Ο ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ «ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ»

Εφημερίδα το «ΒΗΜΑ»

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 1957

 

ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

του Γιάννη Δαλέντζα

 

 

«Ακουε πως πέρασαν οι αγέρες χιλιάδων χρόνων τη φωνή»..

 

Ακόμα βαρύαντηχάνε εντός μου οι αγκούσες και αναστενάγματα των δεμένων σκλάβων πάνω στις σκαλωσιές. Ο αναστενάρης αχός τινάζεται από τα Τειχειά, αντιστιβάζει, σκίζοντας σβυριχτός τον αγέρα, χτυπώντας κάτω στα τζουγκρερά βράχια, σμίγει με του πικροκυμάτου το βούισμα, κάνει μια γκέλα καμπυλωτή, τεράστια, σαν λαστιχένια μπάλα κλωτσιμένη με βια,βαρεί, πάνω στα χωματένια υψώματα που σέρνονται από τα χορταριασμένα κράσπεδα της Φορτέτζας και ξεχύνοτναι ως τη σκασμένη πλατωσιά του Κιουλούμπαση και φτάνει αποσωσμένος  να φιδοκουριαστεί μέσα στα ρηγμέναχαμόσπιντα.

Ανάρια –σκορπια, σαν δόντια κρανίου ταχαμώγειαπανω στην κορφή του δρόμου που στέκουνε – πεθαμένα- σαν τη συνείδησή μας – τα μπορντελέϊκα σπίτι, πλαταίνουν, κατά τα μικράχωματοβούνια φτάνουν ως του γιαλού την μπάντα πανάθλια ερείπια, να φαίνονται σαν βιτρίνα της πολιτείας, όταν το Ποστάλι της γραμμής, περνά το γιαλό κοντά…

Ο μαύρος αχός του σκλάβου εργάτη της αγγαρείας της Βενετσάνικης, που’ χτιζενυχτόμερα, το βαρύ μολυβένιο Φρούριο, να προστατεύει τα γλεντοκόπια και τις ληστείες των Βενετσάνωναρχοντοληστών του Ρεθέμνου..

Τρυπώνει και κουρνιάζει ο αχός στα κουμόσπιτα και φωνηασμένος από κείνα τα χρόνια – πριν από 1000 τόσα χρόνια..

Σκέλεθρα κρέμονται τα σαραβαλιασμένα σπιταρόνια, να γκρεμιστούνε μέσα στους γιαλούς κι οι σοροκάδες μανισμένες μπουκάρουνε, φέρνοντας λαρουγγιές τις θαλασσινές πασπάλες που μουσκεύουνε και τοίχους και ψυχές..

Ψυχές ανθρώπινες είναι δω μέσα καλυβωμένες. Ζήτησαν καταφύγιο κι έλεος μέσα στα σάπια σκέλεθρα  φεύγοντας της πολιτείας των κουρνιαχτό. Κι αυτά στάθηκαν ελεήμονα και φιλάνθρωπα πιότερο απ’ τις υποκρίτριες καρδιές μας. Και τους δεχτήκανε με συμπόνια..

Ίδιος κι όμοιος ο αγκουσιάρικος αχός αντιβούιξε φοβιάρικος στ’ αυτιά μου, καθώς σιγανοδιάβαινα το σπερνό το χειμωνιάτικο σύριζα των σπιτιών τούτων, κυττάζοντας από κοντά το φρούριο.. ν’ ανιστορήσω στο Νου τα μύρια παθήβολα πού’ συρε τούτος ο τόπος, από Αγαρηνούς, Βενετσάνους και Τουρκαλάδες..

Σαν αγριμιού αλύχτισμα σαν κλαψογέλιοτρελού σαν  σκληρό κρώξιμο, πληγιασμένου νυχτοπουλιού, μέσα στο βούισμα της τρικυμίας και των αγέρηδων τα σουρίσματα, πήρε τ’ αυτί τον πένθιμο αχό που ξεχώριζε στη μουσκεμένημπλαβή εσπέρα.

Σαρκασμός και περίγελος – οργή και διαμαρτυρία. Μου’ ρθε στο πρόσωπο πιότερο τσουχτερός απ’ τις παγωμένες ψιχάλες του γιαλού…

Και στάθηκα στους χωματένιους σωρου κοντά στα μαύρα ερείπια, που γελοχάσκουνε σαν μασέλα νεκροκεφάλας και περγελάνε τη ματαιότητα του ψεύτη κόσμου.. Αδιάφορα για τη ψευτιά, την ατιμία και την αχορτασιά των συγκαιρινών χρόνων…

Μέσα στα λειχνιασμένα χάρβαλα αντιβογγούσε η μυστηριακή αγγούσα και ήταν ανθρώπινη. Από άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομείωσή μας όπως λέει ο Θεϊκός Λόγος!

