Βιωματική διδασκαλία της τοπικής ιστορίας ήταν η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στα Περιβόλια με τίτλο « Τα Περιβόλια στην επανάσταση του 1821»
Επίκεντρο ένα άγνωστο στοιχείο της επανάστασης που έφερε στο φως με την ακούραστη έρευνα του ο εκπαιδευτικός –συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής κ. Νίκος Δερεδάκης δημοτικός σύμβουλος .
Ένας σημαντικός αριθμός συμπολιτών τηρώντας και όλους τους κανόνες υγιεινής κατέκλυσε τον αύλειο χώρο του Ι.Ν των Αγίων Αναργύρων με επίσημες παρουσίες τους Αντιπεριφερειάρχη Ρεθύμνου κα. Μαίρη Λιονή ,το δήμαρχο Αγίου Βασιλείου κ. Γιάννη Ταταράκη, τον Πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνου κ. Νίκο Αγριμάκη,τους αντιδημάρχους Ρεθύμνου, Θωμά Κρεβετζάκη, Πέπη Μπιρλιράκη, Στέλιο Σπανουδάκη, τον Αντιπρύτανη ΕΛΜΕΠΑ κ Νεκτάριο Παπαδογιάννη ,τον πρόεδρο Ιατρικού Συλλόγου κ. Στεφανάκη Γιώργο, τον Αντιπρόεδρο Συλλόγου Ξενοδόχων κ. Νίκο Κουμνά, τον Πρόεδρο της Ένωσης Σφακιανών Ν. Χανίων κ. Ανδρέα Μανουσέλη
Στο χαιρετισμό του ο νέος πρόεδρος του Δ.Σ του Πολιτιστικού Συλλόγου Περιβολίων Μισσιρίων ΕΜΜ. ΠΑΧΛΑΣ κ. Βασίλης Βατζέλης , που είχε την οργανωτική ευθύνη της εκδήλωσης όπως και ο δήμος Ρεθύμνης, τόνισε ότι θα είναι ο σύλλογος παρών για τα προβλήματα της περιοχής και ότι θα κάνει εκδηλώσεις ανάλογες με αυτή που οργάνωσε για τα 200 χρόνια από την εθνική παλιγγενεσία Χαιρετισμό έκανε και ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Θωμάς Κρεβετζάκης που εξήρε τους εκπαιδευτικούς, παλιούς και νέους που ασχολούνται με την τοπική Ιστορία.
Ιστορία των Περιβολίων
Στην ομιλία του ο κ. Νίκος Δερεδάκης είπε τα εξής:
Τα Περιβόλια, ο πρώτος οικισμός που συναντάται ανατολικά, μετά την πόλη του Ρεθύμνου, δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Στην ασφαλή απόσταση του «Τοπ Αλτί», του βεληνεκούς, δηλαδή, του κανονιού από τα τείχη της πόλης, βρίσκεται σε απόσταση 1-1,5 χμ. από αυτήν. Στον ενετικό χάρτη του Basilicata του 1618, τρεις σχεδόν δεκαετίες πριν πέσει το Ρέθυμνο στα χέρια των Τούρκων, συναντάμε τα Περιβόλια ως «orti», που σημαίνει κήποι, με μερικά σπίτια να απαρτίζουν τον οικισμό.
Οι Βενετοί, σαν εμπορικός λαός, έχτισαν μια σειρά από παραθαλάσσιους πύργους κατά μήκος των ακτών της Κρήτης, ώστε να προστατεύουν το νησί από τον κίνδυνο των πειρατών. Οι πύργοι αυτοί είχαν αναμμένες φωτιές στην κορφή τους το βράδυ, κατά το σύστημα των «φρυκτωριών», ενώ την ημέρα κυμάτιζε σημαία για ειδοποίηση σε περίπτωση κινδύνου. Οι πύργοι αυτοί ήταν επανδρωμένοι με μόνιμη φρουρά όλο το 24ωρο.
Σε άλλο χάρτη του Βενετού Basilicata του 1618, βλέπουμε έναν τέτοιο πύργο «Torre» στην ανατολική ακτή του Ρεθύμνου, στο ύψος του Πηγιανού Κάμπου, τον «Πύργο των Σαουνάτσων», που επιτελούσε αυτόν τον σκοπό. Αποτελούσε, δηλαδή, κι αυτός μέρος της σειράς των «φρυκτωριών» που ήταν αναπτυγμένοι στα παράλια της Κρήτης.
Ας περάσουμε, όμως, στο σημερινό μας θέμα και να εξηγήσουμε τι σημαίνει το όνομα, Μπιριτσί Κουλές, που ξεκάθαρα παραπέμπει στην Τουρκοκρατία. Birici σημαίνει πρώτος και Kule σημαίνει πύργος. Πρώτος Πύργος, δηλαδή. Αλλά γιατί; Ο Βασίλειος Ψιλάκης, στην Ιστορία της Κρήτης μας δίνει μια πρώτη εξήγηση. Τον αναφέρει ως «Πρωτοσκοπιά». Επεξηγεί ότι πρόκειται για παράλιο πυργίσκο που απέχει από την πόλη του Ρεθύμνου λιγότερο από βολή τουφεκιού. Είναι ενετικός, από εκείνους που έχτιζαν οι Ενετοί στις ακτές όλης της Νήσου, σε τακτές αποστάσεις, σε επίκαιρες θέσεις, για φρούρηση και φύλαξη, κυρίως, από τους Μωαμεθανούς πειρατές. Οι πύργοι αυτοί τη νύχτα φωτίζονταν «δια φρυκτωριών», ενώ την ημέρα υπήρχε σημαία που κυμάτιζε στην κορφή τους για ειδοποίηση.
Σε έκθεση του Nicola Gualdo, αρχηγού της Πολιτοφυλακής της Κρήτης προς τον Lorenzo Contarini, Γενικό Προνοητή της Κρήτης, το έτος 1633, αντλούμε πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες γι αυτούς τους Πύργους. Επανδρώνονταν, με τη μορφή αγγαρείας, από τους κατοίκους των γύρω χωριών, που άλλαζαν κάθε δέκα ημέρες, χωρίς όμως να διαθέτουν αξιόλογο οπλισμό για τον φόβο επανάστασης εναντίον των Βενετών. Την νύχτα επικοινωνούσαν οι πύργοι μεταξύ τους με φωτιές ενώ την ημέρα με σήματα καπνού, σε περίπτωση που αντιλαμβάνονταν κάποιο εχθρικό πλοίο. (#)
Στην περίπτωση του Πύργου των Περιβολίων, που στην έκθεση αναφέρεται με το όνομα «Πλάκα», στην έκθεση αναγράφονται τα εξής:
- Πλάκα: μετά τον πύργο, προς Ρέθυμνο ένα μίλι (Βενετικό μίλι 1.738,67 μ), Φυλάσσεται μέρα και νύχτα από τα 5 χωριά. Garola (οικισμός κοντά στον Μαρουλά που δεν υπάρχει σήμερα), Adele, Santa Veneranda (Αγ. Παρασκευή), Amigdalea (παλιό χωριό που δεν σώζεται σήμερα. Το Μετόχι Αμυγδαλέα βρισκόταν στα σύνορα με τον Μαρουλά. Άγιος Ιωάννης (Ούτε αυτός ο οικισμός υφίσταται σήμερα). Επικεφαλής [ο εκατόνταρχος] [Γεώργιος] Βλαστός. Αυτή είναι η τελευταία φρουρά που τοποθετείται από τον αρχηγό του Μυλοπόταμου. Ο Πύργος διέθετε φρουρά πέντε ανδρών.
Οι Τούρκοι, μετά την κατάληψη του νησιού, που ξεκίνησε το 1645 και ολοκληρώθηκε το 1669, διατήρησαν τους πύργους αυτούς, που στην πορεία τους ονόμασαν «Κουλέδες» και τους διαμόρφωσαν σύμφωνα με τις δικές τους αμυντικές ανάγκες. Τα πρώτα χρόνια, βέβαια, της τουρκικής κατάκτησης, οι συγκεκριμένοι πύργοι συνέχιζαν να έχουν τον ρόλο που είχαν και επί Βενετοκρατίας. Σε έγγραφο του Διοικητή του Χάνδακα Μεχμέτ-πασά, προς τον διοικητή του Ρεθύμνου, Μουσά-πασά, με ημερομηνία 3 Απριλίου 1689, του δίνει οδηγίες πώς να λειτουργούν οι πύργοι του νησιού: Αν φανεί οποιοδήποτε καράβι, οι φρουροί του πύργου, κατά τη διάρκεια της ημέρας, πρέπει να υψώνουν μια κόκκινη σημαία. Αν εντοπιστεί πλοίο κατά τη διάρκεια της νύχτας τότε οι πύργοι πρέπει να ανάβουν πυρσούς, όπως γινόταν και τα προηγούμενα χρόνια, μέχρι το σήμα, από πύργο σε πύργο, να φτάσει στο Ηράκλειο. Το επόμενο έτος, όμως και συγκεκριμένα στις 17 Δεκεμβρίου 1690 καταφθάνει φιρμάνι από την Κωνσταντινούπολη προς τον Βεζίρη του Ηρακλείου Αβδουρραχμάν πασά. Προφανώς, έχοντας εκλείψει ο κίνδυνος της πειρατείας αλλά και άλλος εξωτερικός κίνδυνος, αναφέρεται στο φιρμάνι ότι καμιά ωφέλεια δεν προέκυψε από τις υπάρχουσες σκοπιές (vardye) πέριξ της νήσου Κρήτης και να σταματήσει η τοποθέτηση φρουρών σε αυτές.
Μια πρώτη απεικόνιση του Μπιριτσί Κουλέ, του πρώτου πύργου, δηλαδή, μετά τα τείχη της πόλης του Ρεθύμνου, έχουμε σε χάρτη του Ρεθύμνου του 1651 του Marco Boschini. Εδώ ο Πύργος διακρίνεται σαν το πρώτο κτίσμα πριν την θάλασσα και αποτελείται από ένα σύμπλεγμα κτηρίων, που ξεχωρίζει αρχιτεκτονικά από τα υπόλοιπα κτίσματα.
Μια πιο ξεκάθαρη εικόνα του Μπιριτσί Κουλέ έχουμε στην απεικόνιση του Γάλλου βοτανολόγου Tournefort, ο οποίος περιηγήθηκε στην Κρήτη από το 1700-1702. Σε μια αρκετά ρεαλιστική απεικόνιση του Ρεθύμνου από κάποιο ύψωμα της περιοχής των Περιβολίων, βλέπουμε τον Μπιριτσί Κουλέ ως το μοναδικό κτίσμα στο παράκτιο μέτωπο, σχεδόν πάνω στην άμμο, ενώ όλα τα υπόλοιπα κτίσματα-κατοικίες βρίσκονται νοτιότερα του Πύργου. Ο Πύργος παρουσιάζεται διώροφος, ορθογωνικής διατομής, με επίπεδο δώμα και μεγάλα ανοίγματα σε όλες τις πλευρές του. Σε αυτή την περίοδο της Τουρκοκρατίας Ο Μπιριτσί Κουλέ, προφανώς, έχει απωλέσει τον ρόλο που είχε στη Βενετοκρατία και χρησιμοποιείται ως προκεχωρημένο φυλάκιο των Τούρκων, με μόνιμη στρατιωτική δύναμη, για επιτήρηση της περιοχής, αφού, βεβαίως, υπέστη τις απαραίτητες μετατροπές για τη νέα χρήση του. Είναι πολύ πιθανό να είχε και βοηθητικά κτήρια τριγύρω.
Επόμενη απεικόνιση του Μπιριτσί Κουλέ έχουμε από τον Άγγλο περιηγητή Robert Pashley που επισκέφθηκε την Κρήτη το 1834, λίγα, μόλις, χρόνια μετά την άδοξη λήξη της επανάστασης του 1821. Εδώ, ο Πύργος φαίνεται στην κανονική του θέση, στον δρόμο που οδηγεί στο Ρέθυμνο, χτισμένος πάνω σε έναν μικρό λόφο. Αποτελείται από ένα σύμπλεγμα κτηρίων, με ευδιάκριτα φρουριακά στοιχεία.
Ο Άγγλος ζωγράφος Edward Lear, που επισκέφθηκε το Ρέθυμνο το 1864, αποτύπωσε κι αυτός τον πύργο σε δύο πίνακές του, με διαφορά μιας ημέρας. Στον πρώτο πίνακα φαίνεται σαν ένα συμπαγές κτήριο τετραγωνικής διατομής με το περβολιανό «γεράνι» δίπλα του. Στον άλλο πίνακα, οδεύοντας ο ζωγράφος παραλιακά προς το Ρέθυμνο, τον αποτυπώνει σε κοντινή απόσταση από την ακτογραμμή και ως ένα σύμπλεγμα κτηρίων. Αυτή η εναλλαγή στις αποτυπώσεις, ως μεμονωμένου πύργου ή ως σύμπλεγμα κτηρίων, θεωρούμε ότι οφείλεται αφενός στις αμυντικές ανάγκες της κάθε εποχής και αφετέρου στην οπτική γωνία που ο κάθε καλλιτέχνης «έβλεπε» τον Πύργο.
Μοναδική φωτογραφική απεικόνιση του Μπιριτσί Κουλέ έχουμε σε φωτογραφία του 1900 περίπου, που διακρίνεται πάλι ως το πρώτο παραλιακό υψηλό κτήριο στην περιοχή των Περιβολίων, που η εξέλιξη της εποχής τον έστεψε με κεραμοσκεπή αντί για το επίπεδο δώμα, από λεπιδόχωμα, που είχαμε στις προηγούμενες απεικονίσεις.
Νεότερη αναφορά για τον Μπιριτσί Κουλέ έχουμε από τον Περβολιανό δάσκαλο Δημήτρη Βιβυλάκη στο βιβλίο του «Τα Περβόλια του Ρεθύμνου στου κύκλου τα γυρίσματα». Ο Βιβυλάκης, μάλιστα, παραθέτει και σχεδιάγραμμα της περιοχής που τοποθετεί επακριβώς τον Πύργο στην πραγματική του θέση. Αναφέρει σχετικά: «Άλλο τοπωνύμιο που όμως τώρα είναι χαμένο. Έτσι έλεγαν το μικρό υψωματάκι που είναι τα σπίτια των Μακρυγιάννηδων (Απέναντι από το S/M ΣΥΝΚΑ). Το ύψωμα αυτό τώρα δεν ξεδιακρίνεται, γιατί απάνω του είναι τα σπίτια, όμως από την παραλία φαίνεται πως είναι λόφος. Το μέρος το έλεγαν Μπιριτζικουλέ γιατί απάνω σε αυτό το υψωματάκι είχανε χτίσει οι Τούρκοι (sic) ένα φρούριο (Κουλές) ή κάτι σαν παρατηρητήριο για να παρακολουθούν από εκεί την ανατολική πλευρά της παραλίας».
Στην πιο παλιά αεροφωτογραφία, του 2003, τοποθετούμε τον λόφο του Μπιριτσί Κουλέ ανάμεσα στις οδούς Αμπελακίων και Ειρήνης.
Στα νεότερα χρόνια, λοιπόν, ο Μπιριτσί Κουλέ έδωσε το όνομά του, ως τοπωνύμιο, σε μια ευρύτερη περιοχή των Περιβολίων που, σήμερα, εκτείνεται ανάμεσα στις οδούς Ειρήνης και Αμπελακίων. Τον συναντάμε, ακόμα και σε συμβολαιογραφικές πράξεις, τουλάχιστον από το 1932, για να περιγράψει αγροτικές εκτάσεις της περιοχής. Στα συγκεκριμένα αποσπάσματα συμβολαίων που επισυνάπτονται, του 1932 και 1978, περιγράφεται ακίνητο που σήμερα βρίσκεται επί της οδού Ειρήνης και προσδιορίζεται ως ευρισκόμενο στην περιοχή Μπριριτζί Κουλέ.
Τέλος, ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, στο ηλεκτρονικό Τοπωνυμικό του τ. Δήμου Ρεθύμνου, κάνοντας αναφορά σε συμβόλαιο του 1899, αναφέρει την περιοχή και ως «Δεληγιωργιανά». «εις θέσιν “Μπιριντζί Κουλέ” ή “Δεληγιωργιανά”…)
Όπως αναφέρει ο Θ. Πελαντάκης, στηριζόμενος σε συνέντευξη του αείμνηστου Αριστείδη Μακρυγιάννη, ιδιοκτήτη παλιού περβολιανού καφενείου, ο Μπιριτσί Κουλέ γκρεμίστηκε την περίοδο της γερμανικής κατοχής από τους κατακτητές, αφού εμπόδιζε την ορατότητα από το παρατηρητήριο-πολυβολείο που είχαν εγκαταστήσει στην “παπούρα του Τσουρλάκη” και που επόπτευε όλο το παράκτιο ανατολικό μέτωπο.
Πολλά νεότερα κτίσματα της περιοχής κατασκευάστηκαν με δομικά υλικά που προήλθαν από τα ερείπια του Μπιριτσί Κουλέ, απ’ τον οποίο, πλέον δεν σώζεται το παραμικρό ίχνος του.
Δυστυχώς, από αυτό το βενετσιάνικο μνημείο, όπως και για πολλά άλλα, άλλωστε, δεν σώζεται το παραμικρό ίχνος. Από τη μια οι συνεχόμενες κρητικές επαναστάσεις, που οι Κρητικοί προσπαθούσαν να κατεδαφίσουν εκ βάθρων τους κουλέδες που τους δημιουργούσαν προβλήματα και αφετέρου η Πολιτεία που δεν φρόντισε για τη διατήρησή τους, οδήγησαν στον μερικό ή ολοκληρωτικό αφανισμό αυτά τα μνημεία φρουριακής αρχιτεκτονικής.
Ας δούμε τώρα τη μάχη που διεξήχθη στον Μπιριτσί Κουλέ, καθώς και τα πολεμικά γεγονότα που προηγήθηκαν. Βρισκόμαστε στο 2ο έτος της επανάστασης του 1821. Ήδη από τον Μάιο του 1821 η επανάσταση έχει ξεκινήσει, δειλά, και στην Κρήτη, παρόλο που οι συνθήκες δεν ευνοούν. Το τουρκικό στοιχείο υπερισχύει στο νησί έναντι του χριστιανικού, ενώ οι Κρήτες διαθέτουν ελάχιστο οπλισμό, σε σχέση με τους Τούρκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νησί υπήρχαν συνολικά μόνο 1.200 όπλα, εκ των οποίων τα 800 στα Σφακιά, ενώ τα υπόλοιπα στις ορεινές περιοχές της δυτικής, κυρίως, Κρήτης. Αλλά και τα πολεμοφόδια ήταν ελάχιστα, αφού οι Κρητικοί, παραδοσιακά, αναγκάζονταν να αγοράζουν την πυρίτιδα από αγορές εκτός της Μεγαλονήσου.
Από την αρχή της επανάστασης φάνηκε καθαρά ο τρόπος που θα κινούνταν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Οι Τούρκοι κλείστηκαν στα τρία μεγάλα κάστρα του νησιού (Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο), αφού τα τείχη των πόλεων τους έδιναν την απαιτούμενη ασφάλεια. Από εκεί, με μεγάλα εκστρατευτικά σώματα, επιχειρούσαν στοχευμένες επιθέσεις εναντίον των επαναστατημένων περιοχών, κυρίως των Σφακίων, καταστρέφοντας και καίγοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, ξεσπώντας, κυρίως, στα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα και στους υπερήλικες που δεν μπορούσαν να αμυνθούν.
Οι επαναστάτες, από την πλευρά τους, μην έχοντας οργανωμένο στρατό και τα απαραίτητα πολεμοφόδια, προτιμούσαν την τακτική του κλεφτοπολέμου. Σε μικρές ομάδες επιτίθενταν εναντίον των Τούρκων προκαλώντας τους όσο το δυνατόν μεγαλύτερες φθορές, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να δυσχεράνουν την προέλαση των εκστρατευτικών σωμάτων των Τούρκων όταν αυτά έβγαιναν από τα κάστρα του νησιού. Ο στόχος ήταν προφανής: Οι επαναστάτες να γίνουν κύριοι της υπαίθρου, αναγκάζοντας τους αντιπάλους να παραμένουν κλεισμένοι στην ασφάλεια των πόλεων.
Τον Ιανουάριο του 1822 οι Τούρκοι του Ρεθύμνου υπέστησαν δύο σημαντικές ήττες, που είχαν κυρίως ψυχολογικό αντίκτυπο στο φρόνημά τους, αφού έχασαν δύο από τους πιο αντρειωμένους αρχηγούς τους. Ο περιβόητος για τις ωμότητές του εναντίον των χριστιανών, Τουρκοκρητικός γενίτσαρος Αλί Γετήμ (Γετιμαλής), σκοτώθηκε στο Μοναστήρι του Αρκαδίου, μαζί με τον γιο του, από επαναστάτες Κρητικούς, μαζί με όλους τους άνδρες του, το οποίο είχε καταλάβει μαζί με άλλους 70 από τους γενναιότερους Τούρκους του Ρεθύμνου. Όταν το άσχημο νέο μαθεύτηκε στο Ρέθυμνο, ο άλλος φοβερός, για την αγριότητά του Τουρκοκρητικός γενίτσαρος, ο Αλί Γλυμίδης (Γλυμιδαλής), ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του φίλου και ομόθρησκού του. Με εκστρατευτικό σώμα από 2.000 «μαχιμοτάτους» και καλά οπλισμένους Τούρκους επιτέθηκε στους επαναστάτες που ενέδρευαν γύρω από την πόλη. Στη θέση «Ακόνια», που βρίσκεται κοντά στους Αρμένους, έγινε φονική, αμφίρροπη, μάχη που κράτησε όλη την ημέρα. Στη δίνη της μάχης ο Σφακιανός Ανδρέας Μανουσέλης βλέποντας τον Γλυμίδη να πέφτει νεκρός από κάποιο βόλι, του έκοψε το κεφάλι και ως τρόπαιο το στερέωσε στην άκρη του όπλου του επιδεικνύοντάς το στους αντιπάλους. Οι Τούρκοι, έντρομοι που έχασαν τον αρχηγό του, υποχώρησαν προς την πόλη του Ρεθύμνου, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω από 100 νεκρούς, ενώ πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι, που αντηλλάγησαν αργότερα με άλλους Κρητικούς αιχμαλώτους.
Παίρνοντας θάρρος από αυτές τις δύο σπουδαίες νίκες οι Κρητικοί εισέβαλαν υπό την αρχηγία του Θ. Χούρδου, Αντώνη Μελιδόνη και Αλέξανδρου Μαυροθαλασσίτη στον Μυλοπόταμο για να καθαρίσουν και αυτή την περιοχή από τους Τούρκους. Σε φονική μάχη που έγινε σκοτώθηκαν 150 Τούρκοι και είχαν άλλους τόσους τραυματίες, ενώ οι επαναστάτες είχαν μόλις 17 απώλειες. Οι Κρητικοί καταδίωξαν τους αντιπάλους τους μέχρι το φρούριο του Ρεθύμνου.
Ο κλοιός γύρω από το κάστρο του Ρεθύμνου έσφιγγε σταδιακά για τους Τούρκους. Οι επαναστάτες, κερδίζοντας τη μία μάχη μετά την άλλη πλησίαζαν στην πόλη, την οποία είχαν σκοπό να πολιορκήσουν και να καταλάβουν σύμφωνα με το σχέδιο του Γάλλου φιλέλληνα και αξιωματικού Ιωσήφ Βαλέστ (Βαλέστρα).
Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το φρούριο του Ρεθύμνου ήταν το πιο ανίσχυρο από τα άλλα δύο, των Χανιών και του Ηρακλείου, μην διαθέτοντας κοντά του άλλο ισχυρό κάστρο για βοήθεια. Ο τακτικός μουσουλμανικός, γενιτσαρικός στρατός που έδρευε στην πόλη δεν ξεπερνούσε τους 1.500 άνδρες, αν σκεφτούμε ότι στα γειτονικά Χανιά υπήρχαν περίπου 3.000 στρατιώτες, ενώ στο Ηράκλειο, την μεγαλύτερη πόλη-φρούριο της Κρήτης, περίπου 6.000 γενίτσαροι.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1822 τα αδέρφια Στρατής και Ιωσήφ Δεληγιαννάκης, από το χωριό Ασφένδου Σφακίων, μετά από συνεννόηση με ένοπλους Αμαριώτες και Μυλοποταμίτες, με επικεφαλής τον Αντώνη Μελιδόνη, καθώς και με τους Τσουδερούς από τον Άη Βασίλη, κατέλαβαν την περιοχή των Μικρών Ανωγείων, αποκόπτοντας, ουσιαστικά την πόλη και από την περιοχή των χωριών του Βρύσινα. Έστησαν ενέδρα γύρω από το χωριό σκοτώνοντας πολλούς μουσουλμάνους που κυκλοφορούσαν στην περιοχή ανυποψίαστοι. Παράλληλα, κατέλαβαν και την περιοχή της γέφυρας του ποταμού Πλατανέ, με σκοπό τη διενέργεια μάχης στην περιοχή, έχοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους. Με αυτόν τον τρόπο θα απέκοπταν την πόλη και από τα ανατολικά, αφού ο πλατανιανός ποταμός, σε μια χρονική περίοδο που σίγουρα θα ήταν «φουσκωμένος» λόγω των βροχοπτώσεων του χειμώνα, είχε μόνο την παλιά βενετσιάνικη γέφυρα (Μέσα Καμάρα) σαν δίοδο επικοινωνίας των γύρω περιοχών, του Ρεθύμνου με τις ανατολικές περιοχές του νομού, αλλά και της Κρήτης.
Από εκείνο το σημείο ο Στρατής Δεληγιαννάκης με τους άνδρες του επιτέθηκαν εναντίον των Περιβολίων, γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι θα πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση, αφού εκεί υπήρχε ο Μπιριτσί Κουλές, το τελευταίο προπύργιο των Τούρκων πριν την πόλη του Ρεθύμνου, τον οποίον είχαν οχυρώσει κατάλληλα και επανδρώσει με ικανό αριθμό στρατιωτών.
Δεν γνωρίζουμε αν στη μάχη που ακολούθησε συμμετείχαν και κάτοικοι των Περιβολίων, ή είχαν εγκαταλείψει την περιοχή. Τον προηγούμενο Ιούνιο του 1821, με τη γνωστοποίηση της έκρηξης της επανάστασης στο νησί, οι μουσουλμάνοι του Ρεθύμνου, αφού φυλάκισαν τον επίσκοπο Γεράσιμο Περδικάρη, σκότωσαν πάνω από 100 φιλήσυχους και άοπλους χριστιανούς κατοίκους της πόλης του Ρεθύμνου. Στη συνέχεια, για τρεις ημέρες, ξεχύθηκαν στα πέριξ της πόλεως, λεηλατώντας, αιχμαλωτίζοντας και σκοτώνοντας όποιον έβλεπαν στο διάβα τους. Από τη μανία τους δεν γλίτωσαν ούτε τα Περιβόλια, αφού ήταν το κοντινότερο προάστιο στην πόλη, σκοτώνοντας περίπου 60 κατοίκους, που δεν είχαν προλάβει να κρυφτούν ή να καταφύγουν σε ορεινά μέρη. Πιθανολογούμε, λοιπόν, ότι τα Περιβόλια, την ημέρα της μάχης, με το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας που επικρατούσε, θα είχαν εγκαταλειφθεί από τους χριστιανούς κατοίκους τους, που θα είχαν καταφύγει σε πιο ασφαλή μέρη, μακριά από την πόλη, που ήταν η βάση των μουσουλμάνων. (17)
Έντρομοι οι Τούρκοι του Ρεθύμνου, βλέποντας τους επαναστάτες να πλησιάζουν από τον Πλατανέ, με τον φόβο ότι θα έχαναν το τελευταίο τους οχυρό πριν την πόλη, όρμησαν έξω από τα τείχη με επικεφαλής τον Οσμάν πασά, τον διοικητή του Ρεθύμνου για να ενισχύσουν τη φρουρά του Μπιριτσί Κουλέ. Η μάχη ήταν πεισματική και αμφίρροπη και διήρκεσε μέχρι το βράδυ. Πολλές φορές οι αντίπαλοι συγκρούστηκαν σώμα με σώμα. Τα πυροβόλα όπλα έδωσαν τη θέση τους στα γιαταγάνια και τις σπάθες και η μάχη διεξαγόταν προς το γυρογυάλι με απίστευτη σφοδρότητα. Κατά τη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε στο μάτι ο Ρεθεμνιώτης Νικόλαος Δαμβέργης, γιος του προύχοντα του Ρεθύμνου Χατζή Ιωάννη Δαμβέργη. Βλέποντάς τον ο αδερφός του Κωνσταντίνος, που πολεμούσαν πλάι πλάι, όρμησε στον Τούρκο που είχε πυροβολήσει τον αδερφό του σκοτώνοντάς τον με το πελώριο λαζέικο σπαθί του.
Για μια στιγμή κινδύνευσε και ο ίδιος ο Οσμάν πασάς και αναγκάστηκε να αποσυρθεί μέσα στην πόλη, αφού οι χριστιανοί προσπαθούσαν να του κόψουν την υποχώρηση και να τον ρίξουν είτε στη θάλασσα είτε στα χέρια τους. Ο σημαιοφόρος του πασά, Μουραμπούτης, χάνει το ένα του δάχτυλο από μια μαχαιριά, τη στιγμή που τρομοκρατημένος προσπαθούσε να τυλίξει τη σημαία του και να ακολουθήσει τον πασά.
Εν τέλει επικράτησαν οι Κρητικοί που λίγο έλειψε να ρίξουν τους Τούρκους στη θάλασσα, καταδιώκοντάς τους μέχρι το φρούριο του Ρεθύμνου, όπου οι Τούρκοι κατάφεραν να ανακόψουν την προέλασή τους προς τα τείχη της πόλης, στην Πόρτα της Άμμου, με πυκνά πυρά και κανονιοβολισμούς.
Στη μάχη έχασαν τη ζωή τους περίπου 100 Τούρκοι, ανάμεσά τους και ένας από τους έξι αδερφούς Γλυμίδη, ενώ μόνο 30 από τους Κρητικούς. Κατάφεραν, μάλιστα, να συλλάβουν έναν από τους σημαντικότερους αγάδες του Ρεθύμνου, τον Μουζουρ-αγά, μαζί με τον σημαιοφόρο του, τον οποίον αντάλλαξαν αργότερα με χριστιανούς αιχμαλώτους. Οι επαναστάτες δεν μπορούσαν να παραμείνουν ακάλυπτοι σε αυτά τα προχωρημένα σημεία. Ο σκοπός τους είχε επιτευχθεί. Να προξενήσουν φθορά στον αντίπαλο και παράλληλα να του δημιουργήσουν φόβο ότι δεν είναι ασφαλής ούτε ένα χιλιόμετρο έξω από τα τείχη του φρουρίου του Ρεθύμνου. Λαφυραγώγησαν τους νεκρούς Τούρκους, παίρνοντας οπλισμό και πολεμοφόδια, που ήταν τόσο πολύτιμα και αναγκαία για τη συνέχιση του αγώνα, μάζεψαν όσες προμήθειες και τρόφιμα μπορούσαν από τα μετόχια και τις αγροικίες που είχαν εγκαταλείψει οι Μουσουλμάνοι, αφού και αυτά ήταν πολύτιμα, αφού οι επαναστάτες δεν διέθεταν ανεφοδιασμό και στη συνέχεια αποσύρθηκαν προς την Αμνάτο για να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους.
Η νικηφόρα αυτή μάχη, σε συνέχεια των προηγούμενων μαχών, τόνωσε το ηθικό και το φρόνημα των Κρητικών, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο τον κλοιό γύρω από την πόλη του Ρεθύμνου. Η έλλειψη τροφίμων αρχίζει να προβληματίζει τους έγκλειστους μουσουλμάνους, που δεν τολμούν να ξεμυτίσουν από την πόλη. Αλλά ακόμη και τα κοντινά μετόχια τους έχουν ήδη λεηλατηθεί από τους επαναστάτες, κάνοντας το πρόβλημα της έλλειψης τροφής ακόμα εντονότερο.