Η ζωή δεν απεικονίζεται με μια οριζόντια ευθεία. Έχει κορυφές και βάθη, έχει άλματα, πτώσεις και ανακάμψεις.
Η διακοπή των δράσεων και συνηθειών κατά τακτές περιόδους, μικρότερες ή μεγαλύτερες, συντελεί σε ανάπαυση και ανανέωση. «Εξ ημέρες εργά, τη δε ημέρα τη εβδόμη Σάββατα…» είναι η εντολή του Δημιουργού.
Οι ετήσιες ονομαστικές γιορτές, οι επέτειοι και ιδιαίτερα οι ετήσιες μεγάλες γιορτές και νηστείες της εκκλησίας βοηθούν ιδιαίτερα σε αυτό.
Τις γιορτές των Χριστουγέννων θα ακολουθήσει η εβδομάδα των παθών και το Πάσχα, αλλά θα προηγηθεί το Τριώδιο, που οι τρεις πρώτες εβδομάδες του ονομάζονται Απόκριες.
Οι απόκριες στο Ρέθυμνο γιορτάζονταν με τρόπο που δεν απέκλιναν πολύ από τις παραδόσεις των παλαιοτέρων.
Το έθιμο του καρνάβαλου και τα άλλα δρώμενα της στρωμένης με ροδοπέταλα εποχής του μεσοπολέμου δεν τα έζησα σε ηλικία που να έχω άμεσα μνήμες.
Οι παιδικές μου εμπειρίες και αναμνήσεις αρχίζουν από την τετραετή Γερμανική κατοχή. Στην αγορά δεν υπήρχαν τρόφιμα. Ο κόσμος υπέφερε. Η σίτισή του ήταν ελλιπής. Η κυκλοφορία τα βράδια ήταν απαγορευμένη. Κάθε μαζική εκδήλωση ή διασκέδαση ήταν αδιανόητη. Φωτισμός δεν επιτρεπόταν το βράδυ, η πόλη ήταν σκοτεινή, οι άνθρωποι κλεινόταν από νωρίς στα σπίτια τους.
Η καθημερινή στενή επικοινωνία των ανθρώπων και η αλληλεγγύη μεταξύ των οικογενειών τους θέρμαινε και ενίσχυε το θάρρος τους και κάλυπτε την ανεπάρκεια των προϊόντων στην αγορά. «Είχε ένας; Είχαν όλοι».
Τις χρονιάρες μέρες συγγενικά πρόσωπα από το χωριό έφερναν με τα γαϊδουράκια τους σφάγια. Οι οικογένειες τα έτρεφαν λίγες ημέρες, στις αυλές τους μαζί και με άλλα οικόσιτα ζώα, κότες, κουνέλια, περιστέρια. Τα έσφαζαν και έδιδαν και στα γύρω σπίτια. Εξ άλλου, ήταν καθημερινή συνήθεια να στέλνει η νοικοκυρά στη γειτόνισσα ένα πιάτο από το φαγητό που μαγείρεψε.
Εμείς, τα παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού τις απόκριες στην κατοχή τις περάσαμε στη γειτονιά, χωρίς να απουσιάζουμε και από τη γειτονική μας εκκλησία. Ένα κουρδιστό γραμμόφωνο με χωνί στη μικρή πλατεία διέκοπτε την ηρεμία της γειτονιάς και το νταούλι του καμηλιέρη μας ξεσήκωνε και τρέχαμε όλα τα παιδιά να απολαύσουμε την καμήλα με τα τέσσερα ανδρικά πόδια και το πλουμιστό γεμάτο χάντρες κεφάλι. Ένας μουτζουρωμένος με άσπρο σαρίκι και άσπρη κελεμπία καμηλιέρης, με το νταούλι του έδινε το ρυθμό και χόρευε η καμήλα με θόρυβο απ’ τα λιλιά και τα βαριά κουδούνια της.
Τα κατοχικά στρατεύματα απεχώρησαν από το νησί τον Ιούνιο του 1945. Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα των Δεκεμβριανών στην Αθήνα και στη χώρα ο εμφύλιος ήταν σε εξέλιξη. Το κοινό, επηρεασμένο από τα γεγονότα, δεν είχε διάθεση για γιορτές και πανηγύρια.
Ο ενθουσιασμός βέβαια και η προσδοκία της πολυπόθητης ελευθερίας δεν έλειψε ποτέ, ιδιαίτερα από τα νιάτα κάθε εποχής . Στους δρόμους συναντούσες παρέες από μασκαρεμένους νέους και νέες. Η προπολεμική παραδοσιακή κλειστή κοινωνία της Ρεθύμνης διέθετε παλιό επίσημο ρουχισμό. Ρεντιγκότες και ημίψηλα, φούστες κλαρωτές και ψηλά καπέλα που έκαναν την εμφάνισή τους τις ημέρες της αποκριάς. Κάποιοι αρκούνταν να ντυθούν με ενδύματα του άλλου φύλου και κάποιοι να φορέσουν τα ρούχα τους ανάποδα. Ήθελαν να νοιώσουν στο πετσί του πως ζούσαν μέρες αποκριάς, να ανταποκριθούν στο έθιμο, να ντυθούν μασκαράδες. Φορούσαν χειροποίητες μασκάρες, για να μην αναγνωρίζονται. Κρατούσαν κρόταλα και ροκάνες, είχαν σφυρίχτρες στο στόμα, που άνοιγαν όταν φυσούσες και μαζεύονταν με ελατήριο. Πετούσαν μεταξύ τους σερπαντίνες, τα αστεία και τα χωρατά που ανταλλάσσονταν περίσσευαν. Η Αρκαδίου το πρωί ήταν στρωμένη με πολύχρωμο χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες, που μαρτυρούσαν το ξέσπασμα της προηγούμενης βραδιάς.
Οι οικονομικές και κοινωνικές διαφορές δεν ήταν διακριτές. Υπήρχε μια ιδεατή ισότητα που ήταν εμφανέστερη στον παιδικό κόσμο. Τα παιδιά των πλουσίων οικογενειών δεν διέφεραν από τα παιδιά των οικονομικά ασθενέστερων. Όλα ήταν ντυμένα με φτωχικά απλά, αλλά καθαρά ενδύματα. Οι γονείς ήθελαν να μεταδώσουν στα παιδιά τους τη χαρά της αποκριάς. Κάθε μαμά ανάλογα με τη φαντασία της έντυνε το παιδί της. Δεν υπήρχαν τότε στην αγορά παιδικές ενδυμασίες, σταχτοπούτες πρίγκιπες και πιερότοι.
Διάφοροι σύλλογοι και οργανώσεις οργάνωναν χοροεσπερίδες. Παρέες οργάνωναν πάρτι σε σπίτια. Οι ταβέρνες ήταν καθημερινά γεμάτες. Ασυναγώνιστος ήταν ο χορός του Λυκείου Ελληνίδων. Στην ευρύχωρη σάλα του στην προκυμαία φιλοξενούσε συνήθως την τελευταία ετήσια αποκριάτικη χοροεσπερίδα. Ο χορός του Λυκείου είχε πάντα πληρότητα. Συμμετείχε όλη η μικρή αλλά στο σύνολό της εκλεκτή κοινωνία της πόλης μας. Ήταν η ευκαιρία για τους κομψούς νέους να πάρουν την άδεια από το συνοδό γνωστής τους κυρίας ή δεσποινίδας, να χορέψουν μαζί της ένα ταγκό ή ένα βαλς, να αποδείξουν την επιδεξιότητά τους και στο χορό. Το ωραίο φύλο είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τα καλλίγραμμα νεανικά σώματά του μέσα σε καινούργιες πολύχρωμες μακριές τουαλέτες και οι γνωστές μοδίστρες της πόλης μας, μέσα από το κους – κους που κρατούσε αρκετές ημέρες, να διαγωνιστούν ποιας το ψαλίδι ήταν το καλύτερο.
Εμείς, τα παιδιά που δεν είχαμε βέβαια άμεση γνώση όλων αυτών των εκδηλώσεων, ακούαμε με περιέργεια όσα λέγονταν και γενικά ήμασταν ενήμερα για όλα τα δρώμενα.
Το έθιμο του Καρνάβαλου που είχε διακοπεί τα κατοχικά χρόνια επανήλθε τη δεκαετία του 50. Η πρωτοβουλία για την επαναφορά του ανήκε σε μικρές ομάδες Ρεθυμνιωτών. Παρέες νέων της πόλης μας που κυριαρχούσαν στο βραδινό «νυφοπάζαρο» της οδού Αρκαδίου είχαν την ιδέα και την πρωτοβουλία. Ο παρεΐστικος χαρακτήρας της προσπάθειας πήρε γρήγορα και επίσημα οργανωτική μορφή και το «Ρεθυμνιώτικο Καρναβάλι» αφυπνίστηκε. Το ξεκίνημα και η αναβίωση του, ως παλιάς τοπικής παράδοσης και εθίμου στηρίχτηκε σε νέους, νέες και παιδιά που το αγκάλιασαν και εργάστηκαν εθελοντικά και με κέφι για αυτό. Γιγάντια χάρτινα ζωγραφικά έργα, χάρτινα άρματα πάνω σε γεωργικά τρακτέρ και ιδιωτικά αυτοκίνητα έκαναν θριαμβευτικά την εμφάνισή τους στους δρόμους της παλιάς πόλης. Νεαρά αγόρια και κορίτσια ντύθηκαν με διάφορες στολές και συμμετείχαν αθρόα στην Καρναβαλική παρέλαση. Μαθητές της μέσης εκπαίδευσης μεταμφιεσμένοι σε ιππότες, μαθήτριες ντυμένες πριγκίπισσες χόρευαν διαρκώς στους εύθυμους ήχους. Ένας νεαρός μαθητής Γυμνασίου ιππεύοντας σε ένα ψηλό στολισμένο άλογο, παρίστανε το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού και δίπλα του ο ετοιμοθάνατος Καρνάβαλος. Η επιτυχία της πρώτης εκδήλωσης και η μεγάλη συμμετοχή του λαού έκαναν πάλι γεγονός το «Ρεθυμνιώτικο Καρναβάλι», που συνεχίζεται και είναι και αυτό ένας παραπάνω συντελεστής της διαρκώς αυξανόμενης τουριστικής ανάπτυξης της πόλης μας.
«Του κύκλου τα γυρίσματα…». Ένας νέος εχθρός αλλάζει τη συμπεριφορά και τις συνήθεις σχέσεις και εκδηλώσεις των ανθρώπων. Χάνουν άνθρωποι την υγεία τους. Χάνουν τη ζωή τους. Δεν είναι στρατεύματα κατοχής που σκοτώνουν. Είναι μικρός, δεν φαίνεται με γυμνό μάτι και όμως όλοι τον ξέρουν. Η υφήλιος ολόκληρη αισθάνεται το βάρος της ύπαρξής του. Ο ‘κορωνοϊός’, που τα τελευταία δύο χρόνια δρά, φρόντισε και για τις αποκριάτικες εκδηλώσεις. Πόσο θα αλλάξουν στο μέλλον; Θα δείξει ο χρόνος.
ΑΝΤΩΝΗΣ Β. ΣΤΕΦΑΝΑΚΙΣ