Κάτω από τις ανακρεμαστές ξεδοντιασμένες χαμηλές σκεπές, και λαφτακιάζοντας στα λασποχώματα, μέσα στο θαμπό ογρότοιχοσκασμένο σπιτάκι, αναζητώντας την ανθρώπινη ύπαρξη που κραυγογελούσε..

Ξιπάστηκα! Κοντοστάθηκα κι ύστερα περιγέλασα τον εαυτό μου! Μπροστά μου στεκόταν ορθός –βαρύς- ακούνητος.. ο «Στρατηγός»..

Θλιβερή – πένθιμη αντίθεση, με το βαρύ όνομα, το χτυπητό.. κι ένα ακόμα μέσα σε τούτο το ρημάδι γινόταν τραγικώτερο το κοροϊδευτικό παρατσούκλι του ανθρώπου..

Κοντός, φουσκωμένος σαν αβιταμίνωτος , αναμαλλιάρης, με τις ριχτές χοντρές γκριζομουστάκεςγενειασμένοςλέρος, με τη μακριά ως τα πόδια στρατιωτική πρασινόμαυρη μαντήλααξυπόλυτος, νυχιασμένος με πρησμένα τα καπάκια των ποδιών του. Τα ολοστρόγγυλα, μεγάλα αγαθά μάτια του τρυπωμένα από την πείνα και τους φόβους στα σπηλιαράκια τους γυαλιστερά φεγγίζανε από το φως της πράγιας ψυχής και αχνοφέγγανε μέσα στο αρρωστημένο πρόσωπο κάτω από τα ερείπια σαν αποξεχασμένα καρβουνάκια στις στάχτες κάποιας πυροστιάς…

Με κοίταζε επίμονα σιωπηλά!ατάραχος ερευνούσε το αναπάντεχο παρουσίασμα και με ξεμέτραγε κι αυτός από πανου ως κάτου, έτσι βαριοντυμένο και καλοβολεμένο σε πικρή ολότελα αντίθεση από τον ίδιο..

«Ντράπηκα για τη ζέστα μου και την ανθρωπιά μου..»όπως ο δυνατός λόγος του Παλαμά..

Ξαφνικά άπλωσε οδηγητικό το χέρι του «ο Στρατηγός» δείχνοντας στο χάος και στο μισοσκόταδο κι ακούστηκε βαριά υποβλητική προστατική η φωνή του. Είχε μια άγρια ηρεμία και μια αποφασιστικότητα που σε συνέπαιρνε σ’αλλοτινούς τόπους..

-Οβιςεκκριτική

Πυρωσωλήνακαριαίος

Γέμισμα τέταρτο..

Ανα τρείς…

 

«Στάσου! Στάσου!! Στρατηγέ»απαλομίλησα αδράχνοντας του το χέρι.

«Φίλος είμαι…

Μη βάλεις φωτιά! Στα κανόνια άδικα»..

Με κοίταξε βαθιά τελετουργικά, σαν άξιος αξιωματικός στην ώρα μάχης που με ετοιμότητα σταματά τη βολή των κανονιών, να μη χτυπήσουν «φίλια στρατεύματα» όπως λένε οι στρατιωτικοί..

Υστερα κόβοντας απότομα το παράγγελμα της φωτιάς ξέσπασε σ’ένα πνιχτό γέλιο.. σκουπίζοντας με τις μανίκες του, τις ογραμμένες από το σουλουχάνιασμα μουστάκες..

Μετακούνησε λίγο πιο πίσω και ξαναμίλησε βαριά μαένοιωθες στο βάθος του λόγου του, το φόβο, το λαχτάρισμα, την αμφιβολία κι όσο να’κανε τον άγριο, άκουγες την παράκληση, τη σπασμένη φωνή του γέροντα ανθρώπου που ζητάει βοήθεια μέσα στο χάος τούτης της αχάριστης και ανελεήμονάς ζωής.

