Ποιος τελικά είναι ο πυρπολητής του Αρκαδίου;

Τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύς λόγος για το ποιος ήταν εκείνος που την παγερά φθινοπωρινή πρωία της Τρίτης 8 Νοεμβρίου 1866 έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του Αρκαδίου και την ανατίναξε, θάβοντας στα ερείπια 786 ψυχές που προτίμησαν να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν;

Σύμφωνα με τις έρευνες που έχουν γίνει, υπάρχουν δύο απόψεις. Η μία υποστηρίζει ότι την έβαλε ο Κων/νος Γιαμπουδάκης και η άλλη ο δάσκαλος Μανόλης Σκουλάς από τα Ανώγεια. Κάθε πλευρά παρουσιάζει στοιχεία και ντοκουμέντα για να ενισχύσει τη θέση της. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να υποβαθμίσει το γεγονός της ηρωϊκής θυσίας.

Είχα διδαχθεί στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, στην Ακαδημία ότι πυρπολητής ήταν ο Κων/νος Γιαμπουδάκης από το Άδελε. Αυτό δίδαξα κι εγώ στο μάθημα της Ιστορίας.

Η άλλη άποψη ομολογώ, μου ήταν άγνωστη.

Οταν προέκυψε το θέμα, συμβουλεύτηκα κάποιες εγκυκλοπαίδειες (δεν είχα την δυνατότητα να έχω προσβάσεις σε κρατικά αρχεία για πληρέστερη ενημέρωση που γράφουν ότι: “Πυρπολητής είναι ο Κων/νος Γιαμπουδάκης και σε παρένθεση, κατ’άλλους ο Μανόλης Σκουλάς. Yπάρχει λοιπόν θέμα.

Δεν ξέρω αν τα στοιχεία που υπάρχουν είναι ικανά να επιβάλουν την μια ή την άλλη άποψη.

Γνώμη μου είναι ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια επιστημονική επιτροπή από ιστορικούς μελετητές και να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα που να γίνει αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.

Αν τα στοιχεία που θα συγκεντρωθούν, είναι εξίσου σοβαρά, ας δεχτούν ότι το δαυλό για την ανατίναξη τον πέταξε ο Γιαμπουδάκης αφού τον άναψε ο Σκουλάς ή το αντίθετο. Η διαιώνιση του θέματος θα κάνει, νομίζω, περισσότερο κακό παρα καλό.

Εχω δύο μαρτυρίες και οφείλω να τις καταθέσω.

Η πρώτη προέρχεται από μια ομιλία που κάνει το 1967 ο γυμνασιάρχης Στυλιανός Πανηγυράκης με θέμα “η ολοκαύτωσις του Αρκαδίου”.

Η ομιλία είναι μακροσκελής. Αφού κάνει ένα σχετικό πρόλογο εισέρχεται στο κυρίως θέμα.

Εδώ κάνει λεπτομερή ανάλυση των γεγονότων που προηγήθηκαν της 8ης Νοεμβρίου, με πολλά στοιχεία, με ονόματα, με ημερομηνίες, αναφορές και διακηρύξεις, που σημαίνει ότι έχει εξετάσει πολλές πηγές και δεν είναι μια ομιλία φιλολογικού περιεχομένου. Οταν φτάνει στην τελευταία επίθεση των Τούρκων γράφει:

“Ο ήλιος έγερνε προς την δύσιν του ότε εσήμαναν οι σάλπιγγες δια τρίτην και τελευταίαν επίθεσιν.

Ο Κορωναίος ακούει τα σαλπίσματα και διαισθάνεται την πτώσιν. Την προλέγει μάλιστα. Οι δικοί μας ήσαν ελάχιστοι. Άδειασαν τα όπλα των. Δεν υπήρχε χρόνος δια να τα ξαναγεμίσουν. Ολιγοστεύουν οι πυροβολισμοί, ο εχθρός εισορμά ακάθεκτος. Οι ιδικοί μας στηρίζουν πλέον της ελπίδας των, εις τον Θεόν και τα μαχαίρια των.

Εισέρχονται πρώτοι οι Αιγύπτιοι. Κατόπιν το “πολιτικό ασκέρι”. Μαζί των οι Αλβανοί και οι άτακτοι. Οι πλέον θηριώδεις. Η αυλη μεταβάλλεται σε κόλασιν. Οι ζωντανοί πατούν επί πτωμάτων τρομακτικώς ακρωτηριασμένων.

Τα πρόσωπα, τα χέρια, τα ενδύματα, τα πόδια βαμμένα από το αίμα των εχθρών και των αδελφών.

Ο εχθρός μανιώδης, κατακλύζει το περίβολον. Τρομακτικός ο επιθανάτιος ρόγχος των θυμάτων. Αλλαλαγμοί και φρικώδεις βλασφημίαι των Τούρκων.

Ο Γαβριήλ προμαχών εις το ηγουμενείον τραυματίζεται θανασίμως. Παραδίδει το εγκόλπιον του εις την Δασκαλάκαιναν. Και εντός ολίγου και την ψυχήν του, (ώρα 13.30) εις τον Πλάστην μας. Δεν επέζησεν, ευτυχώς, της πτώσεως, μολονότι οι Τούρκοι τον ήθελον ζώντα.

Το τέλος, το τόσον τραγικόν είναι πλησίον.

Ο ηρως Κ. Γιαμπουδάκης, από το Άδελε, το διαβλέπει.

Προχωρεί, έστω και χωλαίνων κατά το βάδισμα (είχε τραυματισθεί και αυτός) προς την πυριτιδαποθήκη για την εκτέλεσιν του χρέους. Κατέρχεται τα ολιγα σκαλιά και πλησιάζει τα ανοικτά βαρέλια, τα πλήρη πυρίτιδος.

Τα γυναικόπαιδα συνωθούνται περί αυτόν. Ελάχιστοι λιποψυχούν και φεύγουν. Στρέφεται προς ανατολάς. Κάμνει το σημείον του σταυρού και πυρπολεί την πυρίτιδα”.

Ο Γυμνασιάρχης συνεχίζει και λέει για την κατάστασιν που ακολούθησε την ανατίναξη. Ακόμη παραθέτει: “Ακολουθεί και άλλη, όχι επιτυχής, έκρηξις υπό το ηγουμενείο”. Μήπως στο σημείο τούτο υπάρχει η σύγχυση για τον πυρπολητή; Η απορία είναι δική μου.

Ο Γυμνασιάρχης με πολλές λεπτομέρειες συνεχίζει να εξιστορεί τα γεγονότα που διεδραματίσθηκαν τις επόμενες μέρες.

Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται από τον Ντουμη Ιωάννη ή Αναγνώστη. Έλαβε μέρος σε πολλές επαναστάσεις καθώς και σ’εκείνες του 1866 και 1897 και είχε το χάρισμα να καταγράφει σε δεκαπέντασύλλαβους ομοιοκαταληκτους στίχους σε κρητικό ιδίωμα τα γεγονότα που έζησε. Τα ποιήματα αυτά εκδόθηκαν από το γιο του το 1910 με τον τίτλο “Οι αγώνες της Κρήτης”. Για την επανάσταση του 1866 και για το επίμαχο σημείο γράφει:

Ένας με δέκα οι Έλληνες τρεις ώρες πολεμούνε

μα να καταπονέσουνε χιλιάδες δεν μπορούνε

Αρκάδι υπερθαύμαστο κι Άγιο Μοναστήρι

Σήμερις έχει ο Μουσταφάς μεγάλο πανηγύρι

Αξιοθαύμαστε ναέ, Μονή του Αρκαδίου

Σήμερις θυσιάζεσαι στσ’οκτώ του Νοεμβρίου

Σαν εγεμίσαν οι αυλές κι οι σταύλοι γεμισμένοι

Τότε ο Γιαμπούς ο Κωσταντής δε στέκει ν’ανιμένει

Δίδει τω λαγουμιώ φωθιά, το τέλος να το κλείσει

κι έκαμε και του Μουσταφά κουρμπάνι να δειπνήσει.

Αυτά τα ταπεινά έχω να καταθέσω χωρίς να υποστηρίζω ότι δεν υπάρχουν άλλα ισχυρότερα στοιχεία.

Αυτά τα στοιχεία καλούνται οι ασχολούμενοι με την Iστορία να παρουσιάσουν. Άλλωστε αν οι παλιοί, οι ανώνυμοι δεν είχαν τη θέληση να προτιμήσουν τον θάνατο από τη σκλαβιά δε θα ψάχναμε σήμερα να βρούμε ποιος έβαλε τη φωτιά.

Γεώργιoς Δ. Φλουρής
συνταξιούχος δάσκαλος
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΔΑ

Αφήστε μια απάντηση