Παντελής Πρεβελάκης

AΡΚΑΔΙ -ΠΡΕΒΕΛΗΣ

Μνημόσυνο στους ήρωες και τους μάρτυρες του μεγάλου σηκωμού του 66

Η χθεσινή ομιλία του παρουσία των Αρχών και του Λαού εις το ΩΔΕΙΟΝ Ρεθύμνης

Κυρίες και Κύριοι,

Είμαστε συναγμένοι εδώ για να τελέσουμε το μνημόσυνο των ηρώων και των μαρτύρων του μεγάλου Σηκωμού του 66. Θ’ ανακαλέσουμε στη μνήμη μας εκείνους που αγωνίστηκαν για την εθνική μας ανεξαρτησία και μας εδίδαξαν τον ύψιστο από τους σκοπούς της ζωής. Θα τους αναπολήσουμε μ’ ευγνωμοσύνη κι ευλάβεια, και συνάμα με πόνο ψυχής, επειδή εκείνοι μαρτύρησαν και θυσιάστηκαν χωρίς ν’ αξιωθούν το ιλαρό φως της λευτεριάς. Το μόνο έπαθλο των αγώνων τους υπήρξε η Τιμή και τούτη η ταπεινή ανταπόδοση που τους προσφέρουν τα τέκνα τους, όταν τους ανασταίνουν μέσα στην καρδιά τους. Η ψυχή τους πρέπει ν’ αγάλλεται από το μνημόσυνο που τους κάνουμε! Τους νοιώθω να βρίσκουνται από πάνω μας ο αέρας είναι πυκνός από την παρουσία τους.

AΡΚΑΔΙ -ΠΡΕΒΕΛΗΣ

Οι ήρωες και οι μάρτυρες που τιμούμε δεν είναι απομακρυσμένοι σε κανένα μυθικό παρελθόν. Δυο γενεές μας χωρίζουν από κείνους. Οι πρεσβύτεροι από μας τους προφτάσαμε στη ζωή και είχαμε το ζηλευτό προνόμιο να τους ακούσομε να μιλούν για τα πάθη τους. Έναν από τους λόγους τους, που τον μάζεψα από τα χείλη του Παπα-Γιάννη του Παλιεράκη, του Πηγιανού, τον κρατάω στη μνήμη μου σα φυλαχτό: «Όσοι γλιτώσαμε από το καμίνι του Αρκαδιού γενήκαμε παπάδες, γιατί δεν μπορούσαμε ν’ απομείνουμε στα κοσμικά». Υπέροχη έκφραση της αφιέρωσης που τους επέβαλε η υπέρτατη δοκιμασία! Ο γέροντας εκείνος, που δεν ήξερε άλλα γράμματα παρά λίγα παπαδικά, είχε καταλάβει έναν από τους δυσπρόσιτους νόμους της ζωής, πως οι καιρικές μέριμνες δεν αγγίζουν τον άνθρωπο που αφιερώθηκε σε μια πίστη ή σε μιαν αποστολή. Αυτή την έσχατη γνώση την είχαν κατακτήσει πολλοί από τους κοινούς ανθρώπους της Κρήτης. Οι Τέσσερις Μάρτυρες, οι τέσσερις χωρικοί από τις Μέλαμπες, που στη μνήμη τους η πολιτεία μας έχτισε μιαν εκκλησία, μας κληροδότησαν το ίδιο δίδαγμα: Άγιος θα λογιστεί εκείνος που θα υπερασπίσει με τη ζωή του τις αιώνιες ηθικές αξίες.

Ποιος αμφέβαλε τότε, και ποιος αμφιβάλει σήμερα στην Κρήτη, πως η φιλοπατρία είναι η πιο ακατάβλητη από αυτές τις αξίες; Η φιλοπατρία είναι ένστικτο είναι αυθόρμητο ενέργημα της ψυχής. Θα το δείτε να φανερώνεται στο μελίσσι που διαφεντεύει την κυψέλη του, στο πουλί που υπερασπίζεται τη φωλιά του. Μπορεί να υστερήσει ο άνθρωπος, όταν εκείνος έχει να προστατέψει το σπίτι του και τα υπάρχοντά του, τους τάφους των προγόνων του και τις εκκλησιές του; Το ζώο υπερασπίζεται από ένστικτο την κοίτη του και τα παιδιά του. Ο άνθρωπος υπερβαίνει το ένστικτο, επειδή προμαχεί για ιδέες αθέατες, όμως όχι ανυπόστατες για την πατρίδα και την πίστη του, για τους θεσμούς και τη γλώσσα του, για την τιμή και το ύφος της ζωής του. Η φιλοπατρία στον άνθρωπο είναι πνευματική αφιέρωση, είναι το κορύφωμα της ανθρωποσύνης του.

Αυτό μας παράδωσαν οι νεκροί μας. Και το παράδωσαν σε όλους μας, επειδή οι πρόγονοί μας, όλοι, δίχως εξαίρεση, αγωνίστηκαν στους δίκαιους πολέμους. Υπάρχει γένος στην Κρήτη που να μην έχει τα σκοτωμένο του; Στα χωριά μας κρατούσε η συνήθεια να γράφουν ένα σταυρό στην πόρτα του σπιτιού για κάθε σκοτωμένο. Ένας Γάλλος περιηγητής, που περπάτησε στο δυτικό τμήμα του νησιού ύστερα από το Σηκωμό του 66, είδε σε όλες τις πόρτες από ένα σταυρό σημαδεμένο με τη λαύρα του κεριού και σε πολλές πόρτες είδε δυο και περισσότερους σταυρούς. Αυτός είναι ο καθολικός πόλεμος που σηκώνουν οι περήφανοι λαοί κατά του δυνάστη τους! Στους ξεθυμασμένους λαούς, οι ολίγοι που προκιντυνεύουν για το σύνολο αναπληρώνουν τη ραθυμία των πολλών. Στην Παντέρμη Κρήτη, ο ηρωισμός του συνόλου καταλεί την ατολμία των ολίγων.

Διακόσα χρόνια ύστερα από την ολική κατάκτηση της Κρήτης από τον Τούρκο, οι πατέρες μας αποφάσισαν το Μεγάλο Σηκωμό του 66. Δεν είταν μήδε ο πρώτος μήδε ο ύστερος!

Διακόσια χρόνια τούρκικη σκλαβιά φτάνουν να εξοντώσουν ηθικώς ένα λαό, μάλιστα όταν έχει πίσω του άλλους τέσσερις αιώνες δουλεία στο Βενετσάνο. Ο Όμηρος λένε πως μέσα στο δούλειον ήμαρ χάνεται η μισή ψυχή του ανθρώπου. Αλλά οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι της Κρήτης, επειδή κράτησαν αδούλωτη την ψυχή τους, διαψεύσαν τον πατέρα των ποιητών: τη σκλαβιά τους, εκείνοι, τη γύρισαν σε σχολή ανταρσίας. Οι τιτανικοί άντρες και οι μαρτυρικές γυναίκες του νησιού κατάληξαν στο απόκρημνο συμπέρασμα πως η ανθρώπινη ζωή καταξιώνεται μονάχα μέσα στη λευτεριά. «Λευτεριά ή Θάνατος!» έγραφαν οι σημαίες τους. Η ποταπή ζωή δε χωράει ανάμεσα στους όρους του τραγικού διλήμματος.

Οι γενεές που έζησαν στην Κρήτη ύστερα από τα 1830 πρέπει να στάθηκαν οι πιο πικραμένες. Στα 1830 η Συνθήκη του Λονδίνου αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους, αλλά χωρίς να περιλάβει στα σύνορά του την Κρήτη. Το «όμορφο νησί που κείτεται καταμεσίς πελάγου», κατά το στίχο του Δάντη, τα’ ορέγουνταν όλοι οι Δυνατοί του Κόσμου, ως το κλειδί της ναυτικής κυριαρχίας τους. Και βρήκαν συμφερότερο να το αφήσουν στον Τούρκο, ελπίζοντας ο καθένας να του το αρπάξει για δικό του λογαριασμό. Που να το φανταστούν οι άφρονες πως, προτού περάσει ένας αιώνας και μισός, οι Αυτοκρατορίες τους θα είχαν διαλυθεί!… Η Κρήτη, ωστόσο είχε βροντήσει το ντουφέκι στα 21 και είχε πολεμήσει τον Αγαρηνό, απάνω στο νησί και στην ηπειρωτική Ελλάδα, τα εφτά χρόνια που κράτησε ο Σηκωμός του Γένους.

Στο τέρμα του Ιερού Αγώνα, Ρούμελη και Μοριάς βρεθήκαν λυτρωμένοι και η Κρήτη δικασμένη ν’ απομείνει στη σκλαβιά. Το λεύτερο Βασίλειο πήρε να συντάσσεται, παρ’ όλες του τις διχόνοιες. Έχτιζε σκολειά και δικαστήρια, οργάνωνε στρατό και στόλο, την ώρα που η Κρήτη, το αποπαίδι της Μοίρας, δάγκωνε τις αλυσίδες της.

Ένας φιλότιμος λαός δεν το βαστά να ζει παράμερα από την Ιστορία. Ένας περήφανος λαός εναντιώνεται στην αδικιά. Ένα πολεμικός λαός δεν αφήνει να τον θάψουν ζωντανό… Η Κρήτη, από τα 1830 και πέρα, δεν έπαψε να προετοιμάζει τα καινούριο Εικοσιένα. Τι ήταν ο Σηκωμός του 66, δε βολεί να το ανιστορήσω αυτή την ώρα. Μπορεί κιόλας να μη χρειάζεται: ο Κρητικός, από τους πολλούς αγώνες, έχει μέσα στο αίμα του τη μνήμη της Ιστορίας του. Θα προσπαθήσω, ωστόσο, να σας ζωγραφίσω την αρχέτυπη εικόνα των Σηκωμών της Κρήτης, καθώς την έχω κι εγώ μες στο αίμα μου.

Οι καπεταναίοι και οι πρωτόγεροι του νησιού συνάζουνται σε κανένα βουνοκάμπι και υπογράφουν μιαν αναφορά στο Σουλτάνο και στα χριστιανικά βασίλεια, όπου, μισό με το παράπονο και μισό με τη φοβέρα, παρακαλούν να τους γένει ανθρωπινότερη η σκλαβιά τους. Ο Σουλτάνος και οι άλλοι παραλήπτες κάνουν τον κουφό, ή δίνουν ανέξοδες συμβουλές στους σκλαβωμένους. Οι Κρητικοί ξανασυνάζουνται, αρματωμένοι τούτη τη φορά, και κάνουν όρκο να σηκώσουν ντουφέκι. Οι Χριστιανοί της Κρήτης είναι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους, κι επικρατούν σ’ όλο το μεσόγειο. Ξεχωρίζω τα’ αντίδικα μέρη σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, επειδή εκείνο που τα διχάζει είναι περισσότερο η θρησκεία παρά η εθνότητα. Στη μεριά των Μουσουλμάνων θα βρεις Ασιάτες. Αρβανίτες, Αραπάδες, Μισιρλήδες, ακόμα και Κρητικούς αλλαξόπιστους, που ‘ναι οι χειρότεροι εχτροί των Χριστιανών, επειδή η παλιά συνερισιά στην κοινή πατρίδα έχει θρέψει τα μίση. Οι Μουσουλμάνοι βαστούνε τα τρία κάστρα του νησιού, το Ηράκλειο, το Ρέθεμνος και τα Χανιά, όπου βρίσκονται ασφαλισμένοι πίσω από τα τειχιά. Μαζί τους έχουν για ομήρους τους χωραΐτες χριστιανούς: εμπόρους, αργαστηριάρηδες κι υπαλλήλους στην τούρκικη διοίκηση ή τη χριστιανική κοινότητα. Με το πρώτο ντουφέκι, οι μουσουλμάνοι χωρικοί παρατούνε τα χωριά τους και πάνε να κλειστούν στα κάστρα, ή να στήσουν τσαντήρια απόξω από τα τείχη. Πολλοί χωραΐτες χριστιανοί ζορίζουνται ν’ αφήσουν τα κλειδιά στις πόρτες τους και να μπαρκαριστούν για το ελληνικό, με τη βοήθεια των ξένων προξενείων. Εκείνοι που απομένουν στις πολιτείες ζούνε με το Χάρο στην καρδιά πως θα τους σφάξει το τουρκομάνι στην πρώτη αναμπουμπούλα… Αυτή είναι η πρώτη φάση του κάθε Σηκωμού. Οι Χριστιανοί έχουν κερδίσει τον πόλεμο στα ορεινά, οι Μουσουλμάνοι κρατούνε τα κάστρα και τον κάμπο.

Δεύτερη φάση του αγώνα: Ο Σουλτάνος στέλνει πολυάριθμο στρατό, εφοδιασμένο με κανόνια και με τα σύγχρονα μέσα του πολέμου. Η αριθμητική αναλογία ανάμεσα στις δύο φυλές ανατρέπεται. Οι τουρκοκρητικοί ρέμπελοι μπορούν τώρα ν’ αυθαδιάζουν έξω από τα κάστρα και να διαγουμίζουν τα κατωμέρια. Τα γυναικόπαιδα των Χριστιανών μαζώνουνται στα περιγιάλια και καταφεύγουν, όσα προφτάσουν, στο ελληνικό. Ο πόλεμος γίνεται πιο συγκρατηχτός. Η Κρήτη καίγεται απ’ άκρη ως άκρη. Αντραγαθήματα και από τις δυο μεριές φιλοτιμούν τους αγωνιστές και οι ωμότητες μετατρέπουν τον πόλεμο σ’ έναν απέραντο γδικιωμό ανάμεσα στις σύνοικες φυλές. Ο θάνατος πλερώνεται με το θάνατο: όταν ο Καπετάν Χατζημιχάλης ο Γιάνναρης έχασε τον αδερφό του τον Αντώνη σ’ ένα τράκο στη Μαλάξα, γονάτισε στον τόπο που τόνε βρήκε, ανασήκωσε με το ζερβό του χέρι το σκοτωμένο να του μιλήσει το μέτωπο, και με το δεξί του έκαμε το σταυρό του να φχαριστήσει το Θεό που έδωσε τίμιο θάνατο στ’ αδέρφι του. Την άλλη νύχτα, πήγε πάνω στο μνήμα, κάρφωσε στο χώμα το μαχαίρι του και ξενύχτισε το νεκρό, σημάδι πως έκανε τάμα να τονε γδικιωθεί. Το ίδιο όταν φέρανε του Καπετάν Κωνσταντή του Κριάρη το σκοτωμένο αδερφό του, δεν καταδέχτηκε να τον κλάψει, μον’ είπε: «Παιδιά έχει, και θα πάρουν πίσω το αίμα του».

Σε τούτο το μεταξύ, οι Δυνατοί του Κόσμου κάνουν πως ψυχοπονούνται την Κρήτη, μα ο καθένας τους δουλεύει για το δικό του συμφέρον. Τα μάτια τους τα έχουν γυρισμένα στον κόρφο της Σούδας: όποιος βάλει εκεί μέσα το Στόλο του, αυτός θα ορίζει τους θαλασσινούς δρόμους που σμίγουν την Ευρώπη με την Ασία και την Αφρική. Η Ελλάδα ποθεί να βοηθήσει τη θυγατέρα της, μα δεν έχει τη δύναμη να τα βάλει με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στέλνει στην Κρήτη λίγα εφόδια κι ανάριους εθελοντές, αλλά καμώνεται πως βρίσκεται όξω απ’ τον καβγά. Η μόνη βοήθεια που δίνει στο φανερό είναι να ψωμοταγίζει την προσφυγιά. Στον Πειραιά και στην Αθήνα, στο Ανάπλι και στη Σύρα, τα γυναικόπαιδα της Κρήτης Τρώγουν το πικρό ψωμί της ξενιτιάς, την ώρα που οι άντρες τους σφαγιάζουνται στο νησί.

Αυτή είναι η εικόνα της Κρήτης τους πρώτους μήνες του Σηκωμού του 66, οπόταν μια ηφαιστειακή, μια κοσμογονική έκρηξη ξεχύνει απάνω της ένα πύρινο φέγγος, ένα φως Θείας Μεταμόρφωσης… «Γινώσκεται η λέξις Αρκάδιον, αλλ’ ουχί το συμβάν» γράφει το Φεβρουάριο του 1867 ο Βίκτορ Ουγκώ, ο πρώτος ποιητής της Γαλλίας, η άγρυπνη συνείδηση του αιώνα του. «Ιδού λεπτομέρειαι ακριβείς και σχεδόν άγνωστοι, συνεχίζει. Εν Αρκαδίω, μονή υπό την Ίδην κτισθείση παρά του Ηρακλείου, εκκαίδεκα χιλιάδες Τούρκων επιτίθενται κατά 197 ανδρών και 343 γυναικών και παιδίων. Οι Τούρκοι έχουσιν 26 πυροβόλα δύο βομβιδοβόλα, οι Έλληνες 240 τουφέκια. Η μάχη διαρκεί δύο νυχθήμερα, το μοναστήριον τρυπείται υπό 1200 μεγάλων σφαιρών, κρημνίζεται εις τοίχος, εισορμώσιν οι Τούρκοι, εξακολουθούσιν οι Έλληνες μαχόμενοι, 150 τουφέκια είναι άχρηστα, εξ ώρας εισέτι αγωνίζονται εν τοις κελλίοις και επί των κλιμάκων, και δισχίλιοι νεκροί κείνται εν τη αυλή. Τελευταίον καταβάλλεται βιαίως η τελευταία αντίστασις, ανάριθμοι ως μύρμηγκες πληρούσι την μονήν οι νικηταί Τούρκοι. Μία μόνη εναπελείφθη περαγμένη αίθουσα όπου υπάρχει η πυριτιδαποθήκη. (…) Μια φοβερά επέμβασις, ή έκρηξις βοηθεί τους ηττημένους, η αγωνία μετατρέπεται εις θρίαμβον, η δε ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα, το Μεσολόγγιον δεν είναι υψηλότερον. Τοιαύτα εισί τα γεγονότα. Τι δε πράττουσιν αι κυβερνήσεις, αι λεγομέναι πεπολιτισμέναι; Προσψιθυρίζουσιν αλλήλαις εις το ους: Υπομονή, διαπραγματευόμεθα. –Διαπραγματεύεσθε; Αλλ’ εν τούτοις εκριζούνται οι ελαιώνες και οι καστανεώνες, κατεδαφίζονται τα ελαιοτριβεία, πυρπολούνται αι κώμαι καίονται αι συγκομιδαί αποστέλλονται φυλαί ολόκληροι ν’ αποθανώσιν υπό της πείνης και του ψύχους εις το όρος, βιάζονται οι γυναίκες και καρατομούνται οι άνδρες, κρέμωνται οι γέροντες, Τούρκος δε στρατιώτης βλέπων παιδίον κείμενον χαμαί εμπήγει εις τας ρίνας αυτού κηρίον ανημμένον όπως βεβαιωθή εάν απέθανε. Τοιούτω τρόπω πέντε τραυματίαι εν Αρκαδίω εξυπνίσθησαν ίνα πνιγώσιν. –Υπομονή! λέγετε. Αλλ’ εν τούτοις εισέρχονται οι Τούρκοι εις την κώμην Μουρνιές ένθα γυναίκες μόνον και παιδία υπελείφθησαν, οπόταν δ’ εξέλθωσιν, ουδέν άλλο φαίνεται ή σωρός ερειπίων πιπτόντων επί σωρού νεκρών μικρών και μεγάλων. Η δε δημοσία γνώμη τι πράττει; Τι λέγει; Ουδέν! Εστράφη αλλαχόσε. Τι θέλετε; Αι καταστροφαί αυταί έχουσιν εν δυστύχημα: δεν είναι του συρμού. Οίμοι! Η υπομονητική των κυβερνήσεων πολιτική συγκεφαλαιούται εις τα εξής δύο, εις την άρνησιν της δικαιοσύνης προς την Ελλάδα, εις την άρνησιν της ευσπλαχνίας προς την ανθρωπότητα… («Κλειώ» Τεργέστης, αρ. 297, 24 Φεβ. 8 Μαρτ. 1867, σ. 2).

Σας διάβασα ένα απόσπασμα από το κείμενο του Ουγκώ, καθώς μεταφράστηκε στον ελληνικό τύπο της εποχής, επειδή αναδίνει μιάν ευωδιά ρομαντικής παλιοσύνης. Περιέχει συνάμα πληροφορίες δοσμένες από τους ίδιους τους αγωνιστές. Είναι φυσικό ν’ αναρωτηθεί κανείς: ποιος κάλεσε τον Ουγκώ να παρασταθεί της μεγαλομάρτισσας; Ο επιστολογράφος από την Κρήτη ήταν ο ταγματάρχης Γιάννης Ζιμπρακάκης, γενικός αρχηγός της δυτικής Κρήτης, που είχε έρθει από την Ελλάδα, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 66, μαζί με μια τρακοσαριά εθελοντές. Το γράμμα του το είχε στείλει από το στρατόπεδο του Ομαλού εις παραλαβήν του Βίκτορ Ουγκώ, που βρισκόταν τότε ξορισμένος από τον Αυτοκράτορα των Γάλλων σ’ ένα νησί στο Μπογάζι της Μάγχης. Η επιστολή είχε το απανώγραμμα: «Ο Λαός των Κρητών προς τον Βίκτορ Ουγκώ», και τα πρώτα της λόγια ήταν: «Εξακολούθησε το έργο που έχεις αρχίσει!».

Πράγματι ο Ουγκώ είχε βροντοφωνήσει και πρωτύτερα το δίκιο της Κρήτης, απ’ αφορμή μιαν άλλη επιστολή που του είχε έρθει από την Αθήνα. Ο αποστολεύς την πρώτη εκείνη φορά ήταν ένας Έλληνας ποιητής, πολιτικός και διπλωμάτης, ένας από τους διασημότερους άντρες της νεώτερης Ελλάδας: ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Αγαθή τύχη έκαμε να έχω στην κατοχή μου το πρωτόγραφο εκείνης της επιστολής. (Μου το χάρισε ο φίλος μου Αντωνάκης Φωκάς, που το ‘χε αγορασμένο από έναν έμπορο αυτογράφων στο Παρίσι) και δεν το βρίσκω άτοπο να την ανακοινώσω στα πλαίσια του σημερινού Μνημοσύνου. Η επιστολή του Ραγκαβή είναι γραμμένη γαλλικά, αλλά σας τη μεταφράζω στη λόγια γλώσσα για να την ταιριάσω με το κείμενο του Ουγκώ που σας διάβασα τώρα-δα.

«Κύριε, γράφει ο Ραγκαβής στο Γάλλο ποιητή στις 18/30 Οκτωβρίου 1866, «Πολλοί των συμπατριωτών μου μοί απηύθυνον έκκλησιν η οποία με ενθαρρύνει να θέσω εις πράξιν τολμηράν ιδέαν την οποίαν από τινος χρόνου έτρεφον, όπως εξαιτήσωμαι την υμετέραν παρέμβασιν παρά τω αιώνι και τω ανθρωπίνω γένει υπέρ των μαρτύρων οίτινες θνήσκουσιν εν Κρήτη δια την πίστιν και την ελευθερία των.

Διέπραξα κάποτε μερικά στιχοργήματα, ωχρά απαυγάσματα της αρχαίας εκείνης αρμονίας, εξ ης η ατμόσφαιρα των Αθηνών είναι εισέτι εμπεποτισμένη. Υπό τον τίτλον τούτον οι συμπατριώται μου εθεώρησαν ότι θα μοί ήτο επιτετραμμένον να απευθυνθώ εις υμάς. Υπό διάφορον τίτλον, πραγματικώτερον τούτον και δικαιότερον, φρονώ ότι δικαιούμαι να επικαλεσθώ το Πνεύμα σας εν ονόματι της ανθρωπότητος, της ελευθερίας και του πολιτισμού. Το αίμα των γερόντων, των γυναικών και των παιδίων ρέει εν Κρήτη, ένθα αι άγριαι ορδαί της Ασίας και της Αφρικής ευρίσκοσιν ακοπώτερον να σφαγιάζωσι τα ανίσχυρα ταύτα θύματα, αντί να μάχωνται και να κατισχύωσι των ανδρών. Λαός αγωνιζόμενος διότι οι άνθρωποι έχουσιν ιερώτερον κι αν ακόμη δεν ήτο λαός προς όν η οικουμένη τόσα οφείλει, είναι άξιος όπως ενδιαφερθώσιν υπέρ αυτού αι πλέον ευγενείς καρδίαι. Η υμετέρα καρδία δεν χρήζει της ασθενούς μου φωνής ίνα συγκινηθή ενώπιον των μεγάλων τούτων και τιμίων θυσιών. Αι Αθήναι, πάλαι ποτέ, έσωσαν την Σπάρτην αποστέλλουσαι αυτή τον Τυρταίον. Μία σελίς της υμετέρας γραφίδος θα εξησφάλιζε τον θρίαμβον των Χριστιανών της Κρήτης, θα είλκυε υπέρ αυτών τον ενθουσιασμόν των λαών. Εις το στέμμα αιωνίου δόξης το οποίο σαν ανήκει, προσθέσατε το ωραιότερον ανθέμιον, θέτοντες την παντοδυναμίαν σας εις την υπηρεσίαν των ασθενών, οίτινες θνήσκουσιν ίνα ανακτήσωσι τα δικαιώματα αυτών ως ελευθέρων ανθρώπων. Ολόκληρος λαός θα ευλογή υμάς, καταλέγων υμάς μεταξύ των ελευθερωτών του, εγώ δε θα θεωρήσω ότι προσέφερα εις τους συμπατριώτας μου την ισχυροτέραν βοήθειαν, αν ευτυχήσω να ίδω υμάς αποδεχόμενον μετ’ επιεικείας την ευχήν την οποίαν τολμώ να εκφράσω εξ ονόματος τούτων».

«Ακούω φωνή εξ Αθηνών, αποκρίθηκε τότες ο Ουγκώ εν τη πατρίδι του Φειδίου και του Αισχύλου μια πρόσκλησις γίνεται προς εμέ και φωναί προφέρουσι το όνομά μου. Τις είμι εγώ ο τοιαύτης αξιούμενος τιμής; Ουδέν. Εις ηττημένος. Και τις ο προς εμέ αποτεινόμενος: Νικηταί. Ναι, ήρωες της Κρήτης καίπερ καταπιεζόμενοι σήμερον, αύριον έσεσθε νικηταί. Εγκαρτερήσατε. Και πνιγόμενοι, θα θριαμβεύσητε. (…) Δεν υπάρχουσι γεγονότα τετελειωμένα, υπάρχει μόνον το δίκαιον. Το δίκαιον είναι ακατακόντιστον, κύματα γεγονότων διέρχονται υπεράνω αυτού, αλλά τούτο αναδύεται (…) Το κρητικόν ζήτημα ετέθη ήδη, θα λυθή, και θα λυθή ως όλα τα ζητήματα του παρόντος αιώνος εν τη εννοία της απελευθερώσεως. (Εγκαρτερείτε). («Κλειώ» Τεργέστης, αρ. 285 2/14 Δεκ. 1866, σ. 1).

Αλλοίμονο! Η εγκαρτέρηση που συμβούλευε ο Ουγκώ και που την πρόσταζε ο όρκος των αγωνιστών, στοίχισε στην Κρήτη χιλιάδες ψυχές κι ανυπολόγιστο χαλασμό σε ζώα και δεντρικά, σε κατοικίες κι αργαστήρια. Ο Σηκωμός του 66 ατύχησε τελικώς και η Κρήτη χρειάστηκε να πολεμήσει άλλες δυο φορές, ώσπου να φτάσει στην πολυπόθητη Ένωση, κατά την προφητεία του ποιητή.

Η δίκαιη λύρα εξαγοράζει την αδιαφορία των Κυβερνήσεων. Η φωνή των δυο ποιητών που ακούσατε νομιμοποιεί την παρουσία ενός συγγραφέα στο βήμα τούτο, αν δε φτάνει το γεγονός πως είναι γέννημα της Κρήτης. Του δίνει μάλιστα το δικαίωμα να εκθέσει την πίστη του για την αποστολή του συγγραφέα απέναντι στο λαό που τον ανάστησε.

Τα «κύματα των γεγονότων», για να μεταχειριστώ την έκφραση του Ουγκώ, γαληνεύουν στην απανεμιά που ακολουθεί την τρικυμία. Ο Χρόνος σούρνει τον πέπλο της λήθης πάνω στα επιφανέστερα κατορθώματα. Λαοί που δεν αξιώθηκαν να γεννήσουν ικανούς συγγραφείς λησμονήθηκαν από τους μεταγενέστερους και μόνο η σκαπάνη του αρχαιολόγου ανασύρει εδώ κι εκεί τα λείψανα της δόξας τους. Αυτή υπήρξε η μοίρα των Αυτοκρατοριών της Ασίας. Η αρχαία Ελλάδα, αντιθέτως, ηυτύχησε να γεννήσει ποιητές και ιστορικούς που απαθανάτισαν τα κλέη των Ελλήνων και διέδωσαν τους θεσμούς τους. Η νεότερη Κρήτη, παρά τις φοβερές αφαιμάξεις που γνώρισε στη σκλαβιά και στους σηκωμούς, απόδειξε πως είχε την πλεονάζουσα δύναμη να γεννήσει λαϊκούς ποιητές ισάξιους με τους πολεμιστές της. Οι ταπεινοί συνεχιστές του Βιτσέντζου Κορνάρου που παρακολούθησαν τα στρατόπεδα και συχνά συμπολέμησαν με τους αδερφούς τους ταίριασαν τις αρχαϊκές εκείνες ριμάδες όπου διαβάζουμε σήμερα τα κατορθώματα του Κόρακα και του Κοκκινίδη, του Χατζημιχάλη και του Κριάρη, το Ολοκαύτωμα του Αρκαδιού και τα τολμήματα των ελληνικών κουρσάρικων που εφοδίαζαν το αποκλεισμένο νησί. Ένας καπετάνιος, μάλιστα, ο Χατζημιχάλης ο Γιάνναρης, επεχείρησε ο ίδιος ν’ αφηγηθεί το Σηκωμό του 66 σ’ ένα επικό που τ’ ονόμασε «Η Κρητικοπούλα». Ο υπέροχος αυτός βλαστός του νησιού μας συνέχιζε ανήξερα του μιαν παράδοση φτασμένη ως εμάς από την πιο μακρινή αρχαιότητα. Όταν οι πόλεμοι καταλάγιασαν, η Κρήτη ευτύχησε ν’ αποκτήσει και τον άξιο ιστορικό της, το Βασίλειο Ψιλάκη, που φιλοδόξησε να ιστορήσει τον από αιώνων βίο των κρητικών. Η φωνή που έσυρε εκείνος ο δίκαιος όταν απόγραψε την τρίτομη Ιστορία του, δεν είταν κανένα «Νυν απολύοις τον δούλον σου», παρά μια κραυγή φρίκης και θαυμασμού: «Δεν είναι αυτή Ιστορία, παρά τα Άγια πάθη!».

Κατά το παράδειγμα των αξιομακάριστων τούτων, πατέρων, ο ελάχιστος που έχει την τιμή να σας ομιλεί, πάσκισε σ’ όλη του τη ζωή να χτίσει με το λόγο το Μνημείο της Κρήτης και να προετοιμαστεί να τελέσει το σημερινό μνημόσυνο. Το έργο όπου τον καλέσατε το επιτέλεσε ως οφειλόμενο χρέος στους νεκρούς. Αλλά το έργο του θα είτανε λειψό, αν δεν απηύθυνε ένα λόγο και στους ζωντανούς, βγαλμένον και τούτον από το βάθος της ψυχής του.

Κυρίες και Κύριοι,

Αιωνία η μνήμη των νεκρών μας! Δόξα στα πολεμικά έργα τους, που μας χάρισαν το ύψιστο δώρο της λευτεριάς! Αλλά πως θα καταξιώσουμε εμείς τη ζωή μας για να μην υστερήσουμε από τους πατέρες μας; Οι Κρητικοί δεν θα πάψουν να εμπνέονται από την Ιστορία τους. Το πολεμικό ήθος δε θα το αρνηθούν ποτέ, γιατί είναι η εγγύηση της ανεξαρτησίας. Η Μάχη της Κρήτης και η τετράχρονη Εθνική Αντίστασή τους εδίδαξε πως ένας λαός παραμένει λεύτερος όταν είναι άξιος να υπερασπίζει τη λευτεριά του. Όχι! Δεν θα καταραστούμε τη Μοίρα που μας έρριξε στο σταυροδρόμι των ηπείρων! Αλλά στον καιρό της ειρήνης, η σα θέλετε, στα διαλείμματα της ειρήνης, το πολεμικό ήθος μας θα το στρέψουμε στον αγώνα για την «ορθή πολιτεία», κατά το λόγο του Πλάτωνα, και στον αγώνα για την πνευματική δημιουργία.

Οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν λαός όχι λιγότερος πολεμικός, από τους Κρητικούς. Διέτρεξαν όλα τα στάδια της ιστορίας από τον πρωτόγονο τρόμο ίσαμε τη δημιουργία της ελεύθερης πολιτείας, από τη μαγεία ίσαμε τη λογική ερμηνεία του κόσμου. Τους αγώνες τους, οι Έλληνες τους μυθοποίησαν, τους εξιστόρησαν και τους εξεικόνισαν. Χώρια απ’ όσα έχουν μαρτυρήσει γι’ αυτούς οι ποιητές και οι ιστορικοί, οι αρχαίοι παράστησαν του αγώνες τους στο γλυπτικό διάκοσμο των ναών τους. Στ’ αετώματα και στις μετόπες θα δεις τον Ηρακλή και το Θησέα να καταβάλλουν τα μυθικά τέρατα, τα σύμβολα του πρωτόγονου τρόμου, θα δεις τον Πέλοπα να νικάει τον Οινόμαο, την προσωποποίηση της τυραννίας, θα δεις τους κοινούς οπλίτες να μάχονται κατά των Αμαζόνων και των Περσών. Όταν ο πολεμικώτατος λαός των Ελλήνων έχει εξοντώσει στη χώρα του τα θηρία, τα μυθικά και τα πραγματικά, όταν έχει αποκρούσει τον ξένο εισβολέα, όταν έχει δαμάσει την εσωτερική τυραννία κι έχει δημιουργήσει την «ορθή πολιτεία», τότε αφιερώνεται στα ειρηνικά έργα και απολαμβάνει την αρμονία του κόσμου που δημιούργησε με τους αγώνες του. Αυτή την κατάληξη του ιστορικού βίου των Ελλήνων, θα τη διαβάσεις στη ζωφόρο του Παρθενώνα. Με την Πομπή των Παναθηναίων που σκάλισε και πάνω, ο αρχαίος γλύπτης θέλησε να εξεικονίσει την ειρηνική ζωή των Αθηναίων μέσα στην ευνομούμενη πολιτεία, την ίδια εκείνη πολιτεία που ύμνησε ο Περικλής στον Επιτάφιο λόγο του. Η Πομπή των Παναθηναίων παρουσιάζει το λαό των Αθηνών σε μια λιτανεία. Γέροντες, ώριμοι άντρες, έφηβοι και κοπέλες πορεύονται να συναντήσουν τους θεούς, κρατώντας πρόσφορα και κλαριά και οδηγώντας τα σφάγια των θυσιών. Πουθενά δε θα συναντήσεις εδώ ένοπλους άντρες, γιατί στο στάδιο της Ιστορίας του, ο Αθηναίος καταξιώνει μιαν άλλη μορφή του ανθρώπινου βίου κάτω από τη σκέπη των θεών και των νόμων.

Προτείνω το παράδειγμα των αρχαίων Αθηνών σε μια πολιτεία φημισμένη για τη φιλονομία της και την αφιέρωσή της στα Γράμματα. Διασχίζαντας τις συνοικίες της, συνάντησα στις πινακίδες των δρόμων, ακόμα και στις επιγραφές των καταστημάτων, ονόματα ξακουστά. Εδώ έζησαν ο Χορτάτσης κι ο Τρωίλος, ο Τζάνες Μπουνιαλής και ο Μουσούρος, ο Χατζηδάκης και ο Βλαστός, και πολυάριθμη χορεία αντρών αφιερωμένων σε πνευματικά έργα. Τα κατορθώματα των πολεμιστών μας που τους υμνήσαμε ως υποδείγματα εθελομαχίας και θυσίας, δεν σκιάζουν τα άλλα, τα σεμνά και μοναχικά αγωνίσματα των ποιητών, των ζωγράφων, των λογίων και των επιστημόνων που γέννησε η πολιτεία μας. Η Δόξα του Ρεθύμνου υψώθηκε παλαιόθε στη σφαίρα της Μνημοσύνης με δύο φτερούγες!

Κυρίες και Κύριοι,

Διάβασα τελευταία μιαν παραίνεση που ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός, ο Θωμάς Καρλάυλ, απευθύνει στους ανθρώπους. «Ο άνθρωπος, λέγει, πρέπει να περνάει το πρώτο μέρος της ζωής του διαλεγόμενος με τους νεκρούς, το δεύτερο με τους ζωντανούς, το τρίτο με τον εαυτό του». Κατά το σχήμα τούτο, έκαμα πρώτο το μνημόσυνο των νεκρών, μίλησα κατόπι στους ζωντανούς, κι απομένει να κουβεντιάσω με τον εαυτό μου. Ο διάλογος αυτός δεν πρόκειται βέβαια ν’ ακουστεί από το βήμα τούτο όπου με ανέβασε η αγάπη σας. Είναι διάλογος ενδόμυχος κι επικίντυνος. Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να σας αφήσω να τον μαντέψετε. Όπως ο πολυπλάνητος Οδυσσέας, γυρίζοντας στην πατρίδα του, αφηγείται στους συμπολίτες του τη θαλασσινή του περιπέτεια και τους κάνει να διαβλέψουν τους κιντύνους που τους απειλούν στα πέλαγα, έτσι κι εγώ θα ήθελα να σας προειδοποιήσω πως έξω από την Ιθάκη παραμονεύουν οι ανθρωποφάγοι Λαιστρυγόνες και οι μονόφθαλμοι Κύκλωπες, η μισάνθρωπη Κίρκη και η Πλανεύτρα Καλυψώ. Τα μυθικά αυτά ονόματα σημαίνον στον αιώνα μας την ωμότητα των ολοκληρωτικών συστημάτων, τη μισαλλοδοξία, την υλοφροσύνη και τον ευδαιμονισμό. Όποιος παραμένει πιστός στον πατροπαράδοτο ανθρωπισμό, αυτός έχει ν’ αντιμετωπίσει τα σύγχρονα τέρατα.

Οι κίντυνοι που μας περιβάλλουν στο σύγχρονο κόσμο δεν παίρνουν τη μορφή εχτρικής εισβολής. Οι κίντυνοι σήμερα εισχωρούν στη ζωή μας με τη σαγήνη των νεωτερισμών. Ότι είναι παλαιό συκοφαντείται ως ξοφλημένο. Ότι είναι πατροπαράδοτο διασύρεται ως αναχρονιστικό. Η πνευματική μου περιπέτεια ως συγγραφέα μου επέτρεψε να μετρήσω το παλιό με το νέο. Για να εννοήσω τους κιντύνους που απειλούν την κοινότητα που υπερασπίζω, άφησα να προσβληθώ από τα μιάσματα του καιρού μου, όπως ένας γιατρός εισάγει στο αίμα του το μικρόβιο για να παρακολουθήσει τα συμπτώματα της αρρώστιας και ν’ αναζητήσει τη θεραπεία της. Σας μιλώ από το κέντρο της δοκιμασίας μου! Ο μόνος τρόπος να ζήσουμε σύμφωνα με το φυσικό μας είναι ν’ ακροαζόμαστε τους νεκρούς μας. Η φιλοπατρία τους προσδιόρισε τη σχέση μας με τη ζωή και το θάνατο. Αν οι αγώνες τους είχαν ως αντικείμενο την εθνική μας ανεξαρτησία, αυτό δε σημαίνει πως το δίδαγμά τους έπαψε να ισχύει. Υπερασπίζεται κανείς την πατρίδα του από τον ξένο εισβολέα, αλλά την υπερασπίζεται κι από τον ξένο χρόνο. Για να ευτυχήσει, ο άνθρωπος, έχει ανάγκη από κόσμο αρμονικό κι ενιαίο!

Αγαπητοί μου συμπολίτες,

Αναφέρθηκα στο μύθο του Οδυσσέα, επειδή εξακολουθεί να συμβολίζει τη σχέση του ανθρώπου με την πατρίδα του και με τον ξένο κόσμο. Ποτέ ο άνθρωπος δεν απειλήθηκε από τον ξένο κόσμο όσο στα χρόνια μας. Παλαιότερα, ο άνθρωπος έπρεπε να μεταναστέψει για να τον συναντήσει. Τώρα τον βρίσκει έξω από την πόρτα του. Η μόνη μέθοδο να μετρηθεί μαζί του είναι να μην αποκοπεί από τα ρίζες του. Λέγω «να μετρηθεί μαζί του», επειδή ο Οδυσσέας δεν είναι ξενόφοβος. Αλλά η σοφία του τον προφύλαξε από την ξενομανία! Η νοσταλγία του στρέφεται προς την πατρίδα κι όχι προς τη θαλασσινή του περιπέτεια. Αν είναι περήφανος ότι «πολλών ανθρώπων είδεν άστεα και νόον έγνω», αυτό δεν τον κάνει ν’ απαρνηθεί την Ιθάκη του. Συγκεράζοντας μέσα του το πάτριο με το ξένο, το πρωτείο το δίνει στο πάτριο. Και δεν είναι κενός ο λόγος του όταν λέγει:

Αιωνία η μνήμη των νεκρών μας!

Αιωνία η αγάπη της πατρίδας!

Π. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

Αφήστε μια απάντηση