  • Μη βγάλετε μωρέ κι ‘ από εδώ! Γιατι θα βάλω φωτιά στα κανόνια μου, να κάψω την πολιτεία. Γροικάς του λόγου σου.. Κύριε;

Τα κανόνια του! Παλιός Επιλοχίας του πυροβολικού  Γιαννάκος. Άνεργος χρόνια, χωρίς προστασία από ποθές λίγο σαλεμένο το λογικό από τις μάχες.. Σαραντάπορο!

Δόξες των απελευθερωτικών αγώνων της Πατρίδας..

Τότες που με τη ξιφολόγχη, το ξεσηκωμένο Ελληνικό γένος ξεκούμπιζε του κατακτητές από τα μετερίζια του και λευτέρωνε τους αδελφούς μας. Τη Τουρκική Φεουδαρχία την ξεπάτωσαν οι χιλιάδες Γιαννάκηδες.. Μπροστάρης πάντα ο Γιαννάκος με τα ασίγαστα κανόνια του αγωνιζόταν χρόνια.

Τώρα και χρόνια με ζαλισμένο το μυαλό απ’ τις αντάρες των πολέμων, ρίχτηκε ρημάδι αποξεχασμένο της ζωής, σε μια τρώγλη στον τουρκομαχαλά ετούτο.

Εκεί ζούσανε τα βενετσάνικα χρόνια φτωχορεθεμνιώτες εργάτες της αγγαρείας που χτίζανε τη Φορτέτζα, και κει ρέβανε χαλικούτες τούρκοι, απαθλιωμένοι στα μαύρα κι άραχναΤουρκόχρονα.

Εκεί καταστάλαξε ζητώντας καταφύγιο ο Βετεράνος Επιλοχίας, που τα κοπέλια της φτωχογειτονιάςπαρανομιάσανε «Στρατηγό» για τις κουβέντες και τα καμώματά του.

Ολο για πολέμους και για στρατούς μιλάει.. για κατορθώματα μεγάλα. Ο αγαθός ανθρωπάκος έβαζε στα παλιότερα χρόνια που και γαρύφαλλο στ’ αυτί του κι έστριβε τις μουστάκες του, καθώς σιγομουρμούριζε μαντινάδες ερωτιάρικες.. και οι κοπελούδες ένα γύρω εκεί τον ονοματίσανε. «Ερωτα».

Βαρύς και μουλωχτός! Σαν παλιός στρατιώτης στέκει ώρες- ώρες και κάνει ανάερα σχέδια δίνοντας παραγγέλματα πυροβολικού και διαταγές στους φαντάρους, που αχνοπερνάνε σαν Δροσουλίτες απ’ τις θαμπάδες του μνημονικού και τον αντιγιαέρνουνε στις .. εκστρατείες, και στις μάχες ..νέο ζωντανό, κοτσονάτο και φλογισμένο Πατριώτη..

Το χαμαλίκι μονάχα καταδέχθηκε με το σκληρό και βαρύ χέρι να του δώσει μια κόρα ψωμί.

Κουβαλωτής με τις στάμνες, τις πελώριες χοντροστάμνες του νερού στα μπορντελόσπιτα για μια δραχμή που οι πορνόψυχεςΤσάτσες του δίνανε. Τώρα γέρασε.. σαραβάλιασε.. νταντούλιασε ο δύστυχος άνθρωπος.

Το αγγομαχητό του σκίζει την ψυχή, κείναισκούξιμο πονεμένο του αγνοημένου, του έρημου ανθρώπου.. Περίγελος γίνεται για τους καλοζωισμένους ανθρωπάκηδες, που’χουνε για επίκεντρο της γης για ιδανικό και ιδέα τους, τον άθλιοαχαΐρευτο κι αληθινά άχρηστο εαυτούλης τους.

Τον παρηγόρησα τον καθησύχασα.. έφυγα σιγανά βαριοσέρνοντας τα βήματα λυπημένος και κοίταζα από τα Φορτετζιανά χώματα τη μικρή πολιτεία κουκουλωμένη στη σταχτόμπλαβηΡεθεμνιώτικήογρασία..

Και τα φώτα πασκίζανε ν’ ανοίξουνε τα βαρειά βλέφαρα της αδιαφορίας, μήπως φέξουνε στον κακοτράχαλο δρόμο, το φορτετζιανό, να βρουνε τα ξιγκωμένα ένστικτα των πορνευτών τα σπίτια με τον μηδενιστικό κόκκινο κύκλο.

Ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό στης Ανθρωπιάς το μάθημα για ολλονους.

 

                                                                                                ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΔΑΛΕΝΤΖΑΣ

Αφήστε μια απάντηση