ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
– Και εστέσετε, του λόγου σας, κερά συντέκνισα, πράμα φασίδι τση κοπελιάς
εδά τη Σαρακοστή;
– Και πως θελά στέσωμεν οι κουρεμένοι απού’ ναι, λέω χιλιάκριβα τα
σκοτεινά τα όργατα, και μα το ναις, γκούζεται το καϋμέχαρο και οψάργας
ίδια, μας ήλεγε, πως έστεσε, λέει, το Μαριό του Πωλογιώργη εξήντα πήχες
πετσέτες, κι’ ή – γ – Ελένη, λέει, του Μοσκονικολή δύο πατανίες κι’ αυτό το
καϋμέχαρο διάλε τη δροσιά. Και να σου πω, έκλαιγε τάξε, μα έχει και δίκιο,
γιατί ως και – ν – είναι, συζηλιώνει, καλέ, η μια τσ’ αλλής. Μόνο, μα τη φέδε
μου, θωρώ και κεινασάς, απού’ χουνε τα προυκιά και δεν τωνε δικουρτούλε
τα προξενιά:…
– Εδά, μα τσ’ αείς, κερά συντέκνισα, σαν έστεσε το Μαριό απού λες, εξήντα
πήχες πετσέτες, για κείνο φύσηξεν ο νους του;
– Κ’ ίντα; πράμα ‘ καμενε εδά – εδά και δεν το κατέω πρέπει εγώ; Μα και πως
θα μάθω και πράμα, η – γι – άζουδη, απού δε μ’ αφήνουνε λέω, οι – γι-
αμπασάδες μουδέ να σταλάρω, μουδέ σαθρώπου σπίτι να μπω, κι’
αναθεριότη κατέω ίντα γίνεται στο χωριό;..
– Και θα μου πης πως δεν άκουσες πράμα, κερά συντέκνισσα;
– Όϊ – να μη σου μνώξω στο στεφάνι μου, απού δεν έω άλλον όρκο – δεν
έμαθα, μουδέ δεν άκουσα καλό γη κακό. Μ’ α’ γατές, πε μου… Ίντα κατές το
πώς δε μολογώ εγώ α μου κόψουν και το κομμάτι.. όϊ, δε – ν – το ‘χω, τάξε
τούτο το χούϊ και κατέχει με το χωριό…
– Χμ:… Το Γιωργάκη, λέει του Μπερτσελή τη θέλει, κι’ όμως δεν τονε
καταδέχεται, λέει, και του το μήνυσε με τη μαντινάδα…
<<Σερβίρει σου να μ’ αγαπάς μα μένα δε σερβίρι, γιατ’ είναι ο κύρης σου
φτωχός, κι ‘ εμένα νοικοκύρης>>,
– Ώφου, μάνα μου – μάνα μου, μια ψιλομυθιά: Εδά στη χώρα θα παντρευτή
μπεσπελί…
Απού τ’ Ακτούντα
Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΟ
Ο ΤΥΠΟΣ ΣΑΒΒΑΤΟ 18 ΜΑΡΤΙΟΥ 1933 ΑΡ.ΦΥ.269