ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΑΚΗ : Μνήμες από το μέτωπο

Η Δράσις μου από της ενάρξεως του πολέμου  μέχρι τον τραυματισμό μου και συλλήψεώς μου στην ΑΛΒΑΝΙΑ

 

 

28 Οκτωβρίου 1940

Πόλεμος!

Δευτέρα πρωί. Οι Ευέλπιδες καθισμένοι  εις τα γραφεία τους στις μεγάλες αίθουσες των μελετητηρίων της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, αμέριμνοι ασχολούνται, άλλοι μεν  με την ολοκλήρωσιν της μελέτης των μαθημάτων της Δευτέρας, άλλοι ,με το κεφάλι στηριγμένο στα δύο τους χέρια αναπολούσαν τις ευχάριστες ώρες που πέρασαν τις δυο προηγούμενες μέρες στην «Έξοδο».

Στη δευτέρα κατηγορία ήμουν κι εγώ. Έκανα επιπλέον σχέδια ,το πώς θα πέρναγα πιο ευχάριστα την ερχομένη έξοδο, περιλαμβάνοντας εις το πρόγραμμά μου και μια νέα γνωριμία με μία κοπέλα ,που είχα κάμει εις ένα  πάρτι στο σπίτι  του συμμαθητού μου Δημήτρη Κουφαλιτάκη, που γιόρταζε το Σάββατο, κι είχαμε κάμει παρέα  την Κυριακή μαζί.

Τα σχέδια,  τα προγράμματα και τις αναπολήσεις μου διέκοψε  ξαφνικά ένας ασυνήθιστος θόρυβος, ο οποίος εδημιουργείτο από ένα γκρουπ Αξιωματικών εις τον διάδρομο των μελετητηρίων.

Τη στιγμή εκείνη που θα τη θυμάμαι εις όλη μου τη ζωή, μπαίνει ο Αξιωματικός της Υπηρεσίας χλωμός, ταραγμένος ,χωρίς το συνηθισμένο του χαμόγελο και ανεβαίνοντας στην έδρα, ενώ εμείς ευρισκόμεθα εις στάσιν προσοχής ,μας αναγγέλλει «Η Ελλάς ευρίσκεται από του μεσονυκτίου εις  εμπόλεμον κατάστασιν με την Ιταλίαν, κατόπιν ατίμου προκλήσεως  των ύπουλων και δειλών Ιταλών. Λεπτομέρεια περί της κηρύξεως του πολέμου και διαταγαί  περί του τι θα πράξη  έκαστος εξ υμών,  θα σας δοθούν εις  την  αίθουσαν διασκεδάσεως, όπου θα συγκεντρωθή όλη η Τρίτη τάξις των Ευελπίδων».

Εις την τάξιν αυτήν ανήκα κι εγώ.

Εις την συγκέντρωσιν αυτή με περίμενε μια δυσάρεστος ανακοίνωσις. Μας ανηγγέλθησαν τα όπλα εις τα οποία βγήκε ο καθένας και εγώ εβγήκα στο Πεζικόν, παρά την επιθυμία μου να βγω στο Πυροβολικό.

Μετά την  αναγγελίαν των όπλων, εις  τα οποία έβγαινε ο καθένας μας, εξηγήθησαν τα προηγηθέντα μεταξύ Ιταλικής κυβερνήσεως και της δικής μας προ της κηρύξεως  του πολέμου. Τα λόγια του Αξιωματικού ηκούσθησαν με  νεκρική σιγή και μόλις τελείωσε,  το τι  έγινε δεν περιγράφεται.

Φωνές, ζητωκραυγές και βρισιές  εναντίον των Ιταλών διά τον άνανδρον, ύπουλον, και άτιμον τρόπον, με τον οποίο επροκάλεσαν την Ελληνικήν Κυβέρνησιν διά να την ωθήσουν μέχρι πολέμου, εγέμισαν την ατμόσφαιρα όλης της Σχολής. Οι Ευέλπιδες ΙΙΙ, εξερχόμενοι της «αίθουσας διασκεδάσεως», έδιδαν εντύπωσιν χειμάρρου με δαιμονισμένο θόρυβο, ο οποίος ξεχύθηκε και εγέμισε όλη την Σχολή. Η Σχολή τώρα είχε χάσει, τη συνηθισμένη της όψιν, η οποία εκαθορίζετο από τη ζωή των Ευελπίδων,  οριζομένη με ακρίβεια δευτερολέπτων στην εντέλεια κάθε των εργασίαν. Στη Σχολή σήμερα έβλεπες άλλους να μεταφέρουν κιβώτια, άλλους να κάνουν ουρές, για να πάρουν λεπτά, ή να παραδώσουν ρουχισμό, βιβλία, κλπ.

Τελικώς, το μεσημέρι μας  εδόθηκαν τα Φύλλα Πορείας, εις  τα  οποία εγράφετο το πού θα πήγαινε και σε ποιά Μονάδα θα παρουσιασθεί έκαστος. Εγώ επήγαινα στη  Θεσσαλονίκη.

Μετά τρίωρον άδεια που θα μας επιτρέπετο να αποχαιρετήσομεν τους οικείους μας, ήτο η διαταγή άπαντες να συγκεντρωθούν εις την Πλατείαν της Σχολής, όλοι να επιβιβασθούν των αυτοκινήτων, διά την μετάβασιν εις Σιδηροδρομικόν Σταθμόν Λαρίσης ,προς επιβίβασιν εις τους Σιδηρόδρομους.

Η επιστροφή των Ευελπίδων ΙΙΙ από την τρίωρον άδεια κοντά, τίποτα σχεδόν δεν είχε μεταβάλει τον ενθουσιασμόν των και τις ζητωκραυγές των, κατά την συγκέντρωσιν εις την πλατείαν μετά την έξοδο.

Μόνο μερικοί, οι οποίοι είχαν τα σπίτια τους εις την Αθήνα ,ήσαν αποτραβηγμένοι από τους άλλους και με μάτια  κάπως κόκκινα από το κλάμα ήσαν απορροφημένοι στις σκέψεις τους.

Οι  πρόσφατες εικόνες του αποχαιρετισμού, με τους δικούς τους δικούς των, ήσαν ακόμα όπως εφαίνετο –ζωηρές εις την σκέψιν τους και με δυσκολία οι άλλοι φίλοι τους, τους παρέσυραν εις τα  γκρουπ των άλλων, οι οποίοι τραγουδούσαν διάφορα εμβατήρια.

Τότε  ήμουν μόλις 20 ετών  παιδί και οι σκέψεις που απασχολούσαν το μυαλό μου- όπως είναι επόμενον- δεν μπορούσαν να ήταν παρά παιδιάστικες. Θυμάμαι ότι είχα μια κρυφή χαρά το ότι άφηνα τη μονότονη ζωή της Σχολής, για να αρχίσω μια ζωή δράσεως και μάλιστα δράσεως πολεμικής, η οποία, αν έκρινα από τας ασκήσεις μάχης θα πρέπει να μην ήταν και πολύ άσχημη.

Στη χαρά αυτή ήρχετο η ανάμνησις του σπιτιού μου και μ’ έκανε και μένα σκεφτικό, αναλογιζόμενος το τι  θα εγίνετο εκείνη τη στιγμή σπίτι μου. Φανταζόμουν τον Πατέρα μου στενοχωρημένο διότι εγώ θα πήγαινα στον πόλεμο και τη Μητέρα μου να του δίνη κουράγιο, ενώ στην πραγματικότητα σ’ εκείνη θα έπρεπε κάποιος να της δώσει. Η αδελφή μου ήρχετο συνεχώς στη σκέψη μου και τη φανταζόμουν να κλαίει σε ένα δωμάτιο ,χωρίς να λέει σε κανένα τίποτα.

Αυτές τις σκέψεις τις έκανα, διότι ήξερα την ιδιοσυγκρασία έκαστου και είδα και πώς αντέδρασε ο καθένας τους, όταν τον Σεπτέμβριον του 1940 είχαν ξαφνικά ανακληθεί οι άδειες της θερινής περιόδου των Ευελπίδων και είχα φύγει κι εγώ από το χωριό μου, Σπήλι Ρεθύμνης, όπου παραθέριζα με την οικογένειά μου, ανακόπτοντας την άδεια.

Όσο ήμουν απορροφημένος στις σκέψεις μου αυτές, ένα κόμπος ανέβαινε στο λαρύγγι μου, ώσπου στο  τέλος ξέσπασε σ’ ένα βούρκωμα των ματιών μου.

Από την κατάσταση αυτή με απέσπασε ο φίλος  μου ο Δημήτρης, ο οποίος μου είπε ότι εξω από τη Σχολή ήλθε η παρέα η χθεσινή, για να μας αποχαιρετήσει.

Πήγα κι ευτυχώς ήταν όλοι τους χαρούμενοι κι έτσι πήρα κι εγώ εν μέρει, το συνηθισμένο μου χαρούμενο ύφος.

Εκείνη την ώρα έκαμαν την εμφάνισίν τους Ιταλικά αεροπλάνα και διαταχθήκαμεν όλοι οι Ευέλπιδες να εγκαταλείψωμεν τη Σχολή και να σκορπίσωμεν εις  το παρακείμενον δασύλλιον.

Για μας ήταν ό,τι εχρειάζετο εκείνη τη στιγμή και περισσότερο για μένα, που με τα αστεία, τα γέλια και τα σχέδια, τα οποία η παρέα μας βοηθούσε να κάμωμεν για μάχες, για νίκες κλπ.πέρασε κάπως η κατάστασις που μου είχε δημιουργήσει η ανάμνησις του σπιτιού μου.

Μετά την λήξιν του συναγερμού έγινε ο αποχαιρετισμός, που για μένα επί αρκετό καιρό μετά, ήταν στην ανάμνησίν μου και κατά τη γνώμη μου , ήταν ένα από τα μεγάλα κακά που μπορούσε να μου κάμει ο πόλεμος!

Η επιβίβασις στα αυτοκίνητα κι η μετάβασίς μας εις τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης έδιδε την εντύπωσιν ότι πηγαίναμε σε πανηγύρι.

Άμα νύκτωσε έγινε η επιβίβαση στο Σιδηρόδρομο, για να μας μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη.

Το γεγονός της επιβιβάσεως ήταν το πρώτο που μου έκαμε να φέρω στη μνήμη  μου τις ιστορίες που είχα ακούσει  από τον πατέρα μου για μεταφορές στρατευμάτων κατά τον Μικρασιατικό Πόλεμο και για τη μαρτυρική πολλές φορές κατάσταση των μεταφερομένων.

Έτσι και  στη δική μας την περίπτωση τώρα. Είχαμε στριμωχτεί σε κάθε βαγόνι, τόσοι που μόλις και μετά βίας κατορθώναμε να πατάμε χάμω. Όρθιοι και στριμωγμένοι περάσαμε όλη την πρώτη νύκτα της πρώτης ημέρας του πολέμου, χωρίς να κοιμηθούμε και έτσι εφθάσαμε στη Θεσσαλονίκη τας πρωινάς ώρας της επομένης.

Έτσι πέρασε η πρώτη μέρα της κηρύξεως του πολέμου, η μέρα που μου μένει ζωηρά στη μνήμη μου, με όλες τις λεπτομέρειες των γεγονότων  που έλαβαν χώραν κατά αυτήν, διότι μου άλλαξε ριζικά τον τρόπο της ζωής. Από την μονότονη ζωή του Ευέλπιδος, μπήκα στην τρικυμισμένη και πλήρη πρωτοβουλίας ζωής του Αξιωματικού, εν καιρώ πολέμου. Από την παιδιάστικη ζωή στη ζωή του ανδρός και μάλιστα του ηγήτορος. Από την ανεύθυνον και εύκολη ζωή στη γεμάτη ευθύνας έναντι του εαυτού μου κι έναντι των άλλων, τους οποίους θα είχα  υπό τας διαταγάς μου.

Από την ειρήνη στον Πόλεμο!

 

29-10-40 έως 7-11-40

Την επομένη της αφίξεώς μας εις την Θεσσαλονίκη επαρουσιάσθην εις Γ’ Ανωτέρα Στρατιωτική Διεύθυνσιν και ετοποθετήθην εις ένα Λόχον του Εμπέδου, ως Διμοιρίτης, μαζί με δύο άλλους συμμαθητάς μου.

Διά πρώτη φορά ανελάμβανα διοίκησιν και μάλιστα το  τμήμα μου αποτελείτο από αγυμνάστους δηλαδή άνδρας άνω των 30 νέων.

Το γεγονός αυτό είχε  μια περίεργη αντίδραση στο ψυχολογικό μου κόσμο  και  μου εφαίνετο παράξενο το ότι ελεγόμουν  ηγήτωρ και η κάθε κουβέντα ήτο διά τους άλλους Διαταγή!

Δούλευα μέχρις υπερκοπώσεως, διότι σαν αρχαιότερος και επειδή ο Διευθυντής του Λόχου ήτο Υπ/γος επιστρατευθείς, μόλις προ διημέρου είχα και τη δουλειά του Λοχαγού  ουσιαστικά αναλάβει.

Δεν θα απόφευγα την υπερκόπωσιν εάν έπειτα από εν δεκαήμερον δεν ήρχετο διαταγή τοποθετήσεώς μου από  Γ’ Ανωτ. Στρατ. Αξιωματικών εις Διεύθυνσιν Αυτοκινήτων. Εκεί ανέλαβα Υπηρεσίαν βοηθού του  Διευθυντού και κάπως ξεκουράσθηκα και επιπλέον μου εδόθη ο καιρός να ασχοληθώ και με την ιδιωτική μου  ζωή ας πούμε και να περάσω και λίγο την ώρα μου, όπως επέβαλε η ηλικία μου.

 

7-11-40

Την ημέρα αυτή έγινε η Ορκωμοσία μας ως Ανθυπολοχαγοί.

Η τελετή απλή, καθαρώς στρατιωτική, όπως επέβαλε  το, υπό των περιστάσεων πρόγραμμα   έλαβε χώρα εις το προαύλιον του 50ου Συντάγματος.

Τώρα πλέον είμεθα ανθυπολοχαγοί, οι οποίοι δεν εκωλύοντο  από  τίποτα διά να μεταβούμεν στο Μέτωπον.

 

8-11-40

Ένα γκρουπ από  Αξιωματικούς συναδέλφους αποφασίσαμεν να υποβάλωμεν αναφορά, ζητώντας να μεταβούμεν  αμέσως εις το  Μέτωπον.

Η σκέψις ότι θα ερρίπτοντο οι Ιταλοί στη θάλασσα και θα… τελείωνε ο πόλεμος και εμείς θα μέναμε απειροπόλεμοι, ενώ οι άλλες τάξεις που είχαν βγει προηγουμένως θα είχαν ιδέα τι εσήμαινε πόλεμος, μας έκανε έξω φρενών και η ανυπομονησία μας κάθε μέρα μεγάλωνε.

Στη σκέψη αυτή αν προσθέσετε και τον ενθουσιασμό μας και την επιθυμίαν μας να λάβωμεν και ‘μεις μέρος εις την ένδοξον προέλασιν του Στρατού μας, μπορείτε να εξηγήσετε το γιατί την επομένην της ορκωμοσίας μας υποβάλαμεν τας αναφοράς μεταβάσεώς μας στο Μέτωπον.

 

9 έως 20-11-40

Η ζωή στη Θεσσαλονίκη ήτο άσχημη για μας, που τώρα είχαμε την ελευθερίαν να ρυθμίσωμεν  όπως θέλαμε τη ζωή  μας χωρίς να είμεθα κλεισμένοι στους τέσσαρες τοίχους της Σχολής Ευελπίδων και να σηκωνόμεθα προτού ξημερώσει και να κοιμώμεθα μόλις νυκτώσει ,απομονωμένοι από του λοιπού κόσμου.

Η ζωή κυλούσε ήσυχα και μόνο κάπου- κάπου διεκόπτετο, από τις σειρήνες του συναγερμού που μας  ανάγκαζαν την ημέρα να εγκαταλείπωμεν την δουλειά μας, για να αρχίσωμεν  το καλαμπούρι στα καταφύγια του Ιταλικού Σχολείου, οδός Μισδραχή, όπου εστεγάζετο  η Γ’ ανωτέρα Στρατιωτική Διεύθυνση τη δε  νύκτα να ανακόπτωμεν τον ύπνον μας και να κατεβαίνωμεν εις το  ισόγειο του σπιτιού για να αντικρύσωμεν το θέαμα της συγκεντρώσεως της γειτονιάς εν αδαμιαία περιβολή…, πώς να την χαρακτηρίσω, αφού οι περισσότεροι από την βιασύνη τους, ήρχοντο σχεδόν χωρίς περιβολή!

Εις το σπίτι αυτό (Αγ. Τριάδα) εκαθόμουν, από της πρώτης ημέρας της αφίξεώς μου στη Θεσσαλονίκη. Η κυρά Μαρία η σπιτονοικοκυρά μας επεριποιείτο  σαν παιδιά της εμένα και ένα συμμαθητή μου Χωρεμιώτη  που εκαθήμεθα  εις ένα δωμάτιο.

Ένα μεσημέρι, ενώ ήμουν έτοιμος να ξαπλώσω να ξεκουρασθώ λίγο, ακούω ότι κάποιος ταγματάρχης ζητούσε τον  ανθυπολοχαγό Σαββάκη.

Βγαίνω από το δωμάτιο και αντικρίζω τον… Πατέρα μου!

Ήτο με στολή Ταγματάρχου.

Τα συναισθήματα σε  τέτοιες περιστάσεις  δεν  θα τα περιγράψω από φόβο ότι δεν θα τα καταφέρω ούτε κατ’ ελάχιστον να αποδώσω εκείνο που αισθανόμουν.

Είχα  μπροστά μου τον Πατέρα μου, ο οποίος είχε επανακληθεί με την κήρυξη του πολέμου, εις τας τάξεις του Στρατού και επήγαινε  στο  Μέτωπο!

Πατέρας και Γιος είχαν αφήσει το σπίτι τους, μόλις προ ημερών ο πρώτος και προ μηνός ο δεύτερος για να μεταβούν και οι δυο στο Μέτωπο.

Το σπίτι μας είχε  τώρα και τους δύο προστάτας στο δρόμο προς την πρώτη γραμμή του πυρός.

Έμενε δε πίσω η μητέρα μου με την αδελφή μου, δύο γυναίκες χωρίς η μία να μπορεί να παρηγορήσει την άλλη, ούτε να της βγάλει την εφιαλτική σκέψη, ότι από στιγμή σε στιγμή θα  μπορούσε να τους έλθει ένα γράμμα, που να  λέει ότι ο ένας από τους δύο έπαθε κάτι ή και οι δύο καμιά φορά.

Η ψυχολογία μας όμως και εμάς δεν ήτο και πολύ διάφορος.

Από τας συζητήσεις μας καταλάβαινα κάπως ότι η μόνη ανησυχία του ενός ήτο το να μην πάθει ο άλλος τίποτα.

Κανείς από τους δυο μας δεν ενδιαφέρετο για τον εαυτόν του.

Έτσι παρουσιάσθη το φαινόμενον, όταν μετά δύο ημέρες αποχαιρετούσα τον πατέρα μου στο  Σιδηροδρομικό σταθμό κατά την αναχώρησιν του τραίνου, που θα τον μετέφερε στο Μέτωπο, εγώ μεν να μη μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα που ανέβαιναν στα μάτια μου, ενώ ο πατέρας μου ήτο ευχαριστημένος που δεν ήτο ο ρόλος μου αντίθετος.

Μετά την αναχώρησιν του πατέρα μου, παρέμεινα λίγες μέρες ακόμα στη  Θεσσαλονίκη, κατά τας οποίας ανέλαβα την υπηρεσίαν του αρχιφύλακος-ελεγκτού της κινήσεως της οδού προς «Π.  Μελά», με  το φυλάκιον ελέγχου έναντι του  στρατοπέδου του Πυροβολικού.

 

30-11-40

Η αναφορά μας περί μεταβάσεως εις το Μέτωπον ελήφθη υπ’ όψιν και εις απάντησιν ήλθε η διαταγή μεταβάσεώς μας εις τας μονάδας του Μετώπου. Εγώ ετοποθετούμην εις 50ο  Σύνταγμα  Πεζικού.

Είμεθα το όλον 15 ανθυπολοχαγοί,  συμμαθηταί μου, οι μετατιθέμενοι.

 

1-12-40

Πρωί-πρωί βρισκόμουν εις το ίδιο μέρος του Σιδηροδρομικού Σταθμού Θεσσαλονίκης, όπου προ  ημερών αποχαιρετούσα τον πατέρα μου όταν αναχωρούσε διά το Μέτωπον, διά να ακολουθήσω κι εγώ περί την μεσημβρίαν τον  ίδιο δρόμον.

Εις Φλώριναν αποβιβάσθηκαμεν του τραίνου διά να  επιβιβασθούμεν αυτοκινήτων τα οποία μας μετέφεραν εις Κορυτσάν.

Εις το χιονισμένο περιβάλλον  το οποίο διέσχιζε  ο επίσης σκεπασμένος με παχύ στρώμα από χιόνι δρόμος, δεν έβλεπε κανείς  σημεία  ζωής παρά μόνο κάπου-κάπου φάλαγγας από μεταγωγικά και Στρατιώτας εν πορεία.

Eκείνο που μου έκαμε πολύ μεγάλη εντύπωση ήτο το θέαμα που αντίκρισα εις εν σημείον του δρόμου, όπου είδα Στρατιώτες να σύρουν κανόνια με τον ώμον τους έχοντας αντικαταστήσει τους ημιόνους, οι οποίοι λόγω του ολισθηρού της οδού  και της υπερκόπωσης  ψοφούσαν  και δεν ήτο δυνατόν να χρησιμοποιηθούν.

Ένας συνάδελφος μου τους ερώτησε: Τίνος Μονάδος είσθε παλληκάρια;

Ένας λοχίας απάντησε: Της Μεραρχίας Κρητών!

 

3-12-40

Κορυτσά.

Η άφιξή μας στη χιονισμένη  πόλη ήταν κάτι το συγκινητικό να βλέπει κανείς μια Ελληνική πόλη  σε ξένο έδαφος.

Παντού ομιλείτο η Ελληνική γλώσσα, οι επιγραφές των καταστημάτων, στους τοίχους και γενικά όπου έβλεπε κανείς γράμματα ήταν Ελληνικά.

Την μεγαλύτερη εντύπωση μας έκαμε  ένα γκρουπ από γυναίκες και γέρους οι οποίοι εις μίαν στροφήν του δρόμου, όπου εσταμάτησε, για λίγο το αυτοκίνητο, μας προσέφεραν κονιάκ, γλυκά, μαζί με ζητωκραυγές και ευχές  για  ταχεία  Νίκη και ολική απελευθέρωσίν τους υπό του ελληνικού Στρατού. Το ίδιο ήσαν έτοιμοι  να βγουν από τα καταστήματα και  τα σπίτια να κάμουν  και οι άλλοι αν  σταματούσε έστω και για λίγο  αυτοκίνητο και τούτο παρά το πολύ χιόνι που έπεφτε. Αρκούντο δε εις το να μας χαιρετούν με χειρονομίες και φωνές.

Εις το Φρουραρχείο  όπου εστάθμευσε το  αυτοκίνητον, μας είπαν ότι ήθελαν σημείωμα από την Στρατιωτική  Διοίκησιν Κορυτσάς για να μας εξεύρουν στέγην. Εγώ ως αρχαιότερος επεφορτώθην με την δουλειά αυτή.

Πήγα στη Στρατιωτική Διεύθυνσιν όπου μου είπαν ότι το σημείωμα θα το δώσει ο κ. Υποδιοικητής.

Άνοιξα την πόρτα του Γραφείου του κ. Υποδιοικητού και στάθηκα όρθιος εν στάσει  προσοχής προ του γραφείου έτοιμος να παρουσιασθώ όταν διαπίστωσα ότι ο κ. Υποδιοικητής ήταν ο… Πατέρας μου!

Η στέγη εξευρέθη αμέσως για τους συναδέλφους γιατί εγώ, τις δύο ημέρες της παραμονής μου, λόγω το ότι οι δρόμου εκαθαρίζοντο από το χιόνι, έμεινα εις το σπίτι που έμενε ο πατέρας μου. Μια καλή οικογένεια αποτελούσε τους σπιτονοικοκύρηδες, οι οποίοι με περιποιήθηκαν εξαιρετικά.

Την συγκίνησιν τη δική μου και του πατέρα μου, δεν μου είναι δυνατόν να περιγράψω. Θυμάμαι ζωηρά το μορφασμό που έκαμε ο πατέρας μου, που ακόμα δεν μπορώ να καθορίσω, αν ήταν χαράς, λύπης ή έκπληξης και που μάλλον ήταν όλα μαζί και  γι’ αυτό ακριβώς είναι δύσκολος ο καθορισμός του.

Η δική μου χαρά ήταν απεριόριστη, γιατί έβλεπα τον πατέρα μου αφ’ ενός και αφ’ ετέρου διότι ήταν σε μέρος εις το οποίον δε, ήμουν ήσυχος ότι είναι ασφαλισμένος. Ήμουν επίσης χαρούμενος, διότι ύστερα από λίγες μέρες θα ήμουν στο Μέτωπο.

 

5-12-40

Αφού με εφοδίασε ο πατέρας μου με όλα τα εφόδια εις ιματισμό, υπόδησιν και συμβουλές, απαραίτητα για ένα που πήγαινε στο Μέτωπο, με αποχαιρέτησε με δάκρυα, αυτή τη φορά, εκείνος, ενώ εγώ αντιθέτως ήμουν ευχαριστημένος περισσότερο από κάθε  άλλη φορά.

 

6-12-40. Προς το Μέτωπον

Η πρώτη στάσις στην Ερσέκα, για να πάρωμεν λίγο νερό για τα αυτοκίνητα, που μας μετέφεραν. Η πρώτη επαφή με τα αποτελέσματα του πολέμου: Ερείπια –  Ερείπια- Ερείπια.

Δευτέρα και τελευταία στάσις εις Λεσκοβίκι.

Απ’ εδώ κι εμπρός θα άρχιζε η πεζοπορία.

Ακολούθησα μια εφοδιοπομπή, που θα πήγαινε στο 50ον Σύνταγμα τρόφιμα.

Το Σύνταγμα αυτό ήταν, από την αρχή του πολέμου, στην πρώτη γραμμή.

Μια σειρά από φορτωμένα ζώα ακολουθούσαν την φάλαγγα, που σα τεράστιο φίδι προχωρούσε αργά-αργά για να πάει στους μαχητάς το πολύτιμο φορτίο του, που με τόση λαχτάρα περίμεναν.

Τρόφιμα – κονιάκ – εφημερίδες και γράμματα από τα  αγαπημένα πρόσωπα  ήταν τα χριστουγεννιάτικα δώρα για τους φαντάρους μας, που κατέρριπταν το προσωπείον  του «Αηττήτου» του Άξονος κι εδίδασκαν, για μια  ακόμα φορά, τον υπόλοιπον κόσμο, πώς πρέπει να πεθαίνει και να νικά υπενθυμίζοντάς του ότι στους ετερόφωτους πολιτισμένους Λαούς την ιδιότητα  του Έλληνος ,διδασκάλου και φωτοδότου του φωτός του πολιτισμού.

Εις το δρόμο συναντήσαμε τη Μεραρχία Κρητών, η οποία εβάδιζε προς το Μέτωπο. Σε μια στιγμή, όπως ήμουν στην ουρά της φάλαγγας μου λέει ένας Στρατιώτης, ότι ένας Δεκανέας με ζητά.

Πηγαίνω εκεί που μου είπαν και βλέπω  τον Δεκανέα, ο οποίος ήταν ο… θείος μου ο Μανώλης ο Σαββάκης αδελφός του πατέρα μου.

Κάθισα λίγο και είδα πολλά παιδιά του χωριού μου (Σπήλι Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνης). Μετά  από ένα συγκινητικό χαιρετισμό ανεχώρησα. Ένας εξάδελφός μου (Ιωάννης Βρυλλάκης) μου έστειλε ένα σημείωμα, με μολύβι, μελανί γραμμένο,  διότι δε με πρόφθασε, όπως είχα φύγει και μου έγραψε  ότι στενοχωρήθηκε ,που δεν με είδε κλπ.

Το σημειώνω αυτό, το αναφέρω, διότι κατά την αιχμαλωσία μου θα παίξει κάποιο ρόλο.

Προχωρήσαμε  με τη φάλαγγα μέχρι ενός σημείου εις την βόρεια πλευρά του Άψου. Το Σύνταγμα ευρίσκετο προς τα  νότια του ποταμού. Το ποτάμι, λόγω του χιονιού είχε ανυψωμένη τη στάθμη και είχε χαμένη  μια γέφυρα, η οποία υπήρχε εις το σημείον  αυτό.

Με σχεδίες ηγούντο η μεταφορά των τροφίμων από την μια όχθη στην άλλη. Ο τρόπος όμως αυτός ήταν δύσκολος και μόνο μικρά ποσότητα τροφίμων κατερθώνετο να διεκπεραιωθεί και να φθάσει μέχρι το Σύνταγμα.

Γι’ αυτό όταν βρήκα τον 2ον Λόχον του Ι Τάγματος, εις τον οποίον ο μακαρίτης  Συνταγματάρχης Παπαπέτρου  Διευθυντής του 50ου Συντάγματος με είχε τοποθετήσει, βρήκα και τους Στρατιώτες και τους Αξιωματικούς εις αθλίαν επισιτιστικήν   κατάστασιν.

Λίγες  σταφίδες και 1/10 κουραμάνας, ήταν  το  ημερήσιον συσσίτιόν τους και κάποτε ούτε κι αυτό.

Ήταν τώρα  περίπου 15 ημέρες που, λόγω της καταστροφής της γέφυρας, υπέφεραν τρομερά από την έλλειψιν τροφίμων. Εφαίνοντο δε ότι ακόμα άλλον τόσο καιρό θα έπρεπε να  υποφέρουν. Το μηχανικόν είχε λάβει εντολήν να κατασκευάσει την γέφυραν.

Εν τω μεταξύ δεν  θα  λησμονήσω ποτέ, την εντύπωσιν όπου μου επροξένησαν οι  σκελετωμένοι στρατιώται οι οποίοι ευρίσκονταν   για ανάπαυσιν ύστερα από πολλάς νικηφόρους μάχας που είχαν δώσει. Αντί να  αναλάβουν ,καθημερινώς πήγαιναν  και χειρότερα από την πείνα. Θυμάμαι ότι ο Λοχαγός (Λοχαγεύων) ένας πολύ φίλος μου στη Σχολή Ανθυπολοχαγός Παπαδάκης Κωνσταντίνος δεν είχε δύναμη να πάει στο Τάγμα που απείχε ένα τέταρτο δρόμο από το Λόχο προς λήψη προφορικής διαταγής και επεφορτίσθην εγώ από τον Ταγματάρχη να του μεταβιβάσω των εν λόγω διαταγή.

 

* Ο κανονικός Λοχαγός  του 2ου Λόχου του Ι Τάγματος (50 Σ.Π.) ήταν ο Λοχαγός Πεζικού Μιχαλάκης, ο οποίος είχε σοβαρά τραυματιστεί και κατέληξε μετ’ ολίγας ημέρας εις τα τραύματά του.

Αυτόν είχε αντικαταστήσει ο Ανθυπολοχαγός Παπαδάκης Κωνσταντίνος. Εγώ δεν γνώρισα τον Λοχαγόν Μιχαλάκη.

Στην Πρώτη Μάχη τραυματίστηκε και ο Ανθυπολοχαγός Παπαδάκης και ανέλαβα εγώ τον Λόχον.

 

Ευτυχώς και είχα μαζί μου λίγα τρόφιμα και μπόρεσα να κοπάσω λίγο  την πείνα των Αξιωματικών  του λόχου, για μια ημέρα. Δύο ημέρες μετά είχαμε  το πρώτο  κρούσμα εξ ασθενείας.

Εκτός της πείνας ήταν και έντονη η καταραμένη ψείρα, η οποία είχε  κάμει ολόκληρη επένδυσιν των εσωρούχων.

Αυτή η πρώτη επαφή με τους Στρατιώτας ομολογώ ότι υπήρξε για  μένα μια πολύ απότομος προσγείωσις από τα ύψη, που είχα  τοποθετήσει  στη φαντασία μου τους «Αντούλ» της Αλβανίας.

Δεν περίμενα ποτέ να βρω αυτή την κατάσταση. Περίμενα να δω σκοτωμένους εις το  Πεδίον της μάχης, από βομβαρδισμούς, αλλά από πείνα και από το κρύο ούτε το είχα φαντασθή. Ο λόγος αυτός ήταν που δεν μπόρεσα να κοιμηθώ την πρώτη βραδυά, αλλά πάντα έφερνα στη σκέψη μου το δυστυχισμένο εκείνο παιδί που είχε πεθάνει και που το χειρότερο έγινε σχεδόν ζήτημα, ποιος θα σκάψει για τον τάφο γιατί κανένας  δεν είχε την δύναμη. Ευτυχώς μερικοί φίλοι του εφιλοτιμήθηκαν κι έκαμαν ένα λάκκο κι αντί νεκρωσίμου ακολουθίας είπαν όλοι ένα «Θεός συγχωρέσει τον».

Εκτός του συναισθηματικού μέρους το ζήτημα για μένα ήταν περισσότερο αποκαρδιωτικόν διότι σκεφτόμουν ότι δεν  ήταν δυνατόν με αυτούς τους Στρατιώτας να κάμει κανείς ούτε πορεία, πολύ δε περισσότερο να πολεμήσει. Εν τούτοις υπήρχε η διαταγή την οποίαν μεταβίβασα στον Λοχαγό να προετοιμάζει τον Λόχον διά την πρώτην γραμμήν προς Μάχην.

Ο Παπαδάκης 21 ετών, μια τάξη μεγαλύτερη από εμάς ήταν κι αυτός ένας ενθουσιώδης τύπος και με μεγάλη αγάπη προς τους Στρατιώτες. Τι μπορούσε όμως να κάμη αυτός, όταν ο ίδιος ευρίσκετο στη χειρότερη κατάσταση απ’ όλους;

Η πενία όμως τέχνας κατεργάζεται. Έτσι και τη φορά αυτή ο νεαρός Λοχαγός είχε μια θαυμασίαν αντιστρατιωτική ιδέα.  Παρά την διαταγήν ότι, ό,τι  τρόφιμα διεκπεραιώνονται εις την όχθην μας, θα διανέμονται εξ ίσου σε όλο  το Σύνταγμα, ο Παπαδάκης εσκέφθη κάτι που του έβαλα εγώ στο μυαλό, όταν  του είπα ότι υπήρχε  ένα  πέρασμα  λίγο πιο  κάτω από το Λόχο μας και το οποίον δεν χρησιμοποιούνταν επειδή  είναι επικίνδυνο, διότι, κάνει στροφή το νερό στο σημείο εκείνο. Αυτό μου το είχαν πει κάτι Αλβανοί, που ήταν ως οδηγοί στον εφοδιασμό της απέναντι όχθης.

 

Δοκούν ο Λοχαγός επιλέγει δέκα Στρατιώτες απόφοιτους φυλακής που είχαν καταδικασθεί διά κλοπές κλπ. και είχαν βγει με την διαταγή αποσυμφορήσεως των φυλακών,  που έκαμε ο Μεταξάς εις τους έχοντας λίγο μέρος ποινής να εκτίσουν ακόμα και τους έστειλε στο μέτωπο, κατόπιν επιθυμίας τους ,για να τους χαριστεί το υπόλοιπον της ποινής.

Τους λέει λοιπόν να φύγουν και να πάρουν, από όπου βρουν γαϊδουράκια ή ό,τι ζώα βρουν και να κάμουν μια σχεδία στο σημείο εκείνο και αφού τους εφοδίασε με ένα σημείωμα για  τον εφοδιασμό, τους άφησε ελεύθερους.

Αυτοί πήγαν να τρελαθούν  από τη χαρά τους.

Περιμέναμε δύο ημέρες και δεν είχαν φανεί. Εν τω μεταξύ, διετάχθη ο Λόχος να εκκινήσει την επομένη το πρωί.

Πράγματι ο Λόχος, εις αθλιεστάτη κατάσταση άρχισε να προχωρή σιγά-σιγά χωρίς τάξη, χωρίς δύναμη. Πολλοί δεν μπορούσαν να προχωρούν και παρέμεναν στο δρόμο και τους ελέγετο  το μέρος που θα διανυκτερεύσει ο Λόχος, αν μπορούσαν να ήρχοντο ,αν δεν μπορούσαν ήταν καταδικασμένοι!  Πίσω δεν μπορούσαν να πάνε διότι ήταν πιο μακρυά.

Διανυκτερεύσαμε εις ένα μέρος που υπήρχαν λίγα δένδρα, διά να αποφύγουμεν την  αεροπορίαν την επομένη, διότι επρόκειτο εκεί να αναμείνωμεν  διαταγάς.

Την επομένην ευρέθη  και άλλος ένας Στρατιώτης παγωμένος! Δηλαδή ,όπως ήταν κουλουριασμένος στη σκηνή, τα πρωί ευρέθη ακίνητος νεκρός.

Επρότεινα  του  Λοχαγού να αναφέρωμεν ότι είναι  αδύνατον υπό τοιαύτας συνθήκας να προχωρήσωμεν και μου λέει «Κι έχεις την γνώμην ότι οι άλλοι είναι σε καλύτερη κατάσταση;!».

Την επομένη, περί το μεσημέρι έφθασε ο τακτικός εφοδιασμός του Λόχου με μερίδα: λίγο χαλβά και 48 κουραμάνες.

Αν έβλεπε κανείς τον τρόπο της διανομής θα έλεγε ότι δικαιότερη δεν μπορούσε να γίνει. Εγίνετο  καυγάς ,για λίγα θρύμματα κουραμάνας, που έμενε στο… τσουβάλι!

Δεν είχε περάσει όμως ούτε μια ώρα από την άφιξη του εφοδιασμού και  ακούμε φωνές, πηδήματα και ένας Στρατιώτης έρχεται εκεί που είμεθα οι Αξιωματικοί και φωνάζει «Έρχονται» και φεύγει χωρίς να περιμένει να τον ρωτήσωμεν:  «ποιοι», διότι και εμείς σαν λάστιχα πεταχτήκαμε και είδαμε  10 γαϊδουράκια να κατευθύνονται προς την κατεύθυνσή μας και τους γνωστούς  απόφοιτους των  φυλακών Στρατιώτας να σείουν θριαμβευτικά τα μαντηλάκια τους. Όλος ο Λόχος τους εμιμήθη. Ένας αξιωματικός είπε ευτυχώς και ήμεθα πίσω, διότι αν μας έβλεπαν οι Ιταλοί,  θα νόμιζαν ότι ήμεθα δικοί τους και σηκώναμε λευκά μαντήλια!

Όλοι ζωήρεψαν.  Όταν δε έμαθαν από το στόμα του επικεφαλής το τι έφεραν, άρχισαν να πηδούν, να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον και να παλεύουν. Ένα ξεχείλισμα χαράς πρωτοφανές είχε καταλάβει το Λόχο.  Ό,τι είδους καλαμπούρι ήθελες ,άκουες και πολλά «ζήτω οι αξιωματικοί μας».

Ένα πολύ δυσάρεστο είχε όλη αυτή η Ιστορία. Ένα Στρατιώτη, από αυτούς, είχε  πάρει το ποτάμι! Παραπάτησε  όταν πέρναγε και τότε δεν είχαν σχοινί και πνίγηκε.

Τους είπαμε να μη ξαναπάνε αλλά μας βεβαίωσαν ότι τώρα δεν ήτο δυνατόν να έχωμεν άλλο δυστύχημα, διότι είχαν σχοινί και  έδεσαν τα ζώα και τους ανθρώπους όταν  πέρναγαν.

Εννοείται ότι τα τρόφιμα ήσαν όλα μούσκεμα και το ψωμί με αρκετή άμμο από το θολό νερό που είχε.

Αυτά όμως για μας ήσαν τόσο αστεία, ώστε ούτε το σκεφθήκαμε καν.

Εμείς θέλαμε να βάλωμεν κάτω το φαγώσιμον στο άδειο μας στομάχι.

Μαζί με αυτούς είχαν έλθει και όλοι οι ετοιμοθάνατοι βραδυπορούντες, οι οποίοι τώρα ήσαν χορτάτοι και χόρευαν!

Τα γαϊδουράκια, μαζί με τους  εννέα τώρα άνδρες εστάλησαν πάλι πίσω για να επαναλάβουν το πείραμα. Δεν ανεφέρθη εις το Τάγμα η απώλεια του Στρατιώτου διότι θα μας ήρχετο η απαγορευτική  διαταγή να μην στείλωμεν άλλη φορά και θα μας επέπλητταν ότι δεν τους δώσαμε τρόφιμα!

 

13-12-40. Η πρώτη επαφή με Ιταλούς

Την επομένη το πρωί ήλθε διαταγή, ο Λόχος να κινηθή μέχρι του χωριού «Νισίτσα» να καταλάβει τα πέριξ του χωρίου υψώματα και εάν κατείχοντο να καταλάβει καταλλήλως θέσεις, διά να επεκταθή την επομένην εν συνδυασμώ, με τους αριστερά μας Λόχους του 90ου Συντάγματος.

Εάν δεν κατήχοντο να αναμένει διαταγάς μας.

Πρωί-πρωί ο Λόχος ήταν έτοιμος. Οι Στρατιώται είχαν συνταχθεί κανονικά και ανέμεναν την διαταγή εκκινήσεως.

Αργούσε να δοθεί, διότι ένας Στρατιώτης ήταν άρρωστος και πήγε ο Λοχαγός να τον δη. Οι Στρατιώται εν τω μεταξύ, που δεν ήξεραν το λόγο της καθυστερήσεως, άρχισαν να τραγουδούν τραγούδια και εμβατήρια.

Τώρα μόνο αναγνώριζα τους Έλληνας Στρατιώτας. Το ξεκίνημα ήταν σαν σε πανηγύρι.

Δεν κοίταζες Στρατιώτη που να μη σου  χαμογελά. Μάλιστα σε μένα χαμογελούσαν περισσότερο, διότι ελέγετο ότι δική μου ήταν η ιδέα να στείλωμεν  τους Στρατιώτας για τρόφιμα. Έλεγαν ότι εγώ είχα συνεννοηθεί με τον εφοδιασμό και υπέδειξα τον δρόμον και τον τρόπο και ένα σωρό άλλες ανακρίβειες κολακευτικές για μένα. Εις το δρόμο άρχισε να πέφτει ομίχλη και ένα πάρα πολύ πυκνό χιόνι έστρωνε άλλο ένα στρώμα χιόνι στη χιονισμένη έκταση.

Παντού άσπρο. Δεν  έβλεπε κανείς ούτε πέντε μέτρα, απόσταση.

Με τις επιβαλλόμενες προφυλάξεις προχωρούσε ο Λόχος.

Όταν φθάσαμε κοντά το απόγευμα στο χωριό, καταλάβαμε τα πέριξ υψώματα, χωρίς να βρούμε κανένα Ιταλό. Έπειτα εκυκλώθη το χωριό και  η Διμοιρία μου μπήκε μέσα με προφυλάξεις για την ανίχνευσιν.

Η χαρά μου δεν περιγράφεται, όταν ήλθε ένας Λοχίας μου και μου ανέφερε ότι συνέλαβαν 10 Ιταλούς. Αμέσως έσπευσα προς το  μέρος, όπου ακούοντο φωνές και βλέπω άλλους στρατιώτες μου να διατάζουν τους Ιταλούς, από τα παράθυρα και την πόρτα ενός μεγάλου σπιτιού, να παραδοθούν. Μερικοί παράτολμοι, χωρίς να περιμένουν να δουν το αποτέλεσμα όρμησαν με τα όπλα προτεταμένα μέσα στο σπίτι. Δεν είχα προλάβει να πλησιάσω, όταν βλέπω έναν Αξιωματικό να εξέρχεται με σηκωμένα τα χέρια και να ακολουθούν οι άνδρες του. Συνεχώς ,εν συνεχεία, ήρχοντο στρατιώται συνοδεύοντας αιχμαλώτους.

Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν, αμαχητί 20 Ιταλοί και ένας Ανθυπολοχαγός.

Παρέλαβα τον αξιωματικό και διέταξα να αφοπλισθούν οι Ιταλοί, οι οποίοι όπως αντελήφθην είχαν παραμείνει με την πρόθεσιν να παραδοθούν και τους ενέκλεισα εις ένα σπίτι.

Ο Ιταλός Ανθυπολοχαγός ήταν έφεδρος ,επαγγελματίας Δημοδιδάσκαλος.  Τον ρώτησα γιατί παρέμεινε και εις απάντησην μου  δείχνει δύο  φωτογραφίες, μια η οποία είχε μία νεαρή γυναίκα με ένα παιδάκι στην αγκαλιά της, η άλλη  έδειχνε ένα σχολείο  με πολλά παιδάκια εις τον περιβάλλον κι εκείνον εις την είσοδο του Σχολείου όρθιον.

Όταν τις είδε, δάκρυσε και άρχισε σε σπασμένα Γαλλικά ,να μου δίνει να καταλάβω ότι κάθισε επίτηδες, για να παραδοθεί και ο λόγος ότι τον περίμεναν όλος αυτός ο κόσμος, που μου έδειξε στις φωτογραφίες.

Ένας Λοχίας, ο οποίος ήξερε Γαλλικά και παρηκολούθησε την απάντησιν του Ιταλού είπε: «Να παλληκάρι που ποτέ δεν υποχωρεί! Με τέτοια παλληκάρια ο Ντούτσε θέλει να καταλάβει την Ελλάδα!». Ένα ηχηρό γέλοιο ξέσπασε από τους γύρω στρατιώτας και διελύθησαν για να συνεχίσουν την δουλειά τους γεμάτοι χαρά.

Πήρα τον Αξιωματικό εις το δωμάτιον, που πήγα και περίμενα τον Λοχαγό, αφού τελείωσα την ανίχνευσιν του χωριού και έλαβα τα ενδεικνυόμενα  μέτρα ασφαλείας.

Οι Στρατιώται πήγαιναν περίεργοι και κοίταζαν τους Ιταλούς και προσπαθούσαν να τους καθησυχάσουν από  τον φόβον που  τους κατείχε, διότι ενόμιζαν ότι θα τους σκοτώσουμε όταν μας είδαν αγριεμένους στην αρχή.

Τους έδιδαν σταφίδες και λίγο ψωμί, από εκείνα που είχαν οι Στρατιώτες μας και τούτο παρ’ όλο ότι ο καθένας τους είχε ελαχίστη ποσότητα και δεν ήξεραν πότε θα ξανάπαιρναν τρόφιμα. Η χειρονομία αυτή των Στρατιωτών μας ,με έκαμε να πιστέψω ότι πράγματι ο Έλλην έχει μεγάλη καρδιά, αφού λησμόνησε την πείνα του και τον άμεσο κίνδυνο της ζωής του, που διέτρεξε μόλις προχθές και που ίσως να διέτρεχε τον ίδιο και μεθαύριο.

Η περιποίησις αυτή έφερε την οικειότητα μεταξύ των Στρατιωτών μας και των Ιταλών, οι οποίοι άρχισαν να τραγουδούν το «Κορόιδο Μουσολίνι» και οι μεν και οι δε, διότι και οι Ιταλοί το ήξεραν με δικά τους λόγια, εννοείται.

Όσον αφορά τον Ανθυπολοχαγό, έτυχε της μεγαλυτέρας δυνατής περιποιήσεως. Έφαγε όσο ήθελε, κουβεντιάσαμε το βράδυ όλοι οι Αξιωματικοί, τον καθησυχάσαμε ότι τον περιμένει περιποίηση και όχι αποκεφαλισμός, όπως κι αυτός εφοβείτο και του δώσαμε και κλινοσκέπασμα ,για να κοιμηθεί μαζί μας όπως και ‘μεις.

Το πρωί τους στείλαμε στο Τάγμα με φρουρά πέντε Στρατιώτες!

Εμείς με ολόκληρο το Λόχο πήγαμε για ανίχνευση εις τα πρόσθεν υψώματα για να πληροφορήσωμε το Τάγμα εάν κατήχοντο ή όχι  να συμπτυχθώμεν διά να κάμωμεν την επομένη κανονική επίθεση εάν κατείχοντο.

Η ανίχνευσις άρχισε εξ αριστερών.

Μόλις ανήλθαμε εις το δεύτερο ύψωμα, βλέπομεν άνδρας του 90ου Συντάγματος να κατέχουν το ύψωμα. Εις την κορυφή ήταν ο Διοικητής του Συντάγματος και παρακολουθούσε με τα κυάλια τα πρόσθεν υψώματα, τα υψώματα, όπου επρόκειτο να ανιχνεύσει το 90ον Σύνταγμα.

Ρώτησα τον Λοχαγό μας περί της αποστολής μας και μας είπε ότι κατά πάσαν πιθανότητα κατέχονται, διότι είχε παρατηρήσει κινήσεις.

Την ώρα που επρόκειτο να φύγωμεν διά την αποστολή μας, ακούμε να βάλουν οι όλμοι και τον Συνταγματάρχην να φωνάζει να ετοιμασθή αμέσως ένας λόχος, διότι οι Ιταλοί με την βολή του όλμου έφευγαν!

Ο Λόχος δεν ήτο δυνατόν να ετοιμασθεί σε λίγα λεπτά, διότι είχε διανομή και οι Στρατιώτες είχαν σκορπίσει.

Ο ενθουσιώδης  Παπαδάκης (ο Ανθυπολοχαγός Λοχαγεύων) τότε μου λέει: τι λες να ζητήσωμεν να επιτεθούμε εμείς; Εις καταφατική μου απάντηση τρέχει στο Συνταγματάρχη του 90ου Συντάγματος και τον παρακαλεί να του δώσει τας εντολάς, που επρόκειτο να δώσει εις τον  λόχον του αν τον είχε έτοιμον. Ο Συνταγματάρχης τον συνεχάρη και του δίνει την εντολήν.

Σε λίγο ο Λόχος άρχιζε την επίθεση.

Οι Στρατιώτες έτρεχαν σαν τρελλοί μήπως προλάβουν και φύγουν  οι Ιταλοί και δεν τους πιάσομεν.

Η πραγματικότης όμως δεν ήταν όπως την εφαντάσθημεν. Μόλις φθάσαμε κοντά τους και ενώ ευρισκόμεθα εις ακάλυπτον και χιονισμένον έδαφος, μας αρχίζουν με πολυβόλα και όλμους ένα σφροδρόν  πυρ.

Από τους πρώτους που τραυματίσθηκαν ήταν  και ο Λοχαγός μας, ο Ανθυπολοχαγός Παπαδάκης.

Παρέμεινε επί τους εδάφους προσποιούμενος τον νεκρό ,μέχρις ότου προχωρήσαμε και ανατρέξαμεν την πρώτην αντίστασιν που τον τραυμάτισεν, όταν διεκομίσθη εις το Τάγμα ένας αγγελιαφόρος ήλθε από τον Συνταγματάρχην και είπεν να  περιμένομεν να κάμει βολή με τους όλμους τώρα που εξεδηλώθησαν οι αντιστάσεις και μετά να επιτεθούμε.

Ένα σφοδρότατο πυρ από τα δικά μας πολυβόλα και τους όλμους ήταν τα  αντίποινα εις τους τρεις τραυματίας και ένα  νεκρόν , που είχαμε  μέχρι την στιγμή εκείνην.

Τα πολυβόλα των Ιταλών ανατινάσσοντο, το  ένα κατόπιν του άλλου, από το εύστοχον  πυρ των δικών μας όλμων.

Σε μια στιγμή βλέπομεν πολλούς Ιταλούς, οι οποίοι επωφελούμενοι στιγμιαίας διακοπής του πυρός να τρέπονται εις φυγήν.

Εκείνη την στιγμήν, παρά τας διαταγάς του Συνταγματάρχου να αναμένω την επί 10 λεπτά βολή  των όλμων, διατάσσω τους Διμοιρίτες ταχεία διείσδυση και εν συνεχεία έφοδον.

Το τι έγινε , κατά την έφοδον, ήταν κάτι το πρωτοφανές. Φωνές, βρισιές και τα «αέρα» είχαν κάμει ένα δαιμονισμένο ανακάτεμα με την βολή των πολυβόλων, που έκαναν βολή εις βαδίσματα.

Οι δικοί μας, μας έβλεπαν και σταμάτησαν την βολή και φώναζαν «απάνω τους»! Η επίθεσις αυτή ήταν μια από τις ωραιότερες που έχω κάμει με ελάχιστες απώλειες και πολλά τα κέρδη.

Πιάσαμε 17 αιχμαλώτους και ολόκληρο σχεδόν τον αυτόματον οπλισμόν των δύο διμοιριών που κατείχαν το ύψωμα.

Τους έστειλα πίσω στο χωριό, για να σταλούν εν συνεχεία να προωθηθούν στο Τάγμα. Όπως είναι ευνόητο, μετά τον τραυματισμόν του Ανθυπολοχαγού Παπαδάκη, ανέλαβα εγώ τον Λόχον! Ακόμα δεν πήγα στο μέτωπο, ακόμα δεν είχα διοικήσει -καλά καλά- Διμοιρίαν και ανέλαβα Λόχον ,των 100 περίπου ανδρών δια να τους οδηγήσω στις μάχες! Εις όλα αυτά δεν πρέπει να λησμονήσω και το γεγονός της ηλικίας μου, 20 ετών!

Ευτυχώς όμως με βοήθησε πολύ η τύχη και τα έβγαλα πάντα θαυμάσια πέρα, όπως έλεγε ο ταγματάρχης μου Λαμπρόπουλος και ο Μακαρίτης ο Συνταγματάρχης μου Παπαπέτρου.

Εξακολούθησα με το Λόχο την ανίχνευσιν και στα  άλλα υψώματα πέριξ του υψώματος ΜΑΛΙΝΙΤΣΑ, χωρίς να συναντήσω εχθρόν και το βράδυ διανυκτερεύσαμε στο ίδιο χωριό «Νισίτσα».

Έτσι τελείωσε και η μέρα της πρώτης μάχης.

 

16-12-40

Την επομένη κινήσαμε προς τον εχθρόν.

Η ημέρα ήταν ευτυχώς καλή και προχωρήσαμε αρκετά στη χιονισμένη έκτασιν.

Φθάσαμε το βράδυ εις ένα ύψωμα, όπου συναντήσαμε και άλλο ένα λόχο δικό μας. Το βράδυ κοιμηθήκαμε εκεί.

Μόλις σχεδόν νύχτωσε, άρχισε πυκνό το χιόνι να πέφτει.

Τα αντίσκηνα σκεπάστηκαν τελείως από το χιόνι. Εμείς δηλαδή κοιμούμεθα κυριολεκτικώς μέσα στο χιόνι.

Το πρωί σηκωθήκαμε πεθαμένοι από το κρύο. Ευτυχώς, κατά τις 10 ήλθαν τα τρόφιμα, με λίγο κονιάκ και συνήλθαμε.

Την ώρα της διανομής ,που ήταν και προσκλητηρίου ,μου ανέφερε ο Επιλοχίας ότι απουσίαζαν δύο στρατιώται, ο Βασιλειάδης και ο Μπελιούρης. Και οι δύο ήσαν απ’ εκείνους των φυλακών, καλά παλληκάρια, αλλά |πλιατσικολόγοι.

Η ανησυχία μου ήταν μεγάλη, διότι ήξερα ότι είχαμε  πλησιάσει πολύ εις τα υψώματα όπου είχαμε πληροφορίες ότι ήταν οι Ιταλοί.

Κανείς δεν ήξερε πού ήταν.

Το μεσημέρι ακούω φωνές, από τη σκηνή μου, βγαίνω και βλέπω το Βασιλειάδη με το Μπελιούρη να φέρνουν τρεις Ιταλούς!

Πού τους βρήκατε; Ήταν η ερώτησή μου.

Πήγαμε και ανιχνεύσαμε το χωριό κ. Λοχαγέ και βρήκαμε αυτούς που είχαν φυλάκιο και τους πιάσαμε.

Εγώ δεν πίστεψα το παραμύθι, διότι τους ήξερα και έβαλα ένα Εβραίο Στρατιώτη που ήξερε καλά Γαλλικά και καταλάβαινε και λίγο τα Ιταλικά να ανακρίνει τους Ιταλούς.

Η ιστορία ήταν αρκετά γουστόζικη. Μας την είπαν εν μέρει οι Ιταλοί και οι δικοί μου την είπαν στους φίλους τους και μου την είπαν οι Αξιωματικοί μου.

Λοιπόν, το βράδυ αυτοί δεν είχαν αντίσκηνο και πήγαν εις το χωριό που ήταν μπροστά απ’ εμάς για να βρουν τίποτα να φάνε και να ανάψουν φωτιά να ζεσταθούν, ή να βρουν καμιά αχυρώνα να κοιμηθούν.

Δεν ήξεραν τον κίνδυνο που διέτρεχαν, διότι επίστευαν ότι οι Ιταλοί φεύγουν και πίσω δεν γυρίζουν.

Δεν είχαν και άδικο, αλλά εδώ ήταν κάπως διαφορετικά.

Πήγαν στο χωριό, βρίσκουν καλαμπόκι, κοιτάζουν και βλέπουν  ότι εις το χωριό δεν υπήρχε  κανείς.

Εις ένα σπιτάκι που είχε καλαμπόκι και χειρόμυλον πήγαν, άναψαν  φωτιά και άρχισαν να αλέθουν το καλαμπόκι και να κάνουν ζύμη,την έβαλαν στη φωτιά και έτσι έκαναν τις κακιάς ώρας ψωμί και το έτρωγαν. Αφού έφαγαν, κοιμήθηκαν κοντά στην αναμμένη φωτιά.

Μια στιγμή, εκεί που κοιμόντουσαν, κάποιος τους ξύπνησε. Ξύπνησαν και βλέπουν μπροστά τους τρεις ένοπλους Ιταλούς!

Τι να κάμουν, ο ένας λέει στον άλλον: καήκαμε!

Σηκώθηκαν και περίμεναν να δουν τι θα τους κάμουν οι Ιταλοί.

Οι Ιταλοί όμως αντί να ενδιαφέρονται γι’ αυτούς, κάτι έλεγαν μεταξύ τους με τα όπλα παρά πόδα και όχι προτεταμένα όπως κάνουν όσοι έχουν μπροστά τους αιχμαλώτους.

Τότε ο ένας λέει στον άλλο: άσε  εγώ θα τους «ψήσω» να μας  αφήσουν.

Αρχίζει: Μπόνο Γκρέκο ε;

Οι Ιταλοί: Σι  Μπόνο Γκρέκο.

Ο Βασιλειάδης: Μπόνο Ιταλιάνο!

Οι Ιταλοί: Σι, σι, σι.

Ο Βασιλειάδης: Μαντζαρία;

Οι Ιταλοί: Σι, σι.

Ο Βασιλειάδης προθυμότατος τους δίδει από μια πίττα στον καθένα.

Οι Ιταλοί αφήνουν τα  όπλα τους και παίρνουν τις πίττες και άρχισαν να τρώνε και να φέρνουν ξύλα για τη φωτιά και να αλέθουν κι αυτοί καλαμπόκια.

Τότε ο Βασιλειάδης κατέστρωσε  το σχέδιο. Λέει στον Μπελιούρη με τρόπο να πάνε κοντά στο όπλο του και όταν θα του πει να το αρπάξει και να το προτείνει στους Ιταλούς, ενώ αυτός εκείνη την ώρα θα έπαιρνε τα όπλα των Ιταλών.

Τολμηρό το εγχείρημα ,αλλά και η μόνη λύση. Έτσι και έγινε, αλλά με μόνη τη διαφορά ότι αντί να βρουν αντίσταση ή δυσκολία, οι Ιταλοί άρχισαν να γελάνε.

Τώρα τους είχαν οι δικοί μας αιχμαλώτους! Από την στάσιν, από τη συζήτηση που επακολούθησε μεταξύ Ιταλών και δικών μας, με την βοήθειαν των χειρών-ποδών, με κάτι Μπόνο Ατένα και με το γεγονός ότι ο ένας Ιταλός πήγε από μια γωνιά και παίρνει ένα όπλο γεμάτο και το παραδίνει, το οποίον δεν είχαν δει οι δικοί μας, κατάλαβαν ότι είχαν να κάμουν με αυτομόλους!

Και το εγχείρημα και το χτυποκάρδι ήταν  άδικα!

Η ώρα ήταν 12 τα μεσάνυχτα, πού να πάνε. Έξω φύσαγε και χιόνιζε και έκανε ένα κρύο  άγριο. Η απόφαση ελήφθη. Ο ένας να κοιμηθεί κι ο άλλος να φυλάει. Ύστερα η σκέψη ότι οι Ιταλοί τους βρήκαν κοιμισμένους και δεν τους πείραξαν, τους έκαμαν να πάρουν την απόφασιν να κοιμηθούν όλοι και να βάλουν Ιταλό σκοπό μη έλθουν τίποτα Ιταλοί! Έτσι και έγινε! Το πρωί εσηκώθηκαν και αφού έκαμαν πίττες από καλαμπόκι έφαγαν  και  πήραν και μαζί τους και ήλθαν στο Λόχο κατά το μεσημέρι.

Όλη την ημέρα λέγανε ο Λόχος με τον τρόπο με τον οποίο διηγείτο ο Μπελιούρης την ιστορία και έλεγε κατά λέξη τους διαφόρους διαλόγους τους με τους Ιταλούς ,που τα μόνα Ιταλικά που ήξερε ήταν Μπόνο Γκρέκο, Ιταλιάνο και μαντζαρία.

 

20-12-40

Το πρωί είχαμε εκκίνησιν, ο καιρός ήταν βροχερός όπως και τις προηγούμενες μέρες, που είχαμε μείνει στο ύψωμα αυτό.

Η βροχή είναι η χειροτέρα καιρική συνθήκη διά  πορεία.

Όσο προχωρούσε η ημέρα ,τόσο δυνάμωνε η βροχή.

Τα μονοπάτια ήταν γιομάτα λάσπες, τις οποίες είχαν δημιουργήσει εντός της βροχής και τα χιόνια, που είχαν  λιώσει τις προηγούμενες μέρες.

Σε πολλά σημεία τα χιόνια δεν είχαν λιώσει, αλλά είχαν κρυσταλλώσει και γλιστρούσαν, κατά τρόπον επικίνδυνον.

Εις αυτά, όλα, τα οποία καθιστούσαν κοπιωδέστατην την πορεία  προσετίθετο και η ραγδαία βροχή  για να ολοκληρώσει την αντιξοότητα της καταστάσεως.

Ο Στρατιώτης φορτωμένος το γνωστό φορτίον του γυλιού ,οπλισμού, κράνους, υδροδοχείου, φυσιγγίων, σιτιοδόχης και αντισκήνου προχωρούσε  αργά, γιατί οπωσδήποτε η εξάντλησις των ημερών της πείνας δεν είχε περάσει τελείως.

Έτσι βαδίζαμε, όταν περί το μεσημέρι ακούμε πυρά πολυβόλου προς το μέρος του αριστερά μας κινουμένου Λόχου του Τάγματός μας.

Έτρεξα εμπρός για να αντιληφθώ την τακτική κατάσταση δια να οδηγήσω το Λόχο μου αναλόγως.

Όταν βγήκα εις ένα δένδρο που ήταν εις ένα υψωματάκι αντιλήφθην ότι μία «αντίστασις» ευρίσκετο εις την κορυφήν ενός υψώματος και έβαλε εναντίον του  διπλανού μας Λόχου. Παρέμεινα λίγο για να αντιληφθώ εάν υπάρχει κι άλλη αντίστασης αλλού ή μήπως εκδηλωθεί νέα με την πλευρική κίνηση που έκανε ο άλλος Λόχος.

Πράγματι ,ένα οπλοπολυβόλο εξεδηλώθη λίγο δεξιότερα του πολυβόλου και λίγο πιο κάτω από την κορυφή.

Όλοι οι στρατιώται του Λόχου είχαν σταματήσει ,προφανώς κατόπιν διαταγής λόγω του ότι υπήρχαν απυρόβλητα, τα οποία δεν είχαν χρησιμοποιήσει.

Τότε στέλνω ένα αγγελιαφόρον εις τον Διοικητήν του άλλου Λόχου με την εντολήν να του μεταβιβάσει την κίνηση την οποία προτίθεμαι να κάμω με τον Λόχον μου.

Επιπλέον του λέω ότι κατά την γνώμην μου, η καλυτέρα λύση γι’ αυτόν ήταν  να παραμείνει εις τας θέσεις του.

Το μόνο που ήθελα απ’ αυτόν ήταν  να κάνει πυρά εναντίον των αντιστασιακών διά να τους απασχολεί ,διά να μην αντιληφθούν την κίνηση του Λόχου μου.

Οι Αντιστάσεις δεν ήταν σοβαρές, διά να καθηλώσουν ένα Λόχο αλλά το έδαφος ήταν τέτοιο ώστε εάν καταλαμβάνετο ένα ύψωμα υπεράνω και όπισθεν των αντιστάσεων, οι Ιταλοί δεν μπορούσαν να παραμείνουν και θα συλλαμβάνοντο χωρίς απώλειες των δικών μας.

Εάν συναντούσα κι εγώ σοβαρά αντίσταση, τότε θα έκανε επίθεσιν ,κατά μέτωπον, ο άλλος λόχος για να ανατρέψει  τις αντιστάσεις και να με υποστηρίξει με την κατάληψη του υψώματος των αντιστασιακών.

Το σχέδιο ήταν απλό και σίγουρο.

Έμεινε σύμφωνος και ο άλλος Λοχαγός και έγινε έτσι.

Έδινα εντολή στον καθένα Διμοιρίτη, πώς θα προχωρήσει εκμεταλλευόμενος το έδαφος. Η προχώρηση έγινε πραγματικώς θαυμάσια. Τούτο απεδείχθη εκ του αποτελέσματος, το οποίον ήταν η κατάληψις του αντικειμενικού μας σκοπού ,χωρίς να γίνομεν αντιληπτοί από τας δύο αντιστάσεις.

Εν συνεχεία (ευρισκόμενοι τώρα εις τα νώτα των Ιταλών), προχωρήσαμε με μια διμοιρία, διά μέσου βαθείας γραμμής, προς το ύψωμα των Ιταλών.

Όταν εξήλθαμε τας βαθειάς γραμμής και είμεθα πλησίον  της κορυφής, μας αντελήφθη ένας Ιταλός.

Άρχισε να φωνάζει και να τρέπεται εις φυγήν.

Η διεύθυνσίς του ήταν προς το ύψωμα ,που ήταν το υπόλοιπον του Λόχου μου, έτσι αυτός συνελήφθη από τας δύο μου διμοιρίας.

Την  στιγμή αυτή έδωσα το σύνθημα, με τρεις ριπές και άρχισε μια εξόρμησι  δαιμονισμένη ο άλλος Λόχος και ευθύς αμέσως ενήργησα την έφοδό μου εκ των νώτων των Ιταλών. Όρθιοι ,με τα χέρια ψηλά μας παρεδόθησαν οι 7 Ιταλοί, οι οποίοι αποτελούσαν τας δύο αντιστάσεις πολυβόλων και οπλοπολυβόλων τα οποία περιήλθον εις χείρας μας.

Οι Ιταλοί αυτοί ήταν τμήμα θυσίας, το οποίον είχε την εντολήν να καθυστερήσει την προχώρησίν μας, διά του πολυβόλου βάλλοντας εις τας μεγαλυτέρας δυνατάς αποστάσεις.

Εν συνεχεία να συμπτυχθεί, υπό την κάλυψιν του οπλοπολυβόλου, το οποίον θα συμπιέζετο όσο το δυνατόν αργότερον.

Το κόλπο όμως ήταν γνωστό σ’ εμάς και τις περισσότερες φορές κάναμε κυκλωτική κίνησιν ,ομοίαν περίπου με εκείνην που ενήργησα στην παρούσα περίπτωσιν και τους συλλαμβάναμε.

Παντού δε, ήταν επικεφαλής των τμημάτων αυτών θυσίας Αξιωματικός. Έτσι μεταξύ των 7 ήταν και εις Ανθυπολοχαγός.

Η διμοιρία μου εν συνεχεία απεσύρθη εις το ύψωμα ,όπου ήταν οι δύο άλλες διμοιρίες και ο άλλος Λόχος έμεινε εις το ύψωμα, που ήταν οι αντιστάσεις των Ιταλών.

Εδώ μας πήρε η νύχτα. Μια νύχτα όμοια της ημέρας. Βροχή – λάσπη και κρύο  ήταν τα χαρακτηριστικά της.

Είμεθα όλοι μούσκεμα. Φωτιά δεν μπορούσαμε να ανάψωμε διότι την έσβηνε η βροχή. Ανοίξαμε τα αντίσκηνα και τα στήσαμε. Μπήκαμε όσοι μπορούσαμε περισσότεροι μέσα και στριμωχθήκαμε, διά να ζεστάνει ο ένας τον άλλον.

Το μέτρον δεν ήταν πολύ αποτελεσματικό, διότι μόλις μετά τα μεσάνυχτα λιγόστεψε η βροχή, οι περισσότεροι σηκώθηκαν  και έκαναν βόλτες και τροχάδην επιτόπου δια να ζεσταθούν.

Ο τρόπος αυτός ήταν ο συνηθισμένος τρόπος που περνούσαμε τις βροχερές  νύχτες.

Επειδή δε τις περισσότερες φορές έβρεχε, λόγω της εποχής, καταλαβαίνετε ότι τις περισσότερες νύχτες τις περνούσαμε όπως την βραδιά αυτή.

Κατά τα ξημερώματα σταμάτησε η βροχή και μπορέσαμε ,με χίλιους κόπους, να ανάψωμε φωτιές σε μια χαράδρα και έτσι λίγοι-λίγοι πήγαιναν και σταματούσαν όρθιοι μπροστά στη φωτιά και στέγνωναν τα ρούχα τους επάνω τους.

Οι Ιταλοί είχαν –σύμφωνα με τις πληροφορίες- καταλάβει μια αμυντική γραμμή όχι πολύ μακριά και προσπαθούσαν να την οργανώσουν.

Η ηγεσία όμως η δική μας είχε κάμει ένα σχέδιον, σύμφωνα με το οποίον θα επιτίθεντο άλλα Τάγματα αριστερά από εμάς και εμείς οι οποίοι βαδίζαμε προς συνάντησιν του Άψου θα σταματούσαμε.

Σύμφωνα με το σχέδιον, αν οι άλλοι επιτύγχαναν ,το τάγμα μας θα προχωρούσε αμαχητί διότι οι Ιταλοί ή θα μας έφευγαν ή θα συνελαμβάνοντο.

Έτσι παραμείναμε εις το ύψωμα αυτό επί 12 ημέρες.

Έτσι  πέρασαν με χιόνια, βροχές, κρύα και πείνα  οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Ο εφοδιασμός του Λόχου με τα γαϊδουράκια του ,δεν ήλθε διότι ο Παπαδάκης ξέροντας ότι κατεύθυνσις του Τάγματος ήταν η πορεία προς συνάντησιν του Άψου και υπολογιζόμενος ότι θα έφθανε μετά μια εβδομάδα ,το πολύ, τους είχε δώσει σημείον συναντήσεως το αμέσως εντεύθεν του Άψου χωριό ονόματι «Μπουζούκα», ή τα πλησίον αυτού υψώματα.

Κατόπιν όμως της διαταγής, καθ’ ην είμεθα υποχρεωμένοι να σταματήσωμεν, τα πράγματα άλλαξαν και δεν μπορούσε  κανείς να ξέρει που μπορούσαμε να συναντήσωμεν τους Στρατιώτας μας.

Ευτυχώς ήταν πολύ έξυπνοι και κάπως θα τα κατάφερναν να μας φέρουν τρόφιμα. Έτσι πιστεύαμε κι ελπίζαμε όλοι.

Δυστυχώς όμως πέρασαν και οι 12 ημέρες και δεν φάνηκε κανείς τους.

Ευτυχώς το Τάγμα, με τον κανονικό τους εφοδιασμό, μας έδινε κάπως καλύτερη μερίδα κι έτσι  κάπως εβολεύετο η κατάσταση χωρίς όμως μ’ αυτό να μπορούμε να πούμε ότι χορταίναμε, γιατί ποτέ δεν συνέβαινε αυτό, άρα μόνο όταν θα ήρχετο ο ιδιαίτερος εφοδιασμός του Λόχου με τα γαϊδουράκια, ο οποίος όμως δεν εφαίνετο πουθενά.

 

2-1-41

Μετά την ανάπαυσιν επόμενον ήτο να επακολουθήσει η πορεία.

Το σχέδιον είχε επιτύχει και κατά πάσαν πιθανότητα δεν επρόκειτο να συναντήσωμεν εχθρόν μέχρι του ποταμού Άψου. Η κίνησις του Τάγματός μας θα είχε κατεύθυνσην κάθετον προς τον ρουν του ποταμού.

Η προχώρησις κάτω από τις συνηθισμένες καιρικές συνθήκες ήταν δύσκολος και πολύ κοπιώδης.  Οι συχνές στάσεις και η βραδινή προχώρησης ήσαν τα χαρακτηριστικά της πορείας αυτής.

Το απόγευμα σταματήσαμε εις ένα ύψωμα και διετάχθη η διανυκτέρευση, διότι λόγω των πολλών βραδυπορούντων δεν ήτο δυνατόν να προχωρήσωμεν χωρίς να τους αναμένωμεν.

Έπρεπε δε να τους δώσωμεν καιρό, κατά την ημέρα, να μας προφθάσουν, διότι την νύκτα θα μας έχαναν. Άλλος τρόπος να βοηθήσωμεν τους ασθενέστερους αυτούς οργανισμούς, οι  οποίοι κατεβάλλοντο ευκολότερον ,από τους άλλους και οι οποίοι, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατέβαλαν, δεν ήταν δυνατόν να τα καταφέρουν, όπως οι πολλοί να  προχωρήσουν και να ακολουθούν την κίνησιν της φάλαγγας.

 

3-1-41

Η ημέρα αυτή πέρασε, ενώ εμείς επορευόμεθα. Η βροχερή μέρα, εν πορεία, ήταν κάτι το τρομερό, όταν ακολουθείτο από βροχερή  νύκτα. Αυτό συνέβη και την ημέρα αυτή.

 

4-1-41

Η ημέρα αυτή ανέτειλε με καλό καιρό και κράτησε όλη την ημέρα και την νύχτα.

Προχωρούσαμε και είχε αρχίσει  να νυχτώνει και ‘μεις προχωρούσαμε, διότι τη μεγάλη στάση την είχαμε κάμει το απόγευμα.

Ο σκοπός ήταν ότι  είχαμε φθάσει εις τα πλησίον του ποταμού υψώματα και θέλαμε να φθάσωμεν νύχτα εις αυτά, όπου θα εγκαθιστώμεθα με μέτωπον προς δυσμάς,όπου προς την κατεύθυνση αυτή ήταν και ο εχθρός.

Η πορεία μας είχε κατεύθυνση προς τον Άψο δηλαδή προς βορράν.

Ενώ βάδιζα με τους πρώτους άνδρας του Λόχου μου, διά να καθορίζω το δρομολόγιον συμβουλευόμενος τον χάρτην μου, κατά τας πρώτας νυκτερινάς ώρας και ενώ ανερχόμεθα το τελευταίο ύψωμα προς το ποτάμι ,δεχόμεθα ξαφνικά ένα σφοδρόν πυρ και άφθονες χειροβομβίδες.

Ετραυματίθησαν οι δύο πρώτοι, την  νύκτα καταφέραμε  να πάρωμεν τον ένα, ο οποίος ετραυματίσθη κοντά μου. Ο άλλος δεν καταλάβαμε  ότι ετραυματίσθη και δεν ήτο δυνατόν να δει κανείς πάνω από ένα μέτρο. Δεν ήτο δυνατόν επίσης να μιλήσει κανείς, διότι μόλις έκανε να πει κάτι του ήρχοντο μια χειροβομβίδα, διότι με τη φωνή επρόδιδε τη θέση του.

Έδωσα χαμηλή τη φωνή, και την μετεβίβασε ο ένας εις τον άλλον, την διαταγή της συμπτύξεως ,χωρίς θόρυβον, εις το όπισθεν υψωματάκι ,διά να οργανώσωμεν επίθεσην την επομένην.

Ανεφέρθη εις το Τάγμα ότι κατείχετο το ύψωμα και μας εδόθη η διαταγή ότι να παραμείνωμεν εις τας θέσεις μας και θα μας έδιδετο διαταγή.

Παραμέναμεν εις το ύψωμα αυτό επί τινάς ημέρας, διότι, ως ελέγετο, αναμέναμεν και άλλο έναν τάγμα διά να κάμωμεν συνδεδιασμένη   επιχείρηση.

Το πρόσθεν μας ύψωμα ονόματι «Μάλι ΣΠΑΝΤΑΡΙΤ ή (Σπαθάρα). ήταν ,σύμφωνα με τις πληροφορίες πολύ οχυρωμένο και η διαταγή προς τους Ιταλούς ήταν άμυνα «μέχρις  εσχάτων».

Γι’ αυτό και η προετοιμασία.

Μία ημέρα καταφθάνει εις τον Λόχον ένας Λοχαγός τριών αστέρων.

Ο Λοχαγός αυτός ονομάζετο Μιχαλάκης.

Είχε πρώτα τον εφοδιασμό του Συντάγματος.

Ήταν ενθουσιώδης και δεν του επέτρεπε κι αυτού η συνείδηση να παραμένει εις τα μετόπισθεν,  την στιγμήν που ήταν Λοχαγός Μόνιμος της Σχολής Ευελπίδων και υπήρχαν νεαροί Ανθυπολοχαγοί πολλές φορές και έφεδροι, που διοικούσαν Λόχους.

Ήλθε λοιπόν και ανέλαβε το Λόχο.

Μαζί έφερε και την διαταγή επιθέσεως διά την επομένη.

 

15-1-41

Μια βραδιά όλο βροχή από χιονόνερο την διεδέχθη μια ημέρα σχετικώς καλή.

Η ημέρα της Επιθέσεως.

Μόλις ξημέρωσε αρχίζει μια τρομαχτική βολή εχθρικήν όλμων εις τις γραμμές μας.

Ήμουν σε μια θέση κοντά εις την σκηνή μου και επειδή δεν τη θεωρήσαμε καλή με τον ανθυπολοχαγό που είμεθα μαζί σκεφθήκαμε να αλλάξομεν θέση και να πάμε πίσω από ένα βράχο. Πράγματι έτσι και έγινε. Μόλις φύγαμε πέφτει ένας όλμος εις την θέση που είμεθα οι δύο και σκοτώνει τον τρίτον ο οποίος δεν θέλησε να μετακινηθεί και είχε παραμείνει εκεί. Ήταν ο εκ Ανθυπολοχαγός από την Θεσσαλονίκη. Ένα εξαιρετικό παλληκάρι που με τις ενέργειες των πολύ πλουσίων γονέων του είχαν προκαλέσει διαταγή μεταθέσεως εκ τα μετόπισθεν και αυτός την έσχισε!

Από την βολή των εχθρικών όλμων, η οποία μεταπείσθη μετά ένα τέταρτον εις το δεξιά τάγμα είχαμε 3 νεκρούς, ένα τον ανθυπολοχαγό και δύο Στρατιώτες και 5 τραυματίες.

Η βολή αυτή είχε γίνει από τους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί φαίνεται την επίθεσήν  μας και προσπαθούσαν να καταρρίψουν το ηθικό των Στρατιωτών.

Η βολή όμως αυτή έφερε όλως αντίθετο αποτέλεσμα. Όλοι άρχισαν να βρίζουν και να απειλούν ότι τώρα έφθασε η ώρα για να εκδικηθούν. Αυτά τα έλεγαν και παρηγορούσαν τραυματίες οι οποίοι βογκούσαν.

Την ορισμένη ώρα άρχισε και το δικό μας πυροβολικό να βάλει. Η βολή έκανε τους Στρατιώτας μας να πηδάνε από τη χαρά τους, διότι δεν πήγαινε σχεδόν καμιά χαμένη.

Η ευστοχία της βολής ήταν κάτι το απίστευτο. Η απόστασις που μας χώριζε  από τους Ιταλούς δεν ήταν ούτε πεντακόσια μέτρα. Αφού  κατά τας ημέρας της αναμονής τους βλέπαμε που εστέγνωναν τις κουβέρτες τους όταν είχε ήλιο. Ξέραμε που έχουν τα πολυβόλα τους, τα οποία βλέπαμε να ανατινάσσονται πολλά στον «αέρα» από το Πυροβολικό μας και τους όλμους.

Μετά την βολή κατά την διάρκειαν της οποίας είχαμε προωθηθεί άρρηκτα άρχισε η διείσδυσης υπό το πυκνό πυρ των παντοειδών  Ιταλικών όπλων. Τα πολυβόλα τα δικά μας έκαναν βολή υπεράνω μας εναντίον των φαινομένων των εχθρικών πολυβολείων, η οποία τα  ετύφλωναν και μας έδιναν την ευκαιρία να προχωρούμε.

Παρ’ όλα όμως αυτά τα πυρά των Ιταλών ήσαν πολλά και οι απώλειές μας αρκετές.

Η προχώρηση διά να διανύσουμε τα 500 αυτά μέτρα χρειάστηκε ολόκληρη σχεδόν ημέρα. Κατά το βραδάκι είχαμε πλησιάσει αρκετά και έφθανε η ώρα της εφόδου. Τα  περισσότερα όμως οπλοπολυβόλα είχαν πάθει εμπλοκάς και η έφοδος ήταν δυνατόν να μην έχει ευχάριστα αποτελέσματα, αφού δεν θα διαθέταμε αρκετά πυρ. Τα πολυβόλα από την βάσιν πυρός δεν ήταν δυνατόν να κάμουν βολή, διότι είχαμε προχωρήσει πολύ και ήταν φόβος να κτυπήσουν τους δικούς μας.Τότε ο υπολοχαγός των πολυβόλων διατάσσει τους ακράτητους άνδρας του και ορμούν με τα πολυβόλα!

Σωστή τρέλλα. Μόλις οι Στρατιώται είδαν τα πολυβόλα να τρέχουν και να κάνουν βολή ,εν βαδίσματι, δεν περίμεναν σχεδόν διαταγή εφόδου και άρχισαν να φωνάζουν το περίφημο αέρα!

Στο άκουσμα της λέξεως αυτή οι Ιταλοί εννοούσαν την καταδίκη τους.

Το ίδιο συνέβη και αυτή τη φορά με την διαφορά ότι εις το σημείον αυτό ήταν ορισμένοι αξιωματικοί και Στρατιώτας Ιταλοί μελανοχιτώνες και εξακολουθούσαν να βάλουν μέχρι την τελευταία στιγμή που κατελήφθη το τμήμα, που υπήρξε και η τελευταία της ζωής των.

Μας είχαν σκοτώσει και  τραυματίσει πολλά παιδιά μεταξύ των τραυματιών ήταν και ο ανθυπολοχαγός Κόντος.

Την ημέρα αυτή είχαμε οκτώ νεκρούς και 22 τραυματίας!

Οι Ιταλοί είχαν 19 νεκρούς περί τους 35 τραυματίας και 40 αιχμαλώτους.

Μόλις καταλάβαμε το ύψωμα οι πρώτοι Στρατιώται είχαν παρατηρήσει κινήσεις εις τα δεξιά μας υψώματα και είχαν εν συνεχεία δεχθεί πυρά.

Άρχισαν τότε να βάλουν κι αυτοί και εγένετο σχεδόν μάχη, όταν έτρεξα προς το σημείον  αυτό και  διατάζω «παύσατε πυρ» και σηκώνω λευκό  μαντήλι και εν συνεχεία φωνάζω εάν ήσαν Ιταλοί ή του τάγματος του ταγματάρχου Σερεμέτη. Η απάντησης ήταν να σηκωθούν όλοι όρθιοι και να τρέχουν με φωνές και χαρές προς την κορυφήν. Ήταν πράγματι όπως το κατάλαβα οι του δεξιά τάγματός μας δρώντες στρατιώτες.

Αποτέλεσμα  της παρεξηγήσεως ήταν να έχομε ένα τραυματία στο πόδι.

Εν συνεχεία πηγαίνω εις τον Λοχαγό  διά να του αναφέρω τα της παρεξηγήσεως.

Την στιγμήν εκείνην ο Λοχαγός ήταν όρθιος εις την κορυφήν κρατώντας ένα λευκό μανδήλι και σείοντάς το εκαλούσε μια ομάδα Ιταλών, η οποία είχε κατεύθυνσην προς το τάγμα του κ. Σερεμέτη δεξιά μας.

Όλοι πράγματι πιστεύσαμεν ότι αυτοί πηγαίνουν διά να παραδοθούν, διότι εβάδιζαν εις φάλαγγα κατ’ άνδρα με  κατεύθυνση προς το δεξιά μας τάγμα. Σε μια στιγμή όμως παρατηρούμεν ότι τρεις απ’ αυτούς έπεσαν εις την ρίζαν ενός δένδρου. Η απόστασις ήταν κάπως μεγάλη και δεν ήτο δυνατόν να δούμε τι έκαναν.

Πάντως επειδή ξέραμε ότι οι Ιταλοί ήσαν ύπουλοι και μπορούσαν να μας κτυπήσουν είπαμε εις τον Λοχαγόν να καθίσει, να μην είναι όρθιος, πίσω από μια πέτρα και να φωνάξει εάν ήθελε.

Η απάντησις ήτο ότι: Αυτοί θέλουν να παραδοθούν αλλά δεν με άκουσαν και θα τους πάρει ο Σερεμέτης!

Απ’ αυτό εφαίνετο ότι ήρχετο από εφοδιασμό!

Εσκέφτετο σαν παιδί από τον ενθουσιασμό.

Δεν είχα προλάβει να του πω να πέσει κάτω διά δευτέρα φορά όταν μια ριπή βληθείσα από τους Ιταλούς τον κτυπά εις την κοιλιά!

Τότε άρχισε να το μετανοεί και να βρίζει τους Ιταλούς ήταν όμως αργά.

Ύστερα από ολίγες ώρας ξεψύχησε εις την κορυφή του υψώματος.

Μετά τον θάνατο του γενναίου Λοχαγού παρέλαβα πάλι τον Λόχον.

Εις το ύψωμα αυτό παραμείναμεν επί άλλες πέντε ημέρες και εκάμαμε εις την κορυφή του υψώματος τας τάφους των Στρατιωτών και στη θέση και ακριβώς εις την κορυφήν εις το σημείον όπου εσκοτώθη ο Λοχαγός τον τάφο του!

Ήλθε και η Διοίκησης του τάγματος μας εις το ύψωμά μας και ο Λόχος μου κατέλαβε ένα ύψωμα ακριβώς άνωθεν του χωριού «Μπουζούκα».

Εκεί πήραμε την διαταγή να οχυρωθούμε καλά. Αυτό εσήμαινε ότι θα παραμείνομε αρκετές μέρες εκεί.

Ένα πρωί ακούω φωνές και φασαρίες. Κάτι το πολύ ευχάριστο συνέβαινε. Πράγματι ήσαν τα περίφημα γαϊδουράκια, τα οποία αποτελούσαν τον κρυφό εφοδιασμό του Λόχου.

Ήταν όλο αυτόν τον καιρό εις την απέναντι όχθη του ποταμού και περίμεναν πότε θα φύγουν οι Ιταλοί για  να περάσουν να έλθουν με τα δώρα τους.

Σήμερα εμείς θα κάναμε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα μαζί.

Σήμερα μπορούσαμε να είμεθα τελικώς ευχαριστημένοι. Είμεθα ξεκούραστοι, δεν είμεθα βρεμένοι, είχαμε καταλάβει το Μπιζάνι που  ελέγετο εδώ «ΜΑΛΙ ΣΠΑΝΤΑΡΙΤ», ήλθαν τα τρόφιμα άφθονα! Το σπουδαιότερο δε ότι υπήρχε ένα πέρασμα λίγο κάτω από το Λόχο μας εις το ποτάμι και ο εφοδιασμός είχε έλθει εις την απέναντι όχθη του Άψου εις τους πρόποδας του «Ταμόρι».

Εδώ ο ιπποκόμος μου μου έβρασε τα εσώρουχά μου για  να ψοφήσουν οι ψείρες και έτσι μπόρεσα να κοιμηθώ λίγο.

Εδώ που είχαμε σταματήσει ήρχοντο  τακτικά Ιταλοί αυτόμολοι και παρεδίδοντο.

Μια ημέρα όπου πολύ πυκνό χιόνι έπεφτε και απαγόρευσε στο μάτι να δει περισσότερο  από 10 μέτρα ήλθαν και παρουσιάσθηκαν δύο Ιταλοί.

Ανακρινόμενοι απεκάλυψαν ότι απέναντί μας είχαν έλθει ένα τάγμα Σικελιανοί. Οι περισσότεροι ήσαν φανατικοί μελανοχιτωνες  και έπρεπε να εντείνομεν τα μέτρα μας, διότι αυτοί μπορούσαν και να μας επιτεθούν. Η επίθεσης των Ιταλών θα ήταν η καλυτέρα λύση για μας, διότι είχαμε καλές και οργανωμένες θέσεις και θα τους επιτρέπαμε απώλειές τους που να μην μπορούσαν να επιτεθούν άλλη φορά.

Δεν είχαμε όμως αυτή την ευχαρίστηση. Μόνο μια ημέρα  όμοια με εκείνη που ήλθαν οι δύο Ιταλοί, με ομίχλη πυκνή και πυκνό χιόνι η προκεχωρημένη περίπολος αναγνωρήσεως μας έστειλε αγγελιοφόρο με την πληροφορία ότι πολλοί Ιταλοί ήσαν μέσα εις την χαράδραν που ήταν λίγο πιο κάτω από το Λόχο.

Ειδοποίησα το τάγμα ότι θα κυκλώσει τη χαράδρα με το Λόχο και να στείλει τον εφεδρικό λόχο εις τας θέσεις μας. Πράγματι επειδή το μέρος ήταν γνωστό κατάφερα να κάμω κανονική κύκλωση της χαράδρας καταλαμβάνοντας τις όχθες της.

Την ορισμένη στιγμή αρχίζομε να ρίπτομεν χειροβομβίδες εις την χαράδρα.

Όπως το υπελόγισα οι Ιταλοί δια μέσου της χαράδρας άρχισαν να υποχωρούν.

Εις το σημείον όμως αυτό τους περίμενα με 5 οπλοπολυβόλα, τα οποία θέριζαν κυριολεκτικώς.

Ελάχιστοι Ιταλοί κατάφεραν να διαφύγουν.

10 παραδόθηκαν και πολλοί ετραυματίσθηκαν εξ ων 8 συνελήφθησαν και 12 ήσαν τα ευρεθέντα πτώματα.

Εφονεύθη και ο Διμοιρίτης ο Ιταλός.

Από τους δικούς μας είχαμε 2 τραυματίας εξ ων ο εκ  ως πληροφορήθημεν ελαφρώς.

Επρόκειτο περί περιπόλου μάχης δυνάμεως διμοιρίας με  αποστολή αναγνωρίσεως.

 

20-1-41

Την ημέρα  αυτή ήλθε ένας υπολοχαγός ονόματι Μπλέσσας Χρήστος, ο οποίος παρέλαβε το Λόχο κι εγώ Δημοιρία εις τον  1ον Λόχον του Ι τάγματος (του 50ου Συντάγματος Πεζικού) ευθύνη από εμένα. Μετά από λίγο ήλθε ο κανονικός Διοικητής του Λόχου ο εμπειροπόλεμος Λοχαγός (τριών αστέρων) κ. ΚΟΧΡΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ  όλοι χαρήκαμε αφάνταστα.

 

12-2-41

Ο ταγματάρχης μας κ. Λαμπρόπουλος με εκάλεσε μαζί με τον Λοχαγό μας  Λοχαγόν ΚΟΧΡΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟ εις το τάγμα. Μου ανέθεσε μια εύκολη αποστολή διά την επομένη το πρωί.

Η αποστολή: θα προχωρούσα το πρωί προτού ξημερώσει ή μάλλον μόλις θα ξημερώσει με την Διμοιρία μου καλύπτοντας μετόπισθεν τάγματος μέχρις ενός σημείου, το οποίον μας υπέδειξε εις το απέναντι μέρος μιας χαράδρας μεγάλης που ήταν  παράλληλα προς το μέτωπόν μας και μας εχώριζε από τους Ιταλούς.

Εάν δεν συναντούσα Ιταλούς  δεν  θα προχωρούσαν στο μπροστά, θα παρέμενα εκεί μέχρι το βράδυ, οπότε θα επανερχόμουν εις τον Λόχον.

Εάν θα συναντούσα εχθρό θα έκανα πυρά εναντίον των Ιταλών μέχρι το βράδυ χωρίς να επιτεθώ, οπότε μόλις θα νύχτωνε θα επανερχόμουν εις τον Λόχον. Ο σκοπός του, της «Εικονικής αυτής επιθέσεως» ήταν να προσελκύσωμεν και τα  πυρά και την προσοχή των Ιταλών προς τον τομέα μας διά να μπορέσουν να επιτεθούν τα αριστερά μας Συντάγματα. Η αποστολή μας δηλαδή ήταν παρενόχλησης του εχθρού διά να νομίζει  ότι θα επιτιθέμεθα και εμείς, διά να διχάσει την προσοχή, τις εφεδρείες τους, και τα  πυρά του τόσον προς τον τομέα μας όσον και προς τον άλλων πραγματικώς επιτιθεμένων Συνταγμάτων. Επιπλέον να αναγνωρίσει  το έδαφος διά μελλοντικής πραγματικήν επίθεσην ως συνήθως.

 

13-2-41

«Άμα τη έω» σύμφωνα με την διαταγή πήρα την Διμοιρία μου και αφού τους επανέλαβα την αποστολή μας, τους είπα πια κατεύθυνση θα ακολουθήσει η κάθε ομάδα και πότε θα συμπτυχτεί διά να συμπτυχθούμεν το βράδυ κανονικά υποστηρίζοντας η μια την άλλη εις την περιοχή, όπου θα συναντούσαμε Ιταλούς και θα είμεθα αγκιστρωμένοι.

Έγινε η επανάληψη αυτή, διότι η μια ομάδα θα ήταν πολύ μακριά από την άλλη, διότι είχαμε να καλύψωμεν μέτωπον τάγματος σύμφωνα με την διαταγή.

Προχωρήσαμε, ενώ ήτο ακόμα νύκτα μέχρι της χαράδρας.

Εις το σημείον αυτό και μέσα εις ένα σπίτι που ήταν δίπλα στο νερό συνέλαβε  η ομάς με την οποίαν πήγαινα κι εγώ 6 Ιταλούς κοιμώμενους εντός αυτού και ένα εκτός αυτού, ο οποίος προφανώς ήταν ο σκοπός διά να φυλάει τους άλλους. Ο Σκοπός μόλις αντελήφθη τους δικούς μας παρεδόθη και μας οδήγησε και μας στο σπίτι, όπου βρήκαμε και τους άλλους 6, οι οποίοι παρεδόθησαν και αυτοί αμέσως.

Τους ρωτήσαμε που είναι οι γραμμές τους και μας απήντησαν ότι ήταν πολύ μακριά. Ήταν νύχτα και δεν μπορούσαν να μας δείξουν που ακριβώς ήταν.

Τους στείλαμεν με δύο στρατιώτες στο  τάγμα και ‘μεις προχωρήσαμε διότι έπρεπε τώρα που ήταν νύχτα να φθάσωμεν τους Ιταλούς και να έλθομεν εις επαφήν διά να μην ξέρουν πόσοι είμεθα όταν θα ξημέρωνε.

Προχωρούσαμε προς το σημείον όπου μου είχε ορίσει η Ταγματάρχης μου ως το τελευταίο σημείον της προχωρήσεώς μας.

Είχε πλέον ξημερώσει και είχαμε προχωρήσει πολύ μέσα, χωρίς να συναντούμε Ιταλούς.

Εις την κατεύθυνσην της ομάδος που ακολουθούσα ήταν μία οικία την οποίαν είχα εντολή να ανιχνεύσω, μήπως εύρισκα τίποτα χαρτιά ή τρόφιμα.

Προχωρήσαμε προς την κατεύθυνση της οικίας, πέραν της οποίας περί τα 100 μ. ήταν το σημείον, όπου θα σταματούσαμε.

Προ του σπιτιού ήταν ένα πολύ μεγάλο χωράφι ακαλλιέργητο, προ αυτόν μία χαράδρα και μετά αυτό καμιά τριανταριά μέτρα ανηφοριά  και επάνω το σπίτι.

Εις το σπίτι δεν εφαίνοντο τίποτα. Προχωρήσαμε εις το χωράφι και διέταξα τους ανιχνευτάς: τον Βασιλειάδη και τον Μπελιούρη να προχωρήσουν πιο μπροστά διά να ανιχνεύσουν το σπίτι.

Μόλις ο Βασιλειάδης με τον Μπελιούρη άρχισαν να ανηφορίζουν προς το σπίτι και ευρίσκοντο μόλις 20 μ. από τους Ιταλούς και εμείς είμεθα εις το μέσον του χωραφιού σκορπισμένοι εδέχθημεν αιφνιδιαστικά πυρά όλων των όπλων του Πεζικού.

Καταλάβαμε θέση εις τους φράχτες. Εξεμεταλεύθημεν και την παραμικρή πτυχή του εδάφους. Αρχίσαμε και ‘μεις πυρά εναντίον των Ιταλών.

Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι οι μεν Ιταλοί ταμπουρωμένοι, όπως ήταν μέσα εις το σπίτι δεν είχαν απώλειες από τα όπλα ευθυτενούς τροχιάς που διαθέταμε εμείς. Οι Ιταλοί όμως με τα αυτόματά όπλα τους και με τους αυτόματους όλμους μας προξενούσαν απώλειες χωρίς να μπορέσουμε να αντιδράσουμε.

Οι Στρατιώται τότε άρχισαν να μας αναφέρουν τις απώλειές μας. Ο Μπελιούρης νεκρός. Ο Βασιλειάδης τραυματισμένος εις το πόδι… άλλος ένας Στρατιώτης τραυματίας, που είχε οπλοπολυβόλο.

Οι Στρατιώται με παρακαλούσαν να επιτεθούμε, διότι παραμένοντας εκεί μόνον απώλειες είχαμε χωρίς να φέρωμεν αποτέλεσμα. Εγώ εδίσταζα, διότι δεν είχα εντολή να επιτεθώ και οι Ιταλοί ήσαν πολύ περισσότεροι απ’ εμάς όπως εφαίνοντο.

Δεν υπήρχε όμως και καλυτέρα λύση. Διατάσσω λοιπόν έφοδον.

Εκείνη την στιγμή συνέβη κάτι το εκπληκτικόν. Παρουσιάσθησαν τριπλάσια περίπου όπλα αυτόματα, όλμοι και πολυβόλα. Τώρα πλέον, που με το άλμα της Εφόδου είχαμε πλησιάσει πολύ, εβαλόμεθα και με χειροβομβίδες.

Δεν μπορέσαμε να προχωρήσουμε διότι από τους 10 που είμεθα ετραυματίσθησαν άλλοι δύο. Ο ένας ετυφλώθη και ο άλλος στρατιώτης εις το πόδι.

Η θέσης μας ήταν χειροτέρα τώρα διότι είμεθα πιο κοντά προς τους Ιταλούς. Τα πυρά τους τώρα ήσαν πιο εύστοχα, λόγω της μικρής αποστάσεως. Παραμείναμεν εκεί ακόμα περισσότερο καίτοι είχαμε  συνεχώς τραυματισμένους. Άλλοι δύο τραυματίσθησαν, ένας εις το χέρι κι ο άλλος εις το πλευρό.

Έτσι από τους 10 είχαμε  ένα νεκρό και 6 τραυματίες.

Τότε εσκέφθηκα ότι έπρεπε να  δώσω κάποια λύση,  διότι έτσι όπως είχα  τους στρατιώτες ήσαν εις θέση αυτοκτονίας.

Εκείνη την στιγμή μου φωνάζουν δύο στρατιώται, οι οποίοι ήσαν προς το μέρος της χαράδρας, ότι έρχονται Ιταλοί μέσα από τη χαράδρα διά να μας κλείσουν την οδόν υποχωρήσεως. Τους διέταξα οι δύο αυτοί να βάλουν διά να τους καθυστερήσουν  και οι άλλοι δύο με το οπλοπολυβόλον να κάνουν βολή εις το σπίτι διά να μπορέσωμεν να πάρωμεν τους τραυματίες και να συμπτυχθούμεν εις το μετά την χαράδραν ύψωμα.

Η ενέργειά μου ήταν, ως ευνόητον, μέσα  εις την αποστολή μου και η μόνη λύση και επομένη έπρεπε να γίνει γρήγορα.

Πράγματι οι τραυματίαι που μπορούσαν να βαδίσουν προσεπάθουν να φύγουν.

Την στιγμή όμως εκείνην οι Ιταλοί κατάλαβαν την κίνηση και εξόρμησαν από το σπίτι επιτιθέμενοι. Ήταν ένας Λόχος εις το σπίτι.

Αυτό το επληροφορήθην την επομένην. Εμείς 9 εξ ων 6 τραυματίαι.

Τότε διέταξα να συμπτυχθούν όλοι μαζί για να μην ξέρουν οι Ιταλοί σε ποιον να πρωτοβάλουν. Ήταν και λύση ανάγκης διότι κάθε καθυστέρηση θα είχε ως αποτέλεσμα την επίθεσην και την κύκλωσήν μας και επομένως την ολοκλήρωση του σχεδίου των Ιταλών άρα και πλήρη επιτυχίας των.

Κατά την στιγμήν της συμπτύξεως, και ενώ έφθανα εις το χείλος της χαράδρας πέφτει ένας όλμος μπροστά μου.

Ετραυματίσθην εις το κεφάλι με ένα θραύσμα του όλμου.

Αποτέλεσμα ήταν να απολέσω  τας αισθήσεις μου.

Όταν συνήλθα είδα ότι οι Ιταλοί είχαν καταλάβει  το πρόσθεν μου ύψωμα και άλλους εντός της χαράδρας.

Προφανώς δεν με είχαν αντιληφθεί. Επίσης, εφοβούντο να έλθουν εις το μέρος εκείνο, διότι ήτο  μακρυά από το σπίτι και το μέρος βάλλετο από το πολυβόλα μας και εάν σημείωνα κινήσεως η οποία φαίνεται από τις γραμμές μας θα προκαλούσε τα πυρά του Πυροβολικού μας.

Διά τους λόγους αυτούς κατά πάσαν πιθανότητα δεν ήλθαν οι Ιταλοί και ή ίσως να με είδαν και με θεώρησαν σκοτωμένον.

Πάντως εγώ ,έρποντας, εκρύφθην κάτω από ένα θάμνο που ήταν λίγα μέτρα παραπάνω. Εκεί έμεινα όλην την ημέρα αναμένοντας την νύχτα, τελείως ακίνητος διά να μη προξενήσω την προσοχή των Ιταλών του υψώματος, του σπιτιού ή της χαράδρας.

Ευτυχώς καθ’ όλην την διάρκειαν την ημέρας δεν έγινα αντιληπτός από τους Ιταλούς.

«Επέδεσα» το τραύμα στο κεφάλι με τον ατομικό επίδεσμο. Ο πόνος ήταν μεγάλος και ο φόβος μη γίνω αντιληπτός μεγαλύτερος

Έτσι άρχισε να νυχτώνει και ένα μεγάλο βάρος έφευγε από το στήθος μου.

Το γεγονός ότι ήμουν ανάμεσα εις τους Ιταλούς μου έφερνε ρίγη καθ’ όλη την ημέρα. Η ημέρα αυτή ήταν η φοβερότερη που είχα περάσει μέχρι τότε.

Η αγωνία και το χτυποκάρδι μ’ έκαναν να  μένω τελείως ακίνητος και πολλές φορές όταν άκουγα κανένα θόρυβο σταματούσα και την αναπνοή μου.

Γι’ αυτό η επέλευσης του σκότους μου έφερε ανακούφισιν. Βέβαια ο κίνδυνο δεν είχε περάσει. Πάντως η διαφυγή τώρα ήταν εύκολη δουλειά, διότι ήξερα που δεν υπήρχαν Ιταλοί κι έτσι θα κανόνιζα το δρομολόγιόν μου.

Πράγματι, αφού νύχτωσε και κάθισα κει μέχρι τα  μεσάνυχτα, περίπου, διά να κοιμούνται οι περισσότεροι Ιταλοί, πήρα το δρόμο που είχα καθορίσει την ημέρα, διά τον Λόχο μου.

Είχα περάσει την μικρή χαραδρούλα, πέρασα και το πρώτο ύψωμα. Τώρα κατηφόριζα διά την δευτέρα χαράδρα. Πήγαινα με όλες τις προφυλάξεις διά να μην κάνω θόρυβο.

Κατά κακή μου τύχη η βραδιά ήταν ήσυχη και κάπου κάπου μέσα από τα σύννεφα παρουσιάζοντο και το φεγγάρι. Όταν έκανε την εμφάνισιν του εγώ σταματούσα μέχρις ότου εκρύπτοντο, οπότε συνέχιζα το δρόμο μου. Όταν έφθασα κοντά στη δεύτερη χαράδρα ένα «Αλτ» τρεις Ιταλοί ξεφύτρωσαν από τους θάμνους. Αυτό ήταν η Αρχή!

Σκεφτόμουν τι μπορούσα να κάμω. Για τι στιγμή τίποτα. Δεν μπορούσε θα μου δοθεί η ευκαιρία.

Τους έδειξα το τραύμα. Αυτοί για απάντηση μου έδεσαν τα χέρια, με ένα κορδόνι που μου έκοβε τους καρπούς ,από το σφίξιμο.

Με πήραν παραπάνω που ήταν οι άλλοι και άρχισαν την Ιερά Εξέταση.

Τα καταλάβαινα σχεδόν  όλα ότι με ρωτούσαν από τις χειρονομίες.

Εγώ δεν απαντούσα προσποιούμενος ότι δεν καταλάβαινα.

Η  στάσις μου τους εξενεύριζε και ένας χάνοντας την υπομονή του με χτύπησε με το κοντάκιον του όπλου στο στήθος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση