Το πέρασμα των Ναζί από την Κρήτη συνοδεύτηκε με στάχτη και αίμα, συντρίμμια και ερείπια, ερήμωση και συμφορά, όλεθρο και δάκρυα. Χωριά ολόκληρα έκαψαν, βομβάρδισαν και ισοπέδωσαν και τα κήρυξαν «νεκρή ζώνη». Πόλεις κατέστρεψαν και λεηλάτησαν, οικογένειες ξεκλήρισαν, αρρώστους και παράλυτους, κωφάλαλους και ανάπηρους σκότωσαν πάνω στα κρεβάτια τους και ανήλικα παιδιά στις αγκαλιές των μανάδων τους. Χιλιάδες παιδιά άφησαν ορφανά και χιλιάδες μάνες έντυσαν στα μαύρα και τις πότισαν ανείπωτη θλίψη. Σύμφωνα με εξακριβωμένα στοιχεία, σ’ όλη την Κρήτη καταστράφηκαν ολοσχερώς 12.913 οικίες και 11.518 μερικώς. Επίσης, έπεσαν στη Μάχη ή εκτελέστηκαν στη διάρκεια της Κατοχής συνολικά 6.593 άντρες, 1.118 γυναίκες και 869 παιδιά.
Τέλος, έμειναν ορφανά από πατέρα 12.515 παιδιά, από μητέρα 4.457 και από τους δύο γονείς 1.951 παιδιά. Αυτός είναι ο τρομερός απολογισμός των καταστροφών και των θυμάτων που άφησαν οι Ναζί στην Κρήτη. Έτσι, το νησί των γενναίων έγινε νησί της συμφοράς που οι αναμορφωτές του κόσμου και της νέας τάξης πραγμάτων στην υφήλιο, όπως αυτοαποκαλούνταν οι Ναζί, το βούτηξαν στο βαρύ πένθος και το μετέτρεψαν σε σωρούς ερειπίων. Η Κρήτη όλη θύμιζε ένα νέο Αρκάδι, ένα καινούργιο ολοκαύτωμα κι ένα απέραντο νεκροταφείο από χιλιάδες νιοσκαμμένους τάφους. Τάφους αμάχων, τάφους εκτελεσθέντων για αντίποινα, τάφους πολεμιστών Ελλήνων, τάφους συμμάχων και τάφους Γερμανοϊταλών. Δίκαια ειπώθηκε ότι «η Κρήτη είναι ο μικρότερος χώρος της Γης με τις μεγαλύτερες θυσίες στον απελευθερωτικό και συμμαχικό αγώνα».
Αλλά ας δούμε κάποιες φρικιαστικές γερμανικές ωμότητες στην Κρήτη.
Ενδεικτικό της βαρβαρότητας των Γερμανών αποτελεί η καταστροφή της κωμόπολης Κανδάνου για τη σθεναρή αντίσταση όλων των κατοίκων της, αντρών, γυναικών και παιδιών εναντίον τους και τον φόνο 25 αλεξιπτωτιστών στην περιοχή της. Όταν, τελικά, η Κάνδανος έπεσε, ο εχθρός άρχισε την ανελέητη, αιμοβόρα και πρωτάκουστη εκδίκησή του. «Όσοι από τους κατοίκους της έπεσαν στα χέρια τους εξετελέσθηκαν επί τόπου και μερικοί, μάλιστα, ρίχτηκαν ζωντανοί στην πυρά και απανθρακώθηκαν. Ένα, ένα τα σπίτια της ανατινάχτηκαν με δυναμίτιδα στον αέρα». Σε μια μαρμάρινη επιγραφή είχε χαραχθεί η επιγραφή: “Εδώ υπήρχε η Κάνδανος”».
Μετά την καταστροφή της Κανδάνου τα αιμοβόρα κτήνη βάδισαν στην Παλιόχωρα, όπου επανέλαβαν τα ίδια. Άφησαν και εκεί τα εύοσμα δείγματα του πολιτισμού τους, αποπατώντας μέσα σε τηγάνια, σουπιέρες, βαλίτσες, σενδόνια των νοικοκυριών κλπ. Τέλος, την 3η Ιουνίου την πυρπόλησαν και εκτέλεσαν –με άγριο τρόπο– 23 κατοίκους της, που για διαφόρους λόγους υγείας, γηρατειών κλπ. είχαν παραμείνει στα σπίτια τους. Απ’ αυτούς δεν σεβάστηκαν μία λεχώνα 20 μόλις ημερών, αλλά την πέταξαν έξω από το σπίτι της, καθώς και άλλους ασθενείς. Επίσης, την ηλικίας 80 ετών Μαρία Χατζημαθιουδάκη την έριξαν στις φλόγες του σπιτιού της και κάηκε ζωντανή. Η ίδια τύχη επιφυλάχθηκε και στην, επίσης ηλικίας 80 ετών, Παπαδομανωλάκη Παρθένα. Από τον σκοτωμένο Κουτεκάκη απέκοψαν το δάκτυλό του, για να του πάρουν το χρυσό δακτυλίδι. Όσοι γέροντες, γυναίκες και παιδιά επέζησαν, τους έδεσαν σαν ζώα και τους φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητα.
Ανάλογες ωμότητες σημειώθηκαν και στα χωριά του Κέντρους στο Ρέθυμνο.
Ο συγγραφέας Σπύρος Μαρνιέρος μάς δίνει μια φρικιαστική περιγραφή από την εκτέλεση των συγχωριανών του στο Γερακάρι: «Όταν φτάσαμε στο σπίτι των εκτελέσεων, μείναμε κόκαλο από το φρικιαστικό θέαμα… Τα πτώματα των αγαπημένων μας, παραμορφωμένα, μισοκαμένα, κατακομματιασμένα. Μισό κεφάλι, μισό πόδι, ένα μέρος του χεριού, ενδύματα, υποδήματα και άλλα, ξεπρόβαιρναν από τις πέτρες, τα χώματα, τις ντόγιες και τα μεσοδόκια».
Στο μαρτυρικό αυτό χωριό τους 36 κατοίκους, που συνέλαβαν, τους εκτέλεσαν ανά πέντε και μετά την εκτέλεσή τους, έσερναν τα πτώματά τους και τα έριχναν σ’ ένα παρακείμενο σπίτι, όπου έριξαν μετά βενζίνη και έκαψαν το σπίτι μαζί με τα πτώματα.
Παρόμοια καταστροφή και ανθρώπινα θύματα είχαν και τα χωριά της επαρχίας Βιάννου και Ιεράπετρας, όπου από το απόγευμα της 14ης Σεπτεμβρίου μέχρι την 22α, 2.000 Γερμανοί στρατιώτες πυρπόλησαν 13 χωριά και 300 σπίτια και φόνευσαν 509 άντρες και γυναίκες.
Και μια ακόμα ωμότητα: Τους 50 πατριώτες που σκότωσαν στο Ηράκλειο, στις 14 Ιουνίου του 1942, ως αντίποινα γι’ αυτά που έπαθαν από το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, τους χώρισαν σε τριάδες και κάθε τριάδα των μελλοθανάτων την ανάγκαζαν, προτού στηθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, να θάβει τους τρεις προηγούμενους εκτελεσθέντες συντρόφους της. Πρωτάκουστες, αλήθεια, για τη σκληρότητά τους πράξεις, που κηλιδώνουν την ιστορία και τον πολιτισμό του γερμανικού έθνους.
Και οι βαρβαρότητές τους δεν έχουν τέλος.
«Στα Κουλουκουθιανά Χανίων σκότωσαν δύο μικρά παιδιά μπροστά στα μάτια της δυστυχισμένης μάνας τους, την οποία στη συνέχεια με την απειλή του όπλου την ανάγκασαν και άνοιξε ένα λάκκο μέσα στον οποίο έσυραν και έριξαν τα πτώματα των παιδιών της».
«Στο Κακόπετρο μια γυναίκα, που βρήκανε και θήλαζε το μωρό της, την πυροβολήσανε στην καρδιά και τη σκοτώσανε, ενώ το μωρό της εξακολουθούσε να θηλάζει γάλα ανακατεμένο με αίμα. Οι κανίβαλοι, όμως, δεν σταματήσανε το φρικώδες έγκλημά τους, αλλά σκοτώσανε και το μωρό, χλευάζοντας».
«Στο ίδιο χωριό, πριν το παραδώσουν στις φλόγες, εκδικούμενοι την ήττα τους και τις απώλειές τους εκεί, μπήκαν σ’ ένα σπίτι να πιουν νερό και σκοτώσανε τα τέσσερα παιδιά που βρήκαν τρομαγμένα σε μια γωνιά».
Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι από τις πρώτες μέρες της Κατοχής οι κατακτητές επιδόθηκαν στο σπορ της λεηλασίας.
Κατά διαταγή του Χίτλερ επιτράπηκε στους αλεξιπτωτιστές να κάνουν ό,τι ήθελαν, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν.
Έτσι, αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού, οι αλεξιπτωτιστές με τα πιστόλια στο χέρι, χωρισμένοι σε ομάδες μικρές ή μεγάλες, έμπαιναν σε όσα σπίτια ή καταστήματα δεν είχαν γκρεμιστεί από τους βομβαρδισμούς και τα απογύμνωναν από ό,τι μπορούσαν ν’ αρπάξουν και να μεταφέρουν: υφάσματα, κλινοσκεπάσματα, σεντόνια, κεντητά, φορέματα, έπιπλα, πίνακες, χρυσαφικά, πιάνα και ό,τι άλλο έβρισκαν και τους άρεσε. Με τις πράξεις τους αυτές οι Γερμανοί έδιναν την εντύπωση ότι δεν επρόκειτο για ένα σύγχρονο στρατό ευρωπαϊκού κράτους αλλά για άγρια στίφη του Μεσαίωνα. Αυτά τα φόρτωναν στη συνέχεια σε φορτηγά αυτοκίνητα και τα μετέφεραν στους καταυλισμούς, στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, με τελικό προορισμό τη Γερμανία. Πολλές φορές, μάλιστα, αγγάρευαν πολίτες και τους χρησιμοποιούσαν ως υποζύγια, για να σέρνουν τα κάρα και να μεταφέρουν τα προϊόντα της διαρπαγής τους.
Για να είναι δε πιο πλούσιες σε αριθμό οι συλλήψεις τους «σύμφωνα με την τακτική τους, τις μεταμεσονύκτιες ώρες περικύκλωναν τα χωριά, για να μην μπορεί να διαφύγει κανείς, και κατόπιν άρχιζαν το κύριο έργο της λεηλασίας.
Αν μάλιστα είχε την ατυχία να βρίσκεται εκεί και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, τον σκότωναν επιτόπου, ή, το λιγότερο, τον ξευτέλιζαν με άγριο ξυλοδαρμό και απογύμνωση. Ύστερα τον έστελναν στο στρατόπεδο ομήρων και αιχμαλώτων.
Έπειτα με πυροβολισμούς και προπηλακισμούς συγκέντρωναν τον ανδρικό πληθυσμό στον τόπο του μαρτυρίου και εκεί, αφού τους υποχρέωναν ν’ ανοίξουν τους τάφους τους, τους έδεναν ανά δύο και τους εκτελούσαν με ριπές, παρουσία των οικείων τους. Μετά την παρακολούθηση του απαίσιου θεάματος από τους συγγενείς τους, τους υποχρέωναν να σκεπάζουν τους λάκκους, όπου είχαν πέσει οι δολοφονηθέντες. Πολλές φορές δεν τους έριχναν ούτε την τελευταία χαριστική βολή και έτσι όσοι δεν είχαν κτυπηθεί καίρια, παραχώνονταν ζωντανοί στους λάκκους.
Όσους πολίτες συναντούσαν στο δρόμο, ή αλλού, με τη δικαιολογία της σωματικής έρευνας, τους έπαιρναν τα τιμαλφή που έφεραν μαζί τους, ακόμη πολλές φορές και τα ρούχα τους, όπως έκαναν στον Ανώτερο Διοικητή Χωρ/κής, Συνταγματάρχη Ορφανουδάκη, στην πλατεία Δικαστηρίων στα Χανιά που του αφήρεσαν τα ρούχα και τα υποδήματά του».
Το σύνθημά τους είχε γίνει: «Την Κρήτη χρειαζόμαστε και όχι τους Κρήτες». Το καταχθόνιο σχέδιό τους απέβλεπε στην εξόντωση του πληθυσμού της Κρήτης και στην εποίκησή της μετά με Γερμανούς και Ιταλούς.
Σ’ αυτό απέβλεπε και η Διαταγή του Φύρερ, η οποία ανέφερε να εκτελεστούν όλοι οι άντρες απ’ άκρη σ’ άκρη του νησιού.
Εκείνο που δημιουργεί αποστροφή και σοκάρει πραγματικά ήταν η ασέβεια των Ναζί προς τα θεία και ιερά, τα όσια της πίστης μας. Η βαρβαρότητά τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε χρησιμοποιούσαν τις άγιες εικόνες των εκκλησιών για σκοποβολή ή για καυσόξυλα στα μαγειρεία και, ακόμα, για να φτιάχνουν ξύλινα κιβώτια και να αποθηκεύουν μέσα τους τη λεία τους από τις διαρπαγές των σπιτιών και να τα στέλνουν στη Γερμανία. Και το πιο βδελυρό και ανήκουστο: Βεβήλωσαν αμέτρητους ναούς, γκρεμίζοντας τα ιερά και θυσιαστήρια. Αρκετούς δε γκρέμισαν για τον λόγο ότι εμπόδιζαν τα οχυρωματικά τους έργα. Πολλούς, επίσης, τους μετέβαλαν σε κοιτώνες, μαγερεία και αίθουσες θεατρικών παραστάσεων. Και το απαισιότερο όλων: Έμπαιναν στις εκκλησίες, έθραυαν το ιερό σύμβολο του Σταυρού με τον Εσταυρωμένο, ξεγύμνωναν την Αγία Τράπεζα από τις επενδύσεις της, αποπατούσαν πάνω σ’ αυτή και μέσα στις θήκες των ιερών λειψάνων και χρησιμοποιούσαν το Άγιο Δισκοπότηρο ως ουροδοχείο! Αυτός ήταν ο πολιτισμός τους και η σχέση τους με τον Θεό. Αναφέρονται περιπτώσεις που κατέστρεψαν εκ θεμελίων τις εκκλησίες πολλών χωριών. Το θέαμα τότε ήταν αποκαρδιωτικό. Οι ιερές εικόνες, τα ιερά άμφια, το αντιμήσιο, τα εξαπτέρυγα, το Άγιο Ευαγγέλιο, τα τέμπλα σπασμένα και πεταγμένα κάτω, κάπνιζαν μέσα στα ερείπια. Και με αδιαντροπιά οι κτηνάνθρωποι αυτοί δήλωναν: «Εμείς ένα Θεό έχομε: τη δύναμή μας και έναν εκπρόσωπο αυτού του θεού μας: τον Χίτλερ».
Η απανθρωπιά των Γερμανών κατακτητών δεν είχε όρια. Υπήρξαν περιπτώσεις που χωρικοί φιλοξένησαν Γερμανούς στα σπίτια τους και το πρωί τους σκότωσαν, πριν φύγουν. Επίσης, άρρωστοι που πήγαν σε Γερμανούς γιατρούς αντί να τους θεραπεύσουν και να τους κάνουν μια ένεση, για να σταματήσουν τον πόνο, τους έκαναν ένεση και πέθαιναν.
Την ταφή των φονευθέντων στην μάχη Γαλατά Βρετανών και Ελλήνων επέτρεψαν μετά 9 μήνες. Τάφηκε, φυσικά, ό,τι είχε απομείνει από τα σκυλιά και τα όρνια.
Ξεχωριστό για την θηριωδία του κατέστη το Εκτελεστικό Απόσπασμα του διαβόητου Schubert (Σούμπερτ) που περιέτρεχε την Κρήτη, σκορπίζοντας τον τρόμο και τη φρίκη με τις βαρβαρότητές του.
Φρικιάζει ο νους του ανθρώπου, όταν πληροφορείται ανοσιουργήματα, όπως αυτά:
«Γερμανός αξιωματικός, κτήνος, ασέλγησε πάνω σε κοριτσάκι 4-5 χρόνων και πέθανε. Ατυχής, εκ γενετής κωφάλαλη, 11 χρόνων κακοποιήθηκε σεξουαλικά στο Μετόχι Στύλος και πέθανε».
Αλλά εκεί που η ζωή των άτυχων πατριωτών, που συλλαμβάνονταν από τους αιμοβόρους στρατιώτες των Ες-Ες, γινόταν μαρτυρική, ήταν οι φυλακές της Αγιάς Χανίων. Ήταν το κολαστήριο της Κρήτης, ένα νέο Χαϊδάρι, όπου πάνω από 20.000 Κρητικοί απ’ όλη την Κρήτη βασανίστηκαν σκληρά και περισσότεροι από 1.000 εκτελέστηκαν. Όσοι περνούσαν το κατώφλι τους, οι ξυλοδαρμοί επί ώρες ολόκληρες με αγκαθωτό βούρδουλα ή συρματόσχοινο και οι κάθε είδους βασανισμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη. Με κτηνώδη βία και βαρβαρότητα τους αντιμετώπιζαν καθημερινά. Πολλούς τούς έκαιγαν στο στήθος και στο πρόσωπο με πυρωμένα σίδερα. Για να σπάσουν τα νεύρα τους και να τους αναγκάσουν να ομολογήσουν και να μαρτυρήσουν τους συνεργάτες τους, προέβαιναν, συχνά, σε εικονικές εκτελέσεις. Όταν δε επρόκειτο για πραγματικές εκτελέσεις, οδηγούσαν τους συγκρατουμένους τους στον τόπο της εκτέλεσης, για να παρακολουθήσουν το απαίσιο θέαμα. Πολλές φορές βασάνιζαν ή σκότωναν τον πατέρα μπροστά στα μάτια του γιου ή το αντίθετο.
Άλλες πάλι φορές απέλυαν, δήθεν, τους συλληφθέντες και μόλις απομακρύνονταν λίγο, και πριν προλάβουν να χαρούν την ελευθερία τους, τους πυροβολούσαν εκ των όπισθεν και τους σκότωναν.
Άλλοτε, πάλι, τους οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης, στον κοντινό λόφο του «Γολγοθά», όπου τους έδεναν σ’ ένα μεγάλο ξύλινο στύλο, που είχαν στήσει εκεί, και οι ριπές των πολυβόλων έδιναν τέλος στο μαρτύριό τους. Πριν τους σκοτώσουν, τους έβαζαν ν’ ανοίξουν οι ίδιοι τους λάκκους τους. Λίγο προτού τους εκτελέσουν τους έστηναν μπροστά σ’ αυτούς και τους υπόσχονταν να τους χαρίσουν τη ζωή, ελπίζοντας ότι έτσι την τελευταία στιγμή θα έκαμπταν το ηθικό τους και θα τους έδιναν τις πληροφορίες που ήθελαν. Όμως, η προσπάθειά τους αυτή δεν έβρισκε ανταπόκριση.
Ακόμα, για να τους κάνουν ψυχολογικό πόλεμο και να τους αναγκάσουν να σπάσουν και να ομολογήσουν τους συνεργάτες τους, τους έκλειναν μήνες ολόκληρους στην απομόνωση μέσα σε κατασκότεινα κελιά, στερούντας τους το ψωμί και το νερό και υποχρεώνοντάς τους να κοιμούνται κατάχαμα.
Ο αριθμός όσων φυλακίστηκαν στις φυλακές της Αγιάς δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί. Σύμφωνα με τον διευθυντή των φυλακών τους, Μπασιά Κων/νο, προτού δραπετεύσει, ήρθε εποχή που οι Κρήτες φυλακισμένοι ήταν περισσότεροι από 2.000. Όπως απεκάλυψε ο ίδιος, τα βασανιστήρια των φυλακισμένων ήταν ανεκδιήγητα. Πολλούς υποχρέωναν να βγαίνουν γυμνοί στον περίβολο των φυλακών, δύο ώρες προτού ξημερώσει. Τους περιέλουαν με ψυχρό νερό, από το κεφάλι ως τα πόδια και μετά τους έβαζαν μέσα σε ντεπόζιτα γεμάτα κρύο νερό.
Ακόμα, τους έμπηζαν βελόνες στα νύχια τους και κατόπιν τους τα τραβούσαν με πένσες και τους τα έβγαζαν. Για να τους εξευτελίσουν, τους έδιναν να πιουν ούρα αντί για νερό.
Για τη διατροφή τους τούς έδιναν τη μέρα 14 δράμια, δηλαδή 45 γραμμάρια αλεύρι και μια κουταλιά κονσέρβα ή λίγα φασόλια που τα μετρούσαν μες στην καραβάνα.
Με όλες τις απάνθρωπες και ανατριχιαστικές αυτές ενέργειες των φρουρών οι φυλακές της Αγιάς είχαν μεταβληθεί σε μια δαντική κόλαση.
Ο αριθμός των εκτελεσθέντων στις φυλακές θα μείνει άγνωστος. Πρέπει, όμως, να ήταν πολύ μεγάλος. Αυτό συμπέρανε η Εξεταστική Επιτροπή από τους ομαδικούς και ατομικούς τάφους που ανακάλυψε μετά την Kατοχή στον περίβολο των φυλακών και στα γύρω υψώματα.
Πολλοί δε απ’ αυτούς εκτελέσθηκαν με πελέκεις. Άγνωστος, επίσης, θα παραμείνει και ο αριθμός των ομήρων που στάλθηκαν από την Αγιά στη Γερμανία και οι οποίοι δεν επέστρεψαν στην Κρήτη.
Τα γνωστά θύματα της θηριωδίας των αλεξιπτωτιστών και των Ναζί, γενικά, κατά τους τρεις πρώτους μήνες της Κατοχής, έφθασαν στο Νομό Χανίων τους 1.423, στο Νομό Ρεθύμνης τους 330, στο Νομό Ηρακλείου τους 918 και στο Νομό Λασιθίου τους 213, συνολικά δηλαδή 2.884 άτομα.
Όλοι αυτοί ανήκαν στον άμαχο πληθυσμό και δεν συμπεριλαμβάνονται στον αριθμό αυτόν οι εκτελεσθέντες για δολιοφθορές, πραγματικές ή υποθετικές, καθώς και οι φονευθέντες άμαχοι ή εθελοντές πολίτες κατά τις μάχες του Μαΐου 1941.
Παρά όμως τα βασανιστήρια και τις ωμότητες, τις φυλακίσεις, τις εκτελέσεις και τις εξορίες που υπέστησαν οι Κρητικοί, οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να κάμψουν το ηθικό τους, δεν εκμηδένισαν τη δυναμικότητά τους και δεν εξανέμισαν την υπερηφάνεια τους. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να υπερηφανευόμαστε ως Κρητικοί.
Ας ευχηθούμε ποτέ άλλοτε ο κόσμος να μην ξαναγνωρίσει αυτές τις αγριότητες και βαρβαρότητες. Ποτέ άλλοτε η πατρίδα μας να μη βρεθεί ξανά στη δίνη ενός τέτοιου σκληρού και ανελέητου πολέμου.
Ας διατηρήσουμε άσβεστες στη μνήμη μας την ηρωική αντίσταση όλων των Κρητών, αντρών, γυναικών και παιδιών κατά τη Μάχη της Κρήτης, καθώς και τους αγώνες τους, την προσφορά και τις θυσίες τους μέσα από τις τάξεις της Εθνικής Αντίστασης σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ώσπου μέσα από το αίμα τους ξεπήδησε πάλι η χιλιάκριβη Λευτεριά της Κρήτης μας.
<if “parts_map”=””>