Μελιδόνι και Μελιδόνηδες θα μας απασχολήσουν σήμερα με την ευκαιρία της αυριανής επετείου.
Όμορφο χωριό το Μελιδόνι και με λεβέντες κατοίκους, πρόσχαρους και φιλόξενους. Μας είναι γνωστοί και από την αναβίωση εθίμων, καθώς τιμούν ιδιαίτερα την παράδοση.
Για όσους ενδιαφέρονται να σημειώσουμε ότι η ονομασία Μελιδόνι προέρχεται από το βυζαντινό επώνυμο Μελιδόνης, το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα στην Κρήτη. Η εύνοια της φύσης να είναι κοντά σε θάλασσα, ευνόησε την ανάπτυξή του.
Παρά τις αρνητικές συγκυρίες το Μελιδόνι εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του Μυλοποτάμου. Στο Μελιδόνι είχε έδρα του και ο επίσκοπος Αυλοποτάμου Παρθένιος, γνώστης της Αστρονομίας και σπουδαίος ζωγράφος. Θα κάνουμε σύντομα ένα αφιέρωμα και σε αυτόν.
H παρουσία του Μελιδονίου στο χώρο είναι συνδεμένη με το σπήλαιό του, το Γεροντόσπηλιο.
Οι ανασκαφές στο σπήλαιο απέδειξαν ότι είχε κατοικηθεί από τον προϊστορικό άνθρωπο, μετά έγινε ιερό όπου λατρεύτηκε ο Γίγαντας φύλακας της Κρήτης, Τάλως, και μετά, όπως μαρτυρεί η επιγραφή της εισόδου του σπηλαίου λατρεύτηκε ο Τάλαιος Ερμής.
Ο τόπος γύρω από το σπήλαιο κατοικήθηκε από βοσκούς. Η παράδοση αναφέρει ότι κάποια μέρα ένας βοσκός έχασε μια αίγα και την βρήκε να πίνει νερό που ανέβλυζε από μια μικρή πηγούλα σε ένα σημείο όπου τώρα είναι η πλατεία του χωριού.
Στο σημείο που βρέθηκε το νερό ανοίχτηκε ένα πηγάδι το σημερινό «βασιλικό πηγάδι» για τις ανάγκες των κατοίκων. Με το πέρασμα των χρόνων σε κάθε αυλή υπήρχε και το πηγάδι της οικογένειας, φτάνοντας σήμερα να σώζονται 103.
Για το Μελιδόνι έχει κάνει ένα θαυμάσιο οδοιπορικό ο εκλεκτός εκπαιδευτικός και συγγραφέας κ. Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης που αξίζει να το αναζητήσετε. Εμείς θα σταθούμε στη σελίδα δόξας που έγραψε η θυσία των κατοίκων που βρήκαν τραγικό θάνατο από τους Τούρκους στο σπήλαιο.
Αποτέλεσμα και αυτή της μεγάλης συμβολής του Μυλοποτάμου στην επανάσταση του 1821.
Ο τραγικός Γενάρης
Ήταν 24 του Γενάρη 1824, όταν ο βωμός της θυσίας για μια Κρήτη λεύτερη δέχτηκε μια ακόμα εκατόμβη. Ήταν εκείνοι που αναζήτησαν καταφύγιο στο σπήλαιο του Μελιδονίου, για να γλιτώσουν από το μένος του κατακτητή που είχε ορκιστεί να καταπνίξει την επανάσταση στο Μυλοπόταμο.
Οι κάτοικοι του Μελιδονίου δεν απουσίασαν από κανένα κάλεσμα της πατρίδας.
Οι άμαχοι είχαν το σπήλαιο σαν ένα σίγουρο καταφύγιο, όπου και έτρεχαν να προστατευθούν εκεί σε κάθε ξεσηκωμό.
Η έκρηξη της επανάστασης και η ενεργός συμμετοχή των Μυλοποταμιτών υποχρεώνει τους Τούρκους να σκληρύνουν τη στάση τους για να την καταστείλουν. Η αφρόκρεμα των στρατηγών αναλαμβάνει δράση.
Στις αρχές του Οκτώβρη του 1823 φτάνει στο Μελιδόνι και στρατοπεδεύει ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός με νέο αρχηγό τον Χουσεΐν Μπέη. Οι Μελιδονιώτες, 370 γυναικόπαιδα και 30 πολεμιστές κλείνονται και πάλι στο σπήλαιο. Ο Χουσεΐν το μαθαίνει και αποκλείει το σπήλαιο, ζητώντας από τους Μελιδονιώτες να παραδοθούν.
Η απάντηση όμως ήταν η ίδια πάντα. Καλύτερα ο θάνατος παρά η υποταγή. Χρησιμοποίησε κάθε μέθοδο χωρίς όμως να πετύχει το παραμικρό.
Επί τρεις μήνες προσπαθούσε ο σκληρός Τούρκος στρατηγός, να εξαναγκάσει τους ελεύθερους πολιορκημένους να παραδοθούν. Μάταια όμως. Εκείνοι υπομένουν ανείπωτες ταλαιπωρίες αλλά δεν παραδίδονται.
Η κορύφωση του δράματος είναι στις 24 Ιανουαρίου 1824, όταν ο Χουσεΐν κλείνει την είσοδο του σπηλαίου με καπνογόνα υλικά (άχυρα, λάδια, πυρήνες…), βάζει φωτιά και από τους καπνούς βρίσκουν φρικτό θάνατο οι 400 αποκλεισμένοι. Και σαν να μην έφθανε αυτό οι Τούρκοι μπήκαν μετά από μέρες στη σπηλιά και σύλησαν τα πτώματα.
Μερικές μέρες αργότερα έξι Μελιδονιώτες αποφασίζουν να πάνε στη σπηλιά για να δουν τι απέγιναν οι έγκλειστοι γιατί φήμες τους είχαν ανησυχήσει. Η σιωπή που επικρατούσε τους έβαλε σε μεγαλύτερες υποψίες. Αποφασίζουν και μπαίνουν στο σπήλαιο. Το σοκ από το θέαμα που αντίκρισαν ήταν μεγάλο.
Πρόσωπα αγαπημένα κείτονταν νεκρά, κάποια απογυμνωμένα. Γύρισαν στο χωριό σαν αλλοπαρμένοι. Ο ένας που είχε χάσει τα λογικά του από το θέαμα πέθανε σε λίγες μέρες. Ο άλλος τον ακολούθησε στον τάφο είκοσι μέρες αργότερα.
Ο τρίτος ο Μανόλης Κιρμιτζάκης έζησε και ύστερα από 10 χρόνια, το Φλεβάρη τού 1834, διηγήθηκε τα γεγονότα στον Pashley, που επισκέφτηκε το σπήλαιο, και έμαθε τη γυμνή αλήθεια δίχως στολίδια, για να περιγράψει τα γεγονότα στο βιβλίο του Travels in Crete, vol. I, p.131.
Συγκλονιστικές περιγραφές
Συγκλονιστική και η περιγραφή του Γερμανού καθηγητή της Ιστορίας Μέντελσον Μπαρτόλντυ στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Ελλάδος από του 1453 μέχρι του 1874». Αναφέρει σχετικά:
«Ότε οι Έλληνες μετά πολλάς του αγώνος περιπέτειας ανέκτησαν το Μελιδόνιον και το σπήλαιον, σπαρακτική ήτο η σκηνή, καθ’ ην ανεγνώρισαν εν αυτώ τα οστά των φίλτατων αυτών οικείων.
Κατησπάσαντο δε τα υπό του καπνού μελανωθέντα εκείνα λείψανα και φοβεράν ώμοσαν εκδίκησιν κατά των απίστων βαρβάρων» ( ασπάστηκαν τα μελανωμένα λείψανα και ορκίστηκαν εκδίκηση)
Και ο ιστορικός Παπαδοπετράκης ή Παπαδοπέτρος Γρηγόριος, όταν ύστερα από 43 χρόνια επισκέφθηκε το σπήλαιο, γράφει: «Τα κρανία των, είχομεν την ατυχία να ίδωμεν το 1867, ως πυραμίδα εκτισμένα εντός του φρικτού σπηλαίου».
Τα οστά των μαρτύρων φυλάσσονται σε οστεοφυλάκιο στην πρώτη αίθουσα του σπηλαίου, στην οποία έχει δοθεί το όνομα «Αίθουσα των Ηρώων», κρατώντας άσβεστη τη μνήμη της τραγωδίας.
Τα αδέλφια Μελιδόνη
Το Μελιδόνι στην επανάσταση του 1821 εκπροσωπήθηκε επάξια από τους αδελφούς Μελιδόνη.
Ήταν ο Γιώργης, ο Αντώνης και ο Ηλίας.
Ο Γιώργης που δεν γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε ήταν πρακτικός γιατρός. Φύση ανήσυχη, καθώς ήταν ξενητεύτηκε από μικρός. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες σπουδάζοντας ιατρική και έγινε οπαδός του διαφωτισμού. Η φήμη του ως πρακτικού γιατρού στην Κωνσταντινούπολη που βρέθηκε ένα διάστημα ήταν τόσο μεγάλη που λέγεται πως κέρδισε έτσι την εύνοια της μητέρας του σουλτάνου Μαχμούτ του Β αλλά και του ίδιου που τον εμπιστευόταν τυφλά.
Η ζωή του ήταν ονειρεμένη αν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες της εποχής. Εκείνος όμως είχε πάντα τη σκέψη στην Κρήτη και αυτός ήταν ο λόγος που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία, χωρίς δεύτερη σκέψη. Διετέλεσε και γραμματέας του Δημητρίου Υψηλάντη.
Η επανάσταση του 1821 τον βρήκε έτοιμο για δράση. Τέλος της χρονιάς φθάνει στην Κρήτη με εφόδια και άνδρες. Είχε φέρει όμως μαζί του και κάτι πολυτιμότερο. Ήταν το εμβόλιο για την ευλογιά που το έφερε πρώτος στην Κρήτη και δίδαξε τον αλληλοεμβολιασμό.
Υπηρέτησε ως σύμβουλος του πρώτου διοικητή της Κρήτης, Μιχαήλ Κομνηνού Αφεντούλη.
Συνέχισε τον αγώνα του μέχρι το τέλος της επανάστασης επικεφαλής σώματος που συντηρούσε ο ίδιος.
Μετά το τέλος του αγώνα κατέφυγε στο Ναύπλιο και μετά στην Αθήνα όπου και πέθανε πάμπτωχος το 1866.
Μεγάλος αγωνιστής ήταν και ο αδελφός του Ηλίας που γεννήθηκε το 1825.
Αυτός πολέμησε στη Σάμο και στην Πελοπόννησο αλλά είχε άδοξο τέλος. Ενώ μετέφερε αιχμαλώτους με το πλοίο του ανατινάχτηκε η πυριτιδαποθήκη. Ήταν κι αυτός μεταξύ των θυμάτων του φρικτού αυτού ατυχήματος.
Κατά μια άλλη εκδοχή πολέμησε πλάι στον Γ. Καραϊσκάκη και σκοτώθηκε στη μάχη του Φαλήρου το 1827.
Σπουδαίος αλλά με την ίδια τραγική τύχη βίαιου θανάτου ήταν και ο Αντώνης ο επονομαζόμενος Δάνδολος.
Αυτός ήταν και ο πιο γνωστός στην Ιστορία από τα αδέλφια του.
Είναι άγνωστη και η δική του χρονολογία γέννησης.
Νέος εγκατέλειψε την πατρίδα του για να μυηθεί στη Φιλική Εταιρία, που τον όρισε απόστολο της μεγάλης ιδέας να ξεσηκώνει και τους άλλους Έλληνες. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εκτιμώντας τις ικανότητές του τον έστειλε μέχρι και στους ομογενείς της Μικράς Ασίας για να τους φέρει το μήνυμα της επανάστασης.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση ο Μελιδόνης, συγκέντρωσε αρκετούς άνδρες και τους οδήγησε στη Σμύρνη περιμένοντας εντολές για να δράσει. Οι συλλήψεις Φιλικών τον υποχρέωσαν να ξεφύγει μεταμφιεσμένος σε Τούρκο και να καταφύγει στους επαναστάτες που είχαν το άντρο τους στο βουνό Ανιφηντάγ. Σκοπός τους ήταν να βοηθήσει με αυτούς τους ομογενείς της Σμύρνης. Δεν πρόλαβε. Οι Τούρκοι τον κυνήγησαν μέχρι την απέναντι παραλία της Σάμου, όπου με πολλές δυσκολίες είχε κατορθώσει να φθάσει με όσους άνδρες είχαν σωθεί. Με αυτή την ελάχιστη δύναμη απέκρουσε τους Τούρκους που εισέβαλαν τον Οκτώβριο του 1821 στο νησί.
Λίγους μήνες αργότερα κατεβαίνει στην Κρήτη, όπου μετά από λαμπρή δράση έλαβε το μεγαλύτερο στρατιωτικό βαθμό.
Από τα μεγαλύτερα κατορθώματά του ήταν όταν το χειμώνα του 1822, μπήκε κρυφά τη νύχτα στο οχυρό του Βαθειακού και αφού σκότωσε πολλούς Τούρκους, γύρισε με πολλά λάφυρα πίσω σε όπλα και πολεμοφόδια.
Σκοτώθηκε από τον Ρούσο Βουρδουμπά, μετά από λογομαχία.
Ο ηγούμενος της Μονής Ασωμάτων Ιωσήφ, ήταν παρών στο φονικό και διηγήθηκε τις λεπτομέρειες που αναφέρονται στην «Ιστορία των Σφακίων» του Γρ. Παπαδοπετράκη.
Είπε, λοιπόν, ο Βουρδουμπάς στον Μελιδόνη: «Καλό κατόρθωμα έκανες εσύ καπετάν Αντώνη, μα βλέπου άλλη φορά, μην κινδυνεύεις τσ’ ανθρώπους σου και την πάθεις πουθενά».
Αυτός όμως απάντησε με πολύ οργή και θρασύτητα, λέγων: «Εσύ να βλέπεις και να κρύβεσαι φθονερέ. Θαρρείτε πως μόνο εσείς οι Σφακιανοί είσθε άντρες; Δεν είσθε τίποτα. Εγώ θα σας χαμηλώσω τη μύτη».
Η κατάσταση εκτραχυνόταν και ο συνετός Αλέξιος Μαυροθαλασσίτης -πεντακοσίαρχος επίσης- έπιασε το χέρι του Βουρδουμπά και άπλωσε να πιάσει και το χέρι του Μελιδόνη για να τους συμφιλιώσει.
Αυτός όμως τράβηξε το χέρι του και το έβαλε πάνω στο σπαθί του λέγοντας: «Με τοιούτον άτιμον και φθονερόν, εγώ δεν θέλω φιλίας».
Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο Βουρδουμπάς, τράβηξε το μαχαίρι του και…
Ας δούμε όμως τι λέγει για το γεγονός και ο Κριτοβουλίδης:
«…Ο δε Βουρδουμπάς και άλλοι καπετάνιοι μετακαλεσάμενοι τότε του Μελιδόνη, ανηρεύνων περί του γεγονότος.
Και τον επέπληττε πως ο Βουρδουμπάς, διά τον κίνδυνον εις ον έφερε τόσους στρατιώτας, όστις εχρεώστει να προειδοποιήσει και τους άλλους οπλαρχηγού, διά να ενεργηθεί μάλλον ακινδύνως εκείνο το τόλμημα.
Ο Μελιδόνης, όμως, εδιηγείτο υπερηδέως τα καθέκαστα, προσθέσας επιτέλους, ότι, αυτός θα τα αναφέρει προς τον Αφεντούλη.
Ο Βουρδουμπάς αντέλλεξε με οργήν, ότι είναι αυτού καθήκον να κάμει τούτο, ως αρχηγός του στρατεύματος.
Ένεκα τούτου ημείφθησαν προς αλλήλους και λόγοι απρεπείς…».
Το φονικό είχε σαν αποτέλεσμα να κάμψει το ηθικό των επαναστατών, ενώ αντίθετα χαροποίησε τους Τούρκους που έριξαν 3 μπαταριές να γιορτάσουν το γεγονός και προκάλεσαν μεγάλες φθορές στο στρατόπεδο των Ελλήνων.
Ο Αντώνης Μελιδόνης τραγουδήθηκε όσο λίγοι από τη λαϊκή μούσα.
Ιστορικοί που αναλύουν το γεγονός έχουν να παρατηρήσουν πως ο Μελιδόνης ήταν ανδρείος, είχε στρατηγικές δεξιότητες, είχε όμως και πολλά ελαττώματα.
Ο Β. Ψιλάκης στην «Ιστορία της Κρήτης» σελίδα 1.720 (παλαιά έκδοση) γράφει γι’ αυτόν:
«Ου μόνον μέχρι πάθους ήτο φιλόδοξος, επιδεικτικός και ηρέσκετο τα μάλα εις διαφημίσεις εαυτού, αλλά πανθομολογουμένως, είχε περισσήν ακράτειαν γλώσσης…».
Κατηγορεί επίσης τον αδελφό του (που ήταν γιατρός και ανήκε στο περιβάλλον του Αφεντούλη) ότι δεν έχανε ευκαιρία να υποδαυλίζει τον εγωισμό του, λέγοντας πως ήταν ο καλύτερος καπετάνιος της Κρήτης: «Εξ ου τα πάντα εξηρτώντο και δι ου τα γενόμενα, πάντα κατωρθούντο…».
Από την άλλη μεριά ο Χ.Ρ.Β. μεγαλόπρεπος στην εμφάνιση, ανδρείος, έξυπνος και φυσικά εγωιστής.
Γι’ αυτόν γράφει ο Ψιλάκης: «…Ήτο ο εν Κρήτη τότε ισχυρότερος ανήρ, ου μόνον κατά την ανδρείαν, την δύναμιν, την επιρροήν, αλλά και κατά την νοημοσύνην…».
Όμως το κακό έγινε!
Βέβαια θα μπορούσε ο Χ.Ρ.Β. να πει το: «πάταξον μεν, άκουσον δε» του Θεμιστοκλή, δίνοντας τόπο στην οργή, λέγοντας: «Καπετάν Αντώνη, οι ώρες είναι δύσκολες και πρέπει να είμαστε μονοιασμένοι. Σου έκανε ορισμένες παρατηρήσεις -χωρίς να παραγνωρίζω τη παλικαριά σου- γιατί αυτό έπρεπε να κάνω, σαν αρχηγός της εκστρατείας. Βέβαια όλα πήγαν καλά και είσαι άξιος επαίνου, μπορούσε όμως να γίνει και το αντίθετο.
Μιλάς υβριστικά, αλλά η φωνή της πατρίδας -που ζητά τη βοήθειά μας- είναι πιο δυνατή από τη δική σου και δεν με αφήνει ν’ ακούσω τις ύβρεις σου.
Δεν τις άκουσα και δεν σου απαντώ. Αν πιστεύεις στο σταυρό και την πατρίδα, ας ξεχάσουμε τις διαφορές μας. Έλα να δώσουμε τα χέρια και να πολεμήσουμε παρέα τους άπιστους!..».
Τότε είναι βέβαιο ότι όλοι θα επικροτούσαν τη στάση του και οι «μετοχές» του θ’ ανέβαιναν στα ύψη!
Το αντίθετο θα συνέβαινε στον Μελιδόνη, αν δεν υποχωρούσε.
Δυστυχώς όμως, όλοι ξέρομε, ότι αυτά είναι σπάνια φαινόμενα στην Ελληνική ιστορία!
Αυτά έχει η κατάρα της φυλής.
Πηγές:
Μίνωος Σοφούλη: Ένα φονικό στην Κρήτη της επανάστασης του 21
Εύας Λαδιά: Ρεθεμνιώτες ήρωες στην Επανάσταση του 1821
Γεωργίου Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη