Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, σας ευχαριστούμε θερμά που ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση των Γενικών Αρχείων του Κράτους του Νομού μας και παρευρίσκεστε στη σημερινή εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου Κρήτη 1942. Οι φωτογραφίες του L. Cipriani. Η Υπηρεσία μας επέλεξε με καθαρά επιστημονικά κριτήρια να παρουσιάσει το δίγλωσσο (ελληνικά και ιταλικά) αυτό φωτογραφικό λεύκωμα για δύο λόγους. Πρώτον γιατί παρουσιάζει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον για την Κρήτη και τους ανθρώπους της την περίοδο της γερμανικής κατοχής και μάλιστα αναδεικνύει άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές και γεγονότα μιας εποχής που ανήκει στο πρόσφατο παρελθόν του νησιού∙ και δεύτερον γιατί φέρνει στο φως ένα αξιόλογο σε μέγεθος και ποιότητα φωτογραφικό αρχείο που λάνθανε επί δεκαετίες. Το γεγονός ότι οι φωτογραφίες αυτές ελήφθησαν σε μία κρίσιμη ιστορική περίοδο για το νησί και από τις δυνάμεις κατοχής δεν ακυρώνει σε καμία περίπτωση την αξία τους και τη συμβολή τους στη μελέτη της κρητικής ιστορίας. Πρόκειται για ιστορικά ντοκουμέντα και ως τέτοια εκλαμβάνονται.
Στην ανεύρεση του εν λόγω φωτογραφικού αρχείου βοήθησε βέβαια και η τύχη, αλλά αναμφίβολα καίριο ρόλο έπαιξε η ερευνητική διάθεση, η επιμονή και η άρτια ιστορική γνώση του επιμελητή της έκδοσης Παύλου Κόρπη, όπως αυτές αποτυπώνονται και στο λεπτομερώς τεκμηριωμένο και κατατοπιστικό κείμενό του που προτάσσεται των φωτογραφιών. Εξίσου διαφωτιστικά και χρήσιμα είναι και τα κείμενα των κ. Κωνσταντίνου Μαμαλάκη και Μιχάλη Παπαηλιάκη, οι οποίοι θα σας μιλήσουν στη συνέχεια.
Θα λέγαμε ότι το όλο εγχείρημα θυμίζει το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, αφού από μια απλή πληροφορία σ’ ένα αδημοσίευτο αφήγημα ενός ιταλού λοχαγού που συνταξίδευε με κάποιον συμπατριώτη του ταγματάρχη στο πλοίο από τον Πειραιά στο Ηράκλειο τον Ιούνιο του 1943 ο Κόρπης κατάφερε όχι μόνο να ταυτίσει το άτομο αυτό με τον Cipriani, αλλά και με τις κατάλληλες ενέργειες να εντοπίσει το φωτογραφικό αρχείο στη Φλωρεντία στα χέρια του Jacopo Moggi-Cecchi, καθηγητή της Ανθρωπολογίας και Παλαιοανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο.
Ο Moggi παραχώρησε για δημοσίευση χωρίς κανένα οικονομικό αντάλλαγμα 2.764 φωτογραφίες μαζί με το σημειωματάριο του Cipriani, όπου υπήρχαν οι απαραίτητες πληροφορίες για το πού και το πότε πάρθηκε η κάθε φωτογραφία. Από το σύνολο αυτό έχουν τυπωθεί στην παρούσα έκδοση 1689 φωτογραφίες από 117 χωριά της Κρήτης με τη σειρά που ο ίδιος ο Cipriani τα επισκέφθηκε κατά το οδοιπορικό του από την Ανατολική προς τη Δυτική Κρήτη. Στα τέλη Ιουλίου του 1942 με αφετηρία το χωριό Χουμεριάκο κοντά στη Νεάπολη, όπου διέμενε, ξεκίνησε τη λήψη των πρώτων ανθρωπολογικών φωτογραφιών και τη συμπλήρωση των πρώτων ανώνυμων ατομικών δελτίων∙ σε δύο μόλις μήνες ολοκλήρωσε την ερευνητική του αποστολή με τελευταίο σταθμό τον Ζαρό στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Το οδοιπορικό αυτό έχει σχεδιαστεί παραστατικά στον χάρτη που είναι προσαρτημένος στο τέλος του βιβλίου. Τον χειμώνα του 1942-43 ο Cipriani τράβηξε κάποιες συμπληρωματικές φωτογραφίες από την ανατολική Κρήτη και συγκεκριμένα από το χωριό Λίμνες, οι οποίες και παρατίθενται σε χωριστή ενότητα.
Όμως δεν ενδιαφέρθηκε να φωτογραφίσει μόνο τις φυσιογνωμίες των απλών καθημερινών ανθρώπων, αλλά αποτύπωσε το κρητικό τοπίο με τα σημάδια της ιστορίας του και οτιδήποτε άλλο είχε σχέση με τον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιοι από αυτούς που απαθανάτισε είχαν μόλις ένα χρόνο πριν πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης. Με τις ανθρωπολογικές φωτογραφίες θα ασχοληθεί ο επόμενος ομιλητής, ο κ. Τσαντηρόπουλος, ενώ εγώ θα ήθελα να σταθώ στις υπόλοιπες και στις πληροφορίες που μας παρέχουν ως αρχειακά τεκμήρια. Στην αρχειονομία το τεκμήριο είναι εξ ορισμού φορέας πληροφορίας και γνώσης που μπορεί να διασώζεται σε διάφορα υποστρώματα, όπως χαρτί, πάπυρο, περγαμηνή, πέτρα, ξύλο, φωτογραφία και γενικά σε οπτικοακουστικό υλικό ή στις μέρες μας σε ηλεκτρονική μορφή. Για να αναδειχθεί η σπουδαιότητα του οπτικοακουστικού υλικού στην ιστορία και τον πολιτισμό έχει καθιερωθεί από την Unesco η 27η Οκτωβρίου ως παγκόσμια ημέρα εορτασμού της οπτικοακουστικής κληρονομιάς, πέρα από την 9η Ιουνίου που είναι η διεθνής ημέρα των Αρχείων.
Ειδικά τα φωτογραφικά αρχεία λόγω της αμεσότητας των παρεχόμενων πληροφοριών, αφού ως γνωστόν μια εικόνα χίλιες λέξεις, αποτελούν αδιάψευστους και αυτόπτες μάρτυρες της στιγμής που ελήφθησαν και αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της κάθε εποχής από όποια σκοπιά κι αν είναι ειδωμένες οι φωτογραφίες. Επίσης επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις, ανάλογα με το εκάστοτε ενδιαφέρον του μελετή, ενώ προσφέρουν ένα ασφαλές μέτρο σύγκρισης του παρόντος με το παρελθόν.
Θα ξεκινήσω από τη φωτογράφιση των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων που έκανε ο Cipriani, ώστε σήμερα να γνωρίζομε σε ποια κατάσταση βρίσκονταν όλα αυτά το 1942 προτού αλλοιωθούν από τη φθορά του χρόνου και τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον για το αρχαιολογικό παρελθόν του νησιού και ιδιαίτερα τον μινωικό πολιτισμό, φωτογραφίζοντας την Κνωσό, αφιερώνοντάς της περίπου 60 φωτογραφίες, αλλά και τη Φαιστό, τα Μάλια, τα Γουρνιά, την Τύλισο, τη Γόρτυνα, τους Αγίους Δέκα, την Ελούντα κ.λπ. Φωτογράφισε επίσης και βενετσιάνικα μνημεία όπως την κρήνη Μοροζίνι στο Ηράκλειο και τη γέφυρα του Ατσιπόπουλου, την οποία δύο χρόνια αργότερα οι Γερμανοί ανατίναξαν κατά τη σύμπτυξή τους από το Ρέθυμνο προς τα Χανιά, γεγονός που καθιστά τις φωτογραφίες αυτές μοναδικές και αναντικατάστατες. Αυτό το τελευταίο παράδειγμα έρχεται να επιβεβαιώσει την αναγκαιότητα γενικά της φωτογράφισης των μνημείων, αφού εκτός από την επιστημονική σκοπιμότητα που εξυπηρετεί, παραμένει συχνά η μοναδική μαρτυρία για την ύπαρξη ενός μνημείου. Σ’ αυτήν την κατηγορία εντάσσεται δυστυχώς και η κατεδάφιση του βενετσιάνικου ρολογιού του Ρεθύμνου αμέσως μετά τον πόλεμο κι όχι από τους Γερμανούς αυτή τη φορά.
Ο Cipriani δεν παρέλειψε να καταγράψει με τον φακό του και νεότερα μνημεία της κρητικής ιστορίας, όπως αυτό που είχε στηθεί στη Σητεία προς τιμήν του Βιτσέντζου Κορνάρου, γνωρίζοντας προφανώς το έργο του Κορνάρου. Ή την επιγραφή όπου αναφέρεται η καταστροφή της Κανδάνου από τους Γερμανούς σε αντίποινα για τη συμμετοχή των κατοίκων στη Μάχη της Κρήτης. Επιτρέψτε μου εδώ μια ιστορική παρέκβαση και λόγω της επικείμενης επετείου της Μάχης της Κρήτης. Στις 2 Ιουνίου του 1941 οι Γερμανοί βομβάρδισαν την Κάνδανο και προχώρησαν σε μαζικές εκτελέσεις∙ την επόμενη μέρα έκαψαν και ισοπέδωσαν ό,τι είχε απομείνει. Θέλοντας να εκφοβίσουν και να παραδειγματίσουν τους Κρητικούς έστησαν δύο ξύλινες επιγραφές στις εισόδους του χωριού από Παλαιόχωρα κι από Χανιά αντίστοιχα που αποτελούν τις μοναδικές γραπτές μαρτυρίες σε όλη την Ευρώπη της θηριωδίας τους που κατασκευάστηκαν μάλιστα από τους ίδιους. Δύο χρόνια αργότερα χάραξαν και μια μαρμάρινη πλάκα για το ίδιο γεγονός. Από τις τρεις αυτές επιγραφές διασώζονται οι δύο, η μαρμάρινη και αυτή που φωτογράφισε ο Cipriani, που σήμερα φυλάσσονται στο μουσείο του χωριού.
Σπουδαιότατη όμως είναι η συμβολή των φωτογραφιών και στον τομέα της λαογραφίας. Από αυτές αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για τον υλικό πολιτισμό της εποχής εκείνης και ιδιαίτερα για τη λαϊκή αρχιτεκτονική της κρητικής υπαίθρου, όπως αυτή προβάλλεται από χωριό σε χωριό μέσα από την τυπολογία των κατοικιών, το μέγεθός τους, τα υλικά δόμησης και άλλα παρεμφερή κτίσματα που είναι δηλωτικά του επαγγέλματος του ιδιοκτήτη, της οικονομικής και κοινωνικής του κατάστασης, του κλίματος της περιοχής κ.λπ. Πολλά από αυτά τα κτίσματα δεν διασώζονται στις μέρες μας. Παρόλο που τα ενδιαφέροντα του Cipriani ήταν σταθερά στραμμένα προς το εσωτερικό του νησιού, φωτογράφισε ακόμη πόλεις και παραθαλάσσιους οικισμούς, π.χ. το Ρέθυμνο, την Αγία Γαλήνη, το Λουτρό, τη Γαύδο για να αναφέρω ενδεικτικά κάποιους από αυτούς.
Απαθανάτισε επίσης την ανθρώπινη διάσταση της καθημερινής ζωής της υπαίθρου, τις γυναικείες ασχολίες του σπιτιού, την ενδυμασία της εποχής, αποτυπώνοντας ήθη και έθιμα και παραδοσιακά επαγγέλματα. Για όλα αυτά θα σας μιλήσει πιο αναλυτικά ο κ. Μαμαλάκης.
Στο μέτρο που η φωτογραφία είναι το πιο δυνατό και παραστατικό μέσο αποτύπωσης της ιστορικής μνήμης και παράλληλα εργαλείο για την ανάδειξη της συλλογικής μνήμης η Κρήτη ευτύχησε να έχει μέχρι στιγμής μια αξιόλογη πολιτισμική παρακαταθήκη. Την απαρτίζουν οι φωτογραφίες των βενετικών μνημείων που τράβηξε στις αρχές του 20ού αιώνα ο Giuseppe Gerola και οι φωτογραφίες του Lidio Cipriani. Βέβαια δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα στο μέλλον να έρθουν στο φως κι άλλα φωτογραφικά αρχεία που μας είναι άγνωστα ως τώρα, αφού η ιστορική έρευνα είναι ανάλογη με την αρχαιολογική: δεν σταματά ποτέ, ούτε ξέρει κανείς τι εκπλήξεις του επιφυλάσσει. Ως παράδειγμα αναφέρω τις συγκλονιστικές φωτογραφίες από τον λιμό της Αθήνας του 1941-42 που εντοπίστηκαν στα αρχεία της Καθολικής Εκκλησίας και ετοιμάζονται προς δημοσίευση. Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι σκοπός των Γενικών Αρχείων του Κράτους είναι, εκτός των άλλων, η προώθηση της ιστορικής έρευνας και η μελέτη και ανάδειξη της τοπικής ιστορίας, γι’ αυτό και συγχαίρομε τους συντελεστές της παρούσας έκδοσης για την πρωτοβουλία τους να δημοσιεύσουν τα άγνωστα μέχρι πρότινος φωτογραφικά ντοκουμέντα που έχουν αυταπόδεικτη αξία για την ιστοριογραφία της Κρήτης της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
ΑΣΠΑΣΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗ Γ.Α.Κ- Αρχεία Ρεθύμνου