Ο ΣΙΦΟΥΝΑΣ

 

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

– Είδες, μπρε, απού ‘λεγε οπροθές κ’ η Γιώργαινα πως το
κοκκινόχωμα, απού έβρεξεν οπρόϊμα στα Καστρινά, ήτο σημάδι, πως
θελά πέση ο Μπενιτζέλος;
– Ναι… ίντα πώς τ’ άκουσες εσύ.
– Οψάργας, λέει, στο ντουκιάνι, εκάνανε την κουβέντα οι χωριανοί,
κι έτυχε –ν-εκειδά ένας μεσοκαιρίτης, μα γραμματισμένος λέει και τωνέ
κάνει:
Λέει, δεν είναι σημάδι –για δεν το πίστευγε μούδ’ ο Θεός πώς θα
πέση ο Μπενιτζέλος- μόνο θα πήρενε ο σίφουνας από κιανένα ποταμό
νερό, και θα ‘τανε λάσπες εκειδά, και τράβηξε και τσι λάσπες με το
νερό, κ’ ύστερα τσ' απόλαρε μαζύ με το νερό –γιατί, ετσά τόκαμε μια
φορά στο Γεροποταμό, στη Μεσαρέ κι ερρούφιξε, λέει, το νερό, ο
σίφουνας, και πάνε το μεσημέρι τα βούγια, για να πιούνε νερό, και που
να το βρούν; Ούλο το ‘χε σερμένο ο σίφουνας:
Κι όμως καλότυχη, τυχαίνει κειδά το κούδεβλο τση Σήφαινας και
του κάνει:
Λώ σ’ ίντα σκολειό κουμπάρε, τα ‘μαθες τουτανά τα πράματα;
Εδά μας –ε-πής πως είναι τα νέφαλα σαν τα ασκιά και βαστούνε το
νερό και το χύνουνε πέρα πόδε: Γιάντα δε μας –ε λές, πώς εφύσηξε αέρας
και εσήκωσε τη σκόνι ψιλά, κι ανακατώθηκενε μαζύ ντου, κι ετσιδά
έπεσενε ύστερα μαζύ με το νερό;
– Γροικάς, μωρέ, το ντελιασμένο, μιάν εξυπνάδα; Μπεσπελί έκαμέ
σου το ξένο κι εστάθηκε με τον ένα μπόδα: Ο θεός να το ζήση το
κούδεβλο, γιατί θα ‘ναι η πρεπιά του χωριού μας:…
– Ούλα –ν-τα κοπέλλια μπρε, τούτου του καιρού, τα κατένε τουτανά,
γιατί μαθαίνουνε λέει, ένα χαρτί που το λένε Φυσική, και για τουτονά
θωρείς, πως δε φοβούνται δροσιά, μουδέ τσ’ αστραπές, μουδέ τσι

βροντές, μουδέ ανασκελάδες, μουδέ ξωτικά, σαν απού το κάνομεν εμείς
απού αφωνιάξη, λέω και πουλί τη νύκτα, λέμεν πως είναι σημάδι.
– Θωρείς καΰμένη, κι απόης γροικάς τον κόσμο και γκούζεται, πως
δε μαθαίνουνε εδά, τα κοπέλλια, γράμματα; Φχιούτωνε –με συμπάθιο-
απού το λένε…

Απού τ Ακτούντα
Τ; ΑΝΕΖΗΝΙΟ

EΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΥΠΟΣ

Τετάρτη 22 Μαρτίου 1933

Αφήστε μια απάντηση