεν αποσώνει στο Αρκάδι. Τσαντηρώνει με την ακολουθία του στο άδειο αρχοντικό του Ν. Νταμπέργα, στη Μέση. Τις επιχειρήσεις διευθύνει ο γαμπρός του Σουλεϊμάν Βέης.
Τρεις φορές ο Σουλεϊμάν, προτού αρχίσει η επίθεση, καλεί με τουρκοκρητικό κήρυκα, από τον παρακείμενο λόφο του Κορέ, τους αγωνιστές του μοναστηριού να παραδοθούν. Τους υποσχόταν την ασφάλεια της ζωής τους και της μονής, αν παραδίνονταν ειρηνικά, διαφορετικά ήταν υποχρεωμένος να αρχίσει «πυρ» εναντίον τους. Η ψυχρή λογική έλεγε ότι θα δέχονταν τις προτάσεις αυτές, από τη στιγμή που οι υπερασπιστές του μοναστηριού διέθεταν μόλις 257 μάχιμους άντρες, από τους 964 (παιδιά, γυναίκες, μοναχούς) που κλείστηκαν στο μοναστήρι, ή σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, 250 μάχιμους άνδρες και 1500 γυναικόπαιδα.
Αντίθετα, απ’ έξω το τούρκικο ασκέρι άγγιζε τους 20.000 άντρες: 15.000 πεζικό, 2 πεδινά πυροβόλα, 2 πεδινές πυροβολαρχίες και αρκετό ιππικό, σύνολο 20.000 περίπου άντρες, Ασιάτες, Αιγύπτιοι, Αλβανοί και αρκετές χιλιάδες Τουρκοκρητικοί.
Οι μαχητές όμως του Αρκαδιού απορρίπτουν αμέσως τις δελεαστικές προτάσεις των Τούρκων, γιατί απλούστατα σκεφτόντουσαν με την καρδιά που την κατεύθυνε το ηρωικό πνεύμα και είχαν πάρει την αμετάκλητη απόφασή τους να αμυνθούν και να αποκρούσουν τους Τούρκους ακόμη κι αν η περίσταση απαιτούσε να θυσιαστούν για χάρη της πατρίδας όλοι τους μέχρι ενός. Τούτο και η θρυλική Δασκαλοχαρίκλεια, αυτή η περίφημη Μπουμπουλίνα του Αρκαδιού, δεν έπαυε να το κραυγάζει ψηλά πάνω από τα τείχη:
«… στους Καπετάνιους φώναζε να μην παραδοθούνε, να μην πιαστούν αιχμάλωτοι, κάλιο να σκοτωθούνε…».
Ο Σουλεϊμάν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η χούφτα αυτή των κρητικών πολεμιστών του Αρκαδιού θα επέμενε μέχρι τέλους να πολεμήσει. Περίμενε πως στο τέλος θα «λογικεύονταν» και θα παραδίνονταν χωρίς καν μάχη, ειρηνικά. Όμως, οι σκέψεις του δε βγήκαν αληθινές. Οι υπερασπιστές του μοναστηριού επέμειναν στην απόφασή τους. Έτσι, αναγκαστικά τώρα ο Σουλεϊμάν προχωρεί στο σχέδιό του. Διατάζει επίθεση που την υποστηρίζουν 30 ορειβατικά πυροβόλα.
Στις 8 του Νοέμβρη εξαπολύονται από τους Τούρκους αλλεπάλληλες επιθέσεις που αποκρούονται όλες αποτελεσματικά. Οι απώλειες των Τούρκων είναι πολύ βαρύτερες, γιατί έκαναν τις επιθέσεις τους ακάλυπτοι, ενώ οι υπερασπιστές του μοναστηριού, που αμύνονταν, είχαν ελάχιστες απώλειες, γιατί προστατεύονταν από το τείχος. Ακόμα, τα ολόσωμα βλήματα του πυροβολικού, τα οποία είχαν βάρος τρία μέχρι και εφτά κιλά, δεν έφερναν καμιά απολύτως φθορά στο τείχος της μονής.
Τα αποτελέσματα της πρώτης μέρας είναι για τους Τούρκους αποκαρδιωτικά, που, με μια δύναμη 20.000 αντρών, δεν καταφέρνουν να συντρίψουν την ολιγάριθμη φρουρά του Αρκαδιού, και επιπλέον, έχουν σοβαρές απώλειες σε τραυματίες και νεκρούς.
Παρόλ’ αυτά κατορθώνουν να κυριεύσουν τους σταύλους και τον ανεμόμυλο την πρώτη αμυντική θέση του μοναστηριακού συγκροτήματος. Τα κτίσματα αυτά έγκαιρα είχε συμβουλέψει τους χριστιανούς ο Γενικός Αρχηγός Πάνος Κορωναίος να τα γκρεμίσουν, για να μην χρησιμοποιηθούν από τους Τούρκους ως προμαχώνες, καθώς ακόμα και να μαζέψουν μέλισσες, για να τις εξαπολύσουν την κατάλληλη στιγμή ενάντια στον εχθρό. Κανένας, όμως, δεν τον άκουσε τότε. Κι έτσι έχοντας, πάντως, τα κτίσματα αυτά και μέχρι να πέσουν στα χέρια των Τούρκων, προσέφεραν στους πολιορκούμενους του μοναστηριού κάποια σημαντική ανακούφιση, αφού εφτά μόλις γυγαντομάχοι Κρητικοί, που είχαν κλειστεί μέσα στον ανεμόμυλο, προξένησαν στις τάξεις του εχθρού την πιο μεγάλη φθορά, μέχρι το βράδυ που όλοι τους έπεσαν ηρωικά.
Με το πέσιμο της νύχτας οι πολιορκούμενοι μπαίνουν στον ιερό ναό, γονυπετούν μπροστά στις άγιες εικόνες και κάνουν παράκληση προς τον Ύψιστο θεό, στο τέλος της οποίας ορκίζονται όλοι μαζί ομόφωνα –άνδρες, γυναίκες και καλόγεροι –μεταξύ των οποίων και ο ηγούμενος της μονής, τον παρακάτω όρκο: «ορκιζώμεθα εν ονόματι της πίστεως και της πατρίδος ν’ αποθάνωμεν άπαντες υπέρ της ελευθερίας της φίλης ημών πατρίδος».
Στη συνέχεια συγκροτείται πρόχειρο πολεμικό συμβούλιο και αποφασίζεται να σταλούν αμέσως μαντατοφόροι στον Κορωναίο, ο οποίος περιόδευσε από μέρες στις επαρχίες Αγίου Βασιλείου και Αμαρίου με σκοπό τη συγκέντρωση ενισχύσεων. Το πρώτο μήνυμα υπογράφουν ο Γαβριήλ, ο φρούραρχος Δημακόπουλος, οι καπεταναίοι και τα μέλη της επιτροπής που είχαν μείνει να πολεμήσουν. Το δεύτερο, πιο λακωνικό, υπογράφεται από τον Ηγούμενο και το Δημακόπουλο. Το παραθέτουμε κατά λέξη:
Προς τον κύριον Πάνο Κορωναίο
Συνταγματάρχην
Και Γενικόν Αρχηγόν,
Όπου ευρίσκεται
Γενναιότατε Αρχηγέ Π. Κορωναίε, προφθάσατε μίαν ώραν ταχύτερον, διότι μας έκλεισε και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς.
Εν τη Ιερά Μονή Αρκαδίου την 8 Νοεμβρίου 1866.
Η Β’ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΟΡΩΝΑΙΟ
ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ ΜΑΥΡΑΚΗ
Συντ/χου εκπ/κου
Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Πολιτ. Σύλλογο Περιβολίων στις 7 Νοεμβρίου 1997 με την ευκαιρία της 131ης επετείου της Αρκαδικής Εθελοθυσίας