Ο Μητροπολίτης Καλαμπάκας και Μετεώρων Σεραφείμ και το Ρέθυμνο

Πριν από δυόμιση περίπου μήνες απεβίωσε ο μακαριστός Μητροπολίτης Καλαμπάκας και Μετεώρων Σεραφείμ (1932-2017). Ο θάνατός του έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στον λαό και της αρχές της Μητροπόλεως του και όχι μόνο. Χιλιάδες λαού θρήνησαν την απώλεια ενός απλού, αλλά χαρισματικού ιεράρχη, που είχε κατακτήσει τις καρδιές του ποιμνίου του. Ο μακαριστός Σεραφείμ είχε γνωρίσει πρωτοφανείς και άδικους, όπως πολλοί άγιοι μας, διωγμούς και κατατρεγμούς, αλλά άντεξε, σήκωσε καρτερικά τον σταυρό του και στο τέλος δικαιώθηκε. Ήταν ομόφωνη και πανηγυρική η δικαίωση και αναγνώρισή του, τόσο από τον απλό λαό του Θεού, όσο και από όλες τις πολιτικές, κρατικές και αυτοδιοικητικές αρχές. Λίγοι όμως συμπολίτες σήμερα θυμούνται ότι ο πνευματικά ωραίος εκείνος άνθρωπος είχε υπηρετήσει στην πόλη μας και είχε συνδεθεί με τους ανθρώπους της.
 
 
Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του ’50. Επίσκοπος Ρεθύμνης είναι ο εκ του Πρινέ Μυλοποτάμου και της Ι. Μονής Αρκαδίου προερχόμενος γέροντας Αθανάσιος Αποστολάκης (1892-1981). Δεν διέθετε εύσημα λόγιου ή διανοούμενου. Δεν διακρινόταν για τις κηρυκτικές και ρητορικές του ικανότητες, ούτε για τις κοινωνικές του σχέσεις ή τον κοινωνικό του ακτιβισμό, όπως άλλοι επίσκοποι της εποχής του. Διέθετε όμως άλλα προσόντα που τον έκαναν απόλυτα σεβαστό και συμπαθή στο ποίμνιό του. Παρέμεινε ως το τέλος του βίου του απλός καλόγερος, λιτός και ασκητικός. Η κατοικία, το δεσποτικό της πόλης μας, που παλιότερα είχε γνωρίσει δόξες και τιμές, δεν θύμιζε πια σπίτι εκκλησιαστικού άρχοντα, αλλά πολίτη με ισχνή οικονομική άνεση. Κι εμάς, τους απλούς Ρεθεμνιώτες δε μάς πείραζε ούτε μάς ενοχλούσε η πτωχεία του επισκόπου. Τον έφερνε πιο κοντά στα δικά μας μέτρα και μας τον έκανε περισσότερο ανθρώπινο, αγαπητό και προπάντων σεβαστό, γνωρίζοντας, μάλιστα,  την αφιλοχρηματία, τη γενναιοδωρία και τη φιλανθρωπία του. Κι εδώ ο φτωχός Αθανάσιος γινόταν πραγματικός άρχοντας. Δεν έκλεινε ποτέ την πόρτα σε όποιο ζητούσε τη βοήθειά του. Βέβαια περιττό να πούμε ότι στο τέλος του μήνα δεν του έμενε τίποτα από τον μισθό του. Πραγματικός καλόγερος!!!
 
Είχε και μια άλλη αρετή ο Αθανάσιος. Συγκέντρωνε γύρω του ό,τι καλύτερο διέθετε η πόλη. Ανθρώπους, δηλαδή, δοκιμασμένους για την ανιδιοτέλειά και την αγνότητα των προθέσεων και του χαρακτήρα τους. Τους ανθρώπους αυτούς τους είχε άμεσους συνεργάτες του. Τους άκουγε με ταπεινότητα και τους εμπιστευόταν χωρίς επιφυλάξεις. Το θαυμαστό είναι ότι στην πλειονότητά τους οι άνθρωποι αυτοί αποδείχτηκαν άξιοι της εμπιστοσύνης του δεσπότη. Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις που καταχράστηκαν και πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του. Σε δύο ιδιαίτερα τομείς ο Αθανάσιος εμπιστεύτηκε πλήρως τους συνεργάτες του και τους άφησε απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Στον τομέα του φιλοπτώχου και στον τομέα του κατηχητικό έργου της Εκκλησίας. Αφήνοντας το πρώτο για να ασχοληθούμε σε μια άλλη περίπτωση, εστιάζομε την προσοχή μας στο δεύτερο. Στο κατηχητικό έργο. Εδώ ο Αθανάσιος ευτύχησε να έχει δίπλα του ένα σπάνιο και μοναδικό άνθρωπο. Μια πραγματική αρχόντισσα του Ρεθύμνου. Την Ευαγγελία Μαραγκουδάκη, το γένος Σταματάκη (1882-1976), θυγατέρα του φημισμένου εκείνου πρωτομάστορα που έκτισε το καμπαναριό και το μιναρέ της Νερατζές. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας με μορφωτικό επίπεδο πολύ πάνω από το μέσο όρο. Έγραφε και μιλούσε γαλλικά και ιταλικά. (η φίλη Εύα Λαδιά της έχει αφιερώσει ένα ωραίο βιογραφικό σημείωμα). Το 1917 η Ευαγγελία βρίσκεται στην εκλεκτή και πρωτοπόρα εκείνη παρέα των κυριών του Ρεθύμνου που απετέλεσαν τα ιδρυτικά μέλη του Λυκείου των Ελληνίδων. Ήταν ιδιαιτέρως θρησκευόμενη και μετά από το θάνατο του συζύγου της (1944) περιόρισε τη δραστηριότητά της αυστηρά στο έργο της Εκκλησίας.
 
 
Εκεί λοιπόν, γύρω στο 1958, η Ευαγγελία Μαραγκουδάκη ένιωσε την ανάγκη ενός έμπειρου θεολόγου για το έργο της κατήχησης. Μίλησε με τον Επίσκοπο Αθανάσιο και τον παρακάλεσε να απευθυνθεί στην Αδελφότητα Θεολόγων Ζωή και να ζητήσει την αποστολή στο Ρέθυμνο ενός θεολόγου – ιεροκήρυκα για να συντονίσει το έργο των κατηχητικών σχολείων και να υπηρετήσει τον εκκλησιαστικό άμβωνα της πόλης και των χωριών. Η οργάνωση αυτή είχε ξεκινήσει μια τεράστια προσπάθεια θρησκευτικής αναγέννησης ήδη από την πρώτη δεκαετία του 20ου αι και είχε αναπτύξει έντονη δραστηριότητα και στο Ρέθυμνο.  Το σημαντικό με την οργάνωση αυτή στην περίπτωση του Ρεθύμνου, ήταν ότι εξαιτίας της στενής συνεργασίας του επισκόπου με την Ευαγγελία Μαραγκουδάκη η δραστηριότητα της στο Ρέθυμνο εντάχθηκε απόλυτα στο έργο της Εκκλησίας και δεν πήρε οργανωσιακό χαρακτήρα σέκτας. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερης και μοναδικής σημασίας. Οφείλεται εξ ολοκλήρου στον ταπεινό επίσκοπο Αθανάσιο και τη ρεθεμνιώτικη προσωπικότητα της Ευαγγελίας Μαραγκουδάκη. Οι άνθρωποι του Ρεθύμνου ήξεραν πάντα να βάζουν τη δική τους ιδιότυπη ρεθεμνιώτικη σφραγίδα στις θρησκευτικές και κοινωνικές κινήσεις που ερχόταν απέξω. (Το ίδιο θα συμβεί και στις δεκαετίες του ’70, ’80 με τη Μαρία Τσιριμωνάκη και τη ΧΕΝ Ελλάδος). Το αίτημα της κυρίας Ευαγγελίας έγινε αμέσως αποδεκτό από τον αείμνηστο Αθανάσιο, ο οποίος ζήτησε και απεστάλη ο θεολόγος Ιωάννης Παπαδόπουλος, άνθρωπος με δυνατή σκέψη και δομημένο λόγο. Τον επόμενο χρόνο ο Ιωάννης Παπαδόπουλος αντικαταστάθηκε από τον επίσης λαϊκό θεολόγο Βύρωνα Στεφάνου, που έμεινε στο Ρέθυμνο για δύο χρόνια. Τα κατηχητικά σχολεία της πόλης γνώρισαν μεγάλες στιγμές. Αξέχαστες θα μείνουν οι εορτές λήξεως των κατηχητικών σχολείων που γινόταν στον αγνώριστο και κακαποδομένο σήμερα αυλόγυρο της Εκκλησίας, όπου κατά μέσον όρο συγκεντρώνονταν 500 με 600 παιδιά της πόλης.
 
Με πρωτοβουλία των δύο αυτών θεολόγων και της άγρυπνης έγνοιας της Ευαγγελίας Μαραγκουδάκη μαζεύτηκαν χρήματα και στεγάστηκε για τις ανάγκες των κατηχητικών το υπόλοιπο κομμάτι του κτηρίου που από το 1945 ως φέτος στέγαζε τη δημόσια βιβλιοθήκη. Το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης το κάλυψε, φυσικά, η γενναία προσφορά του Αθανασίου. Προς τιμή του γενναιόδωρου χορηγού επισκόπου ο χώρος αυτός ονομάστηκε αίθουσα του Αγίου Αθανασίου και σαν τέτοια είναι γνωστή στους παλαιινούς Ρεθεμνιώτες που θυμούνται με νοσταλγία το πέρασμα από την Εκκλησία της Ρεθύμνης του ταπεινού και γενναιόδωρου επισκόπου Αθανασίου Αποστολάκη. Ο σημερινός προϊστάμενος του Μητροπολιτικού Ναού την έχει ονομάσει, κατά τη νεωτερίζουσα συνήθεια της εποχής μας, «Ενοριακή Εστία».
 
Επιμύθιον. Ο προαναφερθείς Βύρων Στεφάνου που υπηρέτησε αθόρυβα και σεμνά στο Ρέθυμνο ως ιεροκήρυκας και συντονιστής των κατηχητικών σχολείων της Εκκλησίας του Ρεθύμνου είναι ο πολύκλαυστος Μητροπολίτης Καλαμπάκας και Μετεώρων Σεραφείμ για τον οποίο μιλήσαμε στην αρχή του παρόντος άρθρου. Είχα κρατήσει από τα χρόνια εκείνα επαφή μαζί του. Δεν είχε ξεχάσει ποτέ το Ρέθυμνο. Με ρωτούσε πάντα για την κυρία Ευαγγελία και τους συνεργάτες και συνεργάτισσές της, καθώς και για πλήθος Ρεθεμνιωτών. Αλλά και η πόλη δεν τον ξέχασε. Αρκετοί Ρεθεμνιώτες, που γνώρισαν τον Σεραφείμ εκείνα τα χρόνια διατηρούν ως σήμερα ζωηρή και αγαθή τη μνήμη του ωραίου εκείνου ανθρώπου και το πέρασμά του από την πόλη μας.
 

Αφήστε μια απάντηση