Ο ΠΕΤΕΙΝΟΣ

 

– Εδά γιατί που λες, οπροθές ηλέγανε για τον Ψαρόγαρο, πως τον
επήρενε μια μπατούλια σεϊτάνιδες κουντούρι και θες και πης γοργότον
έουνε να τρωζαθή. Καμπουλαντίζω το κ εγώ πως από εβερντέ ειν’ ο
χωρατάς, μα μια ουλιά δα κιόλας.
– Ετσά που σου γροικώ. Πράμα κατσουκανιά, μπεσπελί, του
φχιαλώσανε πάλι.
– Απού δε μπορεί γενή! Μα τον αφέντη του κόσμου ροιζικάρει να
σκαρτάρη σωμπιντεβίς, α δε τονέ κάμουνε ντεμπίχι μουδέ σε σπήτι,
μουδέ σε μοναστήρι μπιλέ μου να μην πηγαίνη.
– Μα δε μου λες, αλάϊ σεβέρσι, ήντα σόι μαριφέτι του ξεμπρουλιάσανε
πάλι εδά-εδά;
– Ανάλεμα την πέτρα, να μην πω τη σόρτε-ντου, του κακοποδομένου.
Στο ντουκιάνι, γροικάς, επήγενε και, δε γατέει κιαείς γη εβαλασίν του
κιαμμιά και την ήπιενε, γη ντεμπελιασμένος ήτονε, κι ενύσταξενε θες και
πης. Λοιπός δεν επήγενε σ’ όπου δεντρό γη στο κονάκιν του να κοιμηθή
μόν έθεκενε εκειά στην πόρτα, απού χει θεσμένη ο καβεντζής αντίς για
καναμπέ.
– Πού κιαουλιάς μπρε;
– Εκεί στο διάολο –αλλάργο από πα κι από κάθε χριθιανό- στο γύρω
στην αυλή την έει σαν τη μπεζούλα και καθίζουνε οι μουστερήδες. Λοιπό
πρωτοπάει κείνος και ξαπλώνεται κειδά του μάκρους και του ξάπλου.
Πάει ένας μουστερής, δεν έει που κάτσει. Πάει, άλλος, τα χαμπάτερι. Λ’
ήντα διαόλου, μπρε μου, γυρέει επαδά ο χαρμπεντέρης. Ως τόσο έρχεται
ένας πετεινός κ’ επασκούντευγε να βρη θρούμαλο πράμα, να τζιμπήση.
Οι μουζομένοι ξεγαργαλίζουνε και μαθαίνουνε και τέχνες. Λοιπός αυτοί

ορμηνέψανε και του καβεντζή και πάει και παίρνει ταή και την αραδιάζει
στην αυλή ως εκειά, απού κείτεντοτε ο ψαρόγαρος κι απόκιας σιγά-σιγά
του θέτει ένα σωρουλάκι κοντά στην μπούκα στην απάνω μπάντα του
μουστακιού. Ο πετεινός έτρωενε σειρά-σειρά την ταή, ώστε –απού
φταξενε εις την ντάβλα. Ύστερα παίζει ένα μπίδαράκι κι ανεβαίνει στο
μπέτη του Ψαρόγαρου κι εξάνοιγενε την ταή, απού χενε στο μουστάκι.
Σε μια ουλιά, τάκα ένα τζιμπήδι στα μουστάκια και κατές εδά στον ύπνον
του κιαείς πως ξιππάται: Ώστε ν’ ακούση την τζιμπέ, θέτει ένα σάλτο και
σηκώνεται ξετρουμισμένος. Ξανοίγει πέρα πόδε σαν τον
μπουνταλιασμένο. Λ’ ώφου κ’ εξεπατώσετέ μου τα μουστάκια. Λ’ όϊ ετά
‘ναι και ξάνοιξε και τον καθρέφτη. Και του δείχνουνε ένα σαγάνι, απού
χενε άθο. Πάει να ξανοίξη τον καθρέφτη και του πετούνε τον άθο στη
μούρη. Γροικάς γέρω δουλειές;
– Ναι κακομάζαλε… κακά ζαμάνια φτιάξαμενε.

Απού τ’ Ακτούντα
Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΟ

Αφήστε μια απάντηση