Οχλοβοή και σύθρηνος, συναγερμός μεγάλος
στο Μοναστήρι τ’ Αρκαδιού γίνεται μέγας σάλος
Στο Κοιμητήρι τρίζουνε τα κόκαλα μονάχα
τι ειν’ αυτό που γίνεται, τι να συμβαίνει τάχα;!
Μεσ’ το Θυσιαστήριο – Πυριτιδαποθήκη
τι ‘ναι αυτό που γίνεται; πιάνει κανένα φρίκη!
Μα να διακρίνονται σκιές, ανθρώποι γενιοφόροι
σαν ‘τοιμασίες να ‘χουνε, σαν νάχουν μέγα ζόρι
Τώρα ξεδιαλύνονται τα πρόσωπα ένα ένα
και είναι όλ’ αυτά γνωστά, δεν είν’ καθόλου ξένα
Ο Γαβριήλ ο Γούμενος, ο Πάνος Κορωναίος
ο ήρως Γιαμπουδόκωστας, εκείνος, ο γενναίος
Καπετανέοι κι Αρχηγοί και μαχηταί λιοντάρια
γέροι και γυναικόπαιδα και τ’ άλλα παλληκάρια
Αγέροχοι, περήφανοι βαδίζουν προς την Πύλη
τα πρόσωπά τους λάμπουνε γέλιο έχουν στα χείλη
Ο Γαβριήλ στο χέρι του το Λάβαρο κρατάει
και πέρα στον ορίζοντα αγέροχα κυττάει
Δίπλα του παρατάχθηκαν κατά ιεραρχία
κανείς τους τώρα δεν μιλεί, απόλυτη ‘συχία
Ο Γαβριήλ βροντοφωνεί «Κτυπάτε τις Καμπάνες»
σηκώστε το τουφέκιο Σας –τόσο- ψηλά τις κάννες!»
Τα καριοφίλια βρόντηξαν μαζί με σισανέδες
κι' αντιλαλήσαν τα βουνά και τ’ Ουρανού ‘κουμπέδες!
Τρεις ‘μεβροντίες παίξανε κ’ ύστερα σταματήσαν
και τα τουφέκια δίπλα τους αμέσως τ’ ακουμπήσαν
Και άρχισεν ο Γούμενος πάλι να τους μιλάει
κι’ επάνω εις το πρόσωπο το δάκρυ του κυλάει
Εμείς θυσιαστήκαμε για την Ελευτεριά μας!
γιατί δεν την σηκώναμε εκείνη τη σκλαβιά μας
Έτσι κι Αυτός που έρχεται στον άγιο Τούτο τόπο
θυσίες ίκαμε πολλές και μπήκενε σε κόπο
Να προσκυνήση ήρθενε σε Τούτο το Βωμό
κι από καιρό το λόγιαζε και το ‘χενε καϋμό
Μα να Τος κοντοσίμωσε με μπότες στα ποδάρια
μουστάκι μαύρο και χοντρό και μάτια σαν καργιόλλια
ως ευ παρέστης Διγενή, ο Γούμενος του λέει
κι αμέσως συγκινήθηκε κι αρχίνιξε να κλαίη
Καλά ‘καμε και κόπιασες σε τούτα τα Λιμέρια
Έλα ν’ αγκαλιαστούμεν να σφίξουμε τα χέρια
Και ασπασμό να δώσουμε ο ένας τ’ αλλονού μας
για να γινή ό,τ’ έχουμε κι’ οι δυό μέσα στο Νού μας
Και άκου δω τι θα Σου πω δυο λόγια μα σταράτα
ο Τόπος είν’ ελεύθερος όπου κι αν θέλης πάτα
Εμείς τον λευτερώσαμε δίδοντας τη Ζωή μας!
Εσύ εδά που μας μιλάς, μιλάς με την ψυχή μας
Και η ψυχή μας πεθυμά τη Κύπρο Ελληνική!
συμβιβασμούς δεν δέχεται είναι καθολική
Ελευτερία γ’ η θάνατος, έγινε πρώτο ζάλο
έτσι να προχωρήσετε για μας δεν είναι άλλο!
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένα των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα αντρειωμένα χαίρε ω χαίρε Λευτεριά»
Εμείς είπαμε όσα είπαμε κι’ ό,τ’ είχαμε να πούμε
άλλη δουλειά δεν έχουμε μόνο Σε χαιρετούμε
Με τσ’ άλλους μας απόγονους έμπα να συζητήσης
να δης και με τα μάτια Σου κι ύστερα να γυρίσης
Με όρεξη και δύναμη που ‘λαβες να παλαίψης
και το Δεντρό της Λευτεριάς να πάρης να φυτέψης
Να το ποτίζης τακτικά γρήγορα να φουτώση
του χρόνου σαν εσήμερα καρπούς να μας εδώση!».
«ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ»
8-11-1959
Δ. Γ. ